Πριν από 150 χρόνια, ο Φρίντριχ Ένγκελς εκτίμησε σωστά τι πάει στραβά με το ζήτημα της κατοικίας στον καπιταλισμό
του Γκλυν Ρόμπινς
Eισαγωγικό σημείωμα: το κείμενο που ακολουθεί αφορά το έργο του Ένγκελς για το ζήτημα της κατοικίας, ένα ακόμα καυτό ζήτημα στον καπιταλισμό. Παρότι αναφέρεται κυρίως στη Βρετανία, το ζήτημα αφορά πολλές άλλες καπιταλιστικές χώρες. Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο σάιτ του αριστερού περιοδικού Tribune. Ο Γκλυν Ρόμπινς είναι εργαζόμενος στον τομέα της στέγασης, αγωνιστής και συνδικαλιστής.
Το 1872, ο Φρίντριχ Ένγκελς έγραψε τα κείμενα “Για το Ζήτημα της Κατοικίας”, συνδέοντας τη διαρκή στεγαστική κρίση της εργατικής τάξης, με την ελεύθερη αγορά στη βικτωριανή Αγγλία. Ο ενάμισης αιώνας των στεγαστικών κρίσεων που ακολούθησαν από τότε απέδειξε ότι ο Ένγκελς είχε δίκιο.
Το φυλλάδιο του Φρίντριχ Ένγκελς, Το Ζήτημα της Κατοικίας, που δημοσιεύτηκε το 1872, είναι εκπληκτικά προφητικό. Σε αυτό, αναλύει τα βαθύτερα αίτια της ανισότητας στη στέγαση και την ενδημική σχέση της με το καπιταλιστικό σύστημα. Περιγράφει τις άθλιες παραγκουπόλεις της Βικτωριανής εργατικής τάξης, εστίες αναπαραγωγής ασθενειών και πρόωρου θανάτου.
Εκατό πενήντα χρόνια μετά, το πρόβλημα του COVID αναφέρεται από έναν Εργατικό δημοτικό σύμβουλο στο Νιού Χαμ ως “στεγαστική ασθένεια”, λόγω του ότι επηρέασε δυσανάλογα τον δήμο του, τον δήμο με τα πιο συνωστισμένα σπίτια στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στον απόηχο της πέμπτης επετείου της φρικαλεότητας του Νιού Χαμ και της λήξης της δημόσιας έρευνας, η αντίληψη του Ένγκελς περί “κοινωνικής δολοφονίας” συνεχίζει να αντηχεί στο πέρασμα των χρόνων. Το 1872, όπως και τώρα, υπήρχε αυτό που ο Ένγκελς αποκαλεί “λεγόμενη στεγαστική έλλειψη”, με την οποία δεν εννοεί ότι η στεγαστική έλλειψη ήταν μια ψευδαίσθηση, αλλά ότι, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα λόγια του Χέρμπερτ Μαρκούζε, “η στεγαστική κρίση δεν υπάρχει επειδή το σύστημα δεν λειτουργεί. Υπάρχει επειδή έτσι λειτουργεί το σύστημα”.
Ο Ένγκελς έγραψε το φυλλάδιο σε μια περίοδο κοινωνικοπολιτικής αστάθειας συγκρίσιμη με τη σημερινή. Η δεκαετία του 1870 έφερε τεράστια βιομηχανική και τεχνολογική ανάπτυξη, αλλά και εμβάθυνση των ταξικών εντάσεων, η οποία αντανακλάται στη ραγδαία ανάπτυξη του όλο και πιο μαχητικού συνδικαλισμού. Αυτές οι δυνάμεις οξύνθηκαν από έναν πόλεμο στην Ευρώπη, μεταξύ της Πρωσίας και της Γαλλίας, ο οποίος οδήγησε στην Παρισινή Κομμούνα, ένα εμβληματικό ορόσημο στην ιστορία της εργατικής τάξης.
Η καπιταλιστική μητρόπολη, τροφοδοτούμενη από την εντεινόμενη εγχώρια και ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση, έγινε η δίνη της ταξικής σύγκρουσης. Οι άθλιες συνθήκες κατοικίας των φτωχών των πόλεων αντιπαρατέθηκαν με τα πλούσια μεγαλοαναπτυξιακά έργα που εκτόπισαν τις κοινότητες της εργατικής τάξης, όπως συμβαίνει και σήμερα. Όπως γράφει ο Ένγκελς στο “Ζήτημα της Κατοικίας”:
“Η επέκταση των μεγάλων σύγχρονων πόλεων προσδίδει στη γη σε ορισμένα τμήματά τους, ιδιαίτερα σε αυτά που βρίσκονται σε κεντρική τοποθεσία, μια τεχνητή αύξηση συχνά κολοσσιαία της αξίας των οικοπέδων. Η αξία των κτηρίων που είναι κτισμένα σε αυτά τα οικόπεδα αντί να ανεβαίνει, αντίθετα πέφτει και αυτό γιατί τα κτήρια δεν ανταποκρίνονται πια στις αλλαγμένες συνθήκες… Το αποτέλεσμα είναι ότι οι εργαζόμενοι εκτοπίζονται από το κέντρο της πόλης, προς την περιφέρεια”.
Αυτά τα λόγια θα είχαν μεγάλη απήχηση στους ενοικιαστές των δεκάδων δημοτικών κατοικιών στο κέντρο της πόλης που απειλούνται σήμερα με κατεδάφιση. Όμως, όπως είναι πιθανό να δούμε ξανά σύντομα, τα κύματα καπιταλιστικών επενδύσεων στη στέγαση είναι βραχύβια, και γι’ αυτό το λόγο το να συνεχίσουμε να βλέπουμε τις “συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα” ως απάντηση στο ζήτημα της στέγασης είναι τόσο ανόητο.
Το 1873, μια φρενίτιδα υπερκερδοσκοπίας έφερε ένα χρηματοπιστωτικό κραχ και μια οικονομική ύφεση που διήρκεσε πάνω από μια δεκαετία. Μέχρι τότε, ο Ένγκελς είχε εγκαταλείψει τη μισθωτή εργασία και μετακόμισε από το Μάντσεστερ στο Λονδίνο για να είναι πιο κοντά στον Καρλ Μαρξ και πιο διαθέσιμος για να συμμετάσχει στις έντονες συζητήσεις στο εργατικό κίνημα σχετικά με τη σωστή πολιτική απάντηση στην πολυετή καπιταλιστική κρίση. Το “Ζήτημα της Κατοικίας” είναι εν μέρει μια διάψευση των φιλελεύθερων και αναρχικών επιχειρημάτων για τη διαμεσολάβηση στη ζημιά που προκαλεί η καπιταλιστική αγορά κατοικίας.
Ο Ένγκελς ήταν ιδιαίτερα καυστικός απέναντι στην πρόταση ότι η ατομική ιδιοκτησία κατοικίας θα μπορούσε να ανοσοποιήσει τους εργαζόμενους από τη στεγαστική επισφάλεια και τη δυστυχία. Υποστηρίζει ότι το καθοριστικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού είναι το κέρδος, που προέρχεται από τη μισθωτή εργασία. Όλες οι άλλες κοινωνικές σχέσεις απορρέουν από αυτό και ως εκ τούτου, η αγορά κατοικίας δεν διαφέρει θεμελιωδώς από οποιαδήποτε άλλη μορφή εκμεταλλευτικής ανταλλαγής εμπορευμάτων. Προειδοποιεί ενάντια στην “κοινωνική κομπογιαννίτιδα” και τον ηθικισμό όσων προσπαθούν να μηδενίσουν ή να αρνηθούν την εγγενή καταστροφικότητα του καπιταλιστικού συστήματος στον τομέα της κατοικίας. Απορρίπτει επίσης την ικανότητα της φιλανθρωπίας να λύσει το στεγαστικό ζήτημα – κάτι στο οποίο κάποιοι προσβλέπουν ακόμη και σήμερα.
Ωστόσο, η εικόνα της στέγασης έχει αλλάξει από τότε που έγραφε ο Ένγκελς. Κατά την εποχή του και έως ότου η δημοτική κατοικία άρχισε να προσφέρει μια εναλλακτική λύση, οι περισσότεροι άνθρωποι στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ιδιώτες ενοικιαστές. Αυτό επηρέασε την οικονομική ανάλυση του Ένγκελς. Περιέγραψε τις διακυμάνσεις του ενοικίου, των τόκων και του χρέους ως ελάχιστα σημαντικές για τους περισσότερους εργαζόμενους, των οποίων ο καθημερινός αγώνας για επιβίωση περιστρεφόταν γύρω από τον εργασιακό χώρο.
Φυσικά, η μάχη για έναν μισθό διαβίωσης συνεχίζεται, με παράδειγμα την τρέχουσα έξαρση των απεργιακών κινητοποιήσεων. Αλλά η στέγαση έχει χρηματιστηριοποιηθεί με τρόπο και σε κλίμακα που θα άλλαζε την προοπτική του Ένγκελς. Η εκθετική ανάπτυξη της παγκόσμιας ιδιοκτησίας, η σημαντική (αν και προς το παρόν παραπαίουσα) επέκταση της αγοράς κατοικίας με υποθήκη και η συνακόλουθη σημασία των επιτοκίων έχουν όλες τεράστιες επιπτώσεις για τους ανθρώπους της εργατικής τάξης. Σίγουρα, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η αγορά κατοικίας έχει γίνει για πολλούς μια πηγή δημιουργίας πλούτου – αλλά όπως επισημαίνει ο Ένγκελς, είναι εγγενώς ασταθής και άδικη και εξυπηρετεί άμεσα τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης.
Ένα καλό παράδειγμα αυτού και ένας άλλος σημαντικός τρόπος με τον οποίο το θέμα έχει αλλάξει από την εποχή του Ένγκελς είναι το πώς η στέγαση έχει γίνει ένα βασικό ιδεολογικό και πολιτικό όπλο στο οπλοστάσιο του καπιταλισμού, με επιτομή το θατσερικό δικαίωμα αγοράς, με τη συνακόλουθη και σκόπιμη ζημιά που προκάλεσε στη δημοτική κατοικία. Η ηγεμονία της ιδιοκατοίκησης και η εγγενής σύνδεσή της με την καταναλωτική οικονομία συνοψίστηκαν από τον θεατρικό συγγραφέα Άρθουρ Μίλερ όταν εξήγησε την έμπνευσή του για τη συγγραφή του έργου “Ο θάνατος του εμποράκου”:
“Ήλπιζα ότι ήταν μια ωρολογιακή βόμβα κάτω από τις μπούρδες του καπιταλισμού, αυτή η ψευτοζωή που προσπαθούσε να αγγίξει τα σύννεφα στέκοντας στη στάση ενός ψυγείου, κουνώντας μια πληρωμένη υποθήκη στο φεγγάρι, νικητής επιτέλους!”
Ωστόσο, για όλο και περισσότερους ανθρώπους, η αγορά κατοικίας δεν είναι εφικτή και δεν έχουν εναλλακτική λύση από την ιδιωτική μίσθωση. Αλλά όσο βάναυσες και αν ήταν οι συνθήκες στέγασης της Βικτωριανής εποχής, οι ενοικιαστές δεν πλήρωναν το ένα τρίτο έως το μισό του εισοδήματός τους σε ενοίκιο, όπως είναι συνηθισμένο για τους ιδιώτες ενοικιαστές σήμερα. Στο “Ζήτημα της Κατοικίας”, ο Ένγκελς περιγράφει πώς ο καπιταλισμός δημιουργεί σκόπιμα μια κατάσταση στην οποία οι εργαζόμενοι ζουν σε μια διαρκή κατάσταση στεγαστικής και εργασιακής ανασφάλειας. Σήμερα η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου δεσμεύεται, για άλλη μια φορά, να τερματίσει τις “εξώσεις χωρίς υπαιτιότητα” που πλήττουν τη ζωή των ιδιωτών ενοικιαστών – ας δούμε αν θα τα καταφέρει αυτή τη φορά ή αν η απαραίτητη νομοθεσία θα ματαιωθεί και πάλι από το λόμπι των ιδιοκτητών.
Για τον Ένγκελς, δεν υπήρχε περίπτωση να παρακαμφθούν τα βασικά ταξικά συμφέροντα που καθορίζουν τη στέγαση στον καπιταλισμό. Είμαι βέβαιος ότι θα ήταν πολύ επικριτικός απέναντι στην τρέχουσα τάση σε ορισμένα μέρη του λόγου για την πολιτική στέγασης να περιορίζεται η συζήτηση σε παρατάξεις “υπέρ” και “κατά” της αύξησης των σπιτιών. Αυτή την κενή μορφή ανάλυσης την εκμεταλλεύονται τα κτηματομεσιτικά συμφέροντα για να διχάσουν τις τοπικές κοινότητες και να διευκολύνουν έτσι την προώθηση πιο κερδοφόρων σχεδίων. Αντίθετα, ο Ένγκελς θα επαναλάμβανε το επιχείρημά του από το 1872 ότι “το κράτος όπως υπάρχει σήμερα δεν είναι ούτε ικανό, ούτε πρόθυμο να κάνει τίποτα για να διορθώσει τη στεγαστική συμφορά”.
Για τον Ένγκελς, όπως και για τον Μαρξ, το ζητούμενο ήταν να την αλλάξει. Οι οργανώσεις βάσης και τα συνδικάτα ενοικιαστών βρίσκονται σε άνοδο στη Βρετανία, αλλά η δύναμη του κινήματος που είναι απαραίτητη για να αμφισβητηθούν οι κανόνες της καπιταλιστικής στέγασης μοιάζει ακόμα πολύ μακριά. Όσον αφορά την κομματική πολιτική, βεβαίως, ούτε οι θλιβεροί υποψήφιοι για την ηγεσία των Τόρις ούτε οι Νέοι Εργατικοί έχουν κάτι χρήσιμο να πουν για το θέμα για να επέλθει αλλαγή κατεύθυνσης, θα πρέπει να διεξαχθούν εκστρατείες γύρω από το ευρύτερο όραμα για τη θέση της στέγασης στην κοινωνία, που υποστήριξε ο Ένγκελς και περιέγραψε με κομψότητα ο Μάικλ Ρόμπερτς στο βιβλίο του “Ένγκελς 200”:
“Για τον Ένγκελς, υπήρχαν σαφείς, αν και πολύπλοκες, αιτιώδεις συνδέσεις μεταξύ της βιομηχανικής μισθωτής εργασίας, της επικινδυνότητας στην εργασία, της κακής και νοθευμένης διατροφής, της ανεπαρκούς ένδυσης, της ρύπανσης του αέρα και του νερού, της υπερπλήρους, υγρής και ανθυγιεινής κατοικίας, του άγχους, της αποθάρρυνσης, της ασθένειας και του πρόωρου θανάτου”.
Καθώς ο πλανήτης καίγεται, η οικοδόμηση εναλλακτικών λύσεων σε αυτή την καπιταλιστική πορεία θανάτου δεν ήταν ποτέ πιο επείγουσα.
Μετάφραση: Αρ.Μα.