Το… φόβο για την αύξηση μισθών στο Δημόσιο εκφράζει το (κρατικό) Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) στο πόρισμα το οποίο κατέθεσε στο Υπουργείο Εργασίας για το νέο κατώτατο μισθό, τον οποίο θα ορίσει η κυβέρνηση για την 1η Απριλίου 2023.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το ΚΕΠΕ, “ο κατώτατος μισθός σε δωδεκάμηνη βάση (831,83 €) έχει πλέον ξεπεράσει τον «κατώτατο» μισθό του Δημοσίου (ΜΚ1 για Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης 780 €) και εύλογα μπορεί να εγείρει αξιώσεις για αλυσιδωτές μισθολογικές αυξήσεις στο Δημόσιο τομέα επιβαρύνοντας τα δημόσια οικονομικά”.
Τι σημαίνει αυτό; Αν ενσωματώσει κανείς σε δωδεκάμηνη βάση το 13ο και 14ο μισθό, τότε ο κατώτατος μισθός στον ιδιωτικό τομέα είναι υψηλότερος -και μάλιστα κατά 6,5%- σε σχέση με τον κατώτερο βασικό μισθό στο δημόσιο.
Και αυτό παραδέχεται το ΚΕΠΕ είναι δυνατό “εύλογα”, δηλαδή δικαιολογημένα, θα φέρει “αξιώσεις” για αυξήσεις και μάλιστα “αλυσιδωτές” στο δημόσιο.
Ίσως και για αυτό το λόγο, το ΚΕΠΕ προτείνει αυξήσεις μόλις… 3% ή το πολύ 4% στον κατώτατο μισθό από την 1η Απριλίου 2023.
Μάλιστα αυξήσεις στο ίδιο μήκος κύματος με το ΚΕΠΕ προτείνει και η Τράπεζα της Ελλάδας, το ΙΟΒΕ, το οποίο επηρεάζεται από τον ΣΕΒ, αλλά και τα επιστημονικά ινστιτούτα της ΕΣΕΕ (έμποροι) και του ΣΕΤΕ (τουριστικές επιχειρήσεις).
Η μόνη προς τα πάνω διαφοροποίηση έρχεται από τη ΓΣΕΒΕΕ, η οποία προτείνει αύξηση 8% -10% και τη ΓΣΕΕ η οποία προτείνει αύξηση 15,8%.
Μία μεγαλύτερη (από το ισχνό 3% -4% ή ακόμα και 5% που προτείνει η ΕΣΕΕ), σύμφωνα με όσα προκύπτουν από το προαναφερθέν σκεπτικό του ΚΕΠΕ, αύξηση θα αύξανε το χάσμα μεταξύ κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα και κατώτερου βασικού μισθού στο δημόσιο, φέρνοντας ακόμα μεγαλύτερες “αξιώσεις” για ακόμη μεγαλύτερες αυξήσεις στο δημόσιο.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν… περίμενε, πάντως, τη δημοσίευση του πορίσματος του ΚΕΠΕ για να λάβει τα μέτρα της για ενίσχυση των αποδοχών στο δημόσιο. Έδωσε έκτακτο μπόνους στους ενστόλους πριν τα Χριστούγεννα και έχει εξαγγείλει αυξήσεις σε όλους τους μισθούς στο Δημόσιο αλλά και ειδικό μισθολόγιο για ενστόλους και υγειονομικούς από το… 2024.
Και αυτό γιατί έχει εντυπωθεί στο εσωτερικό του υφιστάμενου οικονομικού επιτελείου πως οι δημόσιοι υπάλληλοι ήταν η μόνη κοινωνική κατηγορία, η οποία είχε μείνει εκτός οποιασδήποτε παροχής μετά την έξοδο της χώρας από τα Μνημόνια το 2018.
Οι συνταξιούχοι, υπό μορφή μόνιμης ή έκτακτες ενίσχυσης, έχουν λάβει αρκετές ενισχύσεις με τελευταία την αύξηση 7,75% στις κύριες συντάξεις.
Οι αμειβόμενοι με τον κατώτατο μισθό έχουν λάβει τρεις έως τώρα αυξήσεις και επίκειται άλλη μία τον ερχόμενο Απρίλιο. Επίσης, διαδοχικές είναι οι αυξήσεις των δικαιούχων αλλά και των ποσών των διαφόρων κοινωνικών επιδομάτων.
Αδικημένοι σε σχέση με τους παραπάνω και τα ψίχουλα (σε σχέση με τις απώλειες που έχουν υποστεί από τα μνημόνια) τα οποία έχουν πάρει οι παραπάνω ευάλωτες κοινωνικές ομάδες είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς δεν έχουν πάρει ούτε φράγκο μετά το 2010, καθώς τσακίστηκαν οι μισθοί τους και τα δώρα τους, ενώ το προσωπικό στις δημόσιες υπηρεσίες είναι σταθερά μειωμένο κατά 25% σε σχέση με τα προ-μνημονιακά επίπεδα, την ίδια ώρα που έχει αυξηθεί η απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα.
Και πως θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αν σκεφτεί κανείς πως οι αμειβόμενοι από το δημόσιο υπάλληλοι αποτέλεσαν αρχικά την αιχμή του δόρατος των μνημονίων το 2010 -2012 καθώς η τρόικα και οι ντόπιοι υποτακτικοί της θεωρούσαν πως η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού είναι πρωτίστως δημοσιονομική. Έτσι χτύπησαν την περίοδο εκείνη ιδίως τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων αλλά και τις συντάξεις…
Από το 2012 και μετά, άλλαξαν οι προτεραιότητες των τροϊκανών και θεώρησαν πως προέχει η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης της Ελλάδας – και όχι μόνο της δημοσιονομικής.
Έτσι η κυβέρνηση Παπαδήμου (ΠΑΣΟΚ – ΝΔ – ΛΑΟΣ) μείωσε εν μια νυχτί τον κατώτατο μισθό κατά 22% με πράξη νομοθετικού περιεχομένου, πάγωσε τις “τριετίες” μέχρι να πέσει η ανεργία κάτω από το 10% (από 27% που ήταν εκείνα τα χρόνια!) αλλά και μετέπειτα πέρασε ένα σωρό μέτρα απορρύθμισης της αγοράς εργασίας με στόχο την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Τα τότε μέτρα κατά των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, όμως, σε συνδυασμό με άλλα επιμέρους μέτρα στο δημόσιο έφεραν ακόμη μεγαλύτερη ύφεση, νέο δημοσιονομικό εκτροχιασμό και ανάγκη για νέα μέτρα δημοσιονομικά και οικονομικά κατά των ασθενέστερων και έτσι την αρχή του τέλους της μετέπειτα κυβέρνησης (Σαμαρά – Βενιζέλου) και την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ.
Η κυβέρνηση Τσίπρα σταμάτησε μεν κάθε μισθολογική μείωση στο δημόσιο αλλά δεν πήρε πίσω καμία προηγούμενη μνημονιακή περικοπή, ενώ πέρασε σταδιακά περιορισμένες σε σχέση με τις προηγούμενες, μειώσεις στις συντάξεις (μειώσεις σε επικουρικές και νέες κύριες συντάξεις, κατάργηση ΕΚΑΣ, επιχειρώντας ιδίως μέσω αύξησης της φορολογίας στη μεσαία τάξη να φέρει σε πέρας τους νέους δημοσιονομικούς στόχους που έθεσε η τρόικα, μετά την κωλοτούμπα Τσίπρα στο δημοψήφισμα του 2015, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την πτώση της το 2019…
Κάπως έτσι επήλθε η… “ισότητα”, προς τα κάτω, μεταξύ των αμοιβών, ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, όχι μόνο των κατώτατων αλλά και των μέσων μισθών. Το μόνο βασικό στοιχείο στο οποίο δεν επήλθε προς τα κάτω “ισότητα” σε βάρος του δημοσίου ήταν το καθεστώς εργασίας – απόλυσης. Παρά τις επίμονες προσπάθειες της κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου το 2012- 2014 με υπουργό διοικητικής μεταρρύθμισης τον Κυριάκο Μητσοτάκη (δηλαδή το σημερινό Πρωθυπουργό) δεν πέρασαν, χάρη στις κοινωνικές και πολιτικές αντιστάσεις, οι απολύσεις στο δημόσιο μέσω διαθεσιμότητας κ.λπ.
Πλέον, η κυβέρνηση ΝΔ, έχοντας κλείσει εν πολλοίς τα τυπικά μέτωπα (αν και σε καμία περίπτωση τα δομικά προβλήματα) του συνταξιοδοτικού, βάζει ανοιχτά τους “καλύτερους μισθούς” στο επίκεντρο της επόμενης 4ετίας, όπως ο ίδιος ο Μητσοτάκης έχει δηλώσει, εφόσον φυσικά κερδίσει τις εκλογές.
Όχι μόνο στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και στο δημόσιο. Έτσι έχει εξαγγείλει νέο ενιαίο μισθολόγιο το 2024 με κόστος 500 εκατ. ευρώ. Αυτό θα φέρει αύξηση μόλις… 3,5% στο μέσο μισθό των δημοσίων υπαλλήλων. Μόνο η κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού είχε φέρει μείωση 15% σε ετήσια βάση στις αμοιβές στο Δημόσιο. Αν λάβει κανείς υπ’ όψιν το πάγωμα της μισθολογικής εξέλιξης και άλλες κλιμακωτές μειώσεις (π.χ. εισφορά 2% υπέρ ανεργίας κ.λπ.), η μείωση έφτασε στο 25%.
Έτσι η επικείμενη μέση αύξηση (3,5%) στο Δημόσιο από το 2024 δεν θα “καλύψει” παρά το 1/5 έως 1/7 των άγριων περικοπών των μνημονιακών χρόνων. Αντίθετα, στον ιδιωτικό τομέα, οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό 2019 – 2022 (σωρευτικά 20,5%) μαζί και εκείνη που θα δώσει η κυβέρνηση τον ερχόμενο Απρίλιο (τουλάχιστον 5,5% σύμφωνα με τα σενάρια) θα οδηγήσει στην “κάλυψη”, λένε από την κυβέρνηση, της μείωσης του 2012 (- 22%).
Ωστόσο, το ποσοστό “κάλυψης” των μειώσεων του 2010-2019 για τον ιδιωτικό τομέα και 2012-2023 για το δημόσιο, μόνο έτσι δεν μετριέται…
Η αλήθεια των αριθμών
Για του λόγου το αληθές: Έστω -για παράδειγμα – ότι ένας αμειβόμενος με τον κατώτατο μισθό, εισέπραττε μικτά το ποσό των 752 ευρώ έως και τον Ιανουάριο του 2012. Από τον Φεβρουάριο του 2012 έπεσε ο μισθός στα 586 ευρώ. Δηλαδή έχασε 166 ευρώ/μήνα για 14 μήνες (καθώς λαμβάνονται υπ’ όψιν και τα δώρα). Ωστόσο, ο κατώτατος μισθός του 2012 έμεινε παγωμένος έως και τον Ιανουάριο του 2019, δηλαδή για 7 ολόκληρα χρόνια. Δηλαδή στην 7ετία, ο μισθωτός αυτός έχασε το ποσό των 16.866 ευρώ (7x14x166 ευρώ). Τι κέρδισε ο ίδιος μισθωτός από τις αυξήσεις μετά το 2019; Για την περίοδο 2019 – 2021 κέρδισε 2.772 ευρώ (3x14x66 ευρώ), το πρώτο 5μηνο του 2022 κέρδισε 729 (4×166 + 5×13) ενώ μέχρι τέλος του 2022 κέρδισε άλλα 2.110 (10×166 +9×50). Συνολικά, δηλαδή κέρδισε 5.611 ευρώ. Μ’ άλλα λόγια, “αναπλήρωσε” κατά την 3ετία 2019 – 2022 λιγότερα από το 1/3 (5.611 ευρώ έναντι 16.866 ευρώ) από όσα έχασε στην 6ετία 2012-2018. Με άλλα λόγια, κατά μέσο όρο ετησίως έχασε 2.811 ευρώ το 2012 – 2018 ενώ κέρδισε μόλις 1.870 ευρώ το 2019 – 2023…
Εξάλλου, όπως επισημαίνει το ΚΕΠΕ στο ίδιο πόρισμά του “με το ισχύον φορολογικό καθεστώς μισθωτοί που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό και έχουν από δύο παιδιά και πάνω δεν υπόκεινται σε φορολογία εισοδήματος. Οποιαδήποτε αύξηση άνω του 0,5% θα συνεπάγεται υπέρβαση του αφορολόγητου και μετάβαση σε ανώτερο φορολογικό κλιμάκιο και άρα επιπρόσθετη φορολογική επιβάρυνση”. Αυτό σημαίνει πως η παραπέρα αύξηση του κατώτατου μισθού κρύβει φορολογική παγίδα, στην οποία θα πέσουν όλοι οι δικαιούχοι της. Κοινώς, το κράτος θα τους πάρει από την… πίσω (φορολογική) πόρτα μέρος της αύξησης που θα τους δώσουν οι εργοδότες τους.
Πάρα πολύ χειρότερη είναι η αναλογία των εισοδηματικών απωλειών στο Δημόσιο αν σκεφτεί κανείς πως οι περικοπές του 2010 – 2012 έφτασαν ακόμη και στο 25% και θα παραμείνουν έως και το τέλος του 2023 (δηλαδή για πάνω από 10 χρόνια!) για να “αντισταθμισθούν” με μία πενιχρή αύξηση της τάξεως του 3,5%. Είναι γι’ αυτό προφανές πως οι απώλειες στο Δημόσιο θα πάρουν πολλά – πολλά χρόνια για να “καλυφτούν” πλήρως…
Οπότε λογικό φαίνεται όλο το βάρος της κυβέρνησης ΝΔ να πέσει στον ιδιωτικό τομέα. Αλλά εκεί υπάρχει άλλο πρόβλημα: Οι εργοδότες. Καθώς αυτοί είναι που θα πληρώσουν την αύξηση που θα αποφασίσει το κράτος, εκτός αν από το 2024 επανέλθουν οι ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ “κοινωνικών εταίρων” για τον κατώτατο μισθό..
Είναι γι’ αυτό που η ΝΔ ετοιμάζεται να εξαγγείλει παραπέρα μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, τουλάχιστον 2% για το 2024 – 2028, αφού κατά την προηγούμενη 4ετία τις μείωσε κατά 4,4 μονάδες. Με την ασφαλιστική ελάφρυνση, θα μπορούσαν οι εργοδότες, όπως λένε οι εκπροσώποί τους, να καλύψουν τις αυξήσεις στους μισθούς.
Τρύπες στα έσοδα των ταμείων
Και τι θα γίνει με τις τρύπες στα έσοδα των ταμείων; Το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) το οποίο απηχεί τις απόψεις του ΣΕΒ (τον οποίο συμβουλεύεται επιμελώς ο Μητσοτάκης) προτείνει εισφορές δύο ταχυτήτων από εδώ και στο εξής: Η παραπέρα μείωση των εισφορών (ιδίως των ασφαλισμένων και όχι των εργοδοτών) να αφορά μόνο όσους αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, ενώ όσοι αμείβονται με μισθό πάνω από τον κατώτατο μισθό να έχουν τις ίδιες εισφορές που είχαν.
Έτσι, λέει το ΙΟΒΕ θα αυξηθούν οι καθαροί μισθοί των πιο χαμηλοαμειβόμενων και η τρύπα στα ταμεία θα είναι μικρότερη (σε σχέση με το ενδεχόμενο να μειώνονται οι εισφορές για όλους τους μισθωτούς). Μάλιστα, το ΙΟΒΕ προτείνει να καλύψει την τρύπα αυτή και πάλι το κράτος, όπως έκανε το 2021 – 2023 με τη μείωση των 3 μονάδων. Με δύο λόγια, Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει…
Δηλαδή, κατά πρώτον, οι εργαζόμενοι θα πληρώσουν τις… αυξήσεις καθώς θα μειωθούν μόνο οι εισφορές τους, προκειμένου να αυξηθούν οι καθαρές αποδοχές τους. Κατά δεύτερον, οι χαμηλότερες εισφορές για τους αμειβόμενους με τον κατώτατο θα σπρώξουν (με εργοδοτικό “δάκτυλο”) και άλλους μισθωτούς στο ίδιο χαμηλότερο επίπεδο. Κατά τρίτον, τη ζημιά στα ταμεία θα πληρώσει το κράτος…
Και αυτό την ίδια ώρα, που το κράτος πληρώνει ήδη μια μεγάλη, πολύ μεγάλη ζημιά από τις μειώσεις των μισθών, τόσο κατά τη διάρκεια των Μνημονίων, όσο και μετά από αυτά, προπαντός στον ιδιωτικό τομέα, μέσω της γιγάντιας αύξησης των κοινωνικών επιδομάτων με διάφορα εισοδηματικά κριτήρια στους χαμηλόμισθους και ανέργους.
Ψευτο-κοινωνικό… “παρα-κράτος”
Πρόκειται για ένα τεράστιο ψευτο-κοινωνικό… “παρα-κράτος” (ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, επιδόματα τέκνων κ.λπ.) το οποίο έχει έδρα τον Οργανισμό Προνοιακών Επιδομάτων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΟΠΕΚΑ) και έχει στηθεί για να κλείνει, έστω εν μέρει, τις εισοδηματικές τρύπες που έχει γεννήσει η καπιταλιστική χρεοκοπία στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, χωρίς το οποίο οι κοινωνικές αντιδράσεις θα ήταν πολύ μεγαλύτερες σε σχέση με εκείνες που εμφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια.
Η κυβέρνηση της ΝΔ είχε διακηρυγμένο στόχο (όπως υπαγόρευε το πόρισμα της “Επιτροπής Πισσαρίδη”) να το περιορίσει, αλλά δεν το τόλμησε υπό το φόβο λαϊκών εκρήξεων, ειδικά στις συνθήκες που γέννησε η πανδημία και έπειτα η ενεργειακή κρίση. Όχι μόνο αυτό, αλλά εκτάκτως το διόγκωσε ακόμη περισσότερο με το μπαράζ των έκτακτων επιδομάτων για τους πληττόμενους από την κορονο-κρίση και έπειτα, από το ενεργειακό σοκ.
Πάντως φαίνεται δύσκολο για τη ΝΔ, εφόσον κερδίσει τις εκλογές, από το 2024, να αφήσει ανέγγιχτα τα κρατικά – κοινωνικά επιδόματα, τα οποία αποτέλεσαν πολύ σημαντική εισοδηματική “πατερίτσα” για τους κοινωνικά ευάλωτους, την ώρα που αύξησε φέτος πολύ την τακτική συνταξιοδοτική δαπάνη (λόγω της αύξησης του 7,75%) και θα δώσει και νέα αύξηση το 2024, ενώ έχει εξαγγείλει “ξεπάγωμα” (δίνοντας μέση αύξηση 3,5%) των μισθών στο Δημόσιο το ίδιο έτος, ενώ η όποια παραπέρα μείωση των εισφορών θα πρέπει και πάλι να γίνει με την πλάτη του κράτους…
Να σημειωθεί πως όταν αυξάνονταν σταδιακά ολοένα και περισσότερο τα κοινωνικά επιδόματα (από το 2018), το κράτος δεν έδινε φράγκο για τακτικές, μόνιμες αυξήσεις ούτε στους συνταξιούχους, αλλά ούτε και στους δημοσίους υπαλλήλους, ενώ η κρατική κάλυψη των εισφορών ξεκίνησε το 2021.
Το 2024 θα φανεί η πλήρως αλλαγμένη εικόνα, καθώς θα αυξηθούν και οι μισθοί στο Δημόσιο, οι συνταξιούχοι θα λάβουν τη δεύτερη συνεχόμενη αύξησή τους και παράλληλα το κράτος θα κληθεί για άλλο ένα έτος να καλύψει τις τρύπες από τις νέες μειώσεις εισφορών.
Και όλα αυτά για να “καλυφτούν” όχι μόνο οι απώλειες των Μνημονίων αλλά και των δύο επόμενων κρίσεων (κορόνα, ενέργειας) και παρά το γεγονός ότι το ελληνικό κρατικό χρέος παραμένει στα ύψη και πυκνώνουν τα σύννεφα μίας νέας διεθνούς κρίσης κρατικού χρέους.
Αυτή είναι συνοπτικά η πραγματική εικόνα: Γιγάντια κοινωνική πίεση για αύξηση -και μάλιστα μόνιμη και όχι έκτακτη- κρατικών δαπανών στήριξης των κοινωνικά θιγομένων από τις αλλεπάλληλες κρίσεις εδώ και 15 σχεδόν χρόνια την ώρα που έρχεται νέα διεθνής κρίση κρατικού χρέους και μάλιστα χειρότερη από την προηγούμενη και εντός ενός νέου γεωπολιτικά πλήρως αλλαγμένο σκηνικό (μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία).
Με άλλα λόγια διαμορφώνεται μία απόλυτη αντίθεση μεταξύ των αναγκών των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων (που δεν μπορεί να ικανοποιήσει ο ιδιωτικός τομέας, πετώντας το “μπαλάκι” στο κράτος) από τη μια μεριά και των των ολοένα και μειωμένων οικονομικών αντοχών του (αστικού) κράτους από την άλλη, ακριβώς λόγω της βαθιάς κρίσης του ιδιωτικού τομέα (για αυτό και ζητά συνεχώς νέες ελαφρύνσεις όπως οι μειώσεις εισφορών, φόρων κ.λπ.).
Το γεγονός ότι η εικόνα αυτή θα επιχειρηθεί από τους κυρίαρχους να περάσει από τον παραμορφωτικό καθρέφτη των τριπλών καλπών (εθνικές τον Απρίλιο – Μάιο του 2023, Αυτοδιοικητικές τον Οκτώβριο του 2023 και ευρωεκλογές τον Ιούνιο του 2024), δεν θα αλλάξει κάτι ουσιαστικά σε αυτή…
Από την άλλη μεριά, πρέπει να επισημανθεί πως το μπαράζ των τακτικών και έκτακτων δημοσίων δαπανών για συνταξιούχους, δημοσίους υπαλλήλους, ανέργους δεν έχει απλά και μόνο “προεκλογικό” χαρακτήρα, αλλά υποδηλώνει και ένα ταξικό συσχετισμό δύναμης, ο οποίος παρά τη νίκη της ΝΔ στις εκλογές του 2019, αλλά και την παραμονή της στην εξουσία την εξαιρετικά δύσκολη περίοδο 2020 -2022, η οποία χαρακτηρίστηκε από δύο απανωτές “άτυπες” μερικές χρεοκοπίες του ελληνικού κράτους λόγω κατά πρώτον της κορονο-κρίσης και έπειτα της ενεργειακής κρίσης, δεν κατέστη θετικός για την ελληνική αστική τάξη.
Οι εν λόγω “άτυπες” μερικές χρεοκοπίες δεν κατέστησαν ….τυπικές, κυρίως γιατί οι Βρυξέλλες ανέχτηκαν τους υπερ – ελλειμματικούς προϋπολογισμούς της Ελλάδας κατά την προηγούμενη 3ετία στα πλαίσια της γενικότερης χαλάρωσης των ευρω – δημοσιονομικών κανόνων την οποία επέβαλε ο οξύς χαρακτήρας αυτών των κρίσεων ιδίως στην περιοχή της ευρωζώνης και ο ενεξέλεγκτος χαρακτήρας των κοινωνικών αντιδράσεων αν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν κατέβαλαν πακτωλό χρημάτων για τη “στήριξη” ιδιαίτερα των αδύνατων κοινωνικών στρωμάτων…
Και γι’ αυτό, η εργατική απάντηση δεν μπορεί να περάσει απλά και μόνο μέσα από την απαίτηση και τον προπαντός τον αγώνα για ακόμη μεγαλύτερες αυξήσεις των δαπανών αυτού του (αστικού) κράτους (το οποίο παραμένει υπερχρεωμένο!) -και έτσι είναι αέρας κοπανιστός οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ ή όποιου άλλου πολιτικού φορέα, μετώπου κ.λπ. προς αυτήν την κατεύθυνση- αλλά και από την πάλη για την ανατροπή του αστικού κράτους, την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την εργατική εξουσία και τη σοσιαλιστική αναδιοργάνωση της κοινωνίας πάνω στα συντρίμμια του καπιταλισμού.
‘Ολες οι άλλες “απαντήσεις” από πλευράς αριστεράς πλην εκείνης που συνδέει την πάλη για την πλήρη και αξιοπρεπή κάλυψη των κοινωνικών αναγκών με την πάλη για την εργατική εξουσία δεν κάνουν τίποτα άλλο εν τέλει από το να παίζουν στο έδαφος του ταξικού αντιπάλου και έτσι είναι καταδικασμένες να οδηγήσουν την εργατική τάξη σε πισωγυρίσματα, ήττες και προδοσίες.
Δ.Κ.