Φρανκ Γκαρσία Χερνάντεζ (από το Comunistas, Κούβα)
Στις 18 Δεκεμβρίου ήταν η επέτειος γέννησης του Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι, του γνωστού Στάλιν. Ο σύντροφος Φρανκ Γκαρσία Χερνάντεζ από την ομάδα Comunistas της Κούβας δημοσίευσε το παρακάτω άρθρο:
Πριν από δύο ημέρες συμπληρώθηκαν 148 χρόνια από την γέννησή του Iósif Visariónovich Dhuzgashvili, πιο γνωστού ως Στάλιν. Αν και στην Κούβα αυτή η ημερομηνία αγνοήθηκε εντελώς από τα επίσημα μέσα ενημέρωσης, δυστυχώς δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι ο δικός μας τύπος είναι ουσιαστικά σταλινικός.
Ωστόσο, όταν μιλούσα με τον Τάρικ Άλι στο σπίτι του στο Λονδίνο, μου είπε ότι κατά την εκτίμησή του στην Κούβα δεν υπήρξε ποτέ σταλινισμός αλλά Μπρεζνιεφισμός. Κάτι παρόμοιο έγραψε και ο Κουβανός διανοούμενος Ντεσιτέριο Ναβάρο στον πρόλογο του βιβλίου Πολιτιστικές Πολιτικές της Επανάστασης. Συζήτηση και προβληματισμός.
Φτάνοντας σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να αναρωτηθούμε ποια θα ήταν η διαφορά μεταξύ του σταλινισμού και του Μπρεζνιεφισμού. Το 1964, ο τότε Σοβιετικός πρωθυπουργός Λεονίντ Ίλιτς Μπρέζνιεφ ανέβηκε στην εξουσία μετά από πραξικόπημα εναντίον του μέντορά του Νικήτα Χρουστσόφ. Ο εκτοπισμένος σοβιετικός ηγέτης, μετά το 20ο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης που πραγματοποιήθηκε το 1956, είχε ξεκινήσει τη γνωστή «αποσταλινοποίηση» της χώρας και τη λεγόμενη «απόψυξη» των πολιτιστικών πολιτικών.
Αν και ο Χρουστσόφ φέρει την ευθύνη για την εισβολή στην Ουγγαρία το 1956 και τον αποκλεισμό του Δυτικού Βερολίνου το 1959, η αλήθεια είναι ότι υπό την κυριαρχία του οι Σοβιετικοί συγγραφείς και καλλιτέχνες είχαν μια ελευθερία δημιουργίας που ποτέ δεν είχαν φανταστεί υπό τον Στάλιν. Με την άνοδο του Μπρέζνιεφ η ολοκληρωτική λογοκρισία επέστρεψε, η κριτική για την εποχή του Στάλιν εξαφανίστηκε και το διασπαστικό 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ αποσιωπήθηκε εντελώς.
Η συντηρητική πολιτική του Κρεμλίνου επιβλήθηκε ακόμη και στους συμμάχους του. Το 1965 ο Μπρέζνιεφ πάγωσε τις σχέσεις με την Κούβα, τιμωρώντας έτσι τον Φιντέλ Κάστρο, που προωθούσε την Επανάσταση στη Λατινική Αμερική, την Ασία και την Αφρική. Η γραμμή του ένοπλου αγώνα που προωθούνταν από την Αβάνα ερχόταν σε αντίθεση με την πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης για ειρηνική συνύπαρξη με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ταυτόχρονα τα Λατινοαμερικάνικα Κομμουνιστικά Κόμματα τα ελεγχόμενα από τη Μόσχα, έβλεπαν τους νεολαίους τους να εγκαταλείπουν τις γραμμές τους για να ενταχθούν σε νέες μαρξιστικές οργανώσεις προσανατολισμένες προς τον κουβανικό δρόμο.
Η ύπαρξη ενός άλλου Κομμουνιστικού Κόμματος στην εξουσία, πάνω στο οποίο η Μόσχα δεν θα είχε κανέναν έλεγχο, ήταν κάτι που η Σοβιετική Ένωση δεν μπορούσε να το επιτρέψει, η οποία είχε ήδη χάσει την Κίνα, τη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία, ενώ επίσης ο Νικολάι Τσαουσέσκου απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από την τροχιά της. Η νέα πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης έναντι της Αβάνας, ήταν να μειώσει στο ελάχιστο τις αποστολές πετρελαίου και την οικονομική υποστήριξη. Η Κούβα βίωσε πρακτικά έναν διπλό αποκλεισμό [από τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ, Σ.τ.Μ.], ενώ η πολυαναμενόμενη λατινοαμερικανική επανάσταση δεν θριάμβευσε. Το 1970 η κρίση έγινε σχεδόν μη βιώσιμη και η Αβάνα κατέληξε να συνθηκολογήσει με τη Μόσχα. Οι πολιτιστικές πολιτικές του Λεονίντ Μπρέζνιεφ έφτασαν στην Κούβα.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η κυριαρχία του Μπρέζνιεφ είχε χαρακτηριστεί από στασιμότητα, δεν κυβερνούσε με τον πολιτική τρομοκρατία του Στάλιν, ούτε πραγματοποίησε τις μεγάλες εκκαθαρίσεις εντός του ΚΚΣΕ, ούτε εκτόπισε εντελώς λαούς μέσα στη Σοβιετική Ένωση, όπως επίσης δεν εξαπέλυσε παρανοϊκή μαζική δίωξη. Με τη σειρά του, παρόλο που η προσωπολατρία επέστρεψε, δεν έφτασε στα δυσανάλογα επίπεδα του γεωργιανού ηγέτη.
Με αυτόν τον τρόπο, η πολιτική που επεκτάθηκε μεταξύ των Κομμουνιστικών Κομμάτων και των κυβερνήσεων που προσπαθούσαν να οικοδομήσουν τον σοσιαλισμό ήταν, να μην αναφέρονται, ούτε να κριτικάρουν, ούτε να επικυρώνουν τον Στάλιν, αλλά ναι στις πολιτικές του εξαναγκασμού και επομένως του απόλυτου ελέγχου του γραφειοκρατικού κράτους πάνω στα μέσα ενημέρωσης.
Ο Μπρεζνιεφισμός τελειοποίησε τη δύναμη της γραφειοκρατίας, επέκτεινε και νομιμοποίησε ακόμη περισσότερο την ιδέα ότι η λογοκρισία είναι εγγενής στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Εκατομμύρια άνθρωποι επιβεβαίωναν την ιδέα ότι ο κομμουνισμός οικοδομείται με την καταστολή των πολιτικών δικαιωμάτων.
Η σκέψη ότι η λογοκρισία -και συνεπώς ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης- είναι απαραίτητη για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού είναι κάτι που εξακολουθεί να θεωρείται δεδομένο από χιλιάδες κομμουνιστές αγωνιστές, όσο και από εκατομμύρια εργάτες και εργάτριες που απορρίπτουν εντελώς την κομμουνιστική ιδεολογία.
Το να αρνηθούμε ότι αυτοί, οι χιλιάδες κομμουνιστές αγωνιστές, οι οποίοι εξακολουθούν να εγκρίνουν τη σκέψη του Μπρεζνιεφισμού, δεν είναι κομμουνιστές, είναι ένα σοβαρότατο λάθος που οδηγεί μόνο στη διαίρεση της εργατικής τάξης. Ταυτόχρονα, το να αρνηθούμε μπροστά στις πλειοψηφίες ότι ο Στάλιν δεν ήταν κομμουνιστής αυτό βοηθά αυτούς που δεν πιστεύουν στον μαρξισμό, να συνεχίσουν να μην εμπιστεύονται την ιδεολογία μας.
Αυτά τα εκατομμύρια ανθρώπων που ταυτίζουν τον Μαρξ και τον Λένιν με τον Στάλιν το κάνουν επειδή για δεκαετίες ο Σταλινισμός υπερασπιζόταν έντονα τον Μαρξ και τον Λένιν. Λόγω του κινεζικού φιλελεύθερου λόγου και της απουσίας μαρξιστικών αναφορών στα προϊόντα επικοινωνίας του, σήμερα είναι πολύ πιο εύκολο να καταδειχθεί ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας εγκατέλειψε την οικοδόμηση του σοσιαλισμού παρά να αποδομήσει την ιδέα του κομμουνιστή Στάλιν. Παραδόξως, τόσο η σοβιετική όσο και η αντικομουνιστική προπαγάνδα έχουν βοηθήσει στην εδραίωση του οράματος της ιστορίας, όπου ο Στάλιν είναι ο τέλειος κληρονόμος του Λένιν.
Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, προκειμένου να αποδομηθεί η ιδέα ότι η λογοκρισία είναι εγγενής στον σοσιαλισμό, το ιδεολογικό καθήκον των επαναστατών μαρξιστών είναι να καταδείξουν ότι, στην πραγματικότητα, ο σταλινισμός είναι μια γελοία παραμόρφωση του μαρξισμού, τόσο πολύ που καθίσταται μη αναγνωρίσιμος. Και εδώ είναι ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα του Στάλιν: το ό,τι διέπραξε τα εγκλήματά του στο όνομα του κομμουνισμού.
Το γεγονός ότι ο κομμουνισμός είναι μια κοινωνία χωρίς κράτος, χωρίς αγορά, χωρίς κοινωνικές τάξεις μπορεί να γίνει αντιληπτό μόνο ως μια κοινωνία όπου το άτομο θα είναι πλήρως ελεύθερο. Είναι αδύνατο να κερδίσουμε την εργατική τάξη όταν της υποσχόμαστε μια μελλοντική κοινωνία εντελώς ελεύθερη, ενώ στην οικοδόμησή της επιβάλλεται λογοκρισία και περιορίζεται η ελευθερία της έκφρασης.
Σήμερα, η κυβέρνησή μας -αντί να λογοκρίνει όσους καταγγέλλουν τη λογοκρισία– θα απαλλασσόταν σχεδόν από τα μισά προβλήματά της, εάν εξάλειφε τη λογοκρισία. Οι αντεπαναστατικές ομάδες θα έχαναν σχεδόν όλο τους το λόγο και θα περιορίζονταν σχεδόν στο τίποτα. Και κυρίως, το κράτος θα ελάμβανε την πλήρη υποστήριξη των δυσαρεστημένων καλλιτεχνών και διανοούμενων.
Είναι λογικό να δημοσιεύεται στην εφημερίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος αυτό που το Κόμμα θέλει να γράψει. Κάθε μέσο ενημέρωσης ανταποκρίνεται σε μια συντακτική γραμμή και σε αυτήν την περίπτωση, ακόμη περισσότερο όταν ανταποκρίνεται στο κυβερνών κόμμα. Ωστόσο, αυτό που δεν είναι λογικό, είναι να λογοκρίνει άλλα μέσα ενημέρωσης τα οποία, το μόνο πράγμα που οφείλουν στο κράτος είναι η υπακοή στο νόμο.
Μετάφραση(από τα ισπανικά) Χρήστος Χατζής