Στην τελευταία έκθεση του Οίκου αξιολόγησης Moody’s καταγράφεται η εκτίμηση του Οίκου ότι η διεθνής οικονομία βαίνει μειούμενη με ρυθμούς επιβράδυνσης που “μυρίζουν” κινδύνους για την επιστροφή και της αμερικάνικης οικονομίας σε ύφεση.
Το σημαντικότερο όμως στοιχείο στην Έκθεση αυτή εντοπίζεται στο ότι διαπιστώνει πως τα εργαλεία που είχαν χρησιμοποιηθεί κατά κόρον για την αντιμετώπιση της κρίσης μετά το 2008, δηλαδή τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης (= αθρόα εκτύπωση νομίσματος), δεν έχουν αποφέρει τα προσδοκόμενα αποτελέσματα για την αποκατάσταση της λειτουργίας του συστήματος.
Και βγάζει το συμπέρασμα ότι οι κεντρικές τράπεζες ξεμένουν πλέον από “εργαλεία” για την αντιμετώπιση της νέας φάσης της κρίσης που έχει ανοίξει με το γύρισμα του χρόνου από το 2015 στο 2016.
• Το πρώτο αξιοσημείωτο στοιχείο στο πλαίσιο αυτό είναι ότι αμφισβητείται πλέον ανοικτά η αξιοπιστία της μεγαλύτερης και ισχυρότερης κεντρικής τράπεζας του συστήματος, της Fed, για το αν είναι σε θέση να συνεχίσει στην πολιτική που εγκαινίασε τον περασμένο Δεκέμβριο με την σταδιακή επαναφορά των επιτοκίων σε φυσιολογικά επίπεδα, ή θα υποχρεωθεί από την διεθνή κατάσταση, αλλά και την οπισθοδρόμηση της αμερικάνικης οικονομίας να ξαναγυρίσει στις πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης, χάνοντας κάθε αξιοπιστία.
• Το δεύτερο, καθοριστικής σημασίας στοιχείο, που καταγράφεται στις Εκθέσεις αυτές είναι η αμφισβήτηση της “νέας” νομισματικής πολιτικής που έχουν εισάγει σταδιακά οι κεντρικές τραπεζες της Ευρωζώνης (ΕΚΤ) και της Ιαπωνίας (BoJ), αυτής των “αρνητικών επιτοκίων”.
Η λογική αυτής της γραμμής είναι ότι αν οι εμπορικές και επενδυτικές τράπεζες υποχρεωθούν να πληρώνουν τόκο (αυτό σημαίνει αρνητικό επιτόκιο) αντί να παίρνουν τόκο, όταν καταθέτουν τα πλεονάσματά τους στην κεντρική τράπεζα, θα προτιμήσουν να τα δανείσουν στην διατραπεζική αγορά και έτσι θα αυξήσουν την διαθέσιμη ρευστότητα και τα δάνεια προς επιχειρήσεις και ιδιώτες. Αυτό όμως μέχρι στιγμής όχι μόνο δεν έχει δουλέψει αλλά έχει οδηγήσει και σε αντίθετα αποτελέσματα.
Τι έχει συμβεί; Η αποκαλούμενη πολιτική των “αρνητικών επιτοκίων” είναι μια τακτική να σταματήσει η “αποθησαύριση” μετρητών, αρχικά από τις τράπεζες και στη συνέχεια από τους καταθέτες-αποταμιευτές.
Όταν οι αποταμιευτές υποχρεώνονται να “πληρώνουν” τόκους αντί να πληρώνονται, υποτίθεται πως θα στραφούν σε μεγαλύτερη κατανάλωση. Θα “ενθαρρυνθούν” δηλαδή οι τράπεζες να δανείζουν και θα διαχυθεί το “χρήμα” στην λεγόμενη πραγματική οικονομία. Αυτό όμως ισχύει μόνο σε ένα περιβάλλον που ο “αποταμιευτής” αισθάνεται βέβαιος ότι αυτό που θα “ξοδέψει” μπορεί να το ξαναβάλει αργότερα στην θέση του. Δεν ισχύει όταν η αβεβαιότητα όχι μόνο τον αποτρέπει από τις επιπλέον δαπάνες αλλά αντίθετα τον οδηγεί σε μεγαλύτερη “αποταμίευση”. Έτσι σε συνθήκες πτώσης των τιμών (αποπληθωρισμού), αβεβαιότητας, ανεργίας, ούτε ζήτηση για δάνεια υπάρχει ούτε αναιρείται ο “αποθησαυρισμός” που σε ακραίες καταστάσεις όπως αυτή στην Ελλάδα με τα capital controls έχει οδηγήσει σε αποθησαυρισμό προκαταπιταλιστικών συνθηκών, να κρύβει τα λεφτά στο… στρώμα, μακρυά από τις τράπεζες.
Επιπλέον τα αρνητικά επιτόκια καταθέσεων στις κεντρικές τραπεζες πέραν των άλλων έχουν θέσει σε αμφισβήτηση την μελλοντική κερδοφορία των τραπεζών (που βασίζεται στο να δανείζονται με μικρό επιτόκιο βραχυπρόθεσμα και να δανείζουν με μεγαλύτερο μακροπρόθεσμα) με δραματικές προεξοφλητικές συνέπειες στα χρηματιστήρια, όπως έχει συμβεί από τις αρχές του χρόνου…
Με άλλα λόγια και οι δύο εκδοχές εναλλακτικών νομισματικών πολιτικών στα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης από τις κεντρικές τράπεζες, είτε της αύξησης των επιτοκίων είτε της περαιτέρω μείωσής τους σε αρνητικά επίπεδα, οδηγεί σε ακόμα μεγαλύτερα αδιέξοδα την διεθνή οικονομία, ενισχύοντας πλέον την εκτίμηση ότι οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν να παίξουν τον ρόλο που έπαιξαν το 2008 για την ανάσχεση των συνεπειών της κρίσης.
Με άλλα λόγια έχουμε μπροστά στα μάτια μας να ξεδιπλώνεται η αδυναμία του συστήματος να διασφαλίζει την ζωτική καπιταλιστική λειτουργία της μετατροπής του νομίσματος σε χρήμα και κεφάλαιο, σε όλες τις αντιφατικές μορφές ύπαρξής τους.
Γ. Αγγ.