
Για τις θέσεις των Ελλήνων Τροτσκιστών τον καιρό της Κατοχής
Σχόλιο σε ένα δημοσίευμα της ΟΚΔΕ
του Θόδωρου Κουτσουμπού
Στην ηλεκτρονική σελίδα της ΟΚΔΕ (Οργάνωση Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας, που εκφράζεται με όργανο την Εργατική Πάλη) δημοσιεύτηκε την 1η Δεκέμβρη 2021 ένα ιστορικό κείμενο, η Απόφαση της Ευρωπαϊκής Γραμματείας της Τέταρτης Διεθνούς του Γενάρη 1946 για την Ελλάδα ( https://www.okde.gr/archives/15540 ).
Ο τίτλος του είναι: «Απόφαση της Ευρωπαϊκής Γραμματείας της 4ης Διεθνούς (Γενάρης1946) για τη στάση των τροτσκιστικών οργανώσεων στα “Δεκεμβριανά”». Βέβαια, όπως μπορούν να διαπιστώσουν οι αναγνώστες το κείμενο δεν αφορά απλώς στα Δεκεμβριανά και σίγουρα δεν τα θέτει εντός εισαγωγικών όπως κάνει ο προλογίζων το κείμενο Σ.Π. Είναι η κριτική που ασκεί η Ευρωπαϊκή Γραμματεία της Τέταρτης Διεθνούς για την πολιτική των Ελλήνων τροτσκιστών τον καιρό της Κατοχής, όπου τα Δεκεμβριανά του 1944 είναι μια κορυφαία στιγμή της σύγκρουσης – και σημείο καμπής της μεγάλης εργατο-αγροτικής επανάστασης που αναπτύχθηκε στα χρόνια της Κατοχής.
Πρόκειται για ένα ιστορικό πράγματι κείμενο – η «απόφαση αυτή έχει ιστορική αξία», όπως σημειώνει και ο Σ.Π. Το κείμενο αυτό έχει μεταφραστεί και δημοσιευτεί στα ελληνικά εδώ και 50 περίπου χρόνια, από τον καιρό της δικτατορίας, στο περιοδικό Κομμουνιστής, όργανο της Εργατικής Διεθνιστικής Ένωσης (ΕΔΕ), πρόδρομο σχήμα του ΕΕΚ. Έχει επανειλημμένα δημοσιευτεί στην Επαναστατική Μαρξιστική Επιθεώρηση και περιλαμβάνεται στο βιβλίο του υπογραφόμενου ΕΛΛΑΔΑ 1941 – 1945, Πόλεμος Χωρικών και Κοινωνική Επανάσταση, σελ. 186 κ.ε. της πρώτης έκδοσης του 2003 και σελ. 206 κ.ε. της δεύτερης έκδοσης του 2015.
Για δεκαετίες αυτή η κριτική, όπως και τα συμπληρωματικά κείμενα του τροτσκιστή ηγέτη Γιώργου Βιτσώρη, με την κριτική στην πολιτική των τροτσκιστών της Ελλάδας στον καιρό της Κατοχής, έμεναν εκτός ενδιαφέροντος ή κριτικής της ΟΚΔΕ. Για άλλους, όπως για τα στελέχη και μέλη της ΕΔΕ και του ΕΕΚ αποτέλεσαν αφετηρία για μια σε βάθος μελέτη και κριτική επανεξέταση της θέσης των ελληνικών τροτσκιστικών οργανώσεων στην Ελλάδα τον καιρό της Κατοχής απέναντι στο αντάρτικο. Αλλά, συγχρόνως, αυτή η επανεξέταση είναι που μας οδήγησε στη μελέτη της επανάστασης του 1941-1949, της μεγαλύτερης ιστορικής εμπειρίας της εργατικής τάξης και του λαού της Ελλάδας από το σχηματισμό του ανεξάρτητου κράτους το 1830.

Θεωρούμε, ότι τηρουμένων των αναλογιών, η επανάσταση του 1941-1949 είναι για το ελληνικό εργατικό επαναστατικό κίνημα ό,τι ήταν για τους μπολσεβίκους η Ρωσική επανάσταση του 1905. Όπως ο Λένιν και ο Τρότσκι πολλές φορές εξηγούσαν, χωρίς τα μαθήματα από την Επανάσταση του 1905 δεν θα μπορούσε να έχει νικήσει η Οκτωβριανή Επανάσταση. Η οποιαδήποτε πολιτική ανάλυση και επαναστατική προοπτική στην Ελλάδα δεν μπορεί να χαραχθεί χωρίς να στηρίζεται στο ιστορικό έδαφος του δικού μας 1905.
Ο Σ.Π. στον τίτλο και στην εισαγωγή του θέτει εντός εισαγωγικών τα Δεκεμβριανά. Τι υπονοεί δηλαδή με τα εισαγωγικά: «Δεκεμβριανά»; Ότι δεν έγινε επανάσταση, αλλά κάτι ψευδεπίγραφο; Δεν το εξηγεί αυτό, όμως στο σύντομο εισαγωγικό του σημείωμα καταφέρνει να συμπυκνώσει όλη τη λαθεμένη αντίληψη της πλειοψηφίας των τροτσκιστικών ομάδων τον καιρό της Κατοχής και της παράδοσης που κληροδοτήθηκε -άκριτα- στις επόμενες γενιές. Συγχρόνως επιχειρεί να βγάλει λαθεμένη την Απόφαση της Ευρωπαϊκής Γραμματείας της Τέταρτης Διεθνούς. Στην πραγματικότητα ο Σ.Π., όπως θα δείξουμε, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις θέσεις του Τρότσκι και επίσης με του Παντελή Πουλιόπουλου.

Παραθέτουμε κατά λέξη το πρώτο τμήμα της εισαγωγής του Σ.Π. :
« Με την ευκαιρία των “Δεκεμβριανών” του 1944, παραθέτουμε την απόφαση της Ευρωπαϊκής Γραμματείας της 4ης Διεθνούς, που πάρθηκε τον Γενάρη του 1946 και αφορά τη στάση των τροτσκιστικών και τροτσκιζουσών οργανώσεων στα γεγονότα και σε σχέση με το ΕΑΜ γενικότερα. Η απόφαση αυτή έχει ιστορική αξία, αλλά οφείλουμε να πούμε ότι η κριτική που ασκεί -τουλάχιστον όσον αφορά τις θέσεις των τροτσκιστικών οργανώσεων και όχι του Α. Στίνα- είναι άδικη και σε πολλά σημεία λανθασμένη. Η στάση των ελληνικών τροτσκιστικών οργανώσεων, όπως και του παγκόσμιου τροτσκιστικού κινήματος, στην περίοδο του Β΄Π.Π. ήταν σωστή -πέρα από ορισμένα ζητήματα δευτερεύουσας σημασίας- όπως βέβαια και στα “Δεκεμβριανά” και γενικότερα απέναντι στο ΕΑΜ. »(η επισήμανση με bold δική μας – Θ.Κ.)
Στίνας
Ας ξεκαθαρίσουμε εδώ ένα σημείο πριν ασχοληθούμε με το βασικό θέμα, την κριτική του Σ.Π στην Απόφαση της Ευρωπαϊκής Γραμματείας της Τέταρτης Διεθνούς. Ο Σ.Π. διαχωρίζει τον Άγι Στίνα και την οργάνωσή του από τις τροτσκιστικές οργανώσεις. Γιατί; To γεγονός ότι ο Στίνας εγκατέλειψε τον τροτσκισμό (και τον μαρξισμό) μετά το 1947 δεν συνιστά λόγο να ξαναγράψουν οι τροτσκιστές την Ιστορία. Ο Στίνας ήταν ένας από τους ηγέτες του τροτσκισμού από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 και στην Κατοχή. Παρότι είχε δεχθεί την σφοδρή και ορθότατη κριτική του Παντελή Πουλιόπουλου μέσα στις φυλακές της Ακροναυπλίας, δεν έπαυε να αναγνωρίζεται ως τροτσκιστής ηγέτης. Διόλου τυχαία, ο Λουκάς Καρλιάφτης (Κ. Καστρίτης) στη διάρκεια της φασιστικής Κατοχής στην Ελλάδα αποχώρησε από την οργάνωση των οπαδών του Πουλιόπουλου (την ΕΟΚΔΕ, μετέπειτα ΚΚΔΕ) για να συνενωθεί με τον Στίνα. Ακόμη, τον Ιούλιο του 1946, στο σημαντικό αλλά μετέωρο βήμα των τροτσκιστικών ομάδων με τον σχηματισμό του ΚΔΚΕ (Κομμουνιστικό Διεθνιστικό Κόμμα Ελλάδας) ο Στίνας υπήρξε ο πρώτος γραμματέας του μέχρι το 1947.
Έχοντας ζυμωθεί σε ένα κίνημα, το τροτσκιστικό, που αντιμετώπισε την παραχάραξη της Ιστορίας από το σταλινισμό, θεωρούμε αδιανόητο να βλέπουμε στρεβλώσειςτης Ιστορίας από στελέχη του τροτσκιστικού κινήματος.
“Άδικη και λανθασμένη”
Ας περάσουμε τώρα στο κεντρικό σημείο, των -κατά Σ.Π- «λαθών» της Ευρωπαϊκής Γραμματείας της Τέταρτης Διεθνούς.
«Η κριτική που ασκεί (η Ευρωπαϊκή Γραμματεία της Τέταρτης Διεθνούς) είναι άδικη και σε πολλά σημεία λανθασμένη», γράφει ο Σ.Π. Το λάθος, κατ’ αυτόν, βρίσκεται στο παρακάτω απόσπασμα:
«Η πολιτική που υιοθετήθηκε από το 1943, τόσο από την ηγεσία του Εργατικού Μετώπου {τάση Στίνα}, όσο κι απ’ αυτή της Εργατικής Πάλης {τάση Π. Πουλιοπουλου} –παρά τις ελαφρές τους διαφορές αντιλήψεων– απέναντι στο ζήτημα του Εαμικού κινήματος στην Ελλάδα, καθώς κι απέναντι στα γεγονότα του Δεκέμβρη του 1944, οφείλει να χαρακτηριστεί σαν τυπικά σεχταριστική και σε σαφή αντίθεση με όλες τις αποφάσεις που αναφέραμε παραπάνω και που προσδιορίζουν τη γραμμή της Διεθνούς.»
Όμως, η ιστορική έρευνα μπορεί να δείξει ότι όχι μόνο η ομάδα των «ντεφετιστών» του Στίνα («Ο Ε.Λ.Α.Σ., όπως και ο Ε.Δ.Ε.Σ. ήταν στρατοί που συνεχίζανε στο εσωτερικό της χώρας τον πόλεμο εναντίον των Γερμανών και Ιταλών»), όχι μόνο ο Κ. Καστρίτης – Λουκάς Καρλιάφτης («Έτσι, η δημιουργία του ΕΛΑΣ-ΕΑΜ κι ο ανταρτοπόλεμος ήταν μια προέκταση της σοσιαλπατριωτικής υπεράσπισης της αστικής Ελλάδας»), αλλά και οι γνήσιοι ας το πούμε «αντι-ντεφετιστές» με ηγέτη τον Χρήστο Αναστασιάδη τα ίδια έλεγαν και έκαναν στην πράξη: «Μακρυά από το προδοτικό ΕΑΜ, συγκροτείστε το δικό σας ταξικό μέτωπο πάλης», παρότρυνε τους εργάτες η Β’ Εθνική Συνδιάσκεψη του Κόμματος Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας με ηγέτη τον Χρήστο Αναστασιάδη. Στην πραγματικότητα κανένα «ταξικό μέτωπο πάλης» δεν συγκροτούσαν αλλά το πολύ-πολύ μια συνεργασία ακροαριστερών οργανώσεων. Οι τεράστιες μάζες της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς είχαν ήδη στρατευτεί στο ΕΑΜ και εκατοντάδες χιλιάδες είχαν πάρει το όπλο και πολεμούσαν τους φασίστες κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους. Μαζί με την πάλη για απελευθέρωση έπαιρναν μέτρα που προχωρούσαν στο δρόμο της ταξικής κοινωνικής απελευθέρωσης. Γιατί ανεξάρτητα από τα σχέδια των ηγετών του ΚΚΕ/ΕΑΜ, στη βάση της «λαϊκομετωπικής» πολιτικής ταξικών συνεργασιών της 6ης ολομέλειας του 1934 και «εθνικής ενότητας», η είσοδος μεγάλων μαζών στη σκηνή της ιστορίας προχωρούσε το κίνημα πολύ μακρύτερα από τις στρατηγικές της ηγεσίας.
Η πικρή αλήθεια είναι ότι η πλειοψηφία των ελληνικών τροτσκιστικών οργανώσεων πλην εξαιρέσεων, όπως ο Σταύρος Βερούχης και πολλά άλλα απλά μέλη, αντιτάχθηκαν στην ένοπλη αντίσταση στους φασίστες κατακτητές, συνολικά στη δράση του αντάρτικου και έμειναν μακριά ασκώντας την κριτική μιας «ορθοδοξίας» που αρνείται να αναλύσει με την υλιστική ιστορική διαλεκτική την ζωντανή πραγματικότητα και τις αντιφάσεις της, μένοντας προσκολλημένη σε «νεκρά σχήματα», όπως προειδοποιούσε ο Παντελής Πουλιόπουλος στις συζητήσεις της Ακροναυπλίας.
Στην απελευθερωμένη από το αντάρτικο Ελλάδα, ιδίως στην Ελλάδα του βουνού, συντελείτο μια κοσμογονία, μια βαθιά λαϊκή επανάσταση, ένας πόλεμος χωρικών -με την έννοια που μιλούσε ο Ένγκελς για τη Γερμανία του 1525- κάτω από την ηγεσία του σταλινικού κόμματος της εργατικής τάξης που στα μάτια του φτωχού λαού αντιπροσώπευε τον κομμουνισμό, την Οκτωβριανή Επανάσταση και την ΕΣΣΔ. Λαϊκή αυτοδιοίκηση με αιρετούς και ανακλητούς αντιπροσώπους, λαϊκά δικαστήρια με εκλεγμένους και ανακλητούς δικαστές χωρίς δικηγόρους και κρατικούς δικαστές, καταλήψεις τσιφλικιών, συστηματικό κάψιμο υποθηκοφυλακείων, ήταν εκδηλώσεις της βαθιάς επαναστατικής αλλαγής που έφερε στις συνειδήσεις των πλατιών μαζών ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, οι συνθήκες της φασιστικής Κατοχής και η ανάδυση του ένοπλου απελευθερωτικού αντάρτικου. Γινόταν μια επανάσταση αλλά οι κλεισμένοι στα προπαγανδιστικά συνθήματα τροτσκιστές έμεναν μακριά και καταδίκαζαν.

Το ντοκουμέντο της Ευρωπαϊκής Γραμματείας της 4ης Διεθνούς και ο Γιώργος Βιτσώρης, αντιπρόσωπος στο ιδρυτικό Συνέδριο της Τέταρτης Διεθνούς το 1938 μαζί με τον Μιχάλη Ράπτη (Πάμπλο), δυναμιτιστής της γαλλικής αντίστασης κατά της ναζιστικής Γερμανίας, είχαν απόλυτο δίκιο όταν κατηγορούσαν τις ελληνικές τροτσκιστικές ομάδες για σεχταρισμό. Δεν είναι δυνατόν στο παρόν άρθρο να επεκταθούμε περισσότερο στο ζήτημα των θεωρητικών και πολιτικών ριζών αυτού του σεχταρισμού. Το έχουμε αναπτύξει στο Παράρτημα του βιβλίου Πόλεμος Χωρικών και Κοινωνική Επανάσταση, όπου περιλαμβάνεται η περί ης ο λόγος Απόφαση της Ευρωπαϊκής Γραμματείας της Τέταρτης Διεθνούς και η κριτική του Γ. Βιτσώρη.
Εισοδισμός
Ο σύντροφος Σ.Π. για να δικαιολογήσει τον ισχυρισμό του για τη «σωστή» στάση των τροτσκιστικών οργανώσεων (και όχι του Στίνα) επιχειρεί να μειώσει την ευθυκρισία της ηγεσίας της Τέταρτης Διεθνούς (της Ευρωπαϊκής Γραμματείας εκείνη την περίοδο). Γράφει:
«Η θέση της ΕΓ της 4ης Διεθνούς καθορίστηκε από τη τότε γενικότερη “εισοδιστική” τακτική της (λανθασμένη, υπότασσε την στρατηγική στην τακτική) και όχι από μια αντικειμενική εξέταση της κατάστασης και του ρόλου που έπρεπε να παίξουν οι επαναστάτες μαρξιστές, που λίγο ως πολύ έκαναν ότι μπορούσαν».
Η επίκληση του «εισοδισμού» δεν έχει καμιά σχέση με την ιστορική πραγματικότητα. Στην Τέταρτη Διεθνή εκείνη την περίοδο δεν υπήρχε θέμα εισοδισμού. Αυτή η τακτική, την οποία συζητάει ο Λένιν στον Αριστερισμό, ως μέθοδο πάλης για το μικρό βρετανικό κομμουνιστικό κόμμα, προτάθηκε από τον Τρότσκι και εφαρμόστηκε στη Γαλλία από το 1934 έως το 1936 οπότε και τερματίστηκε. Δεν τέθηκε τέτοιο ζήτημα στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου και τα επόμενα έξι – επτά χρόνια. Π.χ. δεν τέθηκε στην ευρωπαϊκή συνδιάσκεψη 4ης Διεθνούς που έγινε στην κατεχόμενη Γαλλία το Φλεβάρη του 1944 όπου παρά κάποιους αρχικούς δισταγμούς ρητά η 4η Διεθνής τάχθηκε υπέρ της συμμετοχής των τροτσκιστών στα αντάρτικα.

Στην περίοδο της κατοχής και αμέσως μετά, όταν γράφεται η Απόφαση της Ευρωπαϊκής Γραμματείας, όλη η έμφαση είναι στα ανεξάρτητα τροτσκιστικά κόμματα. Είναι η Ευρωπαϊκή Γραμματεία που ωθεί τις ελληνικές τροτσκιστικές οργανώσεις να συζητήσουν τις διαφορές τους και να οργανωθούν σε ένα ενιαίο τροτσκιστικό κόμμα γεγονός που έγινε στο τέλος του Ιουλίου της ίδιας χρονιάς (1946) – αν και όπως σημειώσαμε ήταν ένα μετέωρο βήμα. Ωστόσο, όλες -σχεδόν- οι τροτσκιστικές ομάδες και αγωνιστές συμμετείχαν σε αυτό το εγχείρημα. Η ίδια η Απόφαση, άλλωστε, συστήνει στο υπό ενοποίηση τμήμα της Τέταρτης Διεθνούς στην Ελλάδα ακόμη και «να πάρει μέρος στις προσεχείς εκλογές στην περίπτωση που το ΕΑΜ δεν θα τις μποϋκοτάρει».
Το ζήτημα του εισοδισμού τέθηκε ξανά στα χρόνια μετά το 1950 και συνδέθηκε με το σχίσμα του 1953 στην Τέταρτη Διεθνή. Ο εισοδισμός «sui generis» στη δεκαετία του 1950-60 αναδείχθηκε σε μεγάλο πρόβλημα όταν συνυφάνθηκε με την ιμπρεσσιονιστική προσαρμογή της ηγεσίας και ιδιαίτερα του γραμματέα της 4ης Διεθνούς Μιχάλη Πάμπλο στο κλίμα του εντεινόμενου Ψυχρού Πολέμου, του θερμού πολέμου στην Κορέα και της αντίληψης ότι επίκειται ένας «Πόλεμος-Επανάσταση» με επικεφαλής την ΕΣΣΔ και τα ΚΚ. Η τακτική του «εισοδισμού» στα ΚΚ θα επέτρεπε, υποτίθεται, την ενίσχυση της αριστερής πτέρυγας των σταλινικών κομμάτων και την μεταρρύθμιση της σταλινικής γραφειοκρατίας μέσα στην ΕΣΣΔ και διεθνώς.
Δεν ήταν όμως άμοιρη ευθυνών και η υπόλοιπη ηγεσία της Τέταρτης Διεθνούς πέρα από τον Πάμπλο, όπως λόγου χάρη ο Ερνέστ Μαντέλ, στο όνομα του οποίου ορκίζεται η ΟΚΔΕ.
Ευτυχώς που δεν πήγαν…
«Πάντως, ευτυχώς που δεν “πήγαν” στο ΕΑΜ ή και δεν συντάχτηκαν με την πολιτική του (όπως τους κάνει κριτική η απόφαση) γιατί τότε θα συμμετείχαν στο ενταφιασμό της Ελληνικής Επανάστασης», γράφει ο Σ.Π.
Όμως, η ηγεσία της Τέταρτης Διεθνούς, βγάζοντας η ίδια πικρά μαθήματα από τις ταλαντεύσεις, τις αρνήσεις και την βραδυπορία να συμμετάσχουν οι δυνάμεις της στο κίνημα της γαλλικής ένοπλης αντίστασης, δεν πρότεινε να «πάνε στο ΕΑΜ» ή να συνταχθούν με την πολιτική της ταξικής συνεργασίας του ΕΑΜ/ΚΚΕ. Αντίθετα, όπως φαίνεται από το κείμενο της Απόφασης, προτείνει πολιτική και συνθήματα για να σπάσει το ΕΑΜ από την ταξική συνεργασία με την μπουρζουαζία και να παλέψει για την εξουσία με ένα πρόγραμμα δημοκρατικής και αντικαπιταλιστικής δράσης κάτω από τον έλεγχο των εργατικών και αγροτικών μαζών. Είναι η «κλασική» τακτική που ο Λένιν, ο Τρότσκι και οι Μπολσεβίκοι εφάρμοσαν για να αποσπάσουν τις εργατικές και αγροτικές μάζες από τους Μενσεβίκους και Εσέρους το 1917…
Η ανεξαρτησία του επαναστατικού κόμματος σε αυτές τις τακτικές είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ.
«Πάντως, ευτυχώς που δεν “πήγαν” στο ΕΑΜ ή και δεν συντάχτηκαν με την πολιτική του (όπως τους κάνει κριτική η απόφαση) γιατί… το εργατικό και επαναστατικό/κομμουνιστικό κίνημα θα θρηνούσε πολύ σημαντικούς αγωνιστές -όπως έγινε με δεκάδες άλλους που έκαναν αυτό το ολέθριο λάθος και σφαγιάστηκαν από τους σταλινικούς», γράφει στο δεύτερο σκέλος του επιχειρήματός του ο Σ.Π.
Βέβαια, θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι δεν σφαγιάστηκαν από τους σταλινικούς μόνο όσοι έκαναν το «ολέθριο λάθος» να συνταχθούν με την πολιτική του ΕΑΜ και του σταλινισμού. Η σταλινική ηγεσία, εξόντωνε όλους τους εξ αριστερών κριτικούς της ταξικής συνεργασίας όπως αυτή εκφραζόταν με τις συμφωνίες του Λιβάνου, της Καζέρτας, και της έσχατης προδοσίας της Βάρκιζας.
Ήταν μια αντεπαναστατική πράξη που υλοποιούσε στην Ελλάδα την αντεπαναστατική πολιτική της γραφειοκρατίας του Κρεμλίνου κατά των αντιπολιτευόμενων στην ίδια την ΕΣΣΔ όσο και στην ισπανική επανάσταση. Μια πολιτική που στρεφόταν τόσο εναντίον τροτσκιστών όπως ο Σταύρος Βερούχης που συμμετείχε στο ΕΑΜ νότιας Εύβοιας και εκλέχθηκε αντιπρόσωπος στο συνέδριο της ΠΕΕΑ για να δολοφονηθεί από τους σταλινικούς στο δρόμο προς τη Βίνιανη, όσο και εναντίον άλλων, όπως π.χ. ο Σπανέας που δεν συμμετείχαν. Για να μπορεί να κάνει τα δεξιά ανοίγματα, τις ταξικές συνεργασίες και προδοσίες, η ηγεσία του ΕΑΜ δολοφονούσε τα αριστερά στοιχεία – επίσης και μέλη του ΚΚΕ.
Στο προαναφερθέν βιβλίο Πόλεμος Χωρικών και Κοινωνική Επανάσταση, αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες από την μανιασμένη καταδίωξη και τις τερατώδεις συκοφαντίες που έκαναν πρακτικά αδύνατη τη συνεργασία των τροτσκιστικών ομάδων με το ΕΑΜικό κίνημα, σημειώναμε:
«Ωστόσο, μια προσεκτική πολιτική ενότητας και συμμετοχής στο αντάρτικο κίνημα του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, στην πάλη για να προσανατολιστεί το κίνημα στην κατεύθυνση της σοσιαλιστικής επανάστασης, μια διαρκής πρόκληση να κοπούν οι δεσμοί με τη μπουρζουαζία και τους ιμπεριαλιστές “συμμάχους”, θα καθιστούσε δυσκολότερη τη θέση της σταλινικής ηγεσίας και από μια άποψη θα μπορούσε ίσως, δευτερευόντως, να λειτουργήσει ως πολιτική άμυνας απέναντι στις συκοφαντίες». Φυσικά, η Ιστορία δεν γράφεται με αν και με ίσως…
Επαναστατική παράδοση
Και η κορύφωση του επιχειρήματος του Σ.Π:
«Η θέση της ΕΓ της 4ης Διεθνούς… θα στερούσε από το επαναστατικό κίνημα μια σημαντική παρακαταθήκη που αποτελούν η δράση και οι θέσεις τους στο Πόλεμο στην κατοχή, σε αντίθεση με την “ΕΑΜικη κουλτούρα” της συνεργασίας των τάξεων και με τους “δημοκρατικούς” ιμπεριαλιστές, της θεωρίας των σταδίων, της εθνικής ενότητας, των “δημοκρατικών” κυβερνήσεων κ.λπ.».
Η επαναστατική παράδοση δεν μπορεί να στηριχθεί στα σαθρά θεμέλια ενός συνδυασμού, ας το πούμε ευγενικά, ανακριβειών και γενικόλογων κλασικών θέσεων του μαρξισμού/τροτσκισμού. Η παράδοση πάντα είναι συνδεμένη με την επαναστατική πολιτική θεωρία και πράξη. Και δυστυχώς δεν ήταν επαναστατική, αλλά σεχταριστική η πολιτική της πλειοψηφίας των τροτσκιστικών οργανώσεων στην Ελλάδα (και σε ένα βαθμό και στην Ευρώπη). Έμειναν προσκολλημένοι στα σχήματα της επανάληψης του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Αλλά ο πόλεμος των ναζί ήταν ολοκληρωτικός πόλεμος – όχι μόνο κατάκτησης αλλά εξόντωσης λαών και εθνών ολόκληρων που η ναζιστική απανθρωπία είχε κατατάξει στους υπανθρώπους. Εβραίοι, Τσιγγάνοι, ομοφυλόφυλοι, Σλάβοι, αλλά και όλοι όσοι αντιστέκονταν στους ναζί εξοντώνονταν.
Ο Γιώργος Βιτσώρης (προφανώς ένας από τους συντάκτες της Απόφασης που επικρίνει ο Σ.Π. της ΟΚΔΕ) είχε δίκιο στην κριτική του τον Φεβρουάριο του 1946 όταν έγραφε στο γράμμα του στους Έλληνες τροτσκιστές εξηγώντας τις ιδιομορφίες του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου σε σχέση με τον πόλεμο του 1914 – 1918:
«Η Ευρώπη μετατράπηκε σε ένα πλατύ στρατόπεδο συγκέντρωσης. Κι αυτό δεν είχε ένα προσωρινό χαρακτήρα: ήταν η εθνικοσοσιαλιστική “νέα Ευρώπη” που θάπρεπενα συνεχίζει να υπάρχει μετά τον πόλεμο, αν αυτός ο πόλεμος κερδιζόταν από το φασισμό. Πώς μπορεί να διατείνεται κανείς ότι το προλεταριάτο θάπρεπε να μείνει αδιάφορο μπροστά σ’ αυτήν την απόπειρα ναζιστικοποίησης ολόκληρου του κόσμου δια της βίας; Πώς μπορεί να διατείνεται κανείς ότι ο εργάτης που βγαίνει στο βουνό για να αποφύγει την υποχρεωτική εργασία, ο Εβραίος που παίρνει τα όπλα για να μην ψηθεί μέσα στα κρεματόρια, ο χωρικός που του προσέφερε άσυλο και που για να μη συλληφθεί, παίρνει κι αυτός το δρόμο του βουνού, δεν είναι παρά πράκτορες του αγγλοσαξονικού ιμπεριαλισμού; Και όταν αυτή η έξοδος προς τα βουνά αγκαλιάζει εκατομμύρια ανθρώπους στην Ευρώπη, βρίσκονται μαρξιστές που τους γυρίζουν την πλάτη και διακηρύχνουν ότι δεν έχουν τίποτα το κοινό με όλους αυτούς!».
Mάθετε να σκέφτεστε!
Ο Τρότσκι είχε προειδοποιήσει τις παραμονές του Β’ Π.Π. για τα επαναστατικά ξεσπάσματα. Σε ένα κείμενό του το 1939 (απαντώντας στον Yigael Glückstein, επικεφαλής τότε των τροτσκιστών στην Παλαιστίνη κι αργότερα γνωστότερο με το ψευδώνυμο Τόνυ Κλιφ), έγραφε:
«Στις ηττημένες χώρες η θέση των μαζών θα επιδεινωθεί αμέσως στο έπακρο. Στην κοινωνική καταπίεση προστίθεται η εθνική καταπίεση, που το κύριο βάρος της το σηκώνουν επίσης οι εργάτες. Aπ’ όλες τις μορφές δικτατορίας η ολοκληρωτική δικτατορία ενός ξένου κατακτητή είναι η πιο ανυπόφορη. Tαυτόχρονα, στο βαθμό που οι Nαζί θα προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τους φυσικούς πόρους και το βιομηχανικό μηχανισμό των ηττημένων απ’ αυτούς εθνών, οι ίδιοι οι Nαζί θα εξαρτώνται αναπόφευκτα από τους ντόπιους εργάτες. Mετά τη νίκη αρχίζουν πάντα οι οικονομικές δυσκολίες. Eίναι αδύνατο να βάλουν ένα φαντάρο με ένα τουφέκι πλάι σε κάθε Πολωνό, Nορβηγό, Δανό, Oλλανδό, Bέλγο, Γάλλο εργάτη και αγρότη. O εθνικοσοσιαλισμός δεν έχει καμιά συνταγή για να μετατρέψει τους ηττημένους λαούς από εχθρούς σε φίλους.

H εμπειρία των Γερμανών στην Oυκρανία το 1918 απέδειξε πόσο δύσκολο είναι να μεταχειριστεί κανείς με στρατιωτικές μεθόδους τον φυσικό πλούτο και την εργατική δύναμη ενός ηττημένου λαού· και πόσο γρήγορα ένας στρατός κατοχής χάνει το ηθικό του μέσα σε μια ατμόσφαιρα καθολικής εχθρότητας. Aκριβώς οι ίδιες διαδικασίες θα αναπτυχθούν σε μια πολύ πλατύτερη κλίμακα στην ευρωπαϊκή ήπειρο κάτω από τη ναζιστική Κατοχή. Μπορεί να περιμένει κανείς με βεβαιότητα την γοργή μετατροπή όλων των κατακτημένων χωρών σε πυριτιδαποθήκες»…
Μέσα σ’ αυτές τις εκρηκτικές συνθήκες που δημιουργούσε ο Β’ Παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος ήταν αναγκαίο η πρωτοπορία της εργατικής τάξης να πάρει την πρωτοβουλία του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα για την αποτίναξη της ξένης καταπιεστικής κυριαρχίας. Όχι μαζί με την αστική τάξη στο κλίμα της «εθνικής ενότητας» (που μπορούσε να φθάσει και στη συστράτευση με τον δικτάτορα Μεταξά όπως επιχείρησε ο Ζαχαριάδης με το πρώτο Γράμμα του), όχι σε συνεργασία, μα σε σύγκρουση με τη ντόπια άρχουσα μπουρζουαζία.
Ακριβώς ο συνδυασμός της κατοχικής καταπίεσης από τον ξένο ιμπεριαλιστή κατακτητή με την κοινωνική εκμετάλλευση επέβαλλε στους μαρξιστές να λάβουν υπόψη, στην τακτική τους, αυτή την ιδιομορφία. Και για να μη βρεθούν οι μάζες ανοργάνωτες και απροετοίμαστες τη στιγμή της εξέγερσης, την οποία προέβλεπε ο Τρότσκι, θα έπρεπε ίσα- ίσα οι διεθνιστές να αναλάβουν την πρωτοβουλία της αντίστασης ως απαρχή της Ευρωπαϊκής σοσιαλιστικής επανάστασης…
Συνηγορώντας υπέρ της σεχταριστικής στάσης των Ελλήνων τροτσκιστών, ο Σ.Π. ισχυρίζεται ότι το αντίθετο θα σήμαινε επανάληψη της στάσης του… ΠΟΥΜ απέναντι στο Λαϊκό Μέτωπο της Ισπανίας. Ο ρόλος, η πολιτική, το βάρος και η μαζικότητα αλλά και ο κεντρισμός το ΠΟΥΜ έγινε αντικείμενο οξύτατης λεπτομερειακής κριτικής, βήμα το βήμα, από τον Τρότσκι. Μια συγκριτική αντιπαράθεση ΠΟΥΜ – Ελλήνων τροτσκιστών πρέπει να λάβει υπόψη όλες τις παραμέτρους και τις διαφορές κι όχι να κάνει ανιστορικές γενικεύσεις.
Δυστυχώς οι θέσεις του Τρότσκι ήταν ελάχιστα γνωστές στις κατεχόμενες χώρες της Ευρώπης ή συναντούσαν την ισχυρή αντίθεση μερίδας των τεταρτοδιεθνιστών της εποχής εκείνης. Δεν ξέρουμε πώς θα αντιδρούσαν οι τροτσκιστές στην Ελλάδα αν γνώριζαν τις πραγματικές θέσεις του Τρότσκι ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Η δολοφονία του από τον πράκτορα του Στάλιν Ραμόν Μερκαντέρ, μόλις εξερράγη ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, στόχευε ακριβώς στο να αφήσει ακέφαλο και θεωρητικά απροετοίμαστο το διεθνές επαναστατικό κίνημα.
Στο αριστούργημα διαλεκτικής «Μάθετε να σκέφτεστε!» -«Μια φιλική υπόδειξη προς ορισμένους ακροαριστερούς», απαντώντας στον Γκλυκστάιν-Κλιφ που θεωρούσε τη θέση 44 του ντοκουμέντου του 1934 Πόλεμος και Τέταρτη Διεθνής ως σημείο εκκίνησης του… σοσιαλπατριωτισμού- ο Τρότσκι σημείωνε το 1938:
«Ορισμένοι επαγγελματίες ακροαριστεροί που φλυαρούν επιχειρούν με κάθε κόστος να “διορθώσουν” τις θέσεις της Γραμματείας της 4ης Διεθνούς για τον πόλεμο σύμφωνα με τις δικές τους αποστεωμένες προκαταλήψεις. Επιτίθενται ειδικά στο κομμάτι των θέσεων όπου αναφέρεται ότι σε όλες τις ιμπεριαλιστικές χώρες το επαναστατικό κόμμα, ενώ παραμένει σε ασυμφιλίωτη αντίθεση με τη δική του κυβέρνηση, πρέπει, παρ’ όλα αυτά, σε κάθε χώρα να προσαρμόζει την πρακτική πολιτική του στην εσωτερική κατάσταση και τους διεθνείς συσχετισμούς, κάνοντας σαφή τη διάκριση μεταξύ εργατικού και αστικού κράτους, μεταξύ μιας αποικιοκρατούμενης και μιας ιμπεριαλιστικής χώρας.»
Για τον Τρότσκι ο επαναστατικός ντεφετισμός δεν ήταν κενή φράση. «Το να οδηγήσει την ταξική πάλη στην υψηλότερη μορφή της -τον εμφύλιο πόλεμο- αυτό είναι το καθήκον του ντεφετισμού», σημειώνει. Και σαφώς, στο προαναφερθέν κείμενο τάσσεται υπέρ των μεθόδων μαζικής και ένοπλης πάλης, όχι εν κενώ, όχι όταν δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες, αλλά ως μέρος της επαναστατικής διαδικασίας και ανάπτυξης της πάλης των μαζών. Όπως σημειώνει:
«Οι μέθοδοι της πάλης αλλάζουν, φυσικά, όταν η πάλη εισέρχεται σε μια ανοιχτά επαναστατική φάση. Ο εμφύλιος πόλεμος είναι πόλεμος, και υπ’ αυτήν την έννοια έχει τους ιδιαίτερους νόμους του. Στον εμφύλιο πόλεμο ο βομβαρδισμός αποθηκών, η καταστροφή τραίνων και άλλες μορφές στρατιωτικού σαμποτάζ είναι αναπόφευκτες. Η καταλληλότητά τους αποφασίζεται από καθαρά στρατιωτικούς υπολογισμούς – ο εμφύλιος πόλεμος συνεχίζει την επαναστατική πολιτική με άλλα, και συγκεκριμένα, με στρατιωτικά μέσα.
Ωστόσο κατά τη διάρκεια ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου μπορεί να υπάρξουν περιπτώσεις όπου ένα επαναστατικό κόμμα θα είναι αναγκασμένο να καταφύγει σε στρατιωτικά μέσα, παρ’ όλο που αυτά δεν απορρέουν από το επαναστατικό κίνημα στη χώρα τους. Έτσι, αν τεθεί ζήτημα αποστολής οπλισμού ή στρατευμάτων ενάντια σε μια εργατική κυβέρνηση ή μια εξεγερμένη αποικία, όχι μόνο μέθοδοι όπως το μποϊκοτάζ και η απεργία, αλλά ακόμη και το άμεσο στρατιωτικό σαμποτάζ μπορεί να γίνει ολότελα πρακτικό και υποχρεωτικό. Η καταφυγή ή όχι σε τέτοια μέτρα θα είναι ζήτημα πρακτικών πιθανοτήτων. Αν οι Βέλγοι εργάτες, που κατέκτησαν την εξουσία κατά την περίοδο του πολέμου, έχουν δικούς τους στρατιωτικούς πράκτορες σε Γερμανικό έδαφος, θα είναι καθήκον αυτών των πρακτόρων να μη διστάσουν να χρησιμοποιήσουν κάθε τεχνικό μέσο για να σταματήσουν τα στρατεύματα του Χίτλερ. Είναι απολύτως ξεκάθαρο ότι οι επαναστάτες Γερμανοί εργάτες είναι επίσης υποχρεωμένοι (αν έχουν τη δυνατότητα) να εκπληρώσουν το ίδιο καθήκον προς το συμφέρον της Βελγικής επανάστασης, ανεξάρτητα από τη γενική πορεία του επαναστατικού κινήματος στην ίδια τη Γερμανία.» (Λέον Τρότσκι, Μάθετε να σκέφτεστε, σε μετάφραση Μήτσου Μ., από το σάιτ της Avantgarde).
Κάποιες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, κρατούμενος στην Ακροναυπλία, ο Παντελής Πουλιόπουλος στο κείμενό του Η στιγμή του πολέμου και τα καθήκοντά μας, γραμμένο στις 29 Μάη 1941, λίγο μετά τη γερμανική εισβολή, σημείωνε:

«5. Οργάνωση της αντίστασης στη μεταφορά στρατιωτών από τη χώρα για τα διάφορα μέτωπα του ιμπεριαλιστικού πολέμου, ασιατικά, ή αφρικανικά, από Άγγλους ή τους Γερμανούς ιμπεριαλιστές». (Στο Π. Πουλιόπουλος, ΚΕΙΜΕΝΑ για τον Πόλεμο, τη Δικτατορία, το Νέο Κόμμα, Αθήνα 1976).
Σε ποιες περιπτώσεις η «σωστή», όπως θεωρεί ο ΣΠ, στάση των ελληνικών τροτσκιστικών οργανώσεων, πλησίασε την θέση αυτή του Παντελή Πουλιόπουλου ή τις θέσεις του Τρότσκι;
***
Κριτική δεν σημαίνει υποτίμηση της συνολικής πάλης των Ελλήνων τροτσκιστών. Φυσικά δεν ήταν προδότες όπως συκοφαντούσαν οι σταλινικοί ηγέτες του ΚΚΕ. Παλεύανε μέσα σε τρομερά δύσκολες συνθήκες ενάντια στη καταπίεση του φασισμού, του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους και της σταλινικής συκοφαντικής δολοφονικής μηχανής. Και τον καιρό της κατοχής δεν έμεναν στα σπίτια τους, συμμετείχαν στον αγώνα με την οργάνωση διαδηλώσεων, απεργιών, απαλλοτριώσεις αποθηκών και μοίρασμα τροφίμων στον πεινασμένο λαό της Αθήνας και πολλά άλλα. Αγωνίζονταν και πέθαιναν, τραγουδώντας τη Διεθνή, όπως ο Μήτσος Σούλας και οι σύντροφοί του μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα της Καισαριανής. Ή έκαναν διεθνιστικό αντιπολεμικό κήρυγμα στους άνδρες του εκτελεστικού αποσπάσματος, όπως ο Παντελής Πουλιόπουλος που εκτελέστηκε μαζί με τους συντρόφους του στο Νεζερό.
Όμως, σε μια χώρα που βρισκόταν κάτω από τη μπότα της φασιστικής κατοχής, όπου οι ναζί αντιμετώπιζαν με τα πολυβόλα την παραμικρή μαζική εκδήλωση διαμαρτυρίας, η μονόπλευρη εμμονή στις παραδοσιακές μορφές ταξικής πάλης του εργατικού κινήματος, απεργίες, διαδηλώσεις κ.λπ., τις μετέτρεπε από αναγκαίες και ευέλικτες τακτικές σε μεταφυσικό αξίωμα. Όταν σε όλη την Ελλάδα, ιδίως στα ελεύθερα βουνά φούντωνε το αντάρτικο και συντελούνταν βαθιές κοινωνικές μεταβολές πώς μπορούσε η πρωτοπορία να μένει αμέτοχη ή και εχθρική; Και πώς θα μπορούσε να επηρεάσει ιδεολογικά και πολιτικά τις μάζες και να τις στρέψει ενάντια στη συμβιβαστική πολιτική «εθνικής ενότητας» και επανάστασης κατά στάδια της ηγεσίας του ΚΚΕ, ενάντια στις συμφωνίες του Λιβάνου, της Καζέρτας και της Βάρκιζας, αν έμενε μακριά;
Το τροτσκιστικό κίνημα που έχει στη βάση του την παράδοση της Οκτωβριανής επανάστασης και του Κόκκινου Στρατού και στα τέσσερα πρώτα συνέδρια της Τρίτης Διεθνούς, δεν ακολουθεί μια απλώς δημοκρατική εκδοχή του επαναστατικού μαρξισμού ενάντια στον σταλινικό απολυταρχισμό. Παλεύει με τη θεωρία και πράξη της Διαρκούς Επανάστασης για την ολοκλήρωση της παγκόσμιας επανάστασης που άρχισε το 1917 και γι’ αυτό συγκρούεται με τον σταλινισμό και τη σοσιαλδημοκρατία. Είναι συγχρόνως -και πρέπει να αποδεικνύεται μέσα στην πάλη- η ρομφαία της προλεταριακής επανάστασης, της αποφασιστικής πάλης ανατροπής του καπιταλισμού σε κρίση, με τις μεθόδους της κινητοποίησης των προλεταριακών και φτωχών λαϊκών μαζών της πόλης και της υπαίθρου, της αυτοάμυνάς τους με κάθε μέσο κατά της κρατικής, παρακρατικής και φασιστικής βίας για τη συντριβή του καταπιεστικού αστικού κράτους και των φασιστικών του αποφύσεων.
Αυτή την παράδοση πρέπει να την αναστοχαστούμε κριτικά, να την αναζωογονήσουμε και να την αναπτύξουμε μέσα στην εργατική τάξη και προπαντός στη νέα προλεταριακή γενιά.
6-12-2021