(απόσπασμα από το βιβλίο Κώστα Απέκα, Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ από το 1821 – 1921, τομ. Α’, 1851 -1853, Αθήνα 1933)
«αφωρισμένοι… και κατηραμένοι και ασυγχώρητοι και άλυτοι μετά θάνατον και των αιωνίω αναθέματι υπόδικοι και τυμπανιαίοι˙ αι πέτραι, τα ξύλα και ο σίδηρος λυθείσησαν, αυτοί δε μηδαμώς σχωσθείσα η γη καταπίοι αυτούς…»
απόσπασμα από τον αφορισμό των επαναστατών από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’
Με την ευκαιρία των 200 χρόνων της Επανάστασης του 1821 ο κρατικοδίαιτος θίασος του πολιτικού, εκκλησιαστικού, οικονομικού και καθηγητικού κατεστημένου που λυμαίνεται από τότε μέχρι σήμερα τη χώρα –με αλλαγές συσχετισμού δυνάμεων και προσώπων κατά περίπτωση- δίνει την ακριβοπληρωμένη (από τον ελληνικό λαό) παράστασή του.
Με πρωθιέρεια την κυρία Γιάννα, δίνει παραστάσεις, πουλάει μπιχλιμπίδια και χαρίζει… φύκια για μεταξωτές κορδέλες στους ιθαγενείς. Και το τσαντικό τσαντικό, βεβαίως!
Οι οικονομικο-πολιτικοί και ιδεολογικοί απόγονοι των παλιών κοτζαμπάσηδων και εκκλησιαστικών ταγών, που δεν κούνησαν το δακτυλάκι τους για την επανάσταση, αυτών που αφορίσανε τους επαναστάτες, προδόσανε την επανάσταση, που κατασπάραξαν το ματωμένο σώμα της επανάστασης, οι καταχραστές των δανείων, επιχειρούν να πείσουν ότι “όλοι μαζί”, και αυτοί επίσης, συμβάλανε στην επανάσταση. Οικονομική εξουσία, εκκλησιαστική εξουσία, ιδεολογικοί μηχανισμοί, επιχειρούν με την πατριδοκαπηλεία να διατηρήσουν την κυριαρχία τους που κλονίζεται σήμερα εξ αιτίας της ιστορικής κοινωνικό-πολιτικής και ιδεολογικής κρίσης που παράγεται από την συνδυασμένη υγειονομική κρίση και την οικονομική καταστροφή, θέτοντας «πολύ προσάναμα» για μια νέα –προλεταριακή αυτή τη φορά- επανάσταση.
Το κείμενο που παραθέτουμε παρουσιάζει τον αληθινό ρόλο της εκκλησίας στην επανάσταση του 1821. Είναι γραμμένο από έναν λογοτέχνη αρχειομαρξιστή, τον Κώστα Απέκα. Ο Κώστας Απέκας που είχε σπουδάσει θεολογία εξέδωσε βιβλίο για την Αληθινή Ιστορία της Εκκλησίας το 1933. Το βιβλίο, όταν εκδόθηκε, κατασχέθηκε με εισαγγελική εντολή από την αστυνομία, όπως φαίνεται από το δημοσίευμα εφημερίδας που παραθέτουμε. Την διαμαρτυρία για την κατάσχεση του βιβλίου έχουν υπογράψει, μεταξύ άλλων, οι Γιάννης Κορδάτος, Δημήτρης Γληνός, Δημ. Πουρνάρας, ο γνωστός ηθοποιός αλλά και αρχειομαρξιστής ηγέτης Γιώργος Βιτσώρης, ο Ασημάκης Πανσέληνος, Βάσσος Βαρίκας, Στρατής Σωμερίτης, ο μετέπειτα αντικομμουνιστής και χουντικός Θεοφ. Παπακωνσταντίνου κ.ά.
Από το βιβλίο παραθέτουμε το ΙΙΙ και IV μέρος από το Κεφάλαιο Α’ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ.
Θ.Κ.
Κεφάλαιο Α’
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
«Ποιος δεν βλέπει ώ Έλληνες τον αφανισμό όπου η Ελλάδα παίζει σήμερον το Ιερατείον; Eκατόν χιλιάδες και ίσως περισσότεροι μαυροφορεμένοι ζώσιν αργοί και τρέφονται από τους ιδρώτας των ταλαιπόρων Ελλήνων»
(Ιωάννης Κωλέττης, Πίζα 1806)
ΙΙΙ
Λίγο καιρό αφού ξέσπασε η επανάσταση και άρχισαν να οργανώνονται οι πρώτες βάσεις του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους η επαναστατική Κυβέρνηση αισθάνεται την υποχρέωση να ρυθμίσει κατά κάποιο νομικό τρόπο τα εκκλησιαστικά πράγματα. Οι σχετικές αποφάσεις σώζονται σε ένα έγγραφό της, που λέει τα εξής:
O Mινίστρος των θρησκευτικών χρεωστεί να ενεργεί μετ’ επιστασίας τας αποφάσεις της διοικήσεως όσαι αφορώσι το μινέστριόν του (υπουργείο του). Φροντίζει περί της οικονομίας των εκκλησιαστικών και ιερών μοναστηρίων. Χρέος απαραίτητον έχει όπως φροντίζει παντιοτρόπως όπως ο ιερός κλήρος να διακηρύσσει προς τους λαούς της Ελλάδος το σέβας, την υπακοήν και την αγάπην προς την εύνομον της Ελλάδος Διοίκησιν, από την οποία εξαρτάται το εύ είναι αυτών. Δια του τρόπου αυτού η διοίκησις απολαμβάνουσα την πίστιν των ανθρώπων δύναται να αποκτήσει νεύρα ικανά εσωτερικώς εις το να ενεργεί ανεμποδίστως… (αριθ. 171 αποφάσεως του Εκτελεστικού).
Το περιεχόμενο αυτό της κυβερνητικής απόφασης μας δείχνει πώς αντιλαμβάνεται το ρόλο της Εκκλησίας η αστική τάξη. Την χρειάζεται ως πολύτιμο σύμμαχο αφ’ ενός μεν να φανατίζει το λαό για τον αγώνα κατά των Τούρκων και εφ’ ετέρου να τον προπαρασκευάζει για υπακοή στην ειρηνική εκμετάλλευση της αστικής τάξης, ύστερα από την επανάσταση.
Πάντοτε η αστική τάξη για την επιτυχία των οικονομικών της συμφερόντων, τα οποία συνίστανται στην εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης των εργατικών και αγροτικών μαζών χρειάζεται πνευματικά όπλα για συμμάχους της, και ένα τέτοιο είναι η θρησκεία.
Η αστική όμως τάξη δεν είχε να παλαίψει μόνον εναντίον του τουρκικού κράτους μέσα σ’ αυτές τις χώρες που η επανάσταση επεκράτησε. Είχε να αντιμετωπίσει τους κοτσαμπάσηδες, δηλαδή τα φεουδαρχικά στοιχεία τα οποία είχαν ολότελα αντίθετα οικονομικά συμφέροντα με τους αστούς.
Οι κοτσαμπάσηδες στήριζαν τη δύναμή τους στο σύστημα της δουλοπαροικίας με την κλειστή γεωργική οικονομία. Αντίθετα, η αστική τάξη για να προοδεύσει να σπαστούν οι φεουδαρχικοί αυτοί φραγμοί, να ανοιχτούν ελεύθερες οι αγορές κατανάλωσης και με το σπάσιμο αυτό να δημιουργηθεί ο απαραίτητος εφεδρικός στρατός από διαθέσιμους εργάτες για την καλύτερη και πιο προσοδοφόρα εξυπηρέτηση του βιομηχανικού και εμπορικού κεφαλαίου.
Η Εκκλησία είχε οργανωθεί φεουδαρχικά και κατά συνέπεια τα οικονομικά συμφέροντα του Κλήρου ήταν κοντά στα συμφέροντα των κοτσαμπάσηδων.
Γεννιέται λοιπόν η ανάγκη αφ’ ενός μεν να χτυπηθεί ο φεουδαρχικός οργανισμός της Εκκλησίας και αφ’ ετέρου να ριχτούν στις τάξεις του Κλήρου πρόσωπα καινούργια έμπιστα της αστικής τάξης.
Το πρώτο μέτρο της επιβολής της αστικής τάξης πάνου στην Εκκλησία ήταν η απαγόρευση κάθε διοικητικής σχέσης με τα Πατριαρχεία, και η υπαγωγή της Εκκλησίας στο υπουργείο της θρησκείας, το οποίο έπαιρνε το δικαίωμα και του ελέγχου της διαχείρισης των πόρων των μοναστηριακών και εκκλησιαστικών κτημάτων. Αυτό φαίνεται καθαρά από το παραπάνω έγγραφο.
Δεύτερο μέτρο περιοριστικό ήταν το δικαίωμα της χειροτονίας καινούργιων Κληρικών.
Έως τότε τους μεν Δεσποτάδες χειροτονούσε το Πατριαρχείο τους δε παπάδες ο κάθε Δεσπότης στην επαρχία του, χωρίς καμιά ανάμιξη άλλου στοιχείου.
Η επανάσταση πρόσεξε το σημείο αυτό ανάλογα με τη σπουδαιότητα που είχε για τα συμφέροντα της αστικής τάξης.
Αφαίρεσε το δικαίωμα της ελεύθερης χειροτονίας παπάδων από τους Δεσποτάδες και απαγόρευσε εντελώς χειροτονία καινούργιου Δεσπότη.
Το σχετικό κυβερνητικό έγγραφο είναι το εξής:
«Απαγορεύεται αυστηρώς εις όλους τους κατά την επικράτεια αρχιερείς να χειροτονούν επισκόπους ιερείς και διακόνους άχρι νεωτέρας διαταγής της διοικήσεως» (Αρχ. Ελλ. Παλιγεν. Τεύχος Α’, σελ. 291).
Το δικαίωμα της επαναστατικής κυβέρνησης να εκλέγει αυτή τους Δεσποτάδες και τους άλλους Κληρικούς ήταν σπουδαιότατο, γιατί έτσι θα έμπαιναν μέσα στον κλήρο στοιχεία δικά της και θα μπορούσε και τα οικονομικά της εκκλησίας να κανονίζονται σύμφωνα με τα συμφέροντα της αστικής τάξης, και να έρθει διάσπαση ανάμεσα στους κοτσαμπάσηδες και στον κλήρο που τα φεουδαρχικά τους συμφέροντα τους έφερναν αντιμέτωπους με τους αστούς.
Η απόφαση αυτή της επαναστατικής Κυβέρνησης προκάλεσε την αντίδραση των Δεσποτάδων. Μέσο του Βουλευτικού, που αποτελούνταν από κοτσαμπάσηδες και Δεσποτάδες σε πλειοψηφία, διαμαρτυρήθηκαν και προκάλεσαν έγγραφο του Βουλευτικού προς την επαναστατική κυβέρνηση το οποίο έλεγε ότι:
«Το αρχιερατικόν δικαίωμα περί χειροτονίας ουδείς δύναται αφαιρέσαι».
Εξ αιτίας της αντίδρασης αυτής απασχολήθηκε για το ζήτημα των χειροτονιών κοινή συνέλευση του βουλευτικού και Εκτελεστικού (κυβέρνησης). Τα αστικά στοιχεία πολέμησαν με ντοκουμέντα την αντίδραση των Δεσποτάδων. Έβγαλαν στη φόρα τις τόσες κλεψιές και καταχρήσεις των κληρικών, καυτηρίασαν την έλειψη διαχειριστικής τιμιότητας των Δεσποτάδων και των ηγουμένων των πλούσιων Μοναστηριών και υποστήριξαν ότι ο Κλήρος και τα κτήματά του ανήκουν στο έθνος, δεν είναι ατομική ιδιοκτησία τα εκκλησιαστικά κτήματα, αλλά εθνική και επομένως το έθνος με την κυβέρνησή του έχει το απόλυτο δικαίωμα να διορίζει τους κληρικούς και να ελέγχει τη διαχείρισή τους. Ειδικά στο ζήτημα των χειροτονιών ξεσκεπάστηκαν τόσες ανηθικότητες και χρηματισμοί των Δεσποτάδων, ώστε ομόφωνα διαπιστώθηκε από τη συνέλευση ότι υπάρχουν καταχρήσεις και ήταν απαραίτητο να δοθεί δικαίωμα ελέγχου στην κυβέρνηση.
Η απόφαση λέει ακριβώς τα εξής:
«Προς αποφυγήν καταχρήσεως ενδεχομένων, όπερ και σύμφωνον τοις ιερείς κανόσιν ίνα κατ’ επιταγήν της διοικήσεως δια του Μινίστρου της θρησκείας περιορισθεί η χειροτονία» (Αρχεία Ελλην. Παλιγεν. Τεύχος Α’, σελ. 15).
Ειδικώτερα το υπουργείο της θρησκείας με διαταγή του καθώρισε τον έλεγχο σχετικά με τα πρόσωπα που έπρεπε να χειροτονούνται ως εξής:
Eυκόλως δύνανται οι Αρχιερείς να ζητώσιν άδειαν από το Μινιστέριον όχι εις το να χειροτονώσιν αλλά να χειροτονώσιν τον δείνα ή τον δείνα, όπερ είναι δικαίωμα πολιτικόν και δικαίωμα ουσιωδέστατον» (Αρχεία Ελλην. Παλιγεν. Τεύχος Α’, σελ. 29).
Η αστική τάξη με τις πράξεις της αυτές, όπως είπαμε και προηγουμένως, επεδίωκε όχι την εξόντωση της Εκκλησίας ως κοινωνικού οργανισμού, αλλά την υποταγή της στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της.
Πάντοτε χρειάστηκε τη θρησκεία για να κρατάει πιο εύκολα κάτου από την κυριαρχία της τις καταπιεζόμενες τάξεις. Γι’ αυτόν το λόγο ενώ πήρε ευθύς εξαρχής μέτρα εναντίον της οικονομικής και διοικητικής ανεξαρτησίας της Εκκλησίας, πράγμα που ήταν αναγκαίο γιατί η Εκκλησία ήταν οργανωμένη φεουδαρχικά, εξ αντιθέτου ανεγνώρισε την «Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία» ως επίσημη θρησκεία του καινούργιου κράτους, ενώ τα άλλα δόγματα που υπήρχαν σε μερικές επαναστατικές περιφέρειες τα κήρυξε απλώς ανεκτά.
Η συνέλευση της Επιδαύρου στις 20 του Δεκέμβρη του 1822 διατύπωσε ως εξής την ανοχή των άλλων δογμάτων:
«Ανέχεται η διοίκησις της Ελλάδος πάσιν άλλην θρησκείαν και αι τελεταί και ιεροπραγίαι τελούνται απολύτως».
V
Κατά την πρώτη περίοδο της επανάστασης ο «Ορθόδοξος Κλήρος» έσπευσε να φανερώσει μιαν «αρετή του», την μισσαλοδοξία σε βάρος των αλλοθρήσκων και την διάθεσή του να αρπάξει τα κτήματά τους.
Αμέσως μετά την κατάργηση της Τουρκικής διοίκησης ο Κλήρος έβαλε μπρος όλη του τη δύναμη για το άρπαγμα των κτημάτων του τουρκικού πληθυσμού, που απόμεινε στις χώρες που επεκράτησε η επανάσταση.
Με χίλια δυό πιεστικά μέτρα υποχρέωναν οι Ορθόδοξοι παπάδες τους Τούρκους να βαφτίζονται. Ύστερα από τη βάφτιση έπαιρναν τους νεοφώτιστους για ωρισμένο χρόνο στην «πνευματική τους κηδεμονία». Οι νεοφώτιστοι αυτοί Τούρκοι «αποκτούσαν» το δικαίωμα να αφιερώνουν τα χτήματά τους στον καινούργιο θεό τους «εξ ευγνωμοσύνης» γιατί τους δέχτηκε στην «ποίμνη του».
Η επίδοση του Κλήρου στα βαφτίσια των Τούρκων και στην απόχτηση της περιουσίας των βαφτιζομένων πήρε τόση έχταση, ώστε προκάλεσε γενική κατακραυγή από μέρους των κοτσαμπάσηδων και του λαού. Η Πελοποννησιακή Γερουσία την κατήγγειλε στην επαναστατική κυβέρνηση και στις 9 του Μάη του 1822 βγήκε κοινή διαταγή από το Βουλευτικό με την οποία απαγορεύονταν τα βαφτίσια των τούρκων.
Το περιεχόμενο της διαταγής αυτής μιλάει ότι έγιναν πολλά βαφτίσια δια της βίας κι απ’ αυτό μπορεί να καταλάβει κανείς με πόσο «ιεραποστολικό» ζήλο είχαν επιδοθεί οι Ορθόδοξοι ποιμένες στην κατάχτηση της περιουσίας των άπιστων προβάτων. (Αρχ. Ελλην. Παλιγεν. Τεύχος Α’, σελ. 338).
Άλλο δείγμα της μισαλλοδοξίας του Ορθόδοξου Κλήρου είναι η απέναντι των καθολικών πληθυσμών διαγωγή του.
Οι επαναστατικές κυβερνήσεις όπως προείπαμε, εν μέρει ξεκινώντας από την επίδραση των φιλελεύθερων αρχών που είχαν πλημμυρίσει τότε την Ευρώπη, εν μέρει από πολιτικό υπολογισμό της δύναμης των κρατών που προστάτευαν του καθολικούς κτύπησαν τις πρώτες εκδηλώσεις του Ορθόδοξου Κλήρου εναντίον της θρησκευτικής ελευθερίας των καθολικών.
Στις επαρχίες τους οι Δεσποτάδες των επαναστατημένων μερών κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της επανάστασης έδειξαν όλη τους την αρπαχτική διάθεση και εξεδήλωσαν καθαρά με την διαγωγή τους ότι σκοπός τους ήταν να ξεζουμίσουν όσο μπορούν περισσότερο τον λαουτζίκο.
Επεδόθηκαν στην αργυρολογία με πραγματικό «θείο ζήλο» και μάλιστα επισκεπτόντουσαν με περιοδείες τις χηρεύουσες επισκοπές και κοίταζαν να αποστραγγίξουν και το τελευταίο οικονομικό απομεινάδι του κατατσακισμένου από την επανάσταση λαού.
Ο εκκλησιαστικός ιστορικός συγγραφέας Οικονόμος ο εξ Οικονόμων αναφέρει ένα τέτοιο παράδειγμα, τον Δεσπότη Λακεδαιμονίας (επαρχίας Σπάρτης) ο οποίος έκαμε τόσο άγριες ιερές επιδρομές στα χωριά της Αρκαδίας Άκοβο, Λιοντάρι, Δυράχι κ.λπ. ώστε προκάλεσε η ξετσίπωτη αργυρολογία του εξεγερση του λαού και διαμαρτυρίες στην κυβέρνηση.
Το κακό των ιερών αυτών επιδρομών ήταν τόσο μεγάλο ώστε το Βουλευτικό της 12 του Ιούλη του 1824 έβγαλε απόφαση να διοριστούν τοποτηρητές σε όλες τις χηρεύουσες Επισκοπές από τους Δεσποτάδες, που είχαν εξοριστεί από τις τουρκοκρατούμενες επαρχίες. Εκτός των τοποτηρητών πάρθηκε απόφαση να διορισθούν και κυβερνητικοί υπάλληλοι σε κάθε Επισκοπή για να ελέγχουν τις κληρικές καταχρήσεις.
Σ’ όλη τη διάρκεια της επανάστασης η δράση του Κλήρου περιορίστηκε στην αργυρολογία και στο κτύπημα κάθε προσπάθειας για το ξύπνημα του λαού.
Όπως προείπαμε οι επαναστατικές κυβερνήσεις ευθύς μόλις συγκροτήθηκαν φρόντισαν όσον αφορά την Εκκλησία για τρία πράγματα:
1. Nα κόψουν κάθε δεσμό με τα Πατριαρχεία τα οποία στάθηκαν πάντα εχθρικά προς την επανάσταση, γιατί αντιπροσώπευαν τα συμφέροντα της φεουδαρχικές τάξης και διέβλεπαν τον κίνδυνο των ταξικών τους συμφερόντων από την επικράτηση των αστών.
«Υπόπτευον, λέγει ο εκκλ. Ιστορικός Οικονόμος, παν το εκ Κωνσταντινουπόλεως ερχόμενον, ως ύποπτον και επίβουλον παγίδα και πρόσκομμα της υπέρ επολέμουν ανεξαρτησίας» (Οικον. Ιστορ. εκκλ. σελ. 26).
2. Να υπαγάγουν διοικητικά την Εκκλησία κάτω από την εξουσία των κυβερνήσεων για να μπορούν να την μεταχειρίζονται στους σκοπούς τους. Η Εθνική Συνέλευση που έγινε στο Άστρος στο τέλος του Μάρτη του 1823 πήρε την εξής απόφαση:
«Εγένετο λόγος κατ’ επανάληψιν περί των εκκλησιαστικών και απεφασίσθη ο Μινίστρος (υπουργός) της θρησκείας να διορισθεί εις την Διοίκησιν της εκκλησιαστικής διατάξεως…» (ΚΑ’ πράξη της Συνέλευσης, Μάμουκας, Τα κατά την αναγέννησιν, τομ. 3, σελ. 72).
Και 3. Με διοικητικά μέτρα προσπάθησαν να εμποδίσουν τη συμμαχία του κλήρου με τους κοτσαμπάσηδες κατά τους εμφύλιους πολέμους που έγιναν κατά τη διάρκεια της επανάστασης εξ αιτίας της αντίθεσης των συμφερόντων κοτσαμπάσηδων και αστών.
Η προσπάθεια αυτή των επαναστατικών κυβερνήσεων καρποφόρησε, γιατί βρέθηκαν από τον Κλήρο τα κατάλληλα πρόσωπα τα οποία εξυπηρέτησαν αρκετά καλά τις αστικές κυβερνήσεις.
Ο Μινίστρος της θρησκείας Δεσπότης Ανδρούσης Ιωσήφ υπηρέτησε πιστά τα συμφέροντα των αστών. Σ’ όλο το διάστημα της υπουργίας του πραγματοποίησε κάθε απαίτηση των κυβερνήσεων. Ο δεύτερος υπουργός, και αυτός Δεσπότης, ο Δαμαλών Ιωνάς, επίσημα από τον άμβωνα της εκκλησίας του Ναυπλίου διακήρυξε τον προορισμό της θρησκείας και του Κλήρου στις 11 του Μάη του 1825.
«Η θρησκεία, είπε στο λόγο του, είναι ο του πολιτεύματος χαλινός και ταύτης παραμελουμένης καταντά ο συρφετώδης και απαίδευτος όχλος εις αναρχίαν» (Οικονόμου, Εκκλ. Ιστορία, σελ. 38).
Η αργυρολογία του Κλήρου στη διάρκεια της επανάστασης όχι μόνο δε σταμάτησε, αλλά οι Δεσποτάδες φρόντισαν με όλη τους τη δύναμη, με όλα τους τα μέσα, να νομιμοποιήσουν τα «δικαιώματά» τους.
Τα χρόνια της επανάστασης, που πέρασαν ανάμεσα σε πολέμους ερημωτικούς, κατατσάκισαν οικονομικά το λαό. Όπως ήταν επόμενο όσα έπαιρναν οι Δεσποτάδες ως «δικαίωμα» δεν μπορούσε να τους τα δώσει τώρα ο λαός, που η φωτιά του πολέμου τον είχε φτωχύνει. Όταν επιχειρούσαν οι δεσποτάδες να τα εισπράξουν προκαλούσαν την αγανάχτηση του κόσμου.
Γι’ αυτό στη συνέλευση της Ερμιόνης (1827) όλοι οι δεσποτάδες υπόβαλαν αναφορά και παραπονούνται ότι «ο λαός αχαλίνωτος διατεθείς πράττει κατά τω δοκούν αυτώ». Αυτά τα παράπονα βέβαια δεν ήταν διαμαρτυρία κατά της ανηθικότητας του λαού, κάθε άλλο˙ ζητούνε να περιφρουρήσει η Συνέλευση τα κανονικά, δηλαδή τα δικαιώματά τους, και να εξαναγκάσει τους πιστούς να τα πληρώσουν διά της βίας (αναφορά των Δεσποτάδων στη συνέλευση 4 Μάρτη 1827, Οικονόμου, σελ. 45).
Τα «δικαιώματα» αυτά των Δεσποτάδων δεν ήταν αυτά που χρησίμευαν για τη συντήρηση του Κλήρου. Οι Δεσποτάδες και γενικά ο Κλήρος, προ πάντων των Μοναστηριών, είχαν στη διάθεσή τους τεράστιες εκτάσεις χτημάτων που τα εκμεταλλεύονταν. Τα δικαιώματα ήταν παραπανήσιες φορολογίες που έβαναν κατά καιρούς στο λαό, γιατί παρ’ όλα τα πλούσια εισοδήματα η ζωή του Κλήρου δημιουργούσε τεράστιες δαπάνες οι οποίες δεν μπορούσαν να πληρωθούν με τα εισοδήματα των τσιφλικιών μόνον.
Εκτός από την αργυρολογία κατά τη διάρκεια της επανάστασης ο Κλήρος φρόντισε για το πνευματικό αποκοίμισμα του λαού.
Τότε στις χώρες τις επαναστατημένες πολλοί Κληρικοί που είχαν σπουδάσει στην Ευρώπη και είχαν επηρεαστεί από το πνεύμα της Γαλλικής Επανάστασης, προσπάθησαν να δώσουν μια φιλελεύθερη θρησκευτική μόρφωση στο λαό.
Ένα απαραίτητο μέτρο για την επιτυχία του σκοπού αυτού ήταν να μεταφραστούν τα βασικά θρησκευτικά βιβλία στη γλώσσα που μιλάει ο λαός, πρό πάντων τα Ευαγγέλια.
Πρώτος κατά τη διάρκεια της επανάστασης εξέδωκε την Κ.Δ. μεταφρασμένη ο μορφωμένος δεσπότης Ευβοίας Γρηγόριος. Γι’ αυτόν γράφει ο εκκλησιαστικός ιστορικός Οικονόμος ότι «εν Κερκύρα διατρίβων (το 1823) εξέδωκε την χυδαίαν μετάφρασιν της Κ.Δ.».
Επίσης μεταφρασμένες Γραφές διέδιδαν και οι διαμαρτυρόμενοι ιεραπόστολοι που ήρθαν στην Ελλάδα.
Εναντίον της διάδοσης αυτής της Αγίας Γραφής μεταφρασμένης, διαμαρτυρήθηκε όλο το σώμα του Κλήρου και με αναφορές στις εθνικές Συνελεύσεις ζήτησαν επανειλημμένα να απαγορευτεί η διάδοσή της. Στην αναφορά τους προς τη Συνέλευση της Ερμιόνης σχετικά με το ζήτημα αυτό τονίζουν ότι βάση της θρησκείας είναι οι «Ιεροί Συνοδικοί Κανόνες».
Η προσπάθεια αυτή του Κλήρου να ματαιώσει τη διάδοση στο λαό μεταφρασμένων Γραφών εξηγιέται πλέρια από την ταξική του συγκρότηση.
Οι διάφοροι Συνοδικοί κανόνες για τους οποίους υπεραμύνονται οι Δεσποτάδες, είναι διάφορα διατάγματα Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, τα οποία είχαν γίνει από τους Δεσποτάδες σε Συνόδους και τα οποία από την αρχή ως το τέλος προσπαθούν να επιβάλλουν στο λαό την υπακοή στους φεουδάρχες, το σεβασμό των προνομίων τους και την πιστή εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Φεουδαρχικά οργανωμένη ήταν η Εκκλησία κατά τους καιρούς που έγιναν οι κανόνες και κατά συνέπεια το περιεχόμενό τους συμπυκνώνει την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της φεουδαρχικής Εκκλησίας.
Ενώ εξ αντιθέτου η Γραφή, προ πάντων τα Ευαγγέλια, όχι μόνον δεν αναφέρουν για προνόμια του Κλήρου, μα το αντίθετο, πολλά κομμάτια είναι επαναστατικά, γιατί αντικαθρεφτίζουν την επαναστατική ψυχολογία του πρωτόγονου χριστιανισμού κατά των αρχουσών τάξεων.
Η φαρδειά λοιπόν διάδοση μεταφρασμένων Γραφών με τα αντιφεουδαρχικά τους διδάγματα και με τις επαναστατικές διδασκαλίες του Χριστού γινόντουσαν αφορμή να χτυπιέται η Φεουδαρχία και να γκρεμίζεται η πίστη του Λαού στη θεϊκή καταγωγή των αφεντάδων και στον «επί πληρωμή» μεσιτικό ρόλο των παπάδων ανάμεσα θεού και ανθρώπων, όπως δίδασκε η Ορθόδοξη Εκκλησία.
Οι επαναστατικές κυβερνήσεις δεν έδωκαν καμιά σημασία στις απαιτήσεις των παπάδων για απαγόρευση της κυκλοφορίας των μεταφρασμένων Ευαγγελίων. Τα συμφέροντα της τάξης τους τούς επέβαλαν να ενισχύσουν κάθε μέσο για το τσάκισμα των φεουδαρχικών φραγμών, που στέκονταν εμπόδιο στην εξάπλωση των οικονομικών συμφερόντων της αστικής τάξης. Ένα τέτοιο όπλο ήταν και η επαναστατική διδασκαλία του Χριστού. Αυτή έπρεπε να αντιταχθεί ενάντια στην προσπάθεια της φεουδαρχικής τάξης, να υποστηρίξει τη διατήρηση της δύναμής της με όπλο τη Θρησκεία.
Εάν λοιπόν φέρθηκε κάπως προοδευτικά στο σημείο αυτό η Ελληνική αστική τάξη το έκαμε από υπολογισμό συμφεροντολογικό όπως αργότερα, όπως θα ιδούμε, η ίδια έκαμε το αντίθετο.
Γενικά η διαγωγή του Κλήρου κατά τη διάρκεια της επανάστασης στάθηκε διαγωγή εξυπηρετική των ανώτερων τάξεων και καταπιεστική για τις εργαζόμενες μάζες.
Υπήρξαν βέβαια και παραδείγματα κληρικών που φέρθηκαν επαναστατικά για την εποχή τους, ο Παπαφλέσσας, ο Καΐρης, ο Γρηγόριος Ευβοίας, κ.ά.
Μα αυτοί αποτελούν εξαιρέσεις στο γενικό κανόνα. Αυτοί εργάστηκαν ως ανεξάρτητα άτομα, επειδή είχαν επηρεαστεί από τις φιλελεύθερες αρχές της Φιλικής Εταιρίας.
Οι πράξεις τους ήταν εχθρικές προς τη γενική διαγωγή της Εκκλησίας κατά τη διάρκεια της επανάστασης και κατά συνέπεια δεν ανήκει η αξία των έργων τους στο ενεργητικό της Εκκλησίας. Απόδειξη ότι όλοι τους σχεδόν πολεμήθηκαν από το συνολικό σώμα της Εκκλησίας, που αντιπροσώπευε τα καταπιεστικά συμφέροντα της φεουδαρχίας.
Ο Παπαφλέσσας μισείται τρομερά από τους μεγάλους ρασοφόρους. Ο Γρηγόριος Ευβοίας βρίζεται ως χυδαίος και για τα παθήματα του Καΐρη θα ιδούμε πιο κάτω.
Αυτοί για την Εκκλησία υπήρξαν εχθροί παρ’ όλο που προσπαθούν οι ιστορικοί, παπάδες και λαϊκοί, να σκεπάσουν τα πράγματα που η γύμνια τους φωνάζει.
- Διαβάστε το Μέρος Α’