του Μίκαελ Λέβι
[9 Οκτωβρίου 1967, λίγο μετά τη 1 το μεσημέρι, ο λοχίας του βολιβιάνικου στρατού, Τεράν, ένας άνδρας μετρίου αναστήματος, όχι πάνω από 1,60, πλακουτσομύτης, γύρω στα 65 κιλά, μπήκε στο δωματιάκι του σχολείου που κρατούσαν το Τσε Γκεβάρα. Κρατούσε στο χέρι του ένα Μ2… Στο διπλανό δωμάτιο ένας άλλος εκτελεστής γάζωνε με σφαίρες τους συντρόφους του Τσε, Τσίνο και Σιμόν. Ο Τσε ήταν καθισμένος σ’ έναν πάγκο, με τους καρπούς των χεριών δεμένους και την πλάτη του ν’ ακουμπάει στον τοίχο. Ο Τεράν διστάζει, κάτι λέει, ο Τσε του απαντάει: Μη νιώθεις άσχημα. Ήρθες για να με σκοτώσεις. Μετά από 30 χρόνια θα μαθευτεί ότι ο Τσε του είπε: Ρίξε, δειλέ, έναν άνδρα θα σκοτώσεις. (Η περιγραφή, ολίγο παραλλαγμένη, από τον Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, στο βιβλίο του για τον Τσε).
Ένας άνδρας, ένας άνθρωπος, ο επαναστάτης Ερνέστο Τσε Γκεβάρα έπεφτε νεκρός γαζωμένος από τις σφαίρες των κεφαλοκυνηγών του βολιβιάνικου στρατού και της CIA. Όμως, ο Τσε δεν πέθανε, ζει στις καρδιές, στις ψυχές, στη σκέψη όλου του μαχόμενου και σκεπτόμενου κόσμου. Στους νέους που φοράνε μπλουζάκια με το πρόσωπο του Τσε, στους μουσικούς που τραγουδάνε τραγούδια για τον Τσε σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, στους φοιτητές που μελετάνε για τον Τσε, στους μεγαλύτερους που ο Τσε σφράγισε την προσωπικότητά τους, σε χιλιάδες και εκατομμύρια που εμπνέονται από τον Τσε με την προσμονή για τη νίκη της επανάστασης. Hasta la victoria siempre, Comandante!
Σήμερα, 54η επέτειο από τη δολοφονία του Τσε Γκεβάρα, τιμώντας τον επαναστάτη Τσε Γκεβάρα, δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα, από το βιβλίο του Μίκαελ Λέβι, Ο Τσε, ο Μαρξισμός και η Επανάσταση, σε μετάφραση Έλλης Αλεξίου, εκδόσεις Καρανάση, 1982. Ο τίτλος του κεφαλαίου είναι Γ’ Παγκόσμια Επανάσταση. Θ.Κ.]
1. Ο διεθνισμός
Για τον Τσε, ο προλεταριακός διεθνισμός δεν ήταν θέμα παραινετικό πρωτομαγιάτικου λόγου, αλλά, όπως για τους ιδρυτές της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1919 ήταν συγχρόνως τρόπος ζωής, ανώτατο ιδανικό, προαιώνια πίστη, κατηγορηματικό πρόσταγμα και πνευματική πατρίδα. Δεν μπορεί κανείς να κατανοήσει αυτή τη βαθειά σημασία του διεθνισμού του Τσε παρά στο φως του επαναστατικού του ουμανισμού. Ο διεθνισμός είναι η έκφραση η πιο αυθεντική, η πιο αγνή, η πιο παγκόσμια, η πιο μαχητική και η πιο συγκεκριμένη αυτού του ουμανισμού. Ο αληθινός διεθνιστής είναι λοιπόν για τον Τσε, εκείνος που είναι ικανός να «αισθανθεί αγωνία, όταν δολοφονούν έναν άνθρωπο κάπου στον κόσμο και να νιώσει έξαρση όταν κάπου στον κόσμο υψώνεται μια καινούργια σημαία τη ελευθερίας», εκείνος που αισθάνεται σαν «προσωπική προσβολή, κάθε επίθεση, κάθε προσβολή στην αξιοπρέπεια και την ανθρώπινη ευτυχία, αδιάφορο πού στον κόσμο».
Βεβαίως, το διεθνισμό δεν πρέπει να τον νιώθει κανένας, μα και να τον ασκεί εμπράκτως, με την πραγματική και ενεργό αλληλεγγύη μεταξύ των λαών, που αγωνίζονται εναντίον του ιμπεριαλισμού και με την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια των σοσιαλιστικών χωρών στα έθνη που έχουν αποδυθεί στο δρόμο της απελευθέρωσης. Εμπνεόμενος απ’ αυτές τις αρχές ο Τσε στον περίφημο και εντυπωσιακό «λόγο στο Αλγέρι» (Φεβρουάριος 1965), καλεί τις βιομηχανοποιημένες σοσιαλιστικές χώρες να μην βασίζουν το εμπόριο τους με τις υποανάπτυκτες χώρες πάνω στη βάση σχέσεων ανίσου ανταλλαγής καθιερωθεισών από το νόμο της αξίας: «Ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν επιφέρει στις συνειδήσεις μια μεταβολή που δημιουργεί νέα αδελφική στάση, τόσο πάνω στον ατομικό χώρο μέσα στην κοινωνία που οικοδομεί ή που έχει οικοδομήσει το σοσιαλισμό, όσο και στον παγκόσμιο χώρο, για όλους που υποφέρουν από την ιμπεριαλιστική καταπίεση».
Αλλά για τον Τσε, ο προλεταριακός διεθνισμός δεν είναι μόνο ηθική προσταγή για τον συνεπή κομμουνισμό, η αληθινή εκδήλωση των ανθρωπιστικών αξιών, αλλά επίσης και προπαντός μια πρακτική και πραγματική ανάγκη της επαναστατικής πάλης εναντίον του κοινού ιμπεριαλιστικού εχθρού. Η αγανάκτηση και η αγωνία που εκφράζει (στο μήνυμα του στην Τριηπειρωτική) για την τραγική μοναξιά του βιετναμέζικου λαού απέναντι στη δολοφονική επίθεση της πιο μεγάλης στην ιστορία πολεμικής μηχανής, εξηγεί λοιπόν όχι μόνο την εξέγερση ενός ουμανιστή επαναστάτη κατά της άνανδρης και άδικης καταπίεσης από την οποία ένας λαός θέλει να απελευθερωθεί, μα προπαντός τη ρεαλιστική σκέψη ενός αντιιμπεριαλιστή οξυδερκούς, που βλέπει σ’ αυτή τη μοναξιά «μια παράλογη στιγμή της ανθρωπότητας».
2. Παγκόσμια στρατηγική κατά του ιμπεριαλισμού
Ο Γκεβάρα πολύ γρήγορα πήρε συνείδηση του ηπειρωτικού χαρακτήρα της πάλης της οποίας η κουβανέζικη επανάσταση αποτελούσε τον πρώτο κρίκο. Στο «μήνυμα του στους Αργεντινούς» της 25ης Μαΐου 1961 (επέτειο της αντιαποικιακής εξέγερσης στην Αργεντινή, στις 25 Μαΐου του 1910) ο Τσε ανατρέχει στο ιστορικό των προηγούμενων αγώνων επί ηπειρωτικού επιπέδου εναντίον της ισπανικής κηδεμονίας στο 19ο αιώνα, υπογραμμίζοντας την αμοιβαία βοήθεια που προσέφεραν οι επαναστατημένοι στρατοί των διαφόρων λατινοαμερικάνικων λαών. Έκανε έτσι μια σύνδεση με την «Μπολιβαριανή» παράδοση της Λατινικής Αμερικής, αλλά δίδοντάς της από τώρα και στο εξής προλεταριακό και σοσιαλιστικό περιεχόμενο.
Αλλά πιθανώς, η κρίση των πυραύλων του 1962, με την επικείμενη αμερικανική επιδρομή στην Κούβα, έθεσε την ηπειρωτική επανάσταση στο κέντρο των φροντίδων του. Σε ένα δοκίμιο γραμμένο εκείνη την περίοδο, «Η τακτική και στρατηγική της λατινοαμερικάνικης επανάστασης», ο Τσε διαπιστώνει τη βεβαιότητά του ότι οι Η.Π.Α. θα επέμβουν κατά των λατινοαμερικάνικων επαναστάσεων, από αλληλεγγύη συμφερόντων και διότι ο αγώνας στην Λατινική Αμερική είναι αποφασιστικός, Καταλήγει με την ανάγκη μιας ταχείας ανταπάντησης οργανωμένης σε ηπειρωτική κλίμακα: «Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, φρονούμε πως είναι δύσκολο στην Αμερική να καταγάγουμε νίκη, σε μια χώρα απομονωμένη. Στις ενωμένες δυνάμεις της καταπίεσης πρέπει να απαντήσουν οι ενωμένες λαϊκές δυνάμεις. Σ’ όλες τις χώρες όπου η καταπίεση καταντάει αβάσταχτη, πρέπει να επισείεται η σημαία της επανάστασης και η σημαία αυτή θα πάρει κατά ιστορική αναγκαιότητα, ηπειρωτικό περιεχόμενο. Όπως το είπε ο Φιντέλ, η Κορντιλλέρα των Άνδεων (οροσειρά στη Ν. Αμερική) καλείται να γίνει η Σιέρρα Μαέστρα της Αμερικής….»».
Ως προς το αντάρτικο της Βολιβίας του 1967, ξέρουμε ότι ο Γκεβάρα το θεωρούσε ακριβώς σαν τον πρώτο σταθμό μιας ηπειρωτικής επανάστασης, που οι πρώτες της διακλαδώσεις θα έπρεπε να είναι το Περού και η Αργεντινή, και, αργότερα η Παραγουάη και η Βραζιλία.
Εξάλλου, ο Τσε, καθόλου δεν αγνοούσε ότι η λατινοαμερικάνικη επανάσταση η ίδια δεν ήταν παρά τμήμα ενός πλατύτερου κινήματος, του πλατιού κινήματος αυτής της «ανθρωπότητας που είπε: αρκετά, και μπήκε στο δρόμο» (τελευταία φράση της διακήρυξης της Αβάνας που γίνηκε το σύνθημα της Τριηπειρωτικής). Το ενδιαφέρον του για τις παγκόσμιες διαστάσεις του πολέμου κατά του ιμπεριαλισμού μεγαλώνει με τα ταξίδια του στις χώρες του τρίτου κόσμου το 1959. Σε άρθρο, το Σεπτέμβριο του 1959, που δημοσιεύτηκε στο μεξικάνικο περιοδικό Ουμανισμός, ο Τσε προσδιόριζε ήδη την αντι-ιμπεριαλιστική αδελφοσύνη με μαρξιστικούς όρους, δηλαδή, με ταξικούς όρους: «Δεν είναι αλήθεια ότι η αδελφοσύνη μας ξεπερνά τις αποστάσεις, τις διαφορές της γλώσσας και την απουσία στενών πολιτιστικών δεσμών και μας ενώνει στην πάλη; Δεν είναι αλήθεια πως ένας γιαπωνέζος εργάτης είναι πιο κοντά σ’ έναν εργαζόμενο αργεντινό, σ’ ένα μεταλλωρύχο βολιβιανό, σ’ έναν άνθρωπο που δουλεύει για την «Εταιρία Φρούτων» ή σ’ έναν Κουβανέζο θεριστή ζαχαροκάλαμου, παρά σ’ έναν σαμουράι γιαπωνέζο, και στις σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης και, προπαντός, της Ασίας (Κίνας, Κορέας, 1960). Αλλά το στοιχείο που περισσότερο συνετέλεσε στο να διαμορφώσει τη διεθνή του στρατηγική προοπτική υπήρξε ο επαναστατικός πόλεμος του βιετναμέζικου λαού. Ο Τσε ανήκει ομολογουμένως σε μια γενεά (τη δική μας) για την οποία ο πόλεμος του Βιετνάμ έπαιξε τον ίδιο ρόλο πόλωσης που έπαιξε και ο εμφύλιος πόλεμος της Ισπανίας για την προηγούμενη γενεά, αποκρυσταλλώνοντας γύρω από ένα «αποκαλυπτικό γεγονός» τη διεθνιστική συνείδηση σε παγκόσμια κλίμακα. Ήδη το 1963, ύστερα από το πρώτο μεγάλο ξεπέταγμα του αντάρτικου του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, ο Τσε υπεγράμμιζε ότι οι Βιετναμέζοι ήσαν «ένας λαός από πρωτοποριακούς στρατιώτες στα πρώτα χαρακώματα του παγκόσμιου προλεταριάτου κατά του ιμπεριαλισμού» και πως το μέτωπο του αγώνα τους ήταν κατεξοχήν σημαντικό για όλο το μέλλον της Αμερικής. Το Βιετνάμ σκέπτεται όταν διακηρύσσει στο Αλγέρι, το 1965: «Δεν υπάρχουν σύνορα σ’ αυτήν την θανάσιμη πάλη. Δεν μπορούμε να μένουμε αδιάφοροι σ’ ό,τι γίνεται αλλού στον κόσμο, γιατί κάθε νίκη μιας χώρας κατά του ιμπεριαλισμού είναι νίκη υπέρ ημών. Το ίδιο όπως κάθε ήττα ενός έθνους είναι ήττα για μας. Η εφαρμογή του προλεταριακού διεθνισμού δεν είναι καθήκον μόνο για τους λαούς που παλεύουν για ένα καλύτερο μέλλον˙ είναι μια αναπόφευκτη αναγκαιότητα». Αλλά ύστερα από το 1965, με την εξάπλωση του αμερικάνικου «σκαρφαλώματος» και την ανοιχτή και μαζική επέμβαση του ιμπεριαλιστικού στρατού στο Βιετνάμ, ο Γκεβάρα διατυπώνει κατά τρόπο ρητό και ακριβή την παγκόσμια επαναστατική του στρατηγική, που η πρώτη δημόσια έκφρασή της είναι το μήνυμα στην Τριηπειρωτική το 1967. Στο κείμενο αυτό το φλογερό και αιχμηρό ο Τσε αναπτύσσει τα ακόλουθα θέματα:
1. Ο ιμπεριαλισμός, έσχατο στάδιο του καπιταλισμού, είναι παγκόσμιο σύστημα, και πρέπει να χτυπηθεί με παγκόσμια αντιμετώπιση απέραντη και παρατεταμένη.
2. Για να παλαίψουμε κατά του κοινού εχθρού του ανθρώπινου γένους, τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ, οι σοσιαλιστικές χώρες και οι συνοδοιπόροι τους οφείλουν να ενώσουν τις προσπάθειές τους παρά τις διαφορές τους. Η τωρινή μορφή που παίρνουν αυτές οι διαφορές αποτελεί αδυναμία, αλλά η αναγκαία ένωση τελικά θα επιβληθεί κάτω από την πίεση των εχθρικών χτυπημάτων.
3. Σ’ αυτή τη γιγαντιαία πάλη το ιστορικό καθήκον των λαών του τρίτου κόσμου είναι να απομακρύνουν τις βάσεις διατήρησης που συντηρείται ο ιμπεριαλισμός σης υπο-ανάπτυκτες χώρες, που τους απομυζεί τις πηγές κερδών και πρώτες ύλες, και τις χρησιμοποιεί σαναγορές για τα προϊόντα της μητρόπολης, και που σήμερα υπόκεινται σε πλήρη εξάρτηση.
4. Μας χρειάζεται σήμερα μια στρατηγική συνολική για τον πόλεμο κατά ιμπεριαλισμού, ικανή να βοηθήσει αποτελεσματικά την πρωτοποριακή εμπροσθοφυλακή του παγκόσμιου προλεταριάτου: το Βιετνάμ. Δηλαδή πρέπει να δημιουργήσουμε δύο, τρία, πολλά Βιετνάμ για να υποχρεώσουμε τον ιμπεριαλισμό να διασκορπίσει τις δυνάμεις του.
Είναι η πρώτη φορά ύστερα από πολύ καιρό, που ένας κομμουνιστής αρχηγός παγκόσμιας προβολής επιχειρούσε να καταστρώσει μια διεθνή επαναστατική στρατηγική που να μην ενεργεί για τα συμφέροντα ενός κράτους. Υπό αυτή την έννοια η σκέψη του Τσε σημαίνει επιστροφή στις πηγές του λενινισμού, στην Κομιντέρν των δοξασμένων χρόνων (1919 – 1924), προτού σιγά-σιγά γίνει όργανο της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ του Στάλιν.
Εξάλλου, η έκκληση αυτή δεν ήταν ευχή αφηρημένη και πλατωνική. Γράφτηκε από τα βάθη του βολιβιανού δάσους, από έναν άνθρωπο που επιχειρούσε να εκπληρώσει εκείνο που διεκήρυττε και που θυσίασε τη ζωή του γι’ αυτό το σκοπό: να έρθει σε βοήθεια στη μάχη του βιετναμέζικου λαού ανοίγοντας δεύτερο μέτωπο στη Λατινική Αμερική. Όλα αυτά εξηγούν τη ζωηρή απήχηση που είχε το ντοκουμέντο αυτό στις τέσσερις γωνίες της γήινης σφαίρας.
Η έκκληση είχε σταλεί στην Οργάνωση Αλληλεγγύης των Λαών της Ασίας, Αφρικής και Λατινικής Αμερικής και είχε για κεντρικό άξονα το ρόλο των λαών αυτών των τριών ηπείρων. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι η αντίληψη του Τσε ήταν ένας «τριγήινος» σκοπός, θολός, στερημένος ξεκάθαρου πολιτικού περιεχομένου. Τίποτε δεν είναι πιο εσφαλμένο παρά η θέση που διέδωσαν μερικοί επιπόλαιοι και επαμφοτερίζοντες ερμηνευτές σύμφωνα με την οποία, για τον Τσε «η αληθινή αντίθεση δεν ήταν μεταξύ καπιταλισμού και κομμουνισμού, αλλά μεταξύ χωρών ανεπτυγμένων και υποανάπτυκτων». Για το Γκεβάρα η παγκόσμια επανάσταση κατά του ιμπεριαλισμού είχε ταξικό περιεχόμενο και έσχατος σκοπός της ήταν δίχως σκιά αμφιβολίας, η εγκαθίδρυση του κομμουνισμού στην κλίμακα όλου του πλανήτη. Εξάλλου, αν και αναγνωρίζοντας ότι η μαχητικότητα των εργατών των ιμπεριαλιστικών χωρών έχει εξασθενήσει δεν έπεφτε καθόλου στον αντιευρωπαϊκό μηδενισμό ενός Φανόν, αντίθετα μάλιστα, προφήτευε στην έκκληση του στην Τριηπειρωτική (1967) ότι στην Ευρώπη «οι αντιθέσεις θα φθάσουν στα προσεχή έτη σε χαρακτήρα εκρηκτικό» (Μάιος 1968!) και ότι ο ταξικός αγώνας τελικά θα ξεσπάσει στην ίδια την καρδιά της αμερικάνικης ιμπεριαλιστικής μητρόπολης.