«…..Θα σας μιλήσω για το δίκιο γυναικών/(γυναίκες… δίκαιο… παράξενα τα λόγια…)…»
Από το ποίημα Γυναικοκτονία της Σοφίας Κολοτούρου

Ομόφωνα ένοχοι για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και για από κοινού ομαδικό βιασμό κρίθηκαν από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας οι κατηγορούμενοι  για τη δολοφονία και το βιασμό της Ελένης Τοπαλούδη. Η ποινή με βάση την ετυμηγορία είναι ισόβια για το φόνο και από 15 χρόνια για τον ομαδικό βιασμό. Ομόφωνα το δικαστήριο δεν αποδέχτηκε τα ελαφρυντικά που οι συνήγοροι έθεσαν. Ομόφωνα δεν έγινε αποδεκτή η «ειλικρινής» μεταμέλειά τους, η συγγνώμη τους. Ομόφωνα δεν έγινε αποδεκτό το επιχείρημα του πρότερου έντιμου βίου τους,ούτε η μετεφηβική τους ηλικία. Ομόφωνα ένορκοι και δικαστικοί λειτουργοί δεν έκλεισαν τα μάτια στα γεγονότα.

Τι έκανε όμως, τη δικαιοσύνη να διαχειριστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο την υπόθεση;Η γυναικοκτονία της Ελένης Τοπαλούδη δεν ήταν ούτε η πρώτη και -δυστυχώς- δεν θα είναι ούτε η τελευταία. Η πορεία της υπόθεσης είχε πολλά κοινά με κάθε άλλη αντίστοιχη υπόθεση. Κακοποίηση και δολοφονία της γυναίκας, διασυρμός του θύματος κατά την προανάκριση και κατά την δίκη, ώστε να αποδειχθεί ότι «εξ αιτίας της δικής της συμπεριφοράς»η αντίδραση των θυτών ήταν δικαιολογημένη. Δεύτερη δολοφονία ακολούθησε την πρώτη. Δεν είναι η πρώτη φορά που το θύμα παρουσιάζεται ως εκείνο που είχε τις σεξουαλικές διαστροφές,ως εκείνο που έκανε χρήση ναρκωτικών ουσιών, ως άτομο με προκλητική συμπεριφορά προς τον ανδρικό πληθυσμό.

Η Ελένη ήταν πια νεκρή. Τώρα μέλημα είναι η σωτηρία των θυτών. Το «καμάρι» της Ροδίτικης επαρχίας και ο Αλβανός φίλος του. Οι συνεργάτες στα εγκλήματα… δεν ήταν η πρώτη φορά που συνεργάστηκαν για να ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές τους ορέξεις. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η σεξιστική συμπεριφορά των δραστών χρησιμοποίησε ως αντικείμενο μια γυναίκα, υπήρξαν και άλλες κοπέλες πριν την Ελένη.Χρησιμοποιούσαν τα χρήματα, το κοινωνικό εκτόπισμα της οικογένειας του ενός, τους καλογυμνασμένους μυς και το ωραίο πρόσωπο του άλλου για να παγιδεύουν γυναίκες και να ικανοποιούν τις ορέξεις τους. Ο τρόπος δράσης τους ήταν γνωστός στην τοπική κοινωνία. Μετά όμως τη δολοφονία δεν γινόταν να ρίξουν τις ευθύνες στα «παιδιά», έπρεπε να αποδεχτεί η ανηθικότητα της γυναίκας για να δικαιολογηθούν οι πράξεις αυτών.

Η Εισαγγελέας, Αριστοτέλεια Δόγκα, στην αγόρευσή της δεν μάσησε τα λόγια της και για το λόγο αυτό κατηγορήθηκε πως το έπραξε με έντονη συναισθηματική φόρτιση. Λες και είναι απίθανο να μιλάς για την κακοποίηση και τη δολοφονία μιας νέας γυναίκας και να είσαι ψυχρή σαν να μην τρέχει τίποτα. Κυρίαρχο επιχείρημα εναντίον της έγινε ένα από τα μεγαλύτερα κλισέ και στερεοτυπικά επιχειρήματα: πολύ συναισθηματική, που υπονοεί την έλλειψη αμεροληψίας και νηφαλιότητας. Η σεξιστική νοοτροπία, η βαθειά ριζωμένη στις συνειδήσεις της κοινωνίας έκρινε με τη δική της οπτική την αγόρευση της Εισαγγελέα. Όχι, δεν ειπώθηκε ξεκάθαρα η έλλειψη αμεροληψίας. Έγινε προσπάθεια για μία ακόμα φορά, να ταυτιστεί η ύπαρξη συναισθήματος με την έλλειψη νηφαλιότητας. Αλλά δεν εντυπωσιαζόμαστε. Ο σεξισμός κρύβεται καλά πίσω από λέξεις και πράξεις και τα «επιχειρήματα» εμπεριέχουν πάντα υπονοούμενα. Και είναι αλήθεια πως μέσα στην πατριαρχία, οι έννοιες δίκαιο και γυναίκα δεν είναι επιθυμητό να συνυπάρχουν, ούτε καν στην ίδια πρόταση. Δεν γίνεται να μην αναρωτηθούμε αν θα χαρακτηριζόταν συναισθηματική η ίδια αγόρευση αν είχε γίνει από άντρα δικαστικό λειτουργό.

Δεν προκάλεσε μόνο ο δυναμισμός της αντίδραση. Ούτε μόνο το γεγονός ότι είναι γυναίκα. Προκάλεσε και  η ουσία τής αγόρευσή της που διακρίθηκε από την υπεράσπιση των αδυνάτων έναντι των ισχυρών. Από την υπεράσπιση της γυναίκας έναντι της πατριαρχίας. Αυτό εξόργισε τους κραταιούς και καρεκλοκένταυρους, αήθεις,κατέχοντες την εξουσία,άντρες. Μέλος του ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου έκανε παρέμβαση μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου πριν εκδοθεί η ετυμηγορία κατηγορώντας την Εισαγγελέα για στόχευση των συνηγόρων και -μέσω αυτών- όλου του δικηγορικού κλάδου. Είχε προηγηθεί η ανακοίνωση του προέδρου του ΔΣΑ που ζητούσε τον πειθαρχικό έλεγχο της εισαγγελέως του δικαστηρίου.

Βέβαια, οι κύριοι αυτοί ποτέ δεν έκαναν  αντίστοιχη παρέμβαση σε άλλες δίκες, όπως για παράδειγμα στη δίκη της Χρυσής Αυγής, ή στη δίκη της Ηριάννας και του Τάσου Θεοφίλου, όπου η εισαγγελική αρχή εκεί υπερασπίστηκε τα συμφέροντα της σάπιας πολιτείας.

Η εισαγγελέας παρακολούθησε τη δίκη με προσοχή και δεν άφησε κανένα στοιχείο ανεξερεύνητο. Στηλίτευσε τους δύο κατηγορούμενους που αλληλοκατηγορούνταν και το γεγονός πως δεν υπήρξε μεταξύ τους η παραμικρή αλληλεγγύη και αλληλοΰποστήριξη στον κοινό τους αγώνα. Στηλίτευσε τη στάση των συγγενών τους που θέλησαν να κουκουλώσουν την υπόθεση. Μάλιστα η αδελφή του ενός είπε «μα πως μιλάτε για βιασμό αφού είχαν κάνει έρωτα προηγουμένως». Η Αριστοτελεία Δόγκα μίλησε με αφορμή αυτό το σχόλιο για τους βιασμούς γυναικών ακόμα και μέσα στο γάμο. Ζήτησε τη διερεύνηση ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών του ψυχιάτρου για την ιατρική βεβαίωση που φέρεται να έχει χορηγήσει στον ροδίτη κατηγορούμενο λίγες ώρες πριν τη δολοφονία, στην οποία παρουσίαζε πως πάσχει από βαρύτερη ψυχική νόσο έναντι της προηγούμενης διάγνωσης του. Στηλίτευσε τη στάση των συνηγόρων. Αναφέρθηκε στο μέλος του Κλιμακίου Ειδικών Αποστολών του Λιμενικού Σώματος που βρήκε το πτώμα της Ελένης και με την επιμονή του συγκεντρώθηκαν τα στοιχεία εκείνα που αποδείκνυαν την ενοχή των κατηγορουμένων. Η επιμονή του αυτή στην αποκάλυψη των στοιχείων της υπόθεσης συνέβαλε στην ανάδειξη της συνεργασίας των φορέων του νησιού που δρούσαν με συστημική κάλυψη για την απόκρυψη δεδομένων της υπόθεσης. Η εισαγγελέας καταφέρθηκε εναντίον του συστήματος που θέλησε να ελαφρύνει τις ευθύνες των κατηγορουμένων. Και ενόχλησε. Ενόχλησε τόσο που πολιτικοί και νομικοί ένιωσαν αμέσως την ανάγκη να αντιδράσουν. Ο υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, το δεξί χέρι του Μητσοτάκη,Σκέρτσος,χωρίς καν να έχει ολοκληρωθεί η δίκη και να έχει εκδοθεί η ετυμηγορία παρενέβη χαρακτηρίζοντας την αγόρευση της εισαγγελέως ως λαϊκή απογευματινή, μια θεατρική παράσταση! Και βιάστηκε να δηλώσει μετά την κατακραυγή που ξεσήκωσε πως μιλά προσωπικά και όχι ως πολιτικός… το δεξί χέρι του πρωθυπουργού μιλά προσωπικά και δεν παρεμβαίνει στη δικαιοσύνη δηλώνοντας την αντίθεσή του με την Εισαγγελέα! Εδώ γελάμε πραγματικά! Παλαιότερα ο ίδιος ως δεξί χέρι του προέδρου του ΣΕΒ δήλωνε πως μόνο απολυταρχικά, θεοκρατικά και δεσποτικά καθεστώτα δεν αναγνωρίζουν την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Αυτοαναιρείται λοιπόν, -όπως συμβαίνει πάντοτε- σύμφωνα με τα συμφέροντα που υπηρετεί κάθε φορά. Γι’ αυτό και δεν έπεισε κανέναν. Αυτό ήταν ευθεία παρέμβαση της αγίας κυβερνητικής παράταξης, αυτής της «αγίας φιλελεύθερης οικογένειας» για την προστασία των υποστηρικτών της. Καθότι η οικογένεια του ροδίτη ενόχου εξυπηρετεί χρόνια τα συμφέροντα της φιλελεύθερης παράταξης. Δεν γινόταν, επομένως, να αφεθεί στα χέρια καμιάς δικαιοσύνης η μοίρα του παιδιού και να πληγεί η κυβερνητική παράταξη, μέσω των υποστηρικτών της. Γι’ αυτό και σύσσωμοι οι θιγμένοι φιλελεύθεροι έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν να αλλάξουν την τροπή της δίκης μόλις κατάλαβαν πως η Εισαγγελέας ήταν καταπέλτης ενάντια στο σύστημα που θέλουν να διατηρήσουν.

Γυναικείες συλλογικότητες και φεμινιστικές οργανώσεις σήκωσαν το βάρος της δημοσιοποίησης της δίκης. Θέλησαν να αναδείξουν τις πατριαρχικές και σεξιστικές πρακτικές που ακολουθούνται από τους ενόχους στις γυναικοκτονίες. Η επιμονή τους, η στήριξη της οικογένειας και η αδιάκοπη παρουσία τους στη δίκη έδειξε πως οι συλλογικοί αγώνες μπορούν να κερδίζουν ακόμα και ενάντια σε ένα τόσο καλά δομημένο σύστημα.

Η δίκη δεν θα έπρεπε να αναφέρεται ως δίκη Τοπαλούδη. Είναι η δίκη των γυναικοκτόνων και η καταδίκη τους με την ανώτερη ποινή που μπορούσε να τους επιβληθεί στο πλαίσιο του αστικού κράτους ήταν μια νίκη του κινήματος, μια νίκη των γυναικών, μια νίκη ενάντια στο σύστημα της αστικής πολιτικής της οποίας η πατριαρχία αποτελεί ένα από τα πρωταρχικά στηρίγματά της.

Ποτέ, κανείς δεν θα ξεχάσει τι έκαναν στην Ελένη. Ποτέ, κανείς δεν θα ξεχάσει πως ένα σύστημα τόσο καλά θεμελιωμένο μπορεί να καμφθεί από ανθρώπους που δεν διστάζουν να το αποδομήσουν αναδεικνύοντας κάθε πρακτική διατήρησης της σαπίλας του. Η αρχή έγινε.

Για την Ελένη και κάθε γυναίκα θύμα της πατριαρχίας.

Υ.Γ. Και επειδή τώρα η απόφαση έχει εκδοθεί δεν καταλαβαίνουμε γιατί το σύστημα εξακολουθεί να προστατεύει την ανωνυμία των δύο ενόχων. Αν επρόκειτο για υπόθεση από αυτές που το σύστημα χαρακτηρίζει τρομοκρατία, έστω και αν η τρομοκρατική πράξη ήταν η κατοχή ή έστω χρησιμοποίηση μιας μολότοφ, τα ονόματα θα είχαν γραφτεί – και πριν την καταδίκη. Στην παρούσα υπόθεση, η μεγάλη πλειοψηφία των ΜΜΕ εξακολουθεί να μην αναφέρει τα επώνυμα ή να αναγράφει απλώς τα αρχικά. Ας μαθευτούν λοιπόν: Οι δύο καταδικασθέντες είναι ο Μανώλης Κούκουρας από τη Λίνδο και ο Αλέξανδρος Λουτσάϊ.

Σ.Ι.