Οι λόγοι πίσω από τις πρόσφατες διαμαρτυρίες, οι κοινωνικές δυνάμεις που εμπλέκονται και οι πιθανές συνέπειες
του Αλεξάντρ Μπουζγκάλιν (Ρώσικο Κοινωνικό Φόρουμ)
Αυτό το κείμενο γράφεται εν θερμώ, αμέσως μετά τις μαζικές διαμαρτυρίες που σημειώθηκαν στις περισσότερες περιοχές της Ρωσίας στις 23 και 31 Ιανουαρίου 2021. Ο συνολικός αριθμός διαδηλωτών σ’ όλη τη χώρα στις 23 Ιανουαρίου ήταν λιγότεροι από 10.000 σύμφωνα με την κυβέρνηση, πολύ περισσότεροι σύμφωνα με την αντιπολίτευση. Η μεγαλύτερη από τις διαδηλώσεις ήταν, ως συνήθως, στη Μόσχα, όπου σύμφωνα με την επίσημη καταμέτρηση, 4.000 άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους, ενώ ανεπίσημα στοιχεία ανέφεραν πολύ μεγαλύτερο αριθμό. Παρόμοιοι ήταν οι αριθμοί των διαδηλωτών στις διαμαρτυρίες στις 31 Ιανουαρίου, αλλά αυτή τη φορά οι συγκρούσεις ήταν πολύ πιο έντονες και σύμφωνα με διάφορους απολογισμούς συνελήφθησαν 2000 έως 4000 διαδηλωτές.
Γιατί;
Γιατί, μετά από μια μακρά περίοδο ηρεμίας (οι τελευταίες μαζικές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας πραγματοποιήθηκαν πριν από δύο χρόνια με αφορμή την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης στα 65 χρόνια) έχουν ξεσπάσει τόσο μεγάλες δράσεις;
Επίσημα, οι διαδηλώσεις προκλήθηκαν απ’ τη σύλληψη του Αλεξέι Ναβάλνι, ο οποίος από τότε που επέστρεψε στη Ρωσία έχει πάρει κάτι από την αύρα του μάρτυρα. Αλλά αυτή δεν ήταν η πραγματική αιτία. Ο Ναβάλνι, ο οποίος ξεκίνησε ως εθνικιστής, ζητώντας περιορισμούς στη μετανάστευση κ.λπ. και ο οποίος στη συνέχεια αναδιαμορφώθηκε ως νεοφιλελεύθερος μαχητής ενάντια στη διαφθορά, είναι από μόνος του μια μορφή μικρού ενδιαφέροντος. Έχει μετατραπεί σε σύμβολο της δεξιάς αντιπολίτευσης από τους ανθρώπους που τον έχουν χρηματοδοτήσει, οι οποίοι του παρείχαν πληροφορίες διαθέσιμες μόνο στις υπηρεσίες ασφαλείας…
Το σημαντικότερο εδώ είναι ότι πίσω από τον Ναβάλνι βρίσκεται ένα τμήμα του ρωσικού κατεστημένου, συμπεριλαμβανομένων και των δύο κεφαλαιούχων με προσανατολισμό προς τις χρηματοοικονομικές και χρηματιστηριακές δραστηριότητες και περιθωριοποιημένων στοιχείων της κρατικής γραφειοκρατίας που τάσσονται υπέρ της παγκοσμιοποίησης. Μια άλλη δύναμη που υποστηρίζει τον Ναβάλνι είναι το φιλελεύθερο κατεστημένο της Δύσης.
Αυτός ο ελιγμός στο παρασκήνιο, ωστόσο, δεν ήταν πουθενά ικανός να φέρει ανθρώπους πολλών διαφορετικών τύπων στους δρόμους. Ο βασικός λόγος για αυτό βρίσκεται αλλού: εδώ και δεκαετίες, η πλειοψηφία των Ρώσων πολιτών έχει βυθιστεί σ’ ένα τέλμα στασιμότητας. Κάθε χρόνο από την κρίση του 2008–2009, η οικονομία της Ρωσίας είτε αυξάνεται κατά ένα ή δύο τοις εκατό, είτε συρρικνώνεται κατά παρόμοιο ποσοστό. Τα εισοδήματα της πλειοψηφίας των πολιτών δεν αυξάνονται. Ο μέσος μισθός στη Ρωσία είναι περίπου 34.000 ρούβλια (λιγότερο από 400 ευρώ στην επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία και λίγο πάνω από 500 σε τιμή αγοράς), ενώ περίπου 20 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εισόδημα κάτω απ’ το ελάχιστο όριο διαβίωσης (12.000 ρούβλια ή 135 ευρώ το μήνα). Πριν λίγο καιρό, η ηλικία συνταξιοδότησης αυξήθηκε κατά πέντε χρόνια. Ο Εργατικός Κώδικας απαγορεύει δραστικά τις απεργίες…
Το θέμα, ωστόσο, δεν είναι μόνο ότι η πλειονότητα των Ρώσων βρίσκεται σε μια θλιβερή οικονομική κατάσταση. Οι άνθρωποι έχουν κουραστεί από το γεγονός ότι έχουν υποβιβαστεί στο ρόλο μιας παθητικής, αδύναμης μάζας, που θεωρείται ανίκανη για δημιουργική κοινωνική δράση. Σήμερα, ο σκοπός της ζωής, για σχεδόν όλα τα στρώματα της ρωσικής κοινωνίας, περιορίζεται στην κατανάλωση διάσημων μαρκών που προσδίδουν κύρος (στην περίπτωση των ελίτ), ή κακών απομιμήσεων (στην περίπτωση των μαζών). Αυτό μας συνέβη στην πράξη, αλλά είναι κάτι που απορρίπτουμε εμμέσως.
Μέσα σ’ αυτήν την καταναλωτική παρακμή, υπάρχει κάπου μέρος για την ανάπτυξη της ατομικότητας και του πολιτισμού; Το εταιρικό κεφάλαιο και η ημι-φεουδαρχική γραφειοκρατία πνίγουν οτιδήποτε τέτοιο, μετατρέποντας τα ανθρώπινα όντα σε υπάκουες μαριονέτες. Αυτό είναι αυτοκτονικό για μεμονωμένους ανθρώπους και, ως εκ τούτου, καταστροφικό για την κοινωνία.
Μόλις λίγα χρόνια πίσω, μια αναζωογονημένη αίσθηση εθνικής υπερηφάνειας, που προέκυψε από μια σχετικά ανεξάρτητη πορεία εξωτερικής πολιτικής, παρείχε μια σημαντική βάση υποστήριξης για μια πατερναλιστική ηγεσία. Αλλά αυτή η πίστωση εξαντλείται τώρα. Η πλειοψηφία, θέλει από την κυβέρνηση λύσεις στα βασικά προβλήματα της χώρας. Θέλουν καλύτερη ποιότητα ζωής για την πλειοψηφία, τεχνολογική και οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική δικαιοσύνη. Οι άνθρωποι έχουν κουραστεί να είναι όχλος, ή το πολύ, να υπάρχουν απλώς για να ασκούν την αγοραστική τους δύναμη. Ακόμα και αν τους είναι μόνο κατά το ήμισυ συνειδητό, θέλουν να μπορούν να πάρουν τον έλεγχο της κοινωνικής και πολιτικής τους ζωής.
Με μια πλήρως συνειδητοποιημένη έννοια, αυτή η τελευταία φιλοδοξία «να γίνουν τα υποκείμενα της ύπαρξής τους» είναι χαρακτηριστικό μόνο μιας μειοψηφίας. Ωστόσο, είναι κάτι που η πλειοψηφία παλεύει εμμέσως.
Για ποιο σκοπό;
Σε διάφορες περιοχές της Ρωσίας, οι διαμαρτυρίες ήταν πολύ διαφορετικές. Σε μερικές απ’ τις μεγαλύτερες πόλεις, κυρίως στη Μόσχα, οι συμμετέχοντες ήταν κυρίως νέοι. Σε άλλα μέρη συμμετείχαν σημαντικοί αριθμοί ηλικιωμένων, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και υποστηρικτών του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, του οποίου οι ηγέτες δεν έχουν δώσει επίσημη υποστήριξη στις διαδηλώσεις. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν πλέον πολλοί περισσότεροι αντιπολιτευόμενοι πολίτες στη Ρωσία από εκείνους που εμφανίστηκαν στους δρόμους και τις πλατείες. Η πλειοψηφία, ωστόσο, παρέμεινε σιωπηλή. Γιατί;
Πέρα από κάθε αμφισβήτηση, ο φόβος της σύλληψης έχει παίξει σημαντικό ρόλο (σύμφωνα με ανεπίσημα στοιχεία, περισσότεροι από 2000 άνθρωποι συνελήφθησαν μετά τις δράσεις της 23ης Ιανουαρίου). Αλλά παρόλο που αυτό ήταν σημαντικό, δεν είναι ο κύριος παράγοντας.
Ο κύριος λόγος είναι ότι η φιλελεύθερη αντιπολίτευση, που παλεύει να γίνει ηγεσία των διαδηλώσεων, στερείται της υποστήριξης της πλειοψηφίας του πληθυσμού. Πρέπει να τονιστεί: δε μιλάμε εδώ για υποστήριξη στα ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα, αλλά για υποστήριξη στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών της χώρας μας θυμάται πώς το 1993 ο ψευτο-φιλελεύθερος Μπόρις Γέλτσιν (πρόεδρος της Ρωσίας καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990) διέταξε τα άρματα μάχης να ανοίξουν πυρ στο πρώτο δημοκρατικά εκλεγμένο κοινοβούλιο της χώρας. Θυμούνται πώς διαλύθηκαν οι διαδηλώσεις με τα κλομπ, και πως χιλιάδες άνθρωποι που επιδίωκαν να υπερασπιστούν το Ανώτατο Σοβιέτ στη συνέχεια σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν ή κατεστάλησαν. Θυμόμαστε πώς οι φιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις» εκείνης της εποχής όχι μόνο έφεραν στασιμότητα, όπως σήμερα, αλλά και καταστροφή – την κατάρρευση της παραγωγής κατά το ήμισυ και τα εισοδήματα κατά το ένα τρίτο.
Στο μεταξύ, η πραγματικότητα των ΗΠΑ (πάνω απ’ όλα, οι μαζικές διαμαρτυρίες κατά του ρατσισμού και της καταπίεσης, και ο αδίστακτος τρόπος με τον οποίο αυτές διαλύονται) και της Δυτικής Ευρώπης (ο αγώνας των «κίτρινων γιλέκων» και οι αύρες, τα δακρυγόνα και τα κλομπ στους δρόμους του Παρισιού) δείχνουν ότι η «δημοκρατία για τους λίγους» (Μίχαελ Παρέντι) που χαρακτηρίζει το νεοφιλελεύθερο μοντέλο του καπιταλισμού είναι ένα σύστημα χειραγώγησης. Μέσα σ’ αυτό το σύστημα, η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι μαριονέτες – πρώτον του κεφαλαίου και δεύτερον, των δυνάμεων του κρατικού εξαναγκασμού. Η πλειοψηφία των πολιτών μας δεν επιθυμεί καθόλου να ανταλλάξει το ρωσικό μοντέλο, το οποίο κυριαρχείται απ’ τις δυνάμεις ασφαλείας και το κεφάλαιο, για το ίδιο πράγμα με μια άλλη φορεσιά. Στη Ρωσία, οι άνθρωποι συνοψίζουν τέτοιες επιλογές με το σχόλιο, «Ραπανάκι ήμερο ή άγριο, κανένα απ’ τα δυο δεν είναι γλυκύτερο».
Οι Ρώσοι δεν πρόκειται να βγουν στους δρόμους υπέρ των φιλελεύθερων ηγετών. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που συμμετείχαν στις δράσεις το έκαναν για να πουν «Όχι!». Υπήρχαν λίγα θετικά συνθήματα (τα πορτρέτα του Ναβάλνι που κρατούσαν οι εμπνευστές των διαδηλώσεων στη Μόσχα και μερικές άλλες πόλεις δε θα ‘πρεπε να θεωρηθούν ως τέτοια) και αυτά τα συνθήματα ήταν εξαιρετικά αφηρημένα…
Ποιοι ήταν λοιπόν οι διαδηλωτές;
Ούτε ο συγγραφέας αυτών των γραμμών, ούτε οποιοσδήποτε άλλος γνωστός του, δεν έχει κατάλληλες στατιστικές για την κοινωνική σύνθεση των ανθρώπων που συμμετείχαν στις δράσεις. Ωστόσο, υπάρχουν παρατηρήσεις, μαρτυρίες και τα αποτελέσματα της ανάλυσης. Οι συμμετέχοντες ήταν εξαιρετικά ποικιλόμορφοι, αλλά οι περισσότεροι ήταν απ’ τους σχετικά εύπορους κατοίκους της Μόσχας (όπου τα εισοδήματα είναι τριπλάσια του μέσου όρου της Ρωσίας) και από μερικές άλλες μεγάλες πόλεις. Οι διαδηλωτές ήταν επίσης ως επί το πλείστον νέοι, συμπεριλαμβανομένων μαθητών, σε ορισμένες περιπτώσεις ηλικίας μόλις 15 ή 16 ετών. Στις περιφέρειες, όπως προαναφέρθηκε, οι διαμαρτυρίες ήταν πολύ μικρότερες και οι νέοι ήταν λιγότεροι.
Μερικοί από τους συμμετέχοντες, ειδικά μεταξύ των νεότερων, συμμετείχαν αναμφίβολα επειδή το θεώρησαν «cool» (θα μπορούσατε να δημοσιεύσετε μια φωτογραφία του εαυτού σας δίπλα σε έναν αστυνομικό ή να βγείτε στις ειδήσεις…). Η μαζική κάλυψη που δόθηκε στις δράσεις από τα κοινωνικά δίκτυα, με ρεπορτάζ προερχόμενα τόσο από τη χώρα και από το εξωτερικό, έπαιξε επίσης ρόλο. Μέσα στη Ρωσία και τη Δύση, δαπανήθηκαν τεράστιοι πόροι για την προώθηση του νέου «φιλελεύθερου ηγέτη».
Μερικοί άνθρωποι παρίσταντο στις διαμαρτυρίες επειδή πραγματικά υιοθετούν τις φιλελεύθερες αξίες -τον ατομικισμό, την ιδιωτική ιδιοκτησία, την αγορά, τις τυπικές ελευθερίες- και ήταν πεπεισμένοι ότι αν αυτές οι απατηλές ελευθερίες πραγματοποιηθούν, προσωπικά θα ήταν επιτυχημένοι, θα είχαν ζήτηση κ.λπ., κ.λπ. Τέτοιες ψευδαισθήσεις είναι χαρακτηριστικές στους μαθητές της Μόσχας και σε άλλες μεγάλες ρωσικές πόλεις, κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Οι ενδιαφερόμενοι νέοι λαμβάνουν μια εκπαίδευση βασισμένη σε νεοφιλελεύθερα δόγματα, πνίγονται στον νεοφιλελεύθερο κυβερνοχώρο, και σκόπιμα ή όχι κατοχυρώνουν νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, συχνά χωρίς να το γνωρίζουν. Αυτοί οι νέοι έχουν πράγματι ορισμένες προοπτικές και είναι πιο πιθανό να γίνουν επιτυχημένοι ελεύθεροι επαγγελματίες ως μέρος ενός νεοφιλελεύθερου περιβάλλοντος από ό,τι στη σημερινή ημι-φεουδαρχική Ρωσία. Ταυτόχρονα, αυτές οι προοπτικές είναι σε μεγάλο βαθμό φαντάσματα. Ακόμα και οι νέοι που επιτυγχάνουν στη σταδιοδρομία δε θ’ αποκτήσουν πραγματική ελευθερία, αλλά μόνο την ψευδαίσθησή της· δε θα γίνουν άτομα, αλλά σκλάβοι. Δε θα είναι σκλάβοι γραφειοκρατών αλλά εταιρειών. Πράγματι, υπόκεινται ήδη σε ιδεολογική και πολιτιστική χειραγώγηση – όχι τόσο από τη Δύση όσο απ’ το εταιρικό κεφάλαιο που ενσωματώνει το κεφάλαιο και την «ολική αγορά», που μαζί επιβάλλουν σ’ αυτούς τα πρότυπα μιας κοινωνίας υποκριτικής κατανάλωσης.
Είναι αλήθεια ότι υπήρχαν επίσης άνθρωποι στις διαδηλώσεις που ήρθαν να διεξάγουν αγώνα για την ελευθερία, ακόμα και αν αυτή ήταν της αστικής ποικιλίας, και μόνο ελευθερία από τον αυταρχισμό, από τη φεουδαρχική αυθαιρεσία διεφθαρμένων γραφειοκρατών… Αυτοί οι «μαχητές της ελευθερίας» συμμετείχαν με την ελπίδα ότι οι διαμαρτυρίες θα ανοίξουν το δρόμο για ειλικρινείς εκλογές, για πραγματική ελευθερία του λόγου, για την ευκαιρία να διεξαχθεί ένας ανοιχτός πολιτικός αγώνας για ένα λαμπρό μέλλον. Ήταν μ’ αυτές τις ελπίδες που και ειλικρινείς φιλελεύθεροι, καθώς και σημαντικός αριθμός των αριστερών που ήταν παρόντες, βγήκαν στους δρόμους.
Η πλειοψηφία, ωστόσο, -και το επαναλαμβάνω «σαν ρεφρέν»- έλαβε μέρος επειδή ένιωθαν ότι το να συνεχίσουν να ζουν όπως ζούσαν ως τώρα ήταν αδύνατο. Εδώ, όμως, τίθεται το ερώτημα: αν όχι όπως στο παρελθόν, τότε πως;
Απατηλές ελπίδες
Το πρόβλημα είναι ότι αν αυτές οι διαμαρτυρίες είναι επιτυχημένες, υπό αυτούς (τους νεοφιλελεύθερους) ηγέτες, τότε οι άνθρωποι που οργάνωσαν τις δράσεις θα οικοδομήσουν ένα σύστημα που από πολιτική άποψη δε θα είναι λιγότερο σκληρό, που οικονομικά δε θα είναι πιο επιτυχημένο (και πιθανώς λιγότερο), και ότι από κοινωνικής άποψης θα είναι ακόμη πιο άδικο.
Επίσης, απατηλές είναι οι ελπίδες που καλλιεργούνται από τα μέλη της Αριστεράς ότι μπορούν να «αναχαιτίσουν» τις διαμαρτυρίες και να τις μετατοπίσουν προς την κατεύθυνση του αγώνα όχι μόνο για τις τυπικές ελευθερίες, αλλά και για την κοινωνική απελευθέρωση, την κοινωνική δικαιοσύνη και τον σοσιαλισμό. Στη δεδομένη συγκεκριμένη κατάσταση και αυτή τη στιγμή, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Προς το παρόν, εμείς στην αριστερά είμαστε αδύναμοι· οι μάζες στους δρόμους δεν είναι δικές μας. Η λενινιστική θεωρία που μιλά για ξεκίνημα με την πάλη για αστικοδημοκρατικές ελευθερίες και προχώρημα από εκεί στην πάλη για το σοσιαλισμό, δεν πρόκειται να λειτουργήσει σ’ αυτήν την περίπτωση· Αντιμετωπίζουμε ένα διαφορετικό τύπο καπιταλισμού και μια διαφορετική σχέση κοινωνικών δυνάμεων, ακόμα και αν η Ρωσική Ομοσπονδία των αρχών του 21ου αιώνα φαίνεται ότι θυμίζει εξωτερικά τη Ρωσική Αυτοκρατορία των αρχών του 1900.
Αύριο, ωστόσο, η κατάσταση μπορεί να είναι διαφορετική. Οι αλλαγές μπορεί να προκύψουν πολύ γρήγορα. Σημείωσα το λόγο στην αρχή: για περισσότερο από μια δεκαετία, το ρωσικό οικονομικό και πολιτικό σύστημα έπαψε να αναπτύσσεται. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού μόλις επιβιώνει. Έχουμε απαλλαγεί από τη δυνατότητα να γίνουμε δημιουργοί της δικής μας ζωής͘· δεν είμαστε σε θέση να ηγηθούμε μιας ανθρώπινης ύπαρξης, αντί να μετατραπούμε σε βοοειδή τα οποία αντί να απολαμβάνουν φρέσκο γρασίδι τρέφονται με ξηρό άχυρο. Πρέπει να προετοιμαστούμε για ένα μετασχηματισμό, να εργαστούμε οπουδήποτε βρίσκουμε ανθρώπους που είναι έτοιμοι για εποικοδομητική κοινή δράση – στα συνδικάτα, στις οργανώσεις εκπαιδευτικών και ιατρικού προσωπικού, σε κοινωνικά κινήματα. Αυτό επιδιώκουμε να κάνουμε εμείς, τα μέλη της ρωσικής αριστεράς.
Δυστυχώς, όχι όλοι μας. Υπάρχουν μερικοί από ‘μάς των οποίων η προτεραιότητα είναι η συμμετοχή στις εκλογικές ίντριγκες. Αλλά αυτό είναι ένα θέμα για διαφορετικό άρθρο.
Υ.Γ.
Αυτό που γράφω εδώ μπορεί να είναι ξεπερασμένο μέσα σε λίγες μέρες, και θα χαρώ αν συμβεί. Ωστόσο, φοβάμαι ότι δε θα συμβεί· πέρυσι το καλοκαίρι έγραψα με σχεδόν πανομοιότυπο τρόπο για τις διαμαρτυρίες στη Λευκορωσία. Η εικόνα επαναλαμβάνεται. Η μετασοβιετική έκταση βλέπει την ανεπαίσθητη ωρίμανση μιας βαθιάς κρίσης. Αλλά μέχρι στιγμής, η έκρηξη δεν έχει συμβεί…
Μόσχα, 29-31 Ιανουαρίου 2021
Μετάφραση (στα Αγγλικά): Renfrey Clarke
Μετάφραση στα Ελληνικά: Γιαν. Σιμ.