του Klaus Gietinger
Στις 15 Ιανουαρίου 1919 οι ηγέτες της Γερμανικής επανάστασης δολοφονήθηκαν από δεξιούς στρατιώτες που είχαν εξαγριωθεί απ’ το ανερχόμενο σοσιαλιστικό κίνημα. Ο εγκέφαλος των δολοφονιών ήταν ο Βάλντεμαρ Παμπστ – ένας φανατικός εθνικιστής αξιωματικός του οποίου οι παραστρατιωτικές ομάδες έγιναν μέλη των Ναζί.
Στις 15 Ιανουαρίου 1919, οι επαναστάτες ηγέτες Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ από μια συμμορία ακροδεξιών αξιωματικών του στρατού. Οι δολοφονίες έγιναν μετά τη συντριβή της εξέγερσης του Ιανουαρίου στο Βερολίνο και είχαν τη σιωπηρή έγκριση των ηγετικών στελεχών του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), το οποίο είχε πάρει την εξουσία μόλις λίγες εβδομάδες νωρίτερα. Σοκάροντας όλη τη Γερμανία, οι θάνατοί τους έμειναν στην ιστορία ως ένα αποφασιστικό σημείο καμπής στο μεταπολεμικό κύμα των λαϊκών εξεγέρσεων – εξαφανίζοντας τις ελπίδες του σοσιαλισμού να εξαπλωθεί στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Ένα ευρύ φάσμα δυνάμεων υποστήριξε την αντεπανάσταση – αλλά ο εγκέφαλος πίσω απ’ τη δολοφονία ήταν ο Βάλντεμαρ Παμπστ, σημαιοφόρος αξιωματικός του γενικού επιτελείου του γερμανικού στρατού. Περήφανος μοναρχικός και εθνικιστής και άσπονδος αντίπαλος της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού, με την καριέρα του ενσάρκωνε όλη τη σήψη της αυτοκρατορικής Γερμανίας που προσπαθούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό της από την προελαύνουσα επανάσταση. Αλλά η επιρροή του εκτεινόταν βαθύτερα στη γερμανική ιστορία – δείχνοντας την καταγωγή του γερμανικού εθνικισμού και μιλιταρισμού του μεταπολεμικού Δυτικού Γερμανικού κράτους.
Αντιμετωπίζοντας την «Ατσάλινη Θύελλα»
Ο Βάλντεμαρ Παμπστ ήταν ένας άνθρωπος με τεράστιο βιογραφικό, η επιρροή του οποίου στην πολιτική του πρώτου τρίτου του 20ού αιώνα υποτιμήθηκε για δεκαετίες. Πρώτα απ’ όλα, ήταν εκπρόσωπος της ανερχόμενης μπουρζουαζίας στην ημιαπολυταρχική Γερμανική Αυτοκρατορία, στο Pάιχ του Kάιζερ (Kaiserreich). Eνοποιημένη ως χώρα μόλις το 1871 υπό την ηγεσία του καγκελάριου Όττο φον Μπίσμαρκ, η Γερμανία αγωνιζόταν απελπισμένα να αντισταθμίσει τον χαμένο χρόνο και να διεκδικήσει τη δική της «θέση στον ήλιο» μεταξύ των άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Πρόθυμος να αποδείξει την αξία του, ο Παμπστ υπέβαλε με ενθουσιασμό τον εαυτό του στη απάνθρωπη εκπαίδευση της στρατιωτικής ακαδημίας και άρχισε να ανεβαίνει στην ιεραρχία.
Ήδη αξιωματικός όταν ξεκίνησε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος τον Αύγουστο του 1914, ο Παμπστ είδε τον πόλεμο ως μια εξαιρετική ευκαιρία να διεκδικήσει μια θέση για τον εαυτό του ως πιστό και επιτυχημένο μέλος της στρατιωτικής κάστας της Πρωσίας. H «Ατσάλινη Θύελλα» (όπως ο συνάδελφός του εθνικιστής Ερνστ Γιούνγκερ την αποκάλεσε κάποτε) που εξαπολύθηκε απ’ τον γερμανικό ιμπεριαλισμό, με αποτέλεσμα την πρώτη σφαγή βιομηχανικής κλίμακας στο ευρωπαϊκό έδαφος, θα έληγε μόλις το Νοέμβριο του 1918. Και δεν οδήγησε στη νίκη, αλλά στην ήττα στο Δυτικό Μέτωπο και σε επαναστατικό αναβρασμό στο εσωτερικό.
Αυτό το φαινομενικά κατακλυσμιαίο γεγονός έφερε μαζί του την πτώση του αγαπημένου του Κάιζερ, του στρατού του – και ολόκληρου του κόσμου του. Σε απάντηση, ο Παμπστ οργάνωσε την Garde-Kavallerie-Schützen-Division -μια επίλεκτη μεραρχία του αυτοκρατορικού στρατού- ένα ιδιαίτερα επιθετικό, πρωτοφασιστικό σώμα, τα Freikorps. Τα Freikorps ήταν ένοπλες ομάδες απολυθέντων στρατιωτών που κατηγορούσαν τους σοσιαλιστές, τους συνδικαλιστές και τους Εβραίους για την ήττα της Γερμανίας και προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν την αυτοκρατορική τάξη. Ανεβαίνοντας στην κορυφή μιας τόσο σημαντικής αντιδραστικής δύναμης, ο Παμπστ είχε μετατραπεί σε διοικητής της γερμανικής αντεπανάστασης.
Ο Σύμμαχος του SPD
Ο Παμπστ ήταν ένας μικρός, ματαιόδοξος άνδρας με ένα προσωπικό απώτερο σκοπό: η επανάσταση του Νοέμβρη του 1918 είχε ματαιώσει την προαγωγή του σε ταγματάρχη. Αλλά η συνεχής άνοδός του θα ήταν αδιανόητη χωρίς τη βοήθεια των ηγετών του SPD.
Η μεταστροφή του κόμματος σε αντεπαναστατική δύναμη είχε ωριμάσει ήδη πριν από την έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Πράγματι, το αργότερο το 1913, οι ηγέτες των συνδικαλιστικών οργανώσεων και του SPD εγκατέλειψαν το διεθνισμό και έγιναν πρόθυμοι αρωγοί στις επεκτατικές πολεμικές πολιτικές της Γερμανίας, προωθούμενες απ’ τη μεγαλοαστική τάξη, τα καρτέλ, τα ολιγοπώλια και το στρατό. Η επιθυμία τους να αποτινάξουν το στιγματισμό τους ως «αχρείοι Απάτριδες», επιδεικνύοντας τον έντονο πατριωτισμό τους -προϋπόθεση για την εξασφάλιση θέσεων εντός αυτής της ανερχόμενης μεγάλης δύναμης- ήταν ευθυγραμμισμένη με αυταρχικές εμμονές κληρονομημένες από την πρωσική παράδοση
Το πιο κατάλληλο παράδειγμα αυτής της τάσης ήταν η συνάντηση του Παμπστ με τον άνθρωπο του SPD Γκούσταβ Νόσκε, ο οποίος έγινε ο νέος ανώτατος πολιτικός διοικητής μετά την παραίτηση του Κάιζερ Γουλιέλμου του Β. Η συνεργασία τους ως «εκτελεστικό δίδυμο» του αντεπαναστατικού συμφώνου μεταξύ της εκτελεστικής εξουσίας του SPD και της Ανώτατης Διοίκησης του Στρατού βασίστηκε σε παρόμοιες εμμονές.
Οι Παμπστ και Νόσκε ήταν επίσης υπεύθυνοι για την εισαγωγή της τρομοκρατίας στην εγχώρια πολιτική της Γερμανίας το Μάρτιο του 1919, με βάση τις προηγούμενες εξελίξεις στην πολεμική πολιτική της αυτοκρατορικής Γερμανίας. Δίχως φραγμούς από τον φιλελευθερισμό ή το διαφωτισμό, ο πρωσικός μιλιταρισμός είχε αναπτύξει από νωρίς ένα στυλ πολέμου με στόχο την εξολόθρευση [του αντιπάλου], όπως πρωτοεμφανίστηκε στη γενοκτονία των λαών Χερέρο και Νάμα [στην Aφρική], εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η Ναμίμπια. Αυτή η αρχή εφαρμόστηκε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με σφαγές του άμαχου πληθυσμού του Βελγίου – και μετά την επανάσταση, στράφηκε ακόμη και εναντίον των πρώην στρατιωτών που επέστρεφαν στη Γερμανία.
Πράγματι, αυτοί οι πρώην στρατιώτες που συμμετείχαν στην εξέγερση δεν ήταν πλέον «σύντροφοι»· αποκλείστηκαν απ’ τη γερμανική εθνική κοινότητα, γνωστή ως Volksgemeinschaft, ακριβώς όπως και οι άλλες «φυλές». Αυτό σήμαινε, καταρχήν, ότι οι ηγέτες τους θα μπορούσαν να εκτελεστούν χωρίς πρόβλημα. Αρχίζοντας το 1919, ως απάντηση στην αποτυχημένη εξέγερση του Ιανουαρίου στο Βερολίνο, οι Σοσιαλδημοκράτες συμμετείχαν επίσης σ’ αυτόν τον αποκλεισμό, καθώς η κυβέρνηση υπό την ηγεσία του SPD ήταν εξίσου πεπεισμένη ότι οι κανόνες του πολέμου δεν εφαρμόζονται πλέον. Κανείς δεν έκανε περισσότερα για να προωθήσει αυτή τη στάση απ’ ό,τι οι Βάλντεμαρ Παμπστ και Γκούσταβ Νόσκε, που τώρα υπηρετούσε ως υπουργός Άμυνας, με τις τρομοκρατικές εντολές του Μαρτίου του 1919.
Όπως τον Ιανουάριο, όταν φονεύθηκαν οι Λούξεμπουργκ και Λίμπκνεχτ, η κυβέρνηση του SPD και οι στρατιωτικοί υποστηρικτές της εξαπέλυσαν μια μεγάλης κλίμακας επίθεση ενάντια στο κύμα ανανεωμένης απεργιακής δράσης. Οι στρατιώτες κατέστρεψαν τις τελευταίες ένοπλες εργατικές ταξιαρχίες που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της επανάστασης και τις καταδίωξαν στα προπύργιά τους. Στο Βερολίνο, κατέφυγαν ακόμη και σε πυρά πυροβολικού και στη διεξαγωγή αεροπορικών επιδρομών στις εργατικές γειτονιές για να εξαφανίσουν ό,τι απέμεινε από την αντίσταση. Περισσότεροι από χίλιοι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους – οι περισσότεροι απ’ αυτούς αθώοι πολίτες.
Ο Παμπστ ήταν ο εμπνευστής της σφαγής -της πολιτικής αφανισμού με στόχο τις κατώτερες τάξεις- αλλά μπόρεσε να την εκτελέσει επειδή βρήκε στο Νόσκε έναν διοικητή που σκεφτόταν κι ένιωθε με τον ίδιο τρόπο. Ο Νόσκε, με τη σειρά του, είχε την υποστήριξη των στελεχών του SPD, ιδιαίτερα των Φρίντριχ Έμπερτ, Φόλφγκανγκ Χάινε και Γκούσταβ Μπάουερ, πίσω απ’ τους οποίους βρίσκονταν άλλοι γραφειοκράτες του SPD, πρόθυμοι να αναλάβουν δράση. Όταν ο Νόσκε μίλησε στο κοινοβούλιο και επανέλαβε την πρωσική στρατιωτική ρήση «η αναγκαιότητα δε γνωρίζει νόμο» -υπογραμμίζοντας την παράνομη δραστηριότητά του με την παρατήρηση ότι «τα άρθρα δεν μετράνε πουθενά, το μόνο που μετράει είναι η επιτυχία»- τα πρακτικά της συνόδου σημείωσαν εκκωφαντικά χειροκροτήματα τόσο απ’ τους Σοσιαλδημοκράτες, όσο κι από τη Δεξιά.
Πόλεμος Aφανισμού
Ο Νόσκε, ο οποίος βοήθησε τους δράστες να αποφύγουν την παραπομπή στα δικαστήρια, ακόμη και χρόνια μετά τις σφαγές εφάρμοσε χωρίς δισταγμούς την αρχή του πολέμου εξόντωσης του Παμπστ. Την ανέπτυξε κατά ναυτικών, εργατών, στρατιωτών, διανοούμενων, και πολλών μελών του δικού του κόμματος. Το αποτέλεσμα ήταν ένα επίπεδο βίας εναντίον αμάχων που δεν είχε εμφανιστεί μετά τον Τριακονταετή Πόλεμο, σκοτώνοντας χιλιάδες ανθρώπους και αποθαρρύνοντας τις κατώτερες τάξεις απ’ την εξέγερση. Σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να δούμε την πιο περίφημη και συνακόλουθη πράξη του Παμπστ: τη «δολοφονία της επανάστασης» μέσω της εκκαθάρισης των ηρωικών ηγετών της, της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ.
Ο ίδιος ο Παμπστ ήταν ο εγκέφαλος της δολοφονίας. Oι δύο σοσιαλιστές-σύμβολα συνελήφθησαν στις 15 Ιανουαρίου [1919] και μεταφέρθηκαν στο πολυτελές ξενοδοχείο Eden του Βερολίνου, όπου είχε εγκαθιδρύσει το αρχηγείο του. Μετά από ανάκριση, μεταφέρθηκαν στη φυλακή σε χωριστά αυτοκίνητα συνοδεία ομάδας εθνικιστών στρατιωτών που συγκεντρώθηκαν προσωπικά απ’ τον Παμπστ. Θα ήταν το τελευταίο ταξίδι των επαναστατών.
Ο οδηγός της συνοδείας του Λίμπκνεχτ σταμάτησε στο Τιεργκάρτεν, ένα από τα μεγαλύτερα πάρκα της πόλης, αναφέροντας πρόβλημα στο αυτοκίνητο. Στη συνέχεια οι στρατιώτες διέταξαν τον Λίμπκνεχτ να συνεχίσει με τα πόδια, πριν τον πυροβολήσουν στην πλάτη, μετά από μερικά βήματα. Η επίσημη έκθεση ισχυρίστηκε ότι είχε πυροβοληθεί ενώ προσπαθούσε να δραπετεύσει.
Από την άλλη πλευρά, η Λούξεμπούργκ ταξίδευε σ’ ένα ανοικτό αυτοκίνητο. Καθώς απομακρύνθηκαν απ’ το ξενοδοχείο, πυροβολήθηκε στο κεφάλι από έναν αξιωματικό που βγήκε απ’ τις σκιές, μεταμφιεσμένος σε θυμωμένο πολίτη που πήρε τη δικαιοσύνη στα χέρια του. Το πτώμα της ρίχτηκε σ’ ένα κοντινό κανάλι και αφέθηκε να σαπίσει για μήνες. Η αληθινή φύση του εγκλήματος θα αποκαλυφθεί μόνο δεκαετίες αργότερα, πολύ μετά την υποχώρηση της σοσιαλιστικής απειλής.
Η άμεση έγκριση της δολοφονίας τους απ’ το Νόσκε -και έμμεσα τον Έμπερτ- ήταν πάνω απ’ όλα εμφανής στην άρνηση του στημένου από το SPD στρατιωτικού δικαστηρίου να αποδώσει δικαιοσύνη με οποιονδήποτε ουσιαστικό τρόπο. Ο Νόσκε κατέστησε ικανή την πράξη του Παμπστ: πρώτα επιτρέποντάς την εν γνώσει του (ακόμη και χωρίς να εκδώσει απευθείας εντολή), και στη συνέχεια επιτρέποντας στους ενόχους να περιφέρονται ελεύθεροι μετά το γεγονός. Αλλά η επιρροή του Παμπστ ως πρώτου αξιωματικού του γενικού επιτελείου των μεγαλύτερων Freikorps δε μπορεί να τονιστεί αρκετά. Ήταν εκείνος που έπεισε το SPD για την ανάγκη να καταφέρει ένα συντριπτικό πλήγμα ενάντια στην επανάσταση, μέσα από ένα είδος πολιτικής τρομοκρατίας, κάτι που ο Κάιζερ Γουλιέλμος ο Β’ απειλούσε πάντα, αλλά μόνο η ολιγαρχία του SPD επέτρεψε να συμβεί. Μέσω της σε μεγάλο βαθμό κρυμμένης, αλλά, σύμφωνα με τα λόγια του Νόσκε, «σημαντικής στρατιωτικής επιρροής», ο Βάλντεμαρ Παμπστ σύντομα αλλά αποφασιστικά επηρέασε την άνοδο του γερμανικού φασισμού – και την ιστορία του 20ού αιώνα στην Ευρώπη.
Μια Αντιδραστική Ζωή
Η δολοφονία των ηγετών της επανάστασης δεν ήταν το τέλος των πολιτικών παρεμβάσεων του Παμπστ. Με την επανάσταση ηττημένη το καλοκαίρι του 1919, απελευθερώθηκε από το σύμφωνό του με το SPD – το οποίο, γι’ αυτόν, ήταν πάντα απλώς μια προσωρινή ρύθμιση. Το κόμμα είχε αποτύχει στα μάτια του, δεν κατάφερε να αποτρέψει την επιβολή της Συνθήκης των Βερσαλλιών ούτε να εκπληρώσει τη φιλοδοξία του για μια υπερστρατιωτική, πρωτοφασιστικη κοινωνία με έναν επαγγελματικό στρατό στον πυρήνα της και μια παραστρατιωτική ορδή εκατομμυρίων στο πλευρό της. Η συνεννόηση των νικητριών δυνάμεων στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο απλώς δε θα επέτρεπε μια τέτοια έκβαση.
Αντιμέτωπος μ’ αυτήν την κατάσταση, ο Παμπστ συνέχισε τις αντεπαναστατικές του προσπάθειες – προσπαθώντας να τραβήξει τον Γκούσταβ Νόσκε στο πλευρό του ως δικτάτορα. Ο Νόσκε δεν ήταν απρόθυμος, αλλά, βέβαιος ότι μια τέτοια κίνηση θα πυροδοτούσε ανανεωμένες εξεγέρσεις της εργατικής τάξης, παραιτήθηκε απ’ το σχέδιο. Αυτό ήταν αρκετό για τον απογοητευμένο Παμπστ για να επιχειρήσει πραξικόπημα τον Ιούλιο του 1919, αλλά το ξεκίνησε χωρίς να επιτύχει κάποια προηγούμενη συμφωνία με τον ομοίως ρέποντα προς το πραξικόπημα Στρατηγό Βάλτερ φον Λούτβιτζ, και το σχέδιο γρήγορα απέτυχε. Αναγκασμένος να υποχωρήσει, ο Παμπστ στερήθηκε στη συνέχεια τον τίτλο του ταγματάρχη και τη στολή του γενικού επιτελείου.
Ο πικραμένος Παμπστ συνέχισε να παλεύει. Τώρα συγκέντρωσε δεξιές δυνάμεις στη “Nationale Vereinigung,” μια συνωμοτική ομάδα αντιδραστικών αξιωματικών που χρηματοδοτήθηκαν από τα ίδια τμήματα της μεγάλης βιομηχανίας που είχαν ήδη υποστηρίξει τα Freikorps και ήταν αποφασισμένοι να ανατρέψουν την κυβέρνηση που κυριαρχούνταν από το SPD. Ωστόσο, καθώς ο Λούτβιτζ προχώρησε με δική του πρωτοβουλία, σ’ ένα πραξικόπημα το Μάρτιο του 1920, παρά τις ελλιπείς προετοιμασίες του Παμπστ, ο αποστρατευμένος αξιωματικός απογοητεύτηκε και τράπηκε σε φυγή. Αυτή η στιγμή αδυναμίας έσωσε τους Νόσκε, Έμπερτ, και άλλα μέλη της κυβέρνησης από τη σύλληψη, αποδυναμώνοντας αποφασιστικά το λεγόμενο «Πραξικόπημα του Καπ». Ο Παμπστ έχασε την ευκαιρία του – και δε θα είχε ποτέ ξανά άλλη.
Το πραξικόπημα νικήθηκε σε τέσσερις μέρες χάρη στη μεγαλύτερη γενική απεργία στη γερμανική ιστορία. Αλλά, ενισχυμένοι απ’ την αναποφασιστικότητα και την αδυναμία των Ανεξάρτητων Σοσιαλδημοκρατών (USPD) και του Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD), οι ηγέτες του SPD επέλεξαν να ακολουθήσουν τις μεθόδους των παράνομων μαζικών εκτελέσεων του Παμπστ. Μυστικές εντολές βγήκαν απ’ το ψυγείο και τέθηκαν σε χρήση – όχι εναντίον των συνωμοτών του πραξικοπήματος, αλλά ενάντια στις εξεγέρσεις στην Κεντρική Γερμανία και στην περιοχή του Ρουρ που πυροδοτήθηκαν από το πραξικόπημα. Οι επαναστάτες εργάτες αποδεκατίστηκαν από τους παραστρατιωτικούς των Freikorps, υπό τις διαταγές της κυβέρνησης του SPD, εναντίον της οποίας είχαν μόλις μέρες πριν υποκινήσει πραξικόπημα.
Ως μία από τις κορυφαίες προσωπικότητες τoυ αποτυχημένου πραξικοπήματος, ο Βάλντεμαρ Παμπστ αναγκάστηκε να το σκάσει πρώτα στη Βαυαρία και στη συνέχεια στην Αυστρία, όπου αμέσως άρχισε να οικοδομεί τη φασιστική οργάνωση Heimwehr και προσπάθησε να δημιουργήσει μια «Λευκή Διεθνή» ενώνοντας φασιστικά κόμματα σε όλη την Ευρώπη. Αργότερα επέστρεψε στην πατρίδα του και έγινε ηγετική φυσιογνωμία στον τομέα της βιομηχανίας εξοπλισμών του Αδόλφου Χίτλερ, αν και ποτέ δεν εντάχθηκε στο ναζιστικό κόμμα και έφυγε για την Ελβετία προς το τέλος του πολέμου. Εκεί απήλαυσε μια επιτυχημένη καριέρα ως διεθνής έμπορος όπλων πριν μετακομίσει στη Δυτική Γερμανία το 1955, όπου ήταν προστατευμένος από ισχυρά κυβερνητικά πρόσωπα παρά το γεγονός ότι ήταν βασική φιγούρα στα πρώιμα φασιστικά δίκτυα. Ο Βάλντεμαρ Παμπστ, εγκέφαλος της δολοφονίας της Ρόζας Λούξεμπουργκ, πέθανε το 1970, ως ένας πλούσιος και αμετανόητος εθνικιστής και δεν αντιμετώπισε ποτέ τη γερμανική δικαιοσύνη για τα εγκλήματά του.
Ο Klaus Gietinger είναι συγγραφέας του βιβλίου
O δολοφόνος της Pόζας Λούξεμπουργκ, 2019
Μετάφραση από τα αγγλικά
Γιάν. Σιμ.