Ο “πόλεμος” των πλεονασμάτων και η ψευδής εικόνα στην Ε.Ε.

Με εντολή του ευρωπαϊκού Συμβουλίου η Κομισιόν έχει συντάξει μία επιστολή απάντηση στις επίσημες “κατηγορίες” της αμερικάνικης κυβέρνησης, στις οποίες η Ευρώπη εμφανίζεται να εκμεταλλεύεται προνομιακές εμπορικές σχέσεις με τις ΗΠΑ, όπως δείχνει το πλεόνασμα -πάνω από τα 140 δισ. δολ.- στο ετήσιο ισοζύγιό της με τις ΗΠΑ.

 

Στην επιστολή αυτή η Κομισιόν “εξηγεί” ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει και υποστηρίζει την ανάγκη για “ελεύθερες” συναλλαγές με τις ΗΠΑ, απέναντι στις προθέσεις της κυβέρνησης Τράμπ να περιορίσει με φόρους τις εισαγωγές από τρίτες χώρες μαζί και την Ευρώπη.

 

Το “θέμα”, που δεν αφορά βέβαια μόνο τις σχέσεις Ευρώπης – ΗΠΑ αλλά και την Ασία (Κίνα – Ιαπωνία) ήταν στο κέντρο της ατζέντας του G-7 που έγινε πρόσφατα στο Μπάρι της Ιταλίας.

 

Το πρόβλημα όπως διαφαίνεται από την διάρθρωση της συζήτησης στο G-7 έχει αρχίσει να αναδεικνύεται σαν κεντρικό πλέον στην διεθνή ατζέντα με την έμπρακτη στροφή της Ουάσιγκτον (μετά την εκλογή Τράμπ) σε πολιτικές προστατευτισμού, παράλληλα και σε συνδυασμό με την διαφαινόμενη επίσπευση της διαδικασίας αύξησης των επιτοκίων από την Fed.

 

Και όσο η εσωτερική κρίση, σε οτι αφορά την “νομιμοποίηση” της κυβέρνησης Τράμπ (μετά και την απόλυση του διευθυντή του FBI), εντείνεται, τόσο περισσότερο η επιθετική οικονομική πολιτική στο εσωτερικό και το εξωτερικό θα ενισχύεται, ιδιαίτερα απέναντι σε Ε.Ε. και Κίνα.

 

Η Fed παρά τις εσωτερικές αντιθέσεις με το “καθεστώς” που επιχειρεί να εγκαθιδρύσει η κυβέρνηση Τράμπ στην Ουάσιγκτον, συνεχίζει να κινείται στην κατεύθυνση της επαναφοράς του βασικού όρου στην δυνατότητα επέκτασης του κεφαλαίου, τα “θετικά” επιτόκια.

 

Η κατεύθυνση αυτή όμως σημαίνει οτι το κόστος αυτής της επαναφοράς σε “θετικά” επιτόκια, θα γίνει ενας από τους βασικούς μοχλούς εξαγωγής της κρίσης διεθνώς με ευθεία αμφισβήτηση και ρήξη στο ισοζύγιο των ΗΠΑ κυρίως με Ευρώπη και Κίνα.

 

Το αξιοσημείωτο εδώ είναι οτι αυτή η “στροφή” βρίσκει την Ευρωζώνη σε εξαιρετικά δύσκολη θέση παρά τα ανισόμερα βελτιωμένα στοιχεία που εμφανίζει σε βασικούς τομείς όπως π.χ. το ΑΕΠ, τις εξαγωγές και τις προβλέψεις για τους ρυθμούς ανάπτυξης.

 

Η “βελτίωση” αυτή είναι μια “ψευδής εικόνα” καθώς είναι το αποτέλεσμα της αναγκαστικής προσφυγής της ΕΚΤ τα τελευταία χρόνια σε προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης αμέσως μετά την αλλαγή στην νομισματική πολιτική των ΗΠΑ το 2014.

 

Ακόμα και οι γερμανοί – δηλώσεις Σόιμπλε – “κατηγορούν” την ΕΚΤ και τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης ως βασικό υπεύθυνο για τα υπερβολικά πλεονάσματα της Γερμανίας στο εσωτερικό και εις βάρος της υπόλοιπης Ευρωζώνης.

 

Τα τεράστια ποσά μηδενικού (επιτοκιακού) κόστους που έχει διοχετεύσει η ΕΚΤ στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα για να το κρατήσει όρθιο, ιδιαίτερα τα τελευταία τρία χρόνια, έχουν τροφοδοτήσει τις τεράστιες ανισορροπίες στην Ευρωζώνη, αλλά δεν μπορούν πλέον να διατηρηθούν αν οι ΗΠΑ αρχίσουν να επισπεύδουν την αύξηση των επιτοκίων στο δολλάριο.

 

Πρόκειται για ενα ασφυκτικό αδιέξοδο για την ΕΚΤ, που δεν φαίνεται στον ορίζοντα το πως θα μπορέσει να το ξεπεράσει και να κρατήσει το ευρώ σαν ένα ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, χωρίς να προκαλέσει ενα νέο κύκλο ισχυρών σεισμών στο εσωτερικό του, αν αντιστρέψει την νομισματική πολιτική της υπό τις παρούσες διεθνείς συνθήκες.

 

Το πρώτο ρήγμα σε ενα τέτοιο ενδεχόμενο θα δεχθεί ο θεμέλιος οικονομικοπολιτικός λίθος της Ευρωζώνης, ο γαλλογερμανικός άξονας, καθώς η μεν Γερμανία πιέζει ασφυκτικά για κατάργηση της ποσοτικής χαλάρωσης, ενώ η Γαλλία δεν θα άντεχε (ειδικά οι τράπεζές της) ούτε ενα χρόνο σε ενα περιβάλλον μίας πολιτικής αυξημένων επιτοκίων…

 

Σ’ αυτό το περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από την “έκρηξη” των εσωτερικών και εξωτερικών ανισομερειών, τόσο στις σχέσεις ΗΠΑ – Ευρωζώνης όσο και στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, η συνάντηση του G-7 στο Μπάρι δεν στάθηκε ικανή να αποκαταστήσει ούτε καν ενα “διάλογο συνεννόησης”, ανάλογο εκείνου που είχε δρομολογήσει η συνάντηση του G-20 στα τέλη του 2008 και την άνοιξη του 2009, μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers το φθινώπορο του 2008.

 

Το αντίθετο μάλιστα, οι χώρες του G-7 δεν είναι σε θέση να καταλήξουν σε μία κοινή κατεύθυνση ούτε κάν για την ατζέντα του G-20, που πρόκειται να “φιλοξενηθεί” από την Μέρκελ στο Αμβούργο στις 7 και 8 Ιουλίου…         

Γ. Aγγ.