Ο φόβος ως μέσον κοινωνικού ελέγχου

Κατερίνα Μάτσα

Ο φόβος αποτελεί μια βασική συνθήκη του τρόπου με τον οποίο βιώνει ένα υποκείμενο τον κόσμο. Είναι ένα εύπλαστο συναίσθημα, που γεννιέται όταν αισθάνεται κανείς ευάλωτος και μαζί με τον τρόμο, γίνεται εργαλείο στα χέρια αυτών που κατέχουν την εξουσία. Κατά τον Μακιαβέλι το εργαλείο του φόβου κατέχει σημαντική θέση ανάμεσα στις μεθόδους καταναγκασμού που χρησιμοποιεί ο Ηγεμόνας.
Σε όλες τις εποχές ο φόβος συνδεόταν πάντα με την πολιτική καταστολή και την επικείμενη τιμωρία των παραβατών του Νόμου. Κατά τον Μιχαήλ Μπαχτίν, η ιδρυτική στιγμή όλων των επίγειων εξουσιών είναι η βία, η καταπίεση, το ψέμα καθώς και το δέος και ο φόβος των υποταγμένων προς το κράτος.
Στη σημερινή εποχή της χωρίς προηγούμενο κοινωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής κρίσης το υποκείμενο της νεωτερικότητας, αποσταθεροποιημένο, ταραγμένο, εσωτερικά κενό και δυστυχισμένο, υποχρεώνεται να ζει μέσα σε ένα κλίμα διάχυτου φόβου, ρευστού φόβου κατά την έκφραση του Z. Bauman, ενός φόβου με τον οποίο πρέπει να παλεύει κανείς σε όλη τη ζωή του ενάντια σε πραγματικούς και υποθετικούς κινδύνους. Η καταστροφή του κοινωνικού κράτους, μέσα στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης και της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που έχει επιβληθεί, έχει ενισχύσει τον ατομικισμό και έχει αδυνατίσει το αίσθημα της αλληλεγγύης. Η διάρρηξη του κοινωνικού δεσμού και η αποξένωση τροφοδοτούν ένα διαρκές αίσθημα ανασφάλειας μπροστά σε ορατούς και αόρατους, απρόβλεπτους κινδύνους, που το απειλούν. Εστιάζοντας, με τη συνδρομή των ΜΜΕ στο έγκλημα, την αύξηση της εγκληματικότητας και στους κινδύνους που απειλούν την ασφάλεια των ατόμων και την ιδιοκτησία τους ενισχύει το αίσθημα της κοινωνικής ευαλωτότητας και αναπαράγει σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα παλιούς και νέους φόβους. Ανάμεσα σε αυτούς κεντρική θέση κατέχει ο φόβος της υποβάθμισης, της απαξίωσης, της περιθωριοποίησης και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Μέσα σ’ αυτό το τοπίο των τεράστιων κοινωνικών ανισοτήτων, όπου το 5% των πλουσιότερων Ευρωπαίων κατέχει το 40% του συνολικού ιδιωτικού πλούτου, περί τα 120 εκατομμύρια Ευρωπαίοι διατρέχουν τον κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, το καπιταλιστικό σύστημα αναπτύσσει διαρκώς τη στρατηγική του φόβου για να επιβάλει τον κοινωνικό έλεγχο των μαζών . Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι φανερό ότι οι κυρίαρχοι κατασκευάζουν κινδύνους για να ενσπείρουν και να καλλιεργήσουν όλο και περισσότερους φόβους στους καταπιεσμένους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι πολιτικές που εφαρμόζονται παγκόσμια ενάντια στην τρομοκρατία. Όπως επισημαίνει ο Bauman “Το μεγαλύτερο μέρος της εκτιμώμενης απειλής από την παγκόσμια τρομοκρατία είναι μια φαντασιοκοπία που έχει μεγαλοποιηθεί και διαστρεβλωθεί από τους πολιτικούς. Είναι μια σκοτεινή απάτη που έχει εξαπλωθεί ασυζητητί από κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο, από υπηρεσίες ασφάλειας και από τα διεθνή ΜΜΕ. Σε μια εποχή στην οποία όλες οι μεγάλες ιδέες έχουν χάσει την αξιοπιστία τους, ο φόβος ενός φασματικού εχθρού είναι ό,τι έχει απομείνει στους πολιτικούς για να διατηρούν την εξουσία τους”.
Ιδιαίτερα σε στιγμές κοινωνικής αναταραχής, όταν το σύστημα κλυδωνίζεται από τους κραδασμούς που προκαλούν οι αντιδράσεις των “από κάτω” τότε η βιοεξουσία αναπτύσσει την στρατηγική του φόβου ως στρατηγική εξόντωσης των φοβογόνων αντικειμένων, δηλαδή αυτών που χαρακτηρίζονται από αυτήν ως επικίνδυνοι κοινωνικά, ως μη-κανονικοί, κατά την έκφραση του Φουκώ. Τα σύνορα που χωρίζουν τους κανονικούς από τους μη κανονικούς, τους ενταγμένους από τους αποκλεισμένους κοινωνικά καθορίζονται με βάση την εθνικότητα, το φύλο, την κοινωνική θέση (πρόσφυγες, τοξικομανείς, οροθετικοί, ψυχασθενείς, γυναίκες, ομοφυλόφιλοι κ.λπ.).
Η βιοπολιτική που διαμορφώνεται και στηρίζεται στο φόβο επιβάλλεται με τη βία του κράτους, των μηχανισμών και των οργάνων του και την αμέριστη συνδρομή των ΜΜΕ.
Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα μιας τέτοιας βιοπολιτικής ήταν και η διαπόμπευση των εξαρτημένων, οροθετικών γυναικών το 2012 επί υπουργίας Λοβέρδου – Χρυσοχοΐδη.
Το 2012, εποχή τεράστιας ανθρωπιστικής κρίσης και κοινωνικής έντασης, όταν πολλοί άνθρωποι αυτοκτονούσαν για να μην χάσουν την αξιοπρέπειά τους ψάχνοντας στα σκουπίδια για να βρουν κάτι να φάνε, όταν ένα (1) εκατομμύριο άνθρωποι διαδήλωναν στο κέντρο της Αθήνας, το Φλεβάρη του 2012 για να μην ψηφιστεί το δεύτερο μνημόνιο, όταν οι ταξικές συγκρούσεις είχαν πάρει απειλητικές για το σύστημα διαστάσεις, τότε η βιοπολιτική πήρε το χαρακτήρα της θανατοπολιτικής. Ο τότε υπουργός Υγείας Α. Λοβέρδος επανέφερε μια υγιειονομική διάταξη (39Α) του 1940 και σε συνεργασία με το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, επί υπουργίας Χρυσοχοΐδη, οργάνωσε μια επιχείρηση, όπου αστυνομικοί συνέλαβαν σε γνωστές πιάτσες εξαρτημένες γυναίκες, που βρίσκονταν εκεί για την δόση τους, τις υπέβαλαν με τη βία και με τη βοήθεια ειδικού ιατρικού συνεργείου του ΚΕΕΛΠΝΟ σε αιματολογικό έλεγχο για τον ιό του HIV, τις 27 που βρέθηκαν θετικές στον ιό τις κράτησαν στην ΓΑΔΑ, μετά τις πήγαν στα Δικαστήρια και με την κατηγορία του κακουργήματος τις οδήγησαν στη φυλακή, μέσα σε τραγικές συνθήκες, στα υπόγεια του Κορυδαλλού. Αφού είχαν παραβιάσει κάθε δεοντολογική και ηθική αρχή, ανακοινώνοντας την οροθετικότητα στο χώρο της αστυνομίας στις έντρομες γυναίκες, που είχαν αρχίσει πια να έχουν στερητικά συμπτώματα, έδωσαν στη δημοσιότητα όλα τα προσωπικά δεδομένα μαζί με τις φωτογραφίες τους.
Στην τηλεόραση, σε όλα τα δελτία ειδήσεων, στις εφημερίδες και στο Διαδίκτυο, οι φρικτές εικόνες αυτών των εμφανώς κακοποιημένων γυναικών κατέκλυσαν τη δημόσια σκηνή. Ο υπουργός Λοβέρδος τις χαρακτήρισε “υγιειονομική βόμβα”, ικανή να μεταδώσει τον ιό του HIV στους οικογενειάρχες και να καταστρέψει την ελληνική οικογένεια και κάλεσε όσους συνευρέθηκαν με αυτά τα διαπομπευμένα πρόσωπα να υποβληθούν σε δωρεάν έλεγχο για τον ιό. Οι συγκεκριμένες γυναίκες χαρακτηρίστηκαν ως εκδιδόμενες, που σκόπευαν να μεταδώσουν τον ιό στους ανυποψίαστους πελάτες και κατηγορήθηκαν για κακούργημα. Τα σώματά τους, παραμορφωμένα από τη χρήση, κακοποιημένα και απωθητικά, εκτεθειμένα σε δημόσια θέα, κατασκευάστηκαν ως επικίνδυνα για την δημόσια υγεία και την οικογένεια. Το κράτος, δια στόματος Λοβέρδου – Χρυσοχοΐδη εγγυήθηκε την προστασία του κοινωνικού σώματος, των οικογενειαρχών, των κανονικών πολιτών από τα μιάσματα, ηθικά και βιολογικά.
Οι γυναίκες αυτές στιγματίστηκαν, υποβλήθηκαν σε ταπεινωτική βία, διαπομπεύτηκαν και εξοστρακίστηκαν. Η βία που ασκήθηκε πάνω τους παρουσιάστηκε ως κανονικότητα και ως προειδοποίηση για την τύχη των αποκλεισμένων. Ενσπείροντας τον φόβο για τον ιό του HIV, τον πανικό για μια πιθανή μόλυνση και τη συλλογική ενοχή η βιοπολιτική οργάνωσε την εξόντωση του “εσωτερικού εχθρού”, των εστιών ανομίας, συσπειρώνοντας την κοινωνία ενάντιά τους, διοχετεύοντας έντεχνα την οργή για τα κοινωνικά δεινά στα πρόσωπα αυτών των συγκεκριμένων εξαρτημένων γυναικών. Στοχοποιώντας και εξοστρακίζοντας τα “ξένα σώματα” των αποκλινόντων από την κοινωνική νόρμα, επιχείρησε ουσιαστικά να χρησιμοποιήσει την κρίση ως μέσον νομιμοποίησης του καθεστώτος της καταστολής με γνώμονα την δημόσια υγεία, την οικογενειακή γαλήνη, την έμφυλη πειθαρχία. “Ο συλλογικός φόβος απέναντι στον κίνδυνο αποσπά την προσοχή ανώτερων και κατώτερων στρωμάτων από τον αμοιβαίο φόβο ή δίνει στα δεύτερα πρόσθετους λόγους για να φοβούνται τα πρώτα”.
Τα θύματα αυτής της επιχείρησης, παράλυτα από το φόβο και τη ντροπή, εκμηδενίστηκαν ψυχικά, ανεπανόρθωτα τραυματισμένα, πολλές αυτοκτόνησαν, άλλες ξαναγύρισαν στη χρήση ουσιών, μόνο δύο κατάφεραν να διασωθούν. Ο φόβος που έντεχνα διασπείρεται και ο πανικός που προκαλεί χρησιμοποιείται πάντα ως συγκολλητική ουσία του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, της ομοφοβίας.
Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που κάποια κανάλια της τηλεόρασης χρησιμοποίησαν για να εμφανίσουν ως “νόμιμη άμυνα” το λυντσάρισμα του ακτιβιστή Ζακ Κωστόπουλου από δυο “νοικοκυραίους” μπροστά στα μάτια πολλών θεατών, παρουσιάζοντάς τον ως “επίδοξο ληστή, ομοφυλόφιλο και οροθετικό”, κάποιον που θα μπορούσε να μπει στο σπίτι τους και να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια των παιδιών τους!
Η θανατοπολιτική γίνεται πάντα πηγή αφάνταστης κοινωνικής οδύνης, υιοθετώντας έναν κοινωνικό λόγο ανάλγητο, που στιγματίζει και αποκλείει όλο και πιο μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, διαρρηγνύοντας αυτό που η γνωστή ψυχαναλύτρια Πιέρα Ολανιέ αποκαλεί “ναρκισσιστικό συμβόλαιο”.
Το “ναρκισσιστικό συμβόλαιο “είναι η σιωπηρή συμφωνία ανάμεσα στον κοινωνικό λόγο, σε όλη την ποικιλία και την ανομοιομορφία του και σε ένα δεδομένο άτομο. Με βάση αυτή τη συμφωνία αποδίδεται σ’ αυτό μια θέση στο εσωτερικό του κοινωνικού χώρου, με την προϋπόθεση ότι αυτό θέλει πραγματικά να μοιραστεί την πολιτική και κοινωνική ομοφωνία η οποία περιβάλλει αυτό που θεωρείται αληθινό”.
Όλοι όσοι δεν υποτάσσονται στη βία του κοινωνικού λόγου δεν μπορούν να έχουν θέση μέσα στον κοινωνικό χώρο, εκτοπίζονται στο κοινωνικό περιθώριο, στις τάξεις των αποκλεισμένων. Αλλά το σπάσιμο του ναρκισσιστικού συμβολαίου οδηγεί στο σπάσιμο, τη διάρρηξη του ίδιου του κοινωνικού δεσμού. Αυτή η διάρρηξη δημιουργεί, πέραν των άλλων, και μια γενικευμένη κρίση ταυτότητας. Το αίσθημα της ταυτότητας έχει δύο πλευρές, την προσωπική και την κοινωνική, που εγγράφει το συγκεκριμένο άτομο σε μια ομάδα, ένα έθνος, ένα λαό, μια κουλτούρα. Η διαδικασία του κοινωνικού αποκλεισμού επηρεάζει αρνητικά και τις δύο πλευρές της ταυτότητας, καταστρέφοντας το αίσθημα της αξιοπρέπειας, που αποτελεί συστατικό στοιχείο της ταυτότητας του υποκειμένου. Αυτό, χάνοντας τους δεσμούς με την κοινωνική ομάδα, χάνει και την αυτοεκτίμησή του, ταπεινώνεται, βυθίζεται στη ντροπή και τον φόβο. Τον φόβο ότι δεν θα μπορέσει να ζήσει χωρίς προσωπική και κοινωνική ταυτότητα, χωρίς κοινωνικά ερείσματα, χωρίς σημεία αναφοράς σε έναν κόσμο που τον βιώνει ως ξένο, απρόσωπο, εχθρικό. Ζώντας υπό το κράτος αυτών των συναισθημάτων καταδικάζει τον εαυτό του στη σιωπή και την παραίτηση από κάθε κοινωνική διεκδίκηση.
Γίνεται φανερό ότι είναι ανάγκη σήμερα που η κρίση καταστρέφει τη ζωή όλο και περισσότερων ανθρώπων οδηγώντας τους στον κοινωνικό αποκλεισμό, τροφοδοτώντας μια σειρά αρνητικά συναισθήματα (θυμό, οργή, φόβο), στην πλειοψηφία του πληθυσμού είναι επείγουσα ανάγκη να αναπτυχθούν στρατηγικές που ανοίγουν μια διέξοδο από τη σιωπή, την εξατομίκευση και την παραίτηση, στρατηγικές που γεννούν καινούργιες μορφές κοινωνικού δεσμού μέσα από πολύμορφες συλλογικές δράσεις στη βάση της κοινωνικής αλληλεγγύης μέσα από δίκτυα αλληλεγγύης. Γιατί η αναζήτηση νοήματος σ’ αυτό που συμβαίνει στον καθένα από μας και στην κοινωνία γενικότερα μέσα σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης εγγράφεται στο πεδίο των διϋποκειμενικών σχέσεων, τόσο εύθραυστων και υπό τη διαρκή απειλή της καταστροφής μέσα στους όρους μιας κρίσης που μας κάνει ευάλωτους, υποσκάπτοντας τα ίδια τα θεμέλια της ανθρώπινης υπόστασης.
Μόνο σ’ αυτό το πεδίο της εγκαθίδρυσης ουσιαστικών σχέσεων επικοινωνίας και κοινωνικού δεσμού μπορεί να βρει κανείς ψυχική και ηθική στήριξη και τη δύναμη να αντισταθεί στις τρομακτικές πιέσεις των συναισθημάτων του φόβου, της ενοχής και της ντροπής, που πάνω τους υφαίνεται ο ιστός της βιοπολιτικής, που διαμορφώνει τους κώδικες της ενσωμάτωσης και του αποκλεισμού.
Μόνο μέσα σ’ ένα κοινωνικό πλαίσιο συλλογικής αντίστασης και συλλογικών δράσεων ενάντια στη βιοεξουσία μπορεί να γίνει και η συλλογική επεξεργασία του τραύματος της κρίσης, της κοινής εμπειρίας και της κοινής οδύνης ώστε να δοθεί νέο νόημα στη ζωή και να αναδυθεί η ελπίδα. Γιατί η ελπίδα απαιτεί τη συμμετοχή, τη συσπείρωση σε συλλογικότητες, κοινότητες τυπικά ή άτυπα κοινωνικά πλαίσια, όπως έχει αναλύσει η Μπετίνα Ντάβου στη έρευνά της για το συναισθηματικό κλίμα και την πολιτική συμπεριφορά στην Ελλάδα της κρίσης.
Δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια. Και όπως λέει ο μεγάλος ποιητής Hölderlin: “Εκεί που συνωστίζονται οι κίνδυνοι ανθίζει και η ανάγκη για σωτηρία”.