Διαβάστε το πρώτο μέρος: http://www.eek.gr/index.php/art/4874-texni-kai-oktovriani-epanastasi
[ Ομιλία στη Λέσχη της Νέας Προοπτικής στην Πάτρα, στις 22/3/2017 ]
μέρος δεύτερο (τελευταίο)
Το κίνημα της «Προλέτκουλτ» και η στάση του Μπολσεβίκικου Κόμματος
Στη δίνη των πρώτων χρόνων της σοσιαλιστικής επανάστασης, μ’ ένα τεράστιο κοινωνικό – πολιτισμικό πείραμα να λαμβάνει χώρα σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου[1] και τους επαναστάτες-καλλιτέχνες να πειραματίζονται σε όλο το φάσμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, συμμετέχοντας παράλληλα στον ταξικό πόλεμο, εμφανίζεται το κίνημα της «Προλέτκουλτ» (λέξη που διαμορφώνεται από τα αρχικά των λέξεων Προλεταριακή Κουλτούρα). Το κίνημα της «Προλέτκουλτ» αγκαζάρει καλλιτέχνες απ’ όλες τις τέχνες και μάλιστα, απ’ τους πιο πρωτοπόρους. Κεντρικό τους ζήτημα είναι ότι: «η οικοδόμηση του σοσιαλιστικού πολιτισμού πρέπει να γίνει σε «παρθένο» έδαφος, από καινούριες μόνο δυνάμεις και χωρίς καμιά επαφή με την παλιά κουλτούρα, που θα μπορούσε να ασκήσει μολυντική και αποσυνθετική επίδραση στη διαμόρφωση του καινούριου πολιτισμού»[2].
Απέναντι σε αυτή τη στάση, η ηγεσία των Μπολσεβίκων απαντά, προσπαθώντας να «εξηγήσει υπομονετικά» (Λένιν) ότι η νέα κουλτούρα της ανθρωπότητας στη σοσιαλιστική / κομμουνιστική κοινωνία θα είναι πανανθρώπινη και όχι απλώς προλεταριακή κουλτούρα.
Ο Λένιν στο λόγο του «Για τον Προλεταριακό Πολιτισμό» τον Οκτώβρη του 1920 γράφει: «Ο μαρξισμός απόκτησε την κοσμοϊστορική σημασία του σαν ιδεολογία του επαναστατικού προλεταριάτου, γιατί δεν απόρριψε καθόλου τις πολυτιμότατες κατακτήσεις της αστικής εποχής, αλλά αντίθετα αφομοίωσε και επεξεργάστηκε ό,τι το πολύτιμο είχε να παρουσιάσει μέσα σε δυο χιλιάδες και πλέον χρόνια η ανάπτυξη της ανθρώπινης σκέψης και του πολιτισμού. Μόνο η παραπέρα δουλειά πάνω σ’ αυτή τη βάση και σ’ αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση, που θα εμπνέεται από την πρακτική πείρα της δικτατορίας του προλεταριάτου, σαν τελευταίας πάλης ενάντια σε κάθε εκμετάλλευση, μπορεί να θεωρηθεί σαν ανάπτυξη του πραγματικού προλεταριακού πολιτισμού»[3].
Ο Λέον Τρότσκι, με τη σειρά του, στο σημαντικό έργο «Λογοτεχνία και Επανάσταση», γράφει: «Για το άμεσο μέλλον, το κύριο καθήκον της προλεταριακής διανόησης δεν βρίσκεται στην αφηρημένη έννοια μιας καινούριας κουλτούρας, για την οποία δεν υπάρχουν ακόμα οι βάσεις, αλλά στην πιο συγκεκριμένη πολιτιστική εργασία: να βοηθήσει συστηματικά, προγραμματισμένα και βέβαια, με πνεύμα κριτικό, τις καθυστερημένες μάζες να αφομοιώσουν τα απαραίτητα στοιχεία της υπάρχουσας κουλούρας. Δεν μπορεί να δημιουργήσει κανείς μια ταξική κουλτούρα πίσω από τις πλάτες της τάξης. (…) Όροι όπως «προλεταριακή λογοτεχνία» και «προλεταριακή κουλτούρα» είναι επικίνδυνοι για το γεγονός ότι συμπιέζουν τεχνητά το πολιτιστικό μέλλον μέσα στο στενό πλαίσιο του παρόντος. (…) Ας συμφωνήσουμε ότι «Προλέτκουλτ» σημαίνει «πολιτιστική δράση του προλεταριάτου», δηλαδή μανιασμένη πάλη για το ανέβασμα του πολιτιστικού επιπέδου της εργατικής τάξης. Στ’ αλήθεια, η σπουδαιότητα του «Προλέτκουλτ» δεν πρόκειται να λιγοστέψει ούτε κατά ένα γιώτα μ’ αυτή την ερμηνεία.»[4].
Η διαλεκτική στάση της ηγεσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος απέναντι στο κίνημα της «Προλέτκουλτ», που συνδύαζε την υπομονετική εξήγηση με την κριτική και την υποστήριξη στις δημιουργικές πλευρές του κινήματος, συντέλεσε στη δημιουργία ενός ζωντανού και αξιοθαύμαστου πολιτιστικού κινήματος μέσα στην εργατική τάξη. Τα Προλέτκουλτ έγιναν τελικά μια μαζική μορφωτική/πολιτιστική οργάνωση με 300 περίπου παραρτήματα και σχεδόν μισό εκατομμύριο μέλη, διεισδύοντας ακόμα και σε χώρους όπου οι κομματικές οργανώσεις ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Εξέδιδαν εφημερίδες, περιοδικά, και βιβλία, διέθεταν ένα ολόκληρο δίκτυο από λέσχες, σχολές, θεατρικά εργαστήρια, όπου καλλιεργούνταν πρωτότυπες μορφές ερασιτεχνικής δημιουργίας των εργατών, όπως οι μαζικές απαγγελίες, οι παραστάσεις σε ανοιχτούς χώρους, οι εργατικές χορωδίες κ.λπ[5].
Στα πλαίσια αυτά, τον Νοέμβριο του 1918 και ως μέρος της «Προλέτκουλτ», δημιουργήθηκε το πρώτο τρένο «Αγκίτ-Προπ» (αγκιτάτσιας και προπαγάνδας) για να βοηθήσει στην άνοδο του πολιτιστικού επιπέδου της υπαίθρου. Οι λαμαρίνες αυτών των τρένων ήταν ζωγραφισμένες από ζωγράφους της πρωτοπορίας όπως οι Ρόντσενκο και Λιζίνσκι και στολισμένες με στίχους του Μαγιακόφσκι. Τα τρένα της «Αγκίτ – Προπ», στις στάσεις που έκαναν,οργάνωναν συγκεντρώσεις και πρόβαλλαν ταινίες και «επίκαιρα» της εποχής σε ανθρώπους που δεν είχαν δει ποτέ κινηματογράφο. Επιβάτες σ’ αυτά ήταν και εκατοντάδες νεαροί κάμεραμεν, οι οποίοι έκαναν λήψεις υπό την καθοδήγηση κυρίως του φουτουριστή κινηματογραφιστή Τζίγκα Βερτόφ. Σ’ αυτόν οφείλεται και το ένα από τα δύο βασικότερα ρεύματα του σοβιετικού κινηματογράφου, ο «Κινηματογράφος-Μάτι». Αυτοί οι πειραματισμοί και οι συζητήσεις οδήγησαν το 1923 ως την εφεύρεση του ντοκιμαντέρ.[6]
Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός
Με το πέρασμα στη δεκαετία του ‘30, την ένταση της απομόνωσης της ΕΣΣΔ, τα εσωτερικά προβλήματα να εντείνονται και τους ναζί να ανεβαίνουν στην κυβέρνηση στη Γερμανία, ενισχύοντας τις δυνάμεις του φασισμού σε χώρες όπως η Γαλλία, η εξουσία των σταλινικών θερμιδωριανών[7] παγιώνεται. Ο Τρότσκι και η «Αριστερή Αντιπολίτευση» έχουν διαγραφεί από το Κόμμα ήδη από το 1927. Ο Λέον Τρότσκι βρίσκεται εξόριστος σ’ έναν «πλανήτη χωρίς διαβατήριο». Τα μέλη της «Αριστερής Αντιπολίτευσης» στην ΕΣΣΔ, με την κατηγορία του «εχθρού του λαού», του «τροτσκισμού», του «σοσιαλφασίστα», φυλακίζονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, βασανίζονται, εκτελούνται. Στις υπόλοιπες χώρες, όπου εμφανίζονται δυνάμεις επαναστατών-μαρξιστών, αντιμετωπίζουν διπλή καταστολή: από τα μέλη των ΚΚ και από το αστικό κράτος, με την αγαστή συνεργασία των δυνάμεων των φασιστών.
Το έτος 1933 είναι σημείο καμπής στον πολιτικό προσανατολισμό του Τρότσκι και της «Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης» (ΔΑΑ). Η αποτυχία του Κ.Κ. Γερμανίας (πάντα υπό την καθοδήγηση του ΚΚΣΕ) να αντισταθεί στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και η αδυναμία της Κομμουνιστικής Διεθνούς υπό τη σταλινική ηγεσία να διορθώσει την πολιτική της, οδηγούν τον Τρότσκι στο συμπέρασμα ότι η ανανέωση της Κομμουνιστικής Διεθνούς σε λενινιστικές βάσεις είναι πλέον αδύνατη. Συνεπώς, απαιτείται το χτίσιμο μιας νέας 4ης διεθνούςκαι νέων επαναστατικών κομμάτων σε όλο τον κόσμο. Αυτός θα είναι και ο κεντρικός στόχος του «εξόριστου προφήτη» στα εφτά χρόνια ζωής που του απομένουν, μέχρι τη δολοφονία του από τον Χουάν Ραμόν Μερκαντέρ, πράκτορα του Στάλιν, στο Κογιοακάν του Μεξικού.
Πίσω στη Ρωσία και πιο συγκεκριμένα στο Λένινγκραντ (ονομασία που δόθηκε στην Πετρούπολη μετά τον θάνατο του Λένιν, το 1924), το 1934 ο Σεργκέι Κίροφ, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΣΕ, δολοφονείται υπό άγνωστες συνθήκες. Η κυβέρνηση προσπαθεί να εμπλέξει τον Τρότσκι και τους αγωνιστές της Αντιπολίτευσης ως υπεύθυνους για τη δολοφονία, δημιουργώντας το υπέδαφος για τις επερχόμενες Δίκες της Μόσχας.
Σε αυτές τις συνθήκες, τον Αύγουστο του 1934 στη Μόσχα, το πρώτο Πανρωσικό Συνέδριο των Ρώσων Συγγραφέων, καθορίζει την μέθοδο του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», ο οποίος γίνεται έκτοτε στη Σοβιετική Ένωση και στις χώρες που βρίσκονται υπό τον έλεγχό της, το επίσημο δόγμα όσον αφορά στην καλλιτεχνική δημιουργία. Στην επίσημη κομματική γλώσσα μιλάνε πλέον για τους «αντικειμενικούς νόμους της σοσιαλιστικής τέχνης»[8]. «Η πολιτική του κόμματος στα προβλήματα της λογοτεχνίας και της τέχνης ξεκινάει από τις λενινιστικές αρχές της κομματικότητας και της λαϊκότητας»[9].
Στο εξής και σύμφωνα με τις επίσημες εντολές, ο σοβιετικός καλλιτέχνης οφείλει να δίνει μία ιστορικά ακριβή αναπαράσταση της πραγματικότητας στο πλαίσιο της επαναστατικής της εξέλιξης, σύμφωνα πάντα με την κυρίαρχη κομματική άποψη. Οφείλει να συμβάλλει στην ιδεολογική μεταμόρφωση και στην εκπαίδευση των εργατών, σύμφωνα με το πνεύμα του κρατικά επίσημου σοσιαλισμού. Η μέθοδος του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», η οποία επιβλήθηκε αμέσως σε όλες τις μορφές τέχνης, παρουσιάζονταν ως «επιστημονική». Το ιδανικό του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» που καλούνταν να υπηρετήσουν πλέον οι καλλιτέχνες, απαιτούσε να θυσιαστούν οι μορφικές αναζητήσεις στην κατανόηση του περιεχόμενου, ώστε το «κομμουνιστικό» μήνυμα του έργου να γίνεται αντιληπτό από τον κάθε πολίτη. Κάθε μορφή πειραματισμού και έρευνας θεωρείται πλέον «φορμαλισμός» ή «υποκειμενισμός». Ο καλλιτέχνης υποχρεούται να απορρίπτει τον «φορμαλισμό» και τον «υποκειμενισμό» και να εκφράζεται με ύφος κατανοητό σε όλους. Οφείλει να αναπλάθει την «πραγματική ζωή» με την βοήθεια μιας απλής γραφής και να μένει πιστός στο Κόμμα, έστω και αν η αλήθεια των γεγονότων δεν καλύπτει εκείνη του Κόμματος.
Η ζωή της Σοβιετικής τέχνης γίνεται ένα είδος μαρτυρολογίου. Οι καλλιτέχνες, ο ένας μετά τον άλλο, αυτο-εξευτελιζόμενοι και υπό την πίεση και τις απειλές των αρχών, υποχρεώνονται να αποκηρύξουν το έργο τους. Ο πειραματισμός και η δημιουργική έξαρση της δεκαετίας του ‘20 αντικαθίσταται από την εξαιρετικά απλή αφήγηση των επιτευγμάτων υποδειγματικών εργατών, των λεγόμενων «θετικών ηρώων», από έργα με ένα αφελή διδακτισμό και μια παραμυθένια πραγματικότητα-εκτός πραγματικότητας, ενός κόσμου γεμάτου χίμαιρες. Πώς αλλιώς εξάλλου, όταν η αλήθεια του Κόμματος είναι «επισήμως» ανώτερη από την αλήθεια της ζωής! Όσο γενικεύονταν ο σταλινικός τρόμος τόσο εντείνονταν και οι απαιτήσεις προς τους καλλιτέχνες να ακολουθούν το συγκεκριμένο δόγμα στο έργο τους.
Ο Λέον Τρότσκι γράφει για τον «σοσιαλιστικό ρεαλισμό»:
«Προβάλλουν σαν παράδειγμα μια ιδανική κοινωνία, απαλλαγμένη από κάθε σύγκρουση και αποτελούμενη από ήρωες της εργασίας, από μητέρες ηρωίδες από οικογένειες χωρίς προβλήματα, από ταξιαρχίες ελίτ που ακολουθούν με ενθουσιασμό και χωρίς συζήτηση τις ντιρεκτίβες και τα λάθη των εκπροσώπων του κόμματος».
Το Μανιφέστο «Για μια Ανεξάρτητη Επαναστατική Τέχνη»
Στην προσπάθειά του να συσπειρώσει καλλιτέχνες και διανοούμενους στις ιδέες του επαναστατικού Μαρξισμού, ο εξόριστος Λέον Τρότσκι συναντιέται το 1938 στο Κογιοακάν του Μεξικού, με τον ιδρυτή του Υπερρεαλιστικού κινήματος, Αντρέ Μπρετόν. Οι συζητήσεις των δύο αντρών, με τη συμβολή του ζωγράφου Ντιέγκο Ριβέρα οδηγούν στη δημιουργία της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ανεξάρτητης Επαναστατικής Τέχνης. Το Μανιφέστο «Για μια Ανεξάρτητη Επαναστατική Τέχνη» εκφράζει τις κεντρικές ιδέες αυτής της πρωτοβουλίας:
« (…) Η αληθινή τέχνη, που προσπαθεί να εκφράσει τις εσωτερικές ανάγκες του ανθρώπου και της σημερινής ανθρωπότητας, δεν μπορεί να μην είναι επαναστατική, δηλ. να μην τείνει σε μια πλήρη και ριζική ανοικοδόμηση της κοινωνίας. (…) Ταυτόχρονα, αναγνωρίζουμε ότι μονάχα η κοινωνική επανάσταση μπορεί ν’ ανοίξει τον δρόμο για μια καινούρια κουλτούρα. (…) Η κομμουνιστική επανάσταση δεν φοβάται την τέχνη (…). Η ελεύθερη εκλογή των θεμάτων και ο απόλυτος μη-περιορισμός όσον αφορά τον τομέα της έρευνάς του, συνιστούν για τον καλλιτέχνη ένα αγαθό που αυτός έχει δικαίωμα να διεκδικεί σαν αναπαλλοτρίωτο. Στην υπόθεση της καλλιτεχνικής δημιουργίας, έχει θεμελιώδη σημασία να απαλλαγεί η φαντασία από οποιουσδήποτε καταναγκασμούς και να μην υπόκειται, κάτω από οποιοδήποτε πρόσχημα, σε καλούπια. (…) Αναγνωρίζουμε, φυσικά, στο επαναστατικό κράτος το δικαίωμα της άμυνας κατά της επιθετικής αστικής αντίδρασης, ακόμα κι όταν αυτή καλύπτεται κάτω από τη σημαία της επιστήμης ή της Τέχνης. (…) Η επανάσταση (…) πρέπει εξαρχής να θεμελιώσει και να εξασφαλίσει ένα αναρχικό καθεστώς πνευματικής ελευθερίας. Καμία επιβολή, κανένας καταναγκασμός, ούτε το παραμικρό ίχνος διαταγής! (…) Θεωρούμε ότι το υπέρτατο καθήκον της Τέχνης της εποχής μας είναι να συμμετέχει συνειδητά και ενεργά στην προετοιμασία της επανάστασης. (…) Θέλουμε:
– Την ανεξαρτησία της Τέχνης για την Επανάσταση.
– Την Επανάσταση, για την οριστική απελευθέρωση της Τέχνης.»[10]
Αντί επιλόγου – κύματα σκέψεων
Η επαναστατική τέχνη, μέσα από τις πιο προωθημένες μορφές καλλιτεχνικής δημιουργίας, εκφράζει ελπίδες και πάθη, αγωνίες και αγώνες των ανθρώπων κάθε ιστορικής εποχής. Εκδηλώνεται ως κραυγή αγωνίας κι ελπίδας των Καταπιεσμένων για μια ζωή χωρίς πολέμους και φτώχεια, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, για μια ζωή που ν’ αξίζει να βιωθεί. Φαινομενικά «ά-χρηστη» και καθόλου εργαλειακά «χρήσιμη», προσφέρει το ποιητικό πλεόνασμα της Ελπίδας. Καλλιεργεί «την ψυχή και το πνεύμα» (Μαρξ), συγκινεί και προβληματίζει, οξύνει φαντασία και κρίση, διεγείρει την ανάγκη για δράση τόσο σε αυτούς από τους οποίους γίνεται, όσο και σε αυτούς στους οποίους απευθύνεται.
Ο επαναστάτης-καλλιτέχνης, σαν πολύ ευαίσθητος δέκτης, συμμετέχει και ζυμώνεται μέσα στα κοινωνικά και ταξικά κινήματα χειραφέτησης των Καταπιεσμένων, εμπνέεται από τις σοσιαλιστικές ιδέες και τα ιδανικά για τα οποία αγωνίζεται η εργατική τάξη. Η δυναμική ώσμωση με το ταξικό κίνημα, με τρόπο άμεσο ή έμμεσο, αντανακλάται στο έργο του.
Η επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού είναι το μοναδικό μέσο οριστικής απελευθέρωσης της Τέχνης. Στη σοσιαλιστική κοινωνία που οραματιζόμαστε και για την οποία παλεύουμε, η καλλιτεχνική δημιουργία θα βρει το αληθινό της πρόσωπο, παύοντας να είναι είδος προς αγορά και πώληση.
Θέλουμε:
– Την ανεξαρτησία της Τέχνης για την Επανάσταση.
– Την Επανάσταση, για την οριστική απελευθέρωση της Τέχνης.
Σάββας Στρούμπος
Αθήνα 6/4/2017
Βλ. αναλυτικά για τις απαρχές του ρωσικού εμφυλίου: Βικτόρ Σερζ «Έτος ένα της Ρωσικής Επανάστασης», εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2017 και για την εξέλιξη του πολέμου, την οργάνωση του Κόκκινου Στρατού και τις μάχες που δόθηκαν από το 1918 – 1923: Leon Trotsksy “MilitaryWritings”, vol. 1-5, New Park publications, London, 1979.
«Σοσιαλισμός και Κουλτούρα», πρόλογος – επιμέλεια Αντώνης Βογιάζος, τ. Α’, σελ. 19, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 1979.
Β.Ι. Λένιν, Άπαντα, τ. 41, σελ. 337, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
Λέον Τρότσκι, Λογοτεχνία και Επανάσταση, σελ. 156-165, μτφ. Λ. Μιχαήλ, εκδ. Παρασκήνιο, Αθήνα, 2003.
«Σοσιαλισμός και Κουλτούρα», ό.π., σελ. 25.
Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/Ρωσική_πρωτοπορία
Για τον συσχετισμό της σταλινικής γραφειοκρατίας με το Θερμιδώρ του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, βλέπε, Λέον Τρότσκι: «Το Εργατικό Κράτος και το Ζήτημα του Θερμιδόρ και του Βοναπαρτσμού», στο βιβλίο «Η Ταξική Φύση της Σοβιετικής Ένωσης», εκδ. Αλλαγή, Αθήνα, 1986.
Α. Γκεγκόροφ, Προβλήματα αισθητικής, σελ. 338, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1980.
ό.π., σελ. 351
Λέον Τρότσκι – Αντρέ Μπρετόν, Για μια Ανεξάρτητη Επαναστατική Τέχνη, σελ. 9-14, μτφ. Α. Φράγκα, εκδ. Αλλαγή, Αθήνα, 1985.