του Salah Musa
Ο Χαντάλα είναι εδώ. Η Φάτιμα είναι εδώ.

Το ανακοίνωσε ο ραδιοσταθμός του ισραηλινού στρατού: αυστηρός αποκλεισμός της πόλης της Βηθλεέμ και των περιχώρων της. Εισβολές, έρευνες, συλλήψεις. Κατάσταση συναγερμού για τη σύλληψη του Χαντάλα και της Φάτιμα, που βγήκαν από τα σκίτσα του Νατζί αλ-Άλι και έφτασαν στην Πλατεία της Γέννησης, κρατώντας ένα καμπανάκι, έναν σταυρό και ένα όπλο, καλώντας σε μια προσευχή που δεν μοιάζει με καμία άλλη.
Η Φάτιμα ήρθε από τη Γάζα, το σφαγείο.
Ψάχνει τον Χαντάλα στη φάτνη, στο κοιμητήριο, στις φυλακές.
Ο κόσμος είδε τη Φάτιμα μάρτυρα και τη Φάτιμα αιχμάλωτη, τη Φάτιμα μουσουλμάνα και τη Φάτιμα χριστιανή, τη Φάτιμα πρόσφυγα και τη Φάτιμα γυναίκα υπομονετική και δυνατή. Φορά παλαιστινιακή φορεσιά με ζωηρά χρώματα και τυλίγει στον λαιμό της την κεφίγια.
Στην Πλατεία της Φάτνης, εκεί όπου υποτίθεται ότι γεννιέται κάθε χρόνο η ελπίδα, στέκεται ο Χαντάλα ξυπόλυτος. Τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη, η πλάτη του γυρισμένη στον κόσμο. Δεν χειροκροτεί τα φώτα, δεν στρέφεται στις γιορτές που προσπαθούν να σκεπάσουν την κραυγή τής γης. Εδώ, στη Βηθλεέμ, συναντά τη Φάτιμα — όχι ως ένα περαστικό όνομα, αλλά ως συμπυκνωμένο νόημα: της μητέρας, της πατρίδας, της πληγής που αρνείται να κλείσει.
Ο δρόμος προς την Παλαιστίνη δεν είναι ούτε μακρινός, ούτε κοντινός·
είναι σε απόσταση επανάστασης, είπε ο Χαντάλα, καθισμένος κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, κοιτάζοντας προς τη Γάζα. Ανησυχούσε για τη Φάτιμα και τα παιδιά. Όταν συναντήθηκαν, η βροχή έπεφτε καταρρακτώδης και το άστρο κατέβηκε από τα ύψη του ουρανού. Νερό και φως, γη και αίμα και ευαγγελισμός.
«Μη λυπάσαι, Φάτιμα.
Το παιδί που γεννιέται φέτος είναι προφήτης, βγαλμένος από τα ερείπια», λέει ο Χαντάλα.
«Ο παλαιστινιακός Ιησούς δεν πέθανε κάτω από τους βομβαρδισμούς ούτε στην αγχόνη. Κοίτα εδώ: ένας λαός που ζει και δεν αφανίζεται, που ανανεώνεται, σηκώνεται και γεννιέται από τον θάνατο χίλιες φορές. Κοίτα, Φάτιμα: τα παιδιά επέστρεψαν από τις σκηνές, από κάτω από τα χαλάσματα, από τα κελιά. Εδώ είναι ο μοναχός και ο σεΐχης, ο πωλητής και το κορίτσι, το εδάφιο και το μήνυμα. Εδώ είναι η εικόνα του Μαρουάν Μπαργούθι, με τα δεμένα του χέρια υψωμένα. Εδώ το θαύμα του λαδιού, της ελιάς και της πέτρας».

Ο Χαντάλα είναι η συνείδηση που σταμάτησε στη στιγμή της πρώτης εκδίωξης, στη Νάκμπα.
Στην ηλικία των δέκα ετών, παγωμένος, για να μη μεγαλώσει σε έναν σπασμένο κόσμο και μια απούσα δικαιοσύνη. Και σήμερα, μπροστά στη γενοκτονία της Γάζας και της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης, ραγίζει ακόμη περισσότερο.
Η Φάτιμα είναι η καθαρή αλήθεια που δεν έσβησαν οι φωτιές, οι μπουλντόζες και οι επαναλαμβανόμενες σφαγές. Μια γυναίκα που γνωρίζει, ότι η γέννηση δεν έρχεται χωρίς πόνο και ότι η θυσία δεν είναι μεταφορά, αλλά σάρκα που σταυρώνεται καθημερινά στις πύλες των πολιορκημένων πόλεων.
Η Βηθλεέμ αυτά τα Χριστούγεννα δεν είναι τουριστικό εικονίδιο,
αλλά θεολογικό σταυροδρόμι ανάμεσα στο πνεύμα και το σώμα.
Ρωτά: πώς γιορτάζεται η ζωή σε καιρό γενοκτονίας; Πώς επαναπροσδιορίζεται η Γέννηση όταν η φάτνη πολιορκείται από άρματα και η χαρά μετριέται με το αν θα επιβιώσουν οι άνθρωποι ως το πρωί;
Ο Χαντάλα δεν κοιτά το φωτισμένο δέντρο.
Κοιτά τα παιδιά που έγιναν αριθμοί.
Η Φάτιμα δεν κρατά δώρο· κρατά ψωμί και μνήμη ονομάτων. Ψάχνει γάλα, ένα καρβέλι, λίγα ξύλα, και μια επερχόμενη κραυγή γέννησης.
Στα σκίτσα του Νατζί αλ-Άλι, η Φάτιμα δεν είναι ατομική γυναίκα·
είναι το θηλυκό του νοήματος: η γη όταν πληγώνεται και λεηλατείται, η μάνα όταν υπομένει, η γλώσσα όταν συμπυκνώνεται σε στάση. Είναι η λαϊκή συνείδηση που ξεσκεπάζει την παγκόσμια σιωπή και γδύνει την ηθική μιας πολιτικής που παίρνει το μέρος των εγκληματιών.
Όταν συναντά τον Χαντάλα, σχηματίζεται το δίδυμο που επέζησε της εξάλειψης:
ο Χαντάλα, ιστορικός μάρτυρας και φύλακας της μνήμης·
η Φάτιμα, που στέκει ακόμη όρθια, με το κλειδί της επιστροφής στο στήθος και ένα σκουλαρίκι σαν χειροβομβίδα.
Και οι δύο αρνούνται τη συμφιλίωση με το έγκλημα. Κανείς δεν ξεχνά. Προσεύχονται φέτος τη λειτουργία των μεσονυχτίων στην εκκλησία — την προσευχή της ελευθερίας:
«Δόξα τω Θεώ εν υψίστοις και επί γης αγάπη, δικαιοσύνη και ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος».
Η Γέννηση εδώ δεν διαβάζεται μόνο θεολογικά, αλλά υπαρξιακά:
γέννηση συνείδησης απέναντι στη μηχανή του θανάτου.
Ο Χριστός σε αυτή τη σκηνή δεν είναι εικόνα σε τοιχογραφία, αλλά ηθική αντίσταση: να λες «όχι» στον φασισμό, να φυλάς τον άνθρωπο από το να γίνει σκόνη και διαμελισμένο πτώμα.
Κάτω από τη γενοκτονία και τον ήχο των όπλων, η τέχνη γίνεται δικαστήριο,
το σκίτσο μαρτυρία, το σύμβολο πράξη αντίστασης.
Ο Νατζί αλ-Άλι δεν σχεδίασε παρά για να προστατεύσει την καρδιά και τη γλώσσα, για να κρατήσει το μάτι ανοιχτό.
Η Βηθλεέμ είναι περικυκλωμένη.
Η προσευχή καταδιώκεται.
Χίλια στρατιωτικά μπλόκα, κρύο, βομβαρδισμοί, πείνα, φυλακές, εποικισμοί, εκτελέσεις.
Κι όμως, ο Παλαιστίνιος Χαντάλα βγήκε από τον θόρυβο και τα θραύσματα, και τελικά, αγκάλιασε τη Φάτιμα κάτω από το δέντρο!
(στην φωτογραφία, το φωταγωγημένο δέντρο της Βηθλεέμ, στην πλατεία της Γέννησης, μπροστά στον ναό… είθε να φωτιζόταν και η ψυχή μας… για ειρηνική συνύπαρξη, αγάπη, συναδέλφωση, για την όντως Ζωή!..)
