
Αντίστροφη μέτρηση ”τρέχει” για τη θέσπιση του εργασιακού νομοσχεδίου του Υπουργού Εργασίας, Κωστή Χατζηδάκη. Την Παρασκευή 4/6 κατατέθηκε στη Βουλή αφού είχε προηγηθεί ”δημόσια διαβούλευση” από τις 13/5.
Ο ”σκληρός πυρήνας” των βασικών αντεργατικών διατάξεων του κατατεθέντος νομοσχέδιου παραμένει ο ίδιος με εκείνο που περιλαμβανόταν στο νομοσχέδιο που είχε βγει σε ”διαβούλευση” : Δίδεται η δυνατότητα ατομικής διευθέτησης του χρόνου εργασίας, διευκολύνονται οι απολύσεις, ελαστικοποιείται ακόμα περισσότερο η μερική απασχόληση, αυξάνονται οι υπερωρίες, καταργείται η αργία της Κυριακής για μια σειρά κλάδων, τίθεται κρατικός έλεγχος στα συνδικάτα, φρενάρεται η συνδικαλιστική δράση, τίθεται ”ελάχιστη εγγυημένη υπηρεσία” σε επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας σε περίπτωση απεργίας…
Μέτρα όπως η αύξηση των γονικών αδειών, οι ”ρήτρες” κατά των φαινομένων βίας και παρενόχλησης και η αύξηση των λόγων περί ακυρότητας μίας απόλυσης δεν αποτελούν παρά ένα μικρό ”καρότο” για τους εργαζομένους δίπλα σε ένα τεράστιο ”μαστίγιο” που φέρνει τις εξής ”δυνατότητες” για τους εργοδότες:
- Της απασχόλησης 6ωρων/μέρα για 6 μέρες ή 10 ωρών /μέρα για 4 μέρες
- Της επιπλέον απασχόλησης των μερικώς απασχολούμενων σε μη συνεχόμενο ωράριο
- Της απασχόλησης τις Κυριακές για δυναμικούς οικονομικούς κλάδους όπως στα κέντρα δεδομένων (“data centers”) και εν γένει μηχανογραφικών κέντρων ομίλων επιχειρήσεων, στην παροχή υπηρεσιών τηλεφωνικού κέντρου εξυπηρέτησης και τεχνικής υποστήριξης πελατών.
- Της αύξησης των υπερωριών σε 150 ώρες ετησίως αντί για 96 στη βιομηχανία και 120 στους άλλους κλάδους.
Φέρνει, όμως, και τις ακόλουθες υποχρεώσεις για τους εργαζομένους :
- Της εγγραφής των συνδικάτων τους στα συνδικαλιστικά Μητρώα που τηρεί το Υπουργείο Εργασίας με τη ”ρήτρα” της απαγόρευσης οποιασδήποτε συνδικαλιστικής δράσης για όποιο συνδικάτο δεν εγγραφεί
- Της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας σε περίπτωση απεργίας
- Της ”ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας” στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας (π.χ. συγκοινωνίες) σε περίπτωση απεργίας.
Με άλλα λόγια, το εργασιακό νομοσχέδιο φέρνει νέες δυνατότητες περισσότερης εκμετάλλευσης των εργαζομένων από τους καπιταλιστές μέσω της αύξησης του χρόνου εργασίας τους (υπερωρίες, Κυριακές, κ.λπ.) και νέες υποχρεώσεις, νέες αυστηρότερες ”ρήτρες” για την συνδικαλιστική κινητοποίησή τους (π.χ. υποχρεωτική εγγραφή στα κρατικά Μητρώα).

Αυτό σημαίνει πως την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση ”φορτώνει” τους εργαζομένους με επιπλέον ώρες εργασίας, τους εμποδίζει να αντιδράσουν μέσα από τα συνδικάτα τους.
Να σημειωθεί, όμως, πως οι αντιδραστικές τομές στο χρόνο εργασίας (ατομική διευθέτηση, αύξηση υπερωριών κ.λπ.) αποτελούν μία “δυνατότητα”, δηλαδή η κυβέρνηση λέει στους εργοδότες : Μπορείτε (δηλ. αν θέλετε, το κάνετε – αν δεν θέλετε, δεν το κάνετε) να ξεζουμίσετε ακόμα περισσότερο τους εργάτες σας. Αν, για παράδειγμα, μία επιχείρηση, για οποιονδήποτε λόγο, δεν χρειάζεται περισσότερες ώρες δουλειάς, δεν θα βάλει τους εργάτες της να δουλεύουν περισσότερο… Ούτως ειπείν, είναι στην ευχέρεια των εργοδοτών (είτε σε επίπεδο κλάδου, είτε σε επίπεδο επιχείρησης) αν θα τους ξεζουμίσουν περισσότερο ή όχι…
Αντίθετα, οι αντιδραστικές τομές στο συνδικαλισμό αποτελούν “υποχρεώσεις”, δηλαδή η κυβέρνηση λέει στους εργαζομένους : Αν δεν εγγράψετε, και μάλιστα με προθεσμία έως τις αρχές του 2022, τα συνδικάτα σας στα κρατικά Μητρώα, δεν θα μπορείτε να προχωρήσετε σε συλλογική διαπραγμάτευση, να αποφασίσετε απεργία, να υποστηρίξετε τα δίκαιά σας στον οργανισμό μεσολάβησης και διαιτησίας…
Από αυτήν την άποψη, αν και αμφότερες οι αλλαγές στο χρόνο εργασίας και το συνδικαλισμό είναι απολύτως αντεργατικές, οι αλλαγές στο συνδικαλισμό φαίνεται να έχουν πιο ανελαστικό χαρακτήρα σε σχέση με τις αλλαγές στο χρόνο εργασίας, δείχνοντας πως η κυβέρνηση ίσως επέλεξε, αυτή τη στιγμή, να δώσει το πιο άμεσο χτύπημα στα αμιγώς συνδικαλιστικά και όχι στα εργασιακά δικαιώματα (αν και η δυνατότητα ατομικής διευθέτησης του χρόνου εργασίας αποτελεί ταυτόχρονα ένα έμμεσο χτύπημα και στη συλλογική, συνδικαλιστική δράση, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν θα μπορούσε να φέρει και αναζωογόνησή της προς αποφυγή ”ατομικών λύσεων”…).
Γιατί το έκανε αυτό ; Ενδεχομένως για δύο λόγους. Από τη μια μεριά, γιατί πιθανόν πίστευε πως οι πλατιές εργατικές μάζες, όντας στην πλειοψηφία τους απομονωμένες από το συνδικαλισμό, πιο εύκολα θα ”αποδεχθούν” ένα άμεσο και οριζόντιο (καθώς αφορά όλα ανεξαιρέτως τα σωματεία ) χτύπημα σ’ αυτόν. Από την άλλη, το χτύπημα στις εργατικές αμοιβές μέσω της αύξησης του χρόνου εργασίας είναι έμμεσο και σε πρώτη φάση, τουλάχιστον, μη οριζόντιο με την έννοια ότι κάποιοι εργοδότες μπορούν να εφαρμόσουν τα νέα μέτρα και κάποιοι όχι. Το αν θα πετύχει η τακτική της κυβέρνησης μένει να αποδειχθεί στην πράξη…
Για την ώρα, πάντως, ορισμένοι εργοδοτικοί κύκλοι, εκφράζουν, άτυπα, την ανησυχία τους ιδίως για τη συνδικαλιστική ”συνιστώσα” του εργασιακού νομοσχέδιου Χατζηδάκη.
Καταρχάς, σε σχέση με τον άξονα που αφορά το συνδικαλισμό, οι κύκλοι αυτοί φοβούνται πως το κυβερνητικό χτύπημα στα συνδικάτα μπορεί να φέρει δύο συνέπειες, οι οποίες θα ήταν εξίσου ανεπιθύμητες για τους καπιταλιστές: Είτε να “νεκραναστήσουν” (και μάλιστα άμεσα) τα συνδικάτα, είτε μελλοντικά να τα βγάλουν εντελώς από τη μέση ανοίγοντας το δρόμο για την άμεση δράση των εργαζομένων…
Το καθένα από τα παραπάνω σενάρια θα μπορούσαν (σύμφωνα με τους ορισμένους εργοδοτικούς κύκλους) να σημαίνουν τα ακόλουθα :
- Το πρώτο σενάριο προβλέπει την αγωνιστική κινητοποίηση των συνδικάτων (και πρώτα απ’ όλα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας) ειδικά λόγω των διατάξεων του νομοσχέδιου που προβλέπουν την κατάργηση της αυτονομίας τους και της δυνατότητάς τους να ασκούν το ρόλο τους.
Ακόμα, όμως, και αν περνούσαν οι διατάξεις αυτές (παρά τις ενδεχόμενες μεγάλες αντιδράσεις των συνδικάτων), οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες θα ήταν υποχρεωμένες από το νομοσχέδιο αυτό (το οποίο θα έχει γίνει πλέον νόμος) να αναδιοργανώσουν την όλη οργάνωση τους, ανοίγοντας το θέμα ”συνδικάτα” σε πλατύτερες εργατικές μάζες και μάλιστα τη στιγμή που αυτές θα δέχονται τις αρνητικές συνέπειες τόσο της κορονο-κρίσης όσο και του νομοσχεδίου Χατζηδάκη και έτσι θα αναζητούν εργαλεία αντίστασης. Κάτι τέτοιο θα αναζωογονούσε τη μαζική συνδικαλιστική δράση.
2) Το δεύτερο σενάριο προβλέπει την άμεση κινητοποίηση των πλατύτερων εργατικών μαζών ανεξάρτητα από τα συνδικάτα, καθώς εφόσον εφαρμοστούν οι διατάξεις που φέρνουν τον κρατικό έλεγχο στον εργατικό συνδικαλισμό και τo “πάγωμα” των απεργιών, αυτές δεν θα μπορούν πρακτικά να χρησιμοποιήσουν τα εργαλεία αυτά και, έτσι, θα αρχίσουν να κατευθύνονται προς μορφές αυτοργάνωσης, έξω από τον άμεσο έλεγχο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Έτσι οι εργοδότες θα χάσουν τους παραδοσιακούς και… παραδοσιακά υποταγμένους σ’ αυτούς συνδικαλιστές ως κύριους διαμεσολαβητές μεταξύ της εργατικής τάξης και των ιδίων…
Και γιατί ανησυχούν ορισμένοι εργοδοτικοί κύκλοι σε σχέση με το ενδεχόμενο ανεξέλεγκτων εργατικών αντιδράσεων ;
Το 10ωρο/4ημερο το οποίο φέρνει το εργασιακό νομοσχέδιο Χατζηδάκη (αντί για το 8ωρο/5θημερο) αποτελεί ”παράθυρο” για 10ωρο/5ημερο, χωρίς φυσικά καμία αύξηση μισθών. Ούτως ειπείν, ανοίγει το δρόμο για έμμεση μείωση έως 20% στις αμοιβές, καθώς για παραπάνω ώρες εργασίας, οι εργαζόμενοι θα αμείβονται με τα ίδια χρήματα.
Οι εξελίξεις αυτές θα αφορούν, βασικά, τους χαμηλότερα αμειβόμενους εργαζομένους, δηλαδή εκείνους στους κλάδους εστίασης, εμπορίου, τουρισμού, οι οποίοι επλήγησαν (και συνεχίζουν να πλήττονται) από την κορονο-κρίση. Αν επαληθευθούν οι προβλέψεις αυτές, τότε θα μιλάμε για τη μεγαλύτερη μείωση αποδοχών από το 2012, όταν η οικουμενική κυβέρνηση Παπαδήμου αποφάσισε, στα πλαίσια των Μνημονίων, τη μείωση του κατώτατου μισθού κατά 22% μέσα σε μία νύχτα!
Έτσι δέκα, σχεδόν, χρόνια μετά, η εργατική τάξη αυτής της χώρας βρίσκεται ξανά μπροστά σε μία μεγάλη επίθεση στα εισοδήματά της με ευθεία κυβερνητική πρωτοβουλία -και μάλιστα χωρίς (ακόμα ) να έχουν επιβληθεί νέα ”Μνημόνια” – η οποία μάλιστα θα ακυρώσει στην πράξη την αύξηση 11% που έδωσε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2019 στον κατώτατο μισθό.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά η κυβέρνηση επιχειρώντας με αυτό τον τρόπο -δηλαδή μέσω της έμμεσης μείωσης μισθών- να αυξήσει την κερδοφορία των επιχειρήσεων και έτσι των φορολογικών εσόδων της, θα πάρει από την άλλη ”τσέπη” τις ειδικές (κρατικές) αποζημιώσεις που έδωσε στους εργαζομένους που βγήκαν σε αναστολή λόγω των lock down από τον περασμένο Μάρτιο έως σήμερα.
Από αυτήν την άποψη, φαίνεται ποιους ”προστάτευσε” η κυβέρνηση τόσο εν μέσω lock down, όσο και μετά από αυτά : Μόνο τους καπιταλιστές! Το ίδιο επιχειρεί να κάνει και με το νομοσχέδιο Χατζηδάκη στη μετάβαση στη ”μετά-πανδημία” εποχή.
Βλέποντας το εργασιακό νομοσχέδιο Χατζηδάκη σε ένα ευρύτερο ορίζοντα αποτελεί το πρώτο, μικρό (με την έννοια ότι αφορά μόνο ένα ”μέτωπο”, το εργασιακό) ”Μνημόνιο”, όχι τόσο της μετα-μνημονιακής περιόδου όσο της προ-νεομνημονιακής περιόδου, δηλαδή της περιόδου των νέων επιθέσεων ενάντια στην εργατική τάξη. Αν και οι αλλαγές αυτές υπήρχαν στη φαρέτρα της κυβέρνησης και προ κορονο-κρίσης, η κορονο-κρίση έκανε πιο επιτακτική -από την άποψη των καπιταλιστικών συμφερόντων- την εφαρμογή τους.
Μάλιστα να σημειωθεί (προς ενίσχυση της προαναφερθείσας εκτίμησης, σύμφωνα με την οποία η έμφαση του νομοσχεδίου Χατζηδάκη αφορά το συνδικαλισμό και ευρύτερα τις συλλογικές εργατικές αντιστάσεις) πως κανένα από τα Μνημόνια της περιόδου 2010-2018 δεν ”άγγιξε” το συνδικαλισμό. Ελάχιστες επουσιώδεις – όσον αφορά το έμπρακτο εύρος της εφαρμογής τους- διατάξεις πέρασε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ προς το τέλος της θητείας του, ενώ παράλληλα επανέφερε εν μέρει (καθώς επέβαλε αυστηρή ”ρήτρα” αντιπροσωπευτικότητας κ.λπ.) την επεκτασιμότητα των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων.
Επίσης ορισμένες διατάξεις πέρασε και ο Βρούτσης μετά την εκλογή της ΝΔ, οι οποίες και πάλι δεν χτύπησαν τον ”σκληρό πυρήνα” του συνδικαλιστικού νόμου του 1982.
Είναι μόνο με το Χατζηδάκη επί κυβέρνησης Μητσοτάκη και εν μέσω ”καραντίνας” και εν έτει 2021 που επιχειρείται ένα συντριπτικό χτύπημα στα συνδικαλιστικά δικαιώματα της εργατικής τάξης μετά την πτώση της χούντας και γενικότερα στις συλλογικές εργατικές αντιστάσεις (αν εξαιρέσει κανείς το νόμο Λάσκαρη τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, επί Καραμανλή, ο οποίος δεν πέρασε, όμως, τελικά). Και στην ”αυγή” της Μεταπολίτευσης (1976) και στην προχωρημένη φάση της αποσύνθεσής της (2021), η ελληνική αστική τάξη επιλέγει το δρόμο του βοναπαρτισμού απέναντι στην εργατική τάξη. Εμείς;
Δ.Κ.