Και μια εικόνα της φαντασίας
του Χαλβατζή Αλέξη
Αντί προλόγου
Το 2020 μας άφησε χωρίς τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. Έχουν περάσει από το θάνατό του λίγες εβδομάδες. Εκατομμύρια αφιερώματα έχουν δημοσιευτεί που εστιάζουν είτε στην τεράστια ποδοσφαιρική αξία του αργεντινού είτε στη σκοτεινή πλευρά της ζωής του με τις περιπλανήσεις του στον κόσμο των ουσιών. Ελάχιστα ωστόσο από αυτά ανέφεραν έστω και κάτι για τον αγώνα που έδωσε ο Ντιέγκο για τα δικαιώματα των ποδοσφαιριστών ως εργαζόμενων αλλά και για άλλες πρωτοβουλίες που πήρε όλα αυτά τα χρόνια που βρίσκεται στις πρώτες γραμμές της επικαιρότητας. Βρέθηκαν όμως και μερικοί άλλοι που ακόμα και τώρα που ο Ντιέγκο δεν μένει πια εδώ τον χαρακτήρισαν γελοία προσωπικότητα φορτώνοντάς του παράλληλα και τον μισό ποινικό κώδικα. Καμιά έκπληξη. Είναι οι ίδιοι που περίμεναν να μη ξαναπατήσει ποτέ το πόδι του στο γήπεδο μετά το δολοφονικό τάκλιν του αμυντικού της Μπιλμπάο Γκοιοκοετσέα ενώ έβραζαν από θυμό μετά από κάθε γκολ ή περίτεχνη ενέργειά του, είναι αυτοί που έβγαζαν αφρούς από το στόμα όταν με το υπεροπτικό βλέμμα του και το περίσσιο θάρρος και θράσος του κατήγγειλε την αδικία που υφίστανται όλοι “της γης οι κολασμένοι “ από τους εκμεταλλευτές τους, είναι εκείνοι που τους ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι όταν ο Φιντέλ του έτεινε (κυριολεκτικά) σανίδα σωτηρίας και αυτός την έπιασε αναπτύσσοντας με τον Κουβανό επαναστάτη μια μεγάλη φιλία… όμως ας τα πάρουμε όλα από την αρχή…
Μια φορά κι έναν καιρό στο Μπουένος Άιρες…
…ζούσε στη παραγκούπολη Βίλα Φιορίτο μαζί με τα επτά(!) αδέρφια του και τους γονείς του ένας μικροσκοπικός πιτσιρικάς που φάνηκε από τα πρώτα χρόνια της ζωής του ότι είχε τεράστιο ταλέντο στο ποδόσφαιρο, το όνομα του: Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. Η οικογένειά του θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν μια από τις πιο φτωχές της γειτονιάς. Ο ίδιος αφηγείται : “Ποτέ δεν έλειψε φαγητό από το τραπέζι γιατί έλειπε συνεχώς ο πατέρας μας που έφευγε από τις 6 το πρωί για να πάει”, στο εργοστάσιο δίπλα στον μολυσμένο ποταμό Ριατσουέλο, ο οποίος αποτελούσε το άτυπο διαχωριστικό της πλούσιας με τη φτωχή πλευρά του Μπουένος Άιρες. “Όταν το φαγητό ήταν λίγο και δεν έφτανε, η μητέρα μου προσποιούταν στομαχόπονο” .
Το 1972 ο Ντιεγκίτο ήταν ήδη 12 χρονών και έπαιζε στην ομάδα “Cebollitas” -σε ελεύθερη μετάφραση “Τα κρεμμυδάκια” – όπου έμελλε να γίνει η πιο επιτυχημένη παιδική ομάδα του αργεντίνικου ποδοσφαίρου αφού κατάφερε με τον ίδιο βέβαια στη σύνθεσή της να πετύχει 140 συνεχείς νίκες σε επίσημα παιχνίδια. Εκείνη την περίοδο ο δημοσιογράφος Ουμπέρτο “Τίτο” Μπιόντι θέλησε να καταγράψει σε ένα ρεπορτάζ τα θαυμαστά επιτεύγματα εκείνων των φοβερών πιτσιρικάδων. Δεν χρειάζεται φυσικά καν να αναφερθεί ποιος αποτελούσε το μεγαλύτερο ταλέντο της ομάδας. Το φιλμ αρχίζει, ο Μαραντόνα κάνει ορισμένα από τα γνωστά κολπάκια του με τη μπάλα, αργότερα μπροστά στη κάμερα δηλώνει : “έχω δυο όνειρα, το ένα είναι να παίξω κάποτε σε ένα μουντιάλ και το άλλο να το κατακτήσω και να βγω πρωταθλητής”. Με αυτό τον τρόπο συστήθηκε στον κόσμο, ούτε ο ίδιος τότε βέβαια δεν μπορούσε να διανοηθεί τι θα επακολουθούσε..
Η εφηβεία και η πρώτη απογοήτευση
Οι Cebolittas ουσιαστικά ήταν το παιδικό τμήμα της Αρχεντίνος Τζούνιορς –μιας απο τις σημαντικές ομάδες του Μπουένος Αιρες- έτσι σε ηλικία 14 χρονών ο Ντιέγκο κλήθηκε για πρώτη φορά στην εφηβική ομάδα του συλλόγου ενώ στα 16 του ήταν κιόλας μέλος της πρώτης ομάδας των Τζούνιορς. Τα κατορθώματά του σχεδόν μυθικά : σεζον 77-78… 22 γκολ (πρώτος σκόρερ της ομάδας), σεζόν 78-79… 22 γκολ (πρώτος σκόρερ και πάλι).
Τα επιτεύγματα αυτά τράβηξαν πάνω του τα βλέμματα του ομοσπονδιακού προπονητή Σέσαρ Λουίς Μενότι. Έτσι στις 27 Φεβρουαρίου 1977 ο νεαρός Μαραντόνα σε ηλικία 16 χρονών και 4 μηνών ντεμπουτάρει στην εθνική ομάδα μπαίνοντας σαν αλλαγή σε ένα φιλικό με την Ουγγαρία. Κάπου εδώ έρχεται και η πρώτη απογοήτευση αφού ο Μενότι δεν τον συμπεριέλαβε στην αποστολή για το μουντιάλ που θα γινόταν στην Αργεντινή το 1978, μάλιστα ήταν ο τελευταίος παίκτης που έκοψε, επισήμως λόγω ηλικίας , ανεπισήμως έχουν ακουστεί πολλά… η ουσία πάντως είναι ότι ο Ντιέγκο δεν έδωσε το «παρών» στο πλέον αμφιλεγόμενο μουντιάλ της ιστορίας. Η απογοήτευσή του υπήρξε τεράστια, ωστόσο όλο αυτό του έδωσε την ώθηση να προχωρήσει στα επόμενα βήματα του.
Οι πρώτοι τίτλοι και ο δρόμος για την Μπόκα
Η σεζόν 1979-80 με τους Τζούνιορς ήταν απλά μαγική, πρώτος σκόρερ στο πρωτάθλημα και πάλι και όπως είναι φυσικό όλες οι μεγάλες ομάδες της χώρας βρίσκονταν στα πόδια του. Μεγάλο φαβορί για την απόκτησή του η Ρίβερ που όμως ο Ντιέγκο απέρριψε επειδή ο ίδιος ήταν φανατικός οπαδός της Μπόκα. Έτσι η μεταγραφή του στους γαλαζοκίτρινους του Μπουένος Άιρες ήταν μονόδρομος. Μαζί τους κέρδισε το πρωτάθλημα της Αργεντινής πραγματοποιώντας φανταστικές εμφανίσεις. Προηγουμένως βέβαια, το 1979 είχε προλάβει να κατακτήσει το παγκόσμιο πρωτάθλημα νέων που πραγματοποιήθηκε στην Ιαπωνία. Το αστέρι του είχε αρχίσει να λάμπει…
Η Μπαρτσελόνα, ο Γκοικοετσέα και το μουντιάλ του 1982
Το καλοκαίρι του 1982 ο Ντιέγκο μετακομίζει στη Βαρκελώνη. Πραγματοποιεί ορισμένα πολύ καλά παιχνίδια όμως είναι φανερό ότι αισθάνεται σαν ψάρι έξω από το νερό. Είναι το καλοκαίρι του μουντιάλ της Ισπανίας και όλος ο κόσμος θεωρεί ότι ήρθε η ώρα του, όμως στη ζωή τα πράγματα πολλές φορές δεν γίνονται όπως τα φανταζόμαστε, ο ίδιος όπως και η ομάδα της Αργεντινής κινούνται στη μετριότητα, άλλη μια απογοήτευση, κάποιοι έχουν αρχίσει να τον χλευάζουν, βιάστηκαν…
Είναι 24 Σεπτεμβρίου 1983, η Μπάρτσα αγωνίζεται με τη Μπιλμπάο στο Καμπ νου, ο Μαραντόνα έχει σκοράρει ήδη δύο φορές. Το γεγονός αυτό έχει εκνευρίσει αφάνταστα τον αμυντικό Άντονι Γκοικοετσέα που είχε το παρατσούκλι “ο χασάπης του Μπιλμπάο” και ίσως όχι άδικα αφού το 1981 με ένα σκληρό φάουλ κόντεψε να τερματίσει την καριέρα του εξαιρετικού Γερμανού μέσου της Μπαρτσελόνα Μπερντ Σούστερ. Ο Μαραντόνα παίρνει τη μπάλα στο χώρο του κέντρου και εκείνη τη στιγμή μετά από ένα δολοφονικό τάκλιν του Γκοικοετσέα ακούγεται ένας ανατριχιαστικός ήχος: κρααακ. Ήταν το πόδι του, ο ίδιος περιγράφει στην αυτοβιογραφία του : «Άκουσα τον θόρυβο και τρόμαξα. Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι το σώμα όταν σπάει, μπορεί να βγάλει τέτοιους ήχους. Πόνο δεν αισθάνθηκα αμέσως. Ήρθε από πάνω μου ο Μιγκέλι (σ.σ.: θρυλικός σέντερ μπακ της Μπάρτσα) και προσπάθησε να με σηκώσει. “Όχι Μιγκέλ, δεν θα σηκωθώ. Ο μπάσταρδος μου τα έσπασε όλα” του ψιθύρισα».
Σε συνέντευξή του πολλά χρόνια αργότερα ο Ντιέγκο είπε: “Αλήθεια το λέω, τον έχω συγχωρέσει!”. Αν και τόσο μικρόσωμος , ήταν πραγματικός γίγαντας.
Ώρα: Νάπολι – στις λάσπες της Ατσέρα
Το καλοκαίρι του 1984 ο Ντιεγκίτο φεύγει από τη Βαρκελώνη και μεταγράφεται στη Νάπολι, με δική του ισχυρή θέληση βέβαια αφού για την υπογραφή του έριζαν όλοι οι μεγάλοι σύλλογοι του ιταλικού βορρά. Φτάνοντας εκεί οριοθετεί τις φιλοδοξίες του : “Στόχος μου ο ουρανός”. Από την πρώτη στιγμή που πατάει το πόδι του στο Σάο Πάολο –το γήπεδο της Νάπολι– αισθάνεται σαν στο σπίτι του. Αμέσως αρχίζει να ξεδιπλώνει το πλούσιο ταμπεραμέντο του. Στο ρεπερτόριό του περιλαμβάνονται πράγματα που φαντάζουν σχεδόν εξωπραγματικά.
Η πρώτη προστριβή με τη διοίκηση της Νάπολι ήρθε τον Ιανουάριο του 1985. Ήταν τότε που ένας από τους συμπαίκτες του, ο Πιέτρο Πουζόνε ο οποίος είχε καταγωγή από μια μικρή πόλη που βρίσκεται βορειοανατολικά της Νάπολης, την Ατσέρα, συζήτησε με τον πρόεδρο του συλλόγου Κοράντο Φερλαίνο την προοπτική διεξαγωγής ενός φιλικού ματς φιλανθρωπικού χαρακτήρα με την τοπική ομάδα της πόλης. Το αίτημα για το παιχνίδι αυτό μετέφερε στον Πουζόνε κάποιος απεγνωσμένος συμπολίτης του και πατέρας ενός παιδιού που θα έπρεπε να μεταβεί στη Γαλλία άμεσα προκειμένου να κάνει μια εγχείρηση καθοριστικής σημασίας για τη ζωή του παιδιού. Όπως είναι φυσιολογικό ο Φερλαίνο αρνήθηκε επικαλούμενος τη σωματική ακεραιότητα των παικτών και κυρίως του Μαραντόνα “που αποτελούν περιουσιακά στοιχεία του συλλόγου”. Το ίδιο ζήτημα κουβεντιάστηκε και μεταξύ των παικτών. Ο Ντιέγκο τότε πήρε την απόφαση και είπε “γάμησέ τους όλους, θα πάμε να παίξουμε”. Πριν το ματς ο ίδιος πλήρωσε ρήτρα στην εταιρία Lloyds που ασφάλιζε τα πόδια των ποδοσφαιριστών της Νάπολι το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 12 εκατομμυρίων ιταλικών λιρετών.
Έτσι, ένα βροχερό χειμωνιάτικο η ομάδα της Νάπολι με τον Ντιεγκίτο είναι στην Ατσέρα. Στο γήπεδο βρίσκονται πάνω από 5.000 φίλαθλοι οι οποίοι μάλλον δεν πιστεύουν στα μάτια τους. Η γαλάζια ομάδα με τον αρχηγό της είναι εκεί. Ο ίδιος πολύ σοβαρός μαζί με τους συμπαίκτες του κάνουν το ζέσταμα τους δίπλα από κάποια παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Ο αγωνιστικός χώρος θυμίζει λασποτόπι, ο αγώνας διεξάγεται υπό καταρρακτώδη βροχή. Το 10 της Νάπολι τρέχει, ντριπλάρει, σκοράρει και λασπώνεται από την κορυφή ως τα νύχια. Το βλέμμα του όμως είναι πεντακάθαρο θυμίζει εκείνο το αγόρι που όργωνε με άγρια χαρά τις αλάνες εκεί στις φτωχογειτονιές του Μπουένος Άιρες. Το παιδί τελικά σώθηκε, θα έχει να θυμάται ότι κάποτε ο μεγαλύτερος παίκτης στην ιστορία του ποδοσφαίρου έπαιξε για τη ζωή του.
Ο “κοσμικός χαρταετός”
Το παγκόσμιο κύπελλο του 1986 διεξήχθη στο Μεξικό. Η Αργεντινή δεν θεωρούνταν ως ένα από τα φαβορί της διοργάνωσης αφού κατάφερε πραγματικά την ύστατη στιγμή να πάρει την πρόκριση για τα τελικά. Δημοσιεύματα του τύπου της Αργεντινής ασκούσαν κριτική στον προπονητή της εθνικής ομάδας Κάρλος Μπιλάρδο τόσο για την κλήση του Ντιέγκο στην αποστολή όσο και για την απόφαση του να τον χρίσει αρχηγό της ομάδας. Ο ίδιος θα δήλωνε λίγα χρόνια αργότερα: «Θυμάμαι υπήρχαν πολλά άρθρα που ασκούσαν κριτική στον Ντιέγκο πριν το Μουντιάλ, επειδή τον έκαναν αρχηγό στην θέση του Πασαρέλα. Πολλά άρθρα έλεγαν ότι δεν θα έπρεπε να βρίσκεται καν στην αποστολή μετά τα όσα έγιναν το 1982 στην Ισπανία και πως ο Μαραντόνα ήταν μια αποτυχία για την Εθνική. Μου έλεγαν πως ο Μποκίνι (ποιός;) είναι καλύτερος, αλλά παρέμενα σιωπηλός. Όταν τα έμαθε ο Ντιέγκο μου είπε: “Κοίτα είμαστε μόνοι μας σε αυτό”. Και είδατε μετά από λίγο το αποτέλεσμα»
Ευτυχώς ο Ντιέγκο πήγε τελικά στο Μεξικό, ο κόσμος είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει μερικές από τις σπουδαιότερες ποδοσφαιρικές παραστάσεις που παίχτηκαν ποτέ, η γη συνέχισε να γυρίζει και όπως θα έλεγε και ο μεγάλος Ουρουγουανός συγγραφέας Εδουάρδο Γκαλεάνο ο Φιντέλ παρά τις δεκάδες απόπειρες κατά της ζωής του συνέχιζε να ηγείται της Κούβας.
Στον πρώτο γύρο με Κορέα, Ιταλία και Βουλγαρία η ομάδα της Αργεντινής συγκεντρώνει επτά πόντους και βγαίνει πρώτη στον όμιλο. Στους 16 συναντάει την Ουρουγουάη όπου νικάει με 1-0 σε ένα πολύ σκληρό παιχνίδι. Ο Μαραντόνα κρατάει τη μπαγκέτα του μαέστρου της ομάδας και τα καταφέρνει περίφημα. Ακολουθεί ο προημιτελικός με την Αγγλία.
Πολλοί λένε ότι η ιστορία του ποδοσφαίρου χωρίζεται στην περίοδο πριν τον προημιτελικό Αγγλία – Αργεντινή του παγκοσμίου κυπέλλου του 1986 και στην περίοδο μετά από αυτόν. Το κλίμα πριν το παιχνίδι ήταν πολύ φορτισμένο λόγω της πολεμικής σύγκρουσης μεταξύ των δύο χωρών που είχε λάβει χώρα λίγα χρόνια νωρίτερα για τα νησιά Μαλβίνες (Φώκλαντ κατά τους Άγγλους) όπου είχε επικρατήσει η Αγγλία.
Ο αγώνας αρχίζει. Η Αργεντινή μπαίνει δυνατά, ωστόσο το ημίχρονο κλείνει χωρίς να επιτευχθεί κάποιο γκολ. Στο 51’ μπαίνει ίσως το πλέον συζητημένο γκολ στην ιστορία των μουντιάλ –ακόμα πιο πολύ και από το εκείνο το νικητήριο της Αγγλίας απέναντι στη Γερμανία στον τελικό του 1966 (3-2)– ο Άγγλος μέσος Στιβ Χοτζ κάνει ένα λάθος ψηλοκρεμαστό γύρισμα προς τη μεγάλη περιοχή της ομάδας του, ο Μαραντόνα τρέχει να διεκδικήσει τη μπάλα που βρίσκεται στον αέρα ο γκολκήπερ Πήτερ Σίλτον, 20 πόντους ψηλότερος από τον Ντιέγκο τρέχει και αυτός, και τότε… θαύμα η μπάλα αναπαύεται στα δίχτυα. Ο Δαυίδ νικάει τον Γολιάθ. Ο Σίλτον και υπόλοιποι παίκτες της Εθνικής Αγγλίας πηγαίνουν προς τον διαιτητή, ο Μαραντόνα σπεύδει προς τους συμπαίκτες του που παγωμένοι τον βλέπουν να έρχεται κατά πάνω τους. Τότε τους λέει : “Ρε μαλάκες ελάτε να πανηγυρίσετε γιατί θα μας καταλάβει και θα το ακυρώσει”. Μα τι είχε γίνει; Όταν η μπάλα ήταν στον αέρα ο πανούργος Αργεντινός με μια αστραπιαία κίνηση του αριστερού του χεριού την πέταξε πάνω από τον βρετανό τερματοφύλακα, εκείνη αργά και βασανιστικά κατέληξε στο βάθος της εστίας του. Στη καθιερωμένη συνέντευξη τύπου μετά το τέλος του παιχνιδιού ερωτώμενος αν χρησιμοποίησε το χέρι του είπε γελώντας σαρκαστικά “το γκολ μπήκε λίγο από το κεφάλι του Μαραντόνα και λίγο από το χέρι του θεού”. Είχε γραφτεί ιστορία.
Τρία μόλις λεπτά αργότερα ο “Θεός της μπάλας” βάζει αυτό που αργότερα ονομάστηκε ως το “γκολ του αιώνα”. Όλη η φάση διαρκεί 17 δευτερόλεπτα ο Χέκτορ Ενρίκε δίνει τη μπάλα στον Μαραντόνα που εκείνη τη στιγμή βρίσκεται στο κέντρο του γηπέδου, την παίρνει, με δύο εκπληκτικές προσποιήσεις “αδειάζει” όσους αντιπάλους υπήρχαν εκεί και ξεχύνεται σαν ένα απόκοσμο κοσμικό βέλος ή σαν “κοσμικός χαρταετός” όπως τον αποκαλεί ο Αργεντινός σπορτκάστερ που περιγράφει το ματς προς τη μεγάλη περιοχή της Αγγλικής ομάδας. Ο χρόνος μοιάζει σαν να έχει σταματήσει γύρω από τον Ντιέγκο. Από μια άποψη θυμίζει τον μαυροντυμένο ασπρομάλλη ασθενικό αντιήρωα και υπηρέτη του χάους “Έλρικ του Μελνιμπόνε” του συγγραφέα Μάικλ Μούρκοκ, ίσως να είναι και αυτός μια από τις ενσαρκώσεις του “πολεμιστή στην άκρη του χρόνου”. Και όπως ο Έλρικ μπαίνει στη μάχη όπου με το μαύρο του σπαθί το τρομερό “Stormbringer” ρουφάει τις ψυχές των αντιπάλων του έτσι και ο Ντιεγκίτο με το δικό του όπλο, τη μπάλα, περνάει όποιον βρει μπροστά του και με ένα πλασέ λίγο πριν πέσει στο έδαφος σημειώνει ένα μεγαλειώδες γκολ.
Στον ημιτελικό με το Βέλγιο που η Αργεντινή κέρδισε με 2-0 και ο Ντιεγκίτο έβαλε ένα περίπου παρόμοιο γκολ με το “γκολ του αιώνα” ενώ στο τελικό με τη Γερμανία (3-2) πέτυχε ένα γκολ, έδωσε μια ασίστ και ανακηρύχτηκε ως “παίκτης του αγώνα”. Το τρόπαιο έτσι πήγε στο Μπουένος Άιρες και για πρώτη και ίσως τελευταία φορά στην ιστορία του αθλητισμού ένας παίκτης κατάφερε να κάνει δική του υπόθεση ένα ομαδικό παιχνίδι.
Η Νάπολι πρωταθλήτρια, απόλυτη αποθέωση και σκιές
Μετά από μια ομολογουμένως εκπληκτική σαιζόν η Νάπολι, στις 17 Μαΐου 1987, στέφεται πρωταθλήτρια Ιταλίας για πρώτη φορά στην ιστορία της ενώ λίγες ημέρες αργότερα κατακτά και το κύπελλο, διαλύοντας την Αταλάντα με 4-0. Αυτό που επακολούθησε ήταν απερίγραπτο. Οι παίκτες της ομάδας και κυρίως ο απόλυτος ηγέτης της, ο Μαραντόνα αποθεώνονται. Δεν υπάρχει μπαλκόνι, δρόμος, μπαρ της πόλης που να μην υπάρχει φωτογραφία, γκράφιτι ή σημαία με τη φιγούρα του Ντιέγκο, όπου πάει προκαλείται χάος. Είναι ο δικός τους άνθρωπος, είναι αυτός που με τις ενέργειές του εντός των τεσσάρων γραμμών του γηπέδου αλλά και με τις δηλώσεις του αισθάνεται ότι εκπροσωπεί τον κάθε καταπιεσμένο και εκμεταλλευόμενο άνθρωπό τους, τον βγάζει από τη μιζέρια. Στην είσοδο ενός νεκροταφείου κάποιος κρεμάει ένα πανό που απευθύνεται στους νεκρούς συμπολίτες του, γράφει: “Καλά, δεν ξέρετε τι χάνετε” απεικονίζοντας το κλίμα που επικρατεί εκείνες τις ημέρες. Ο ίδιος όμως έχει αρχίσει να κουράζεται από αυτές τις εκδηλώσεις λατρείας προς το πρόσωπό του και πιέζεται πολύ – σε αυτό το σημείο αρχίζει η στενή σχέση του με τον κόσμο των ουσιών. Σε αυτό ακριβώς το σημείο δυστυχώς τον πλησιάζει και η μαφία. Του προσφέρουν αμύθητα χρηματικά ποσά προκειμένου να παρίσταται σε εγκαίνια μαγαζιών που ανοίγουν, του λένε ότι μπορεί να έχει ανά πάσα στιγμή ό,τι ζητήσει. Εκείνος δυστυχώς κολακεύεται από όλα αυτά, η κατάσταση αρχίζει να ξεφεύγει…
Στο τρενάκι του τρόμου
Τα επόμενα χρόνια στη Νάπολι θυμίζουν ένα τρενάκι του τρόμου. Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη ο Ντιέγκο ζει στον κόσμο της νύχτας, των φτηνών απολαύσεων και των ουσιών. Από την Πέμπτη αρχίζει να προετοιμάζεται για το ματς της Κυριακής. Σίγουρα δεν είναι πλέον ο παίκτης που ήταν, παραμένει ωστόσο ο κορυφαίος του κόσμου. Στα αντιντόμπινγκ κοντρόλς ως δια μαγείας βγαίνει καθαρός, ακόμα τον χρειάζονται. Τα κορμί του τον ταλαιπωρεί, τα γόνατα του τον πονάνε αφόρητα πριν από κάθε παιχνίδι κάνει ενέσεις προκειμένου να μπορέσει να αγωνιστεί. Τη σαιζόν 1988-89 κατακτά το κύπελλο ΟΥΕΦΑ. Εκείνο το καλοκαίρι καταλαβαίνει και ο ίδιος ότι αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί, ζητάει να φύγει από την ομάδα, του το αρνούνται. Οι σχέσεις του με τη διοίκηση του συλλόγου ουσιαστικά βρίσκονται στο σημείο μηδέν. Πλέον παίζει σχεδόν χωρίς πόδια και με μισή καρδιά, ίσως να σκέφτεται και το μουντιάλ του 1990, παρόλα αυτά καταφέρνει να κερδίσει με τους “γαλάζιους” του ιταλικού νότου άλλο ένα πρωτάθλημα.
Στην Ιταλία με την Αργεντινή (παγκόσμιο κύπελο 1990)
Το μουντιάλ της Ιταλίας είναι μακράν το χειρότερο από άποψη θεάματος που έχει διεξαχθεί μέχρι και σήμερα. Το μόνο που άξιζε ίσως ήταν η τελετή λήξης με τους τρεις μεγάλους τενόρους Χοσέ Καρέρας, Πλάθιγκο Ντομίνγκο και Λουτσιάνο Παβαρότι. Ο Ντιέγκο ωστόσο είχε αρκετή δουλειά εκείνες τις ημέρες. Η εθνική ομάδα της Αργεντινής πέρασε στη φάση των 16 πολύ δύσκολα με μια ήττα (Καμερούν 1-0), μια νίκη (Σ. Ένωση 2-0) και μια ισοπαλία (Ρουμανία 1-1). Η απόδοση της ομάδας όπως και του φυσικού ηγέτη της κυμαινόταν σε μετριότατα επίπεδα. Στη φάση των 16 βρήκαν στο δρόμο τους τη Βραζιλία που φάνταζε σαν το αδιαφιλονίκητο φαβορί για τη διοργάνωση. Σε ένα δραματικό παιχνίδι οι Αργεντίνοι κέρδισαν 1-0 με γκολ του Κανίγια ύστερα από μια εκπληκτική ασίστ που του σέρβιρε ο επιστήθιος φίλος του Μαραντόνα. Έπειτα ακολούθησε η Γιουγκοσλαβία την οποία απέκλεισαν στη διαδικασία των πέναλτι.
Στον ημιτελικό: η Ιταλία, τόπος διεξαγωγής του παιχνιδιού: η Νάπολη, το σπίτι του Ντιέγκο. Την ημέρα πριν το ματς ρίχνει τη βόμβα δηλώνοντας:
«Η επιστροφή μου στη Νάπολη με κάνει ιδιαίτερα χαρούμενο και το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν θέλω να “ραγίσω” την καρδιά κανενός. Πιστεύω, για την ακρίβεια είμαι σίγουρος, ότι το κοινό δεν θα πανηγυρίζει για την Ιταλία, επειδή σέβεται την εθνική ομάδα μου.
Λυπάμαι που οι κάτοικοι της Νάπολης ερωτώνται αν θα υποστηρίξουν τη χώρα τους, τη στιγμή που η συγκεκριμένη πόλη είναι περιθωριοποιημένη και δέχεται μονίμως… σφαλιάρες από ολόκληρη την Ιταλία.
Επειδή είναι φτωχή, η πόλη του ιταλικού Νότου αντιμετωπίζεται ρατσιστικά απ’ τον πλούσιο Βορά και παρά το γεγονός ότι οι κάτοικοί της θεωρούνται 364 ήμερες τον χρόνο ξένοι στην ίδια τους τη χώρα, μόνο για μία ημέρα καλούνται να υποστηρίξουν την πατρίδα.
Εγώ, ωστόσο, εκτιμώ τη Νάπολη όλο τον χρόνο. Θα έχουμε κοινό, όμως, αυτό δεν είναι αρκετό για να αφήσουμε εκτός διοργάνωσης την ομάδα του Βιτσίνι».
Τελικά όντως δεν ήταν λίγοι οι Ναπολιτάνοι που δεν υποστήριξαν την εθνική ομάδα της χώρας τους. Ο αγώνας τέλειωσε με νικήτρια την ομάδα της Αργεντινής στα πέναλτυ (4-3). Η Ιταλία πλέον βράζει κατά του Ντιεγκίτο. Οι ιθύνοντες της ιταλικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας αλλά και κάποιοι που είναι πέρα και πάνω από θεσμούς δεν πρόκειται να τον συγχωρέσουν ποτέ για αυτές του τις δηλώσεις…
Στον τελικό με τη Γερμανία, η Αργεντινή χάνει με 1-0 με ένα ανύπαρκτο πέναλτυ που εφεύρε στο 85΄ ο μεξικανός διαιτητής Κοντεζάλ. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα στην ιστορία του αθλήματος.
Η πτώση
Τη σεζόν 1990-91 η Νάπολι καταφέρνει να φτιάξει μια εξαιρετική ομάδα. Εκτός από τον Μαραντόνα υπάρχουν πια και ορισμένοι άλλοι παγκόσμιας κλάσης ποδοσφαιριστές όπως οι Βραζιλιάνοι Αλεμάο και Καρέκα. Μοιάζει σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα. Τον Μάρτιο του 1991 όμως ύστερα από ένα ματς με την Μπάρι βρέθηκε θετικός στην κοκαΐνη. Δεν ήταν πλέον στο απυρόβλητο. Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν 18μήνες αποκλεισμός από όλες τις ποδοσφαιρικές επαγγελματικές διοργανώσεις. Λίγες ημέρες αργότερα συνελήφθη στο διαμέρισμά του στο Μπουένος Άιρες με ποσότητα κοκαΐνης. Ο ίδιος δεν το αρνήθηκε ποτέ και δήλωνε : “Ναι, έκανα χρήση κοκαΐνης. Ήθελα να ξεπεράσω το στρες και την πίεση από τη σωματική και ψυχολογική κόπωση. Έκανα πολλά λάθη στη ζωή μου. Πίστεψα ότι η κοκαΐνη θα με ανακούφιζε. Δεν είχα δίκιο, αλλά δεν είχα και τις ηθικές δυνάμεις να αντισταθώ”. Όλοι πίστεψαν ότι το αστέρι του έδυσε οριστικά, όλοι εκτός από έναν…
Η τελευταία μεγάλη παράσταση – τα δικαιώματα των ποδοσφαιριστών
Για άλλη μια φορά ο δρόμος της εθνικής ομάδας της Αργεντινής προς το μουντιάλ του 1994 που θα διεξάγονταν στις ΗΠΑ δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Παρότι υπήρχε τότε μια φουρνιά από εξαιρετικούς παίκτες (Μπατιστούτα, Σιμεόνε, Ρεδόντο, Κανίγια κ.τ.λ.) οι Αργεντίνοι χρειάστηκε να δώσουν αγώνα μπαράζ με την Αυστραλία προκειμένου να εξασφαλίσουν την παρουσία τους στο μεγάλο ποδοσφαιρικό ραντεβού. Έλλειπε και ο φυσικός ηγέτης της ομάδας που βίωνε εκείνη την περίοδο τον δικό του Γολγοθά. Υπέρβαρος, ξεχασμένος σχεδόν από όλους και με πολλά προβλήματα υγείας και εθισμών δεν θύμιζε σε τίποτα τον Ντιέγκο του 1986 ή έστω του 1990. Όμως μιλάμε για τον Μαραντόνα όχι για κάποιο τυχαίο άνθρωπο. Έτσι ενάμισι χρόνο πριν το παγκόσμιο κύπελλο άρχισε να προπονείται εντατικά ενώ κατάφερε να χάσει όλα τα παραπανίσια κιλά. Στις αρχές του 1994 φαινόταν ότι είχε ξαναβρεί τον εαυτό του. Το γεγονός αυτό δεν άφησε ασυγκίνητο τον προπονητή της εθνικής και φίλο του, Κάρλος Μπιλάρδο, που όπως το 1986 αψήφησε όλες τις αντιδράσεις και πήρε μαζί του τον Ντιεγκίτο στις ΗΠΑ.
Το πρώτο ματς διεξήχθη στη Βοστώνη στις 21 Ιουνίου το μεσημέρι κάτω από αντίξοες συνθήκες για τους ποδοσφαιριστές, άτυχη αντίπαλος ήταν η ελληνική ομάδα όπου οι Αργεντίνοι διέλυσαν με 4-0 με τρία γκολ του Μπατιστούτα και ένα (εκπληκτικό) του Ντιέγκο που έδειχνε πλέον ικανός για τα πάντα. Μετά από αυτό το παιχνίδι για πολλοστή φορά κατήγγειλε τη FIFA και τη δικτατορία της τηλεόρασης που υποχρεώνει τους παίκτες να παίζουν μέρα – μεσημέρι, ενώ έθεσε και άλλα “ενοχλητικά” ερωτήματα: “Γιατί στο ποδόσφαιρο δεν ισχύουν οι διεθνείς κανόνες εργατικού δικαίου; Γιατί οι ποδοσφαιριστές να μη γνωρίζουν τους μυστικούς λογαριασμούς της πολυεθνικής του ποδοσφαίρου; “Είχε μπει και πάλι για τα καλά στο στόχαστρο της εξουσίας. Τα λόγια του ενόχλησαν τόσο πολύ που ο τότε πρόεδρος της FIFA Γιόζεφ Μπλάτερ που βέβαια δεν είχε κλοτσήσει ποτέ μπάλα στη ζωή του είπε: “Το τελευταίο μεγάλο αστέρι της Αργεντινής ήταν ο Ντι Στέφανο”.
Έτσι δεν προκαλεί καμιά αίσθηση το γεγονός ότι μετά το δεύτερο παιχνίδι με τη Νιγηρία έγινε κάτι που μέχρι τότε δεν είχε ξαναγίνει ποτέ: μια νοσοκόμα μπήκε μέσα στον αγωνιστικό χώρο, πήρε από το χέρι τον Μαραντόνα και τον οδήγησε κατευθείαν στον έλεγχο για ντοπάρισμα. Το δείγμα βγήκε θετικό στην εφεδρίνη, ουσία που υπήρχε στα σκευάσματα που χρησιμοποιούσε ο Ντιέγκο προκειμένου να χάσει κιλά όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Τον απέβαλαν από τη διοργάνωση και του επέβαλαν ποινή αποκλεισμού 15 μηνών. Πίστεψαν για μια ακόμη φορά ότι είχαν ξεμπερδέψει μαζί του, ο Ντιέγκο ωστόσο ξαναγύρισε και έπαιξε λίγα χρόνια ακόμα τελειώνοντας την ποδοσφαιρική του καριέρα στην αγαπημένη του Μπόκα σε ηλικία 37 χρονών.
Στα τέλη του 1994 παρέα με τους Λάουντρουπ, Μπεμπέτο, Φρατζέσκολι, Ζαμοράνο, Ούγκο Σάντσες, Στόιτσκοφ και άλλους παίκτες ξεκίνησαν τις διαδικασίες για την ίδρυση ενός διεθνούς συνδικάτου ποδοσφαιριστών. Οι παίκτες θα είχαν επί τέλους φωνή και θα βελτιώνονταν μέσα στα επόμενα χρόνια οι συνθήκες εργασίας τους. Άλλωστε το επαγγελματικό ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο η βιτρίνα των μεγάλων διοργανώσεων σε εθνικό η και υπερεθνικό επίπεδο, αλλά και τα κακοτράχαλα λασποτόπια των μικρών κατηγοριών όπου οι ποδοσφαιριστές καλούνται να εργαστούν σε άθλιες συνθήκες παίζοντας κορόνα – γράμματα σε κάθε λεπτό των ματς τη σωματική τους ακεραιότητα, με εργοδότες που συνεχώς προσπαθούν να τους εκμεταλλευτούν και να μη πληρώσουν τα δεδουλευμένα, με μισθούς σε πολλές περιπτώσεις πενιχρούς.
Προβλήματα με τις ουσίες… ο Φιντέλ τείνει χέρι σωτηρίας
Τα χρόνια που ακολούθησαν μετά το τέλος της καριέρας τού Ντιέγκο ως ποδοσφαιριστή τον βρήκαν να έχει πολύ μεγάλα προβλήματα με τα ναρκωτικά αλλά και με την υγεία του. Εργάστηκε σε πολλές ομάδες σαν προπονητής σχεδόν μέχρι το τέλος. Δεν είναι λίγες οι φορές που έφτασε πραγματικά μια ανάσα πριν το θάνατο. Σε μία περίπτωση από αυτές, περίπου στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ο Φιντέλ Κάστρο, ηγέτης της Κούβας, με προσωπικές ενέργειες πραγματικά τον έσωσε σε μια περίοδο που όλες οι κλινικές απεξάρτησης τού έκλειναν τις πόρτες τους κατάμουτρα. Ο ίδιος δήλωνε: «Η Κούβα μού άνοιξε τις πόρτες της, όταν οι κλινικές στην Αργεντινή μού τις έκλειναν κατάμουτρα διότι δεν ήθελαν να κατηγορηθούν για τον θάνατο του Μαραντόνα». Δημιουργήθηκε έτσι μια μακρά και ειλικρινής φιλία με τον Φιντέλ που έφτασε μέχρι το θάνατο του μεγάλου επαναστάτη στις 25 Νοεμβρίου 2016. Ο Ντιέγκο, συντετριμμένος, την ημέρα εκείνη έδωσε στη δημοσιότητα ένα γράμμα που αποκαλούσε τον Φιντέλ ως “δεύτερο πατέρα του”. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 25 Νοεμβρίου 2020, τον ακολούθησε. Την ίδια ημερομηνία 25 Νοεμβρίου δηλαδή αλλά το 2005 είχε φύγει από τη ζωή και ο τεράστιος Τζορτζ Μπεστ!
Τρία χαρακτηριστικά του Ντιέγκο
Αγαπήθηκε πολύ ο Ντιέγκο από τον απλό κόσμο και αγαπήθηκε γιατί ήταν γήινος, γιατί δεν ξέχασε ούτε για μια στιγμή ότι προέρχεται από τις φτωχογειτονιές του Μπουένος Άιρες, γιατί έβλεπε το ποδόσφαιρο σαν παιχνίδι και έπαιζε με χαρά προσφέροντας ταυτόχρονα χαρά σε όσους τον παρακολουθούσαν, γιατί ήταν μαχητής είτε εντός είτε εκτός των γραμμών του γηπέδου και πάλεψε σε όλη του τη ζωή με ό,τι και όποιον βρέθηκε μπροστά του, ακόμα και με τον ίδιο του τον εαυτό. Εν κατακλείδι αποτέλεσε την πλήρη ενσάρκωση αυτού που κάποτε είχε πει ο Τσε: “Το ποδόσφαιρο δεν είναι ένα ακόμα άθλημα, είναι ένα όπλο της επανάστασης”.
Μια εικόνα της φαντασίας
Το τεράστιο τραπέζι σε ένα καταπράσινο σαν γήπεδο ποδοσφαίρου και ηλιόλουστο λιβάδι έχει στρωθεί. Εκεί μπορείς να δεις τον Λένιν, τον Τρότσκι, τον Μαρξ και τον Ένγκελς, τον Φιντέλ και τον Τσε, τη Ρόζα, τη Τζάνις, τη Φρίντα, τον Χέντριξ, τον Ρόρυ, τον Μπέστ, τον Κρόιφ, τον Σόκρατες, τον Χεμινγουέη και πολλούς ακόμα. Μαζί τους κάθεται και ο Ντιέγκο. Η κουβέντα διεξάγεται σε κλίμα εύθυμο, όλοι μιλούν για τις εμπειρίες που βίωσαν αλλά και για το πώς οι επόμενες γενιές θα ζήσουν σε ένα κόσμο χωρίς αδικία, χωρίς εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, χωρίς δυστυχία. Το κρασί ρέει και μια όμορφη και κάπως σκληρή μουσική ακούγεται από το βάθος. Τότε ο Ντιεγκίτο σηκώνεται, παίρνει στα πόδια του τη μπάλα και αρχίζει να κάνει τα μαγικά του. Παρακολουθούν όλοι με ένα τεράστιο παιδικό χαμόγελο να διαγράφεται στα πρόσωπά τους και με μάτια που αστράφτουν. Η παράσταση τελειώνει, ο Ντιέγκο κάνει μια υπόκλιση προς το μέρος των θεατών και αυτοί σηκώνονται όρθιοι γεμάτοι ενθουσιασμό και χειροκροτούν…
* Πηγές φωτογραφιών:
1. Argentine Football Association, Public domain, via Wikimedia Commons
2. El Grafico, Public domain, via Wikimedia Commons
3. Антон Зайцев, CC BY-SA 3.0 GFDL, via Wikimedia Commons