του Νίκου Τζιρή

Από το απόγευμα της Κυριακής η απλή φράση «Πονάω ρε μ#$#κες! Πονάω!» έχει καρφωθεί στις καρδιές και τα μυαλά εκατομμυρίων ανθρώπων και τους κάνει να αναρωτιούνται για το πολίτευμα αυτής της χώρας. Οι κραυγές ενός άοπλου ανθρώπου καθώς δεχόταν απανωτά χτυπήματα από έναν αστυνομικό προκαλούν ρίγη αγανάκτησης και οργής.

Η έκπληξη του θύματος μπροστά στην αστυνομική βία φέρνει στο νου ένα μικρό απόσπασμα του Πρίμο Λέβι από το «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος»:

«Και εδώ μας χτύπησαν για πρώτη φορά: κάτι τόσο απροσδόκητο και παράλογο που δεν νιώσαμε πόνο, ούτε στην ψυχή ούτε στο σώμα. Μόνο μια βαθιά έκπληξη: πώς γίνεται να χτυπάς κάποιον χωρίς να είσαι θυμωμένος;»

Σίγουρα, και ευτυχώς, η Νέα Σμύρνη δεν είναι το Άουσβιτς, αλλά η απρόκλητη βία από την πλευρά ενός κράτους το οποίο προσπαθεί να καθυποτάξει κάθε τι διαφορετικό φαίνεται να είναι ένα ανησυχητικά κοινό χαρακτηριστικό. «Πονάω» φωνάζει επαναλαμβανόμενα το θύμα στη Νέα Σμύρνη καθώς δέχεται τα χτυπήματα του πτυσσόμενου γκλομπ σαν να θέλει να υπογραμμίσει πόσο παράλογο είναι αυτό το οποίο του συμβαίνει, λες και αν το επισημάνει θα σταματήσει να συμβαίνει.

Δεν θα επιμείνουμε στο ότι τα πτυσσόμενα γκλομπ δεν αποτελούν αστυνομικό εξοπλισμό, αλλά εξοπλισμό για να λύνουν τις διαφορές τους αντίπαλες συμμορίες. Δεν θα επιμείνουμε ούτε στον άθλιο τρόπο με τον οποίο προσπάθησαν τα ΜΜΕ να διαστρεβλώσουν το περιστατικό με την περίφημη «επίθεση» σε αστυνομικούς στη Νέα Σμύρνη. Το τελευταίο, άλλωστε, το αντιμετώπισαν με εξαιρετικά αντανακλαστικά εκατοντάδες πολίτες οι οποίοι βομβάρδισαν τις σχετικές σελίδες της φαύλης -δήθεν- δημοσιογραφίας με σχόλια εξαναγκάζοντας τις περισσότερες σελίδες να ανασκευάσουν τα «ρεπορτάζ».

Νέο κύμα οργής και αγανάκτησης ήρθε να προστεθεί το ίδιο βράδυ με τις δηλώσεις της κκ Πελώνη μέσα από αναφορές της για τρικάκια της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ στη Νέα Σμύρνη τα οποία σατίριζαν τη σύζυγο του πρωθυπουργού και τα ΜΜΕ. Ούτε λίγο ούτε πολύ, η κυβερνητική εκπρόσωπος κατηγόρησε το ΣΥΡΙΖΑ για τα γεγονότα δηλώνοντας πως ο τελευταίος «επενδύει στην ένταση και στην όξυνση του πολιτικού και κοινωνικού κλίματος». Δεν ακούγεται καν πολύ περίεργα με τον ακροδεξιό χαρακτήρα που κυριαρχεί στο δημόσιο διάλογο πως αν μοιράζει κανείς τρικάκια μπορεί να φάει ξύλο ή να τον κουρέψουν με τη ψιλή και να τον περιφέρουν με ταμπέλα «είμαι γάιδαρος, είμαι τεντιμπόης». Και πάνω που αναρωτιόταν το πανελλήνιο πού είναι χαμένος αυτός ο ΣΥΡΙΖΑ τη στιγμή που έχουμε πενήντα νεκρούς τη μέρα και τα δημόσια νοσοκομεία φρακαρισμένα, ενώ προσλήψεις γίνονται μόνο για την πανεπιστημιακή αστυνομία, μαθαίνουμε ότι «επενδύει στην ένταση και την όξυνση».

Επαναφέρονται τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων;

Σε μια σπάνια επίδειξη πολιτικής χαμηλών τόνων με στόχο τη διασφάλιση της “κοινωνικής ειρήνης” εμφανίστηκε το πρωί της Δευτέρας ο κκ Κυρανάκης για να δώσει στον τηλεοπτικό αέρα το ονοματεπώνυμο του θύματος της αστυνομικής βίας και να αποκαλύψει ότι «δεν είναι αυτό που νομίζουμε», γιατί μπορεί μεν να του τσάκισαν τα κόκκαλα αλλά είναι αντιεξουσιαστής και μέλος της Ταξικής Αντεπίθεσης, και προ ολίγων ημερών συμμετείχε σε «επίθεση» στο Υπουργείο Υγείας υπέρ της απεργίας πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα. Υπογραμμίζουμε πως η «επίθεση» στο Υπουργείο Υγείας για την οποία έγιναν 60 προσαγωγές περιλάμβανε τρικάκια, συνθήματα και πανό, όπως γράφει και η Καθημερινή που δεν ερυθριά καθώς αποδίδει το χαρακτηρισμό «εισβολή» στον πηχυαίο τίτλο. Ας μείνουμε όμως στις δηλώσεις Κυρανάκη. Βουλευτής της κυβέρνησης χωρίς κανένα σεβασμό στο τεκμήριο της αθωότητας ή στα προσωπικά δεδομένα δίνει στον αέρα τα στοιχεία του θύματος της επίθεσης, αφού πρώτα καταδίκασε την «υπέρμετρη αστυνομική βία». Ουδείς διερωτάται πώς διέρρευσαν αυτά τα στοιχεία σε κυβερνητικό βουλευτή. Ωστόσο, το να βγαίνει να βροντοφωνάζει ένας κυβερνητικός βουλευτής ότι γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων του τη νομιμότητα την οποία υποτίθεται πως υπερασπίζεται και ανακοινώσει το φάκελο των πολιτικών φρονημάτων του θύματος ξεπερνάει ακόμα και τα δικά τους εσκαμμένα.

Μεμονωμένα περιστατικά ή επιστροφή στην «κανονικότητα» πριν το 1974;

Γιατί επιμένουμε στα γεγονότα τα οποία είναι λίγο πολύ γνωστά; Γιατί είναι αποκαλυπτικά.

Η κυβερνητική προσπάθεια αντιστροφής της πραγματικότητας και παρουσίασης του θύματος ως θύτη δείχνει με σαφήνεια πως το συμβάν στη Ν. Σμύρνη δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό. Πρόκειται για μια σαφή κατεύθυνση της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και της ίδιας της κυβέρνησης Μητσοτάκη και για αυτό κυβερνητικά στελέχη επιχειρούν να δικαιολογήσουν τα γεγονότα. Δεν θα επιμείνουμε στο ότι το όνομα του συγκεκριμένου Υπουργείου είναι από τα πιο σύντομα ανέκδοτα. Θα επιμείνουμε στο ότι απέχουμε ελάχιστα από τον πρώτο νεκρό απεργό πείνας μετά τη Χούντα. Θα επιμείνουμε στον άγριο ξυλοδαρμό φοιτητή στο προαύλιο του ΑΠΘ από αστυνομικούς. Θα επιμείνουμε στις ασκήσεις μαζικής τρομοκράτησης κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων αλληλεγγύης στην απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα. Θα επιμείνουμε στη βίαιη προσαγωγή του Έκτορα Κουφοντίνα χωρίς αιτία και αφορμή γιατί διαμαρτυρόταν για την κατάφορη αδικία που οδηγεί στο θάνατο τον πατέρα του -μια προσαγωγή που αντίκειται σε κάθε ηθικό κώδικα. Θα επιμείνουμε στο ότι η κυβερνώσα ΝΔ θέλει να επιστρέψουμε στη δεκαετία του ’50 και το μετεμφυλιακό κράτος τρόμου.

Η κοινή απορία του «γιατί συμβαίνουν όλα αυτά;» σαν να μην έφταναν τα δεινά της πανδημίας, του λοκντάουν που έχει φέρει τον κόσμο στα όρια του και η ύφεση που αγγίζει το 8% -κατά την ΕΛΣΤΑΤ- έχει πιθανώς μια προφανή απάντηση: ακριβώς επειδή συμβαίνουν όλα αυτά. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντί για την επιστροφή στην «κανονικότητα» πριν το 2009 την οποία ευαγγελιζόταν επιχειρεί την επιστροφή στην «κανονικότητα» πριν το 1974 -ή κάπου μετά το 1949. Δεν επιχειρούν να αποστρέψουν τα βλέμματα από το σκάνδαλο Λιγνάδη, τον οποίο ουδείς κυβερνητικός φαίνεται να γνώριζε πριν αλλάξουν το νόμο για να διοριστεί διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Επιχειρούν να καταστείλουν προληπτικά το μαζικό κίνημα μέσα από μια διαρκή κυβερνητική/κρατική προβοκάτσια, αυτό το οποίο είναι γνωστό ως στρατηγική της έντασης. Στοιχηματίζουν πως με μια θερμόαιμη απάντηση στις βαναυσότητες τους θα δικαιολογήσουν ένα πογκρόμ ενάντια στο εργατικό κίνημα, και πρώτα από όλα στις οργανωμένες δυνάμεις του οι οποίες θα προσπαθούν να δώσουν μια επαναστατική πολιτική κατεύθυνση σε μια κοινωνική αναμέτρηση. Μια τέτοια κοινωνική αναμέτρηση τροφοδοτείται από την ίδια την ανικανότητα της κυβέρνησης να διαχειριστεί πραγματικά οτιδήποτε -ούτε σωστές διαστάσεις για τις μάσκες στα δημοτικά σχολεία δεν μπόρεσαν να δώσουν.

Η πολιτική ανικανότητα, την  οποία ανέδειξε η οικονομική κρίση και η πανδημία, οδηγεί αυτήν την κυβέρνηση σε μια στροφή -άνευ μεταπολιτευτικού προηγουμένου- στην ακροδεξιά ατζέντα. Αποτελεί επίσης πραγματικότητα πως η κυβέρνηση επενδύει στην υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ, την απογοήτευση και αίσθημα ήττας το οποίο γέννησαν στον απλό λαό το καλοκαίρι του 2015. Ωστόσο, για να στηθεί το μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς χρειάστηκε πρώτα να αντιμετωπίσει με ναπάλμ το αντάρτικο στο Γράμμο και το Βίτσι και στη συνέχεια να έχουν το σχέδιο Μάρσαλ και η μεταπολεμική οικονομική άνθηση για να επιτρέψει τη μακροημέρευση του καθεστώτος της βίας και τρομοκρατίας της Δεξιάς. Η κυβέρνηση υπολογίσει να το επαναλάβει ως μια κακόγουστη και εξαιρετικά επικίνδυνη φάρσα. Όσο η ακροδεξιά αισθητική του «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» τσιΜενδώνη την Ακρόπολη ή προβάλει βίντεο γουόλ στη Βουλή με την Παναγία για τον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου, η αστυνομία και ο εκλεκτός των ΗΠΑ Υπουργός κυριαρχούν όσο ποτέ σε κάθε σφαίρα της κοινωνικής ζωής.

Στόχος των παραπάνω είναι να παρουσιαστεί πως ο σαφής στόχος της ακροδεξιάς κυβέρνησης Μητσοτάκη-Χρυσοχοΐδη είναι να κλείσει τους λογαριασμούς της με το Πολυτεχνείο του ’73 και το αγκάθι το οποίο αποτελεί η αριστερά για το παρακμασμένο τσίρκο το οποίο επιμένουν να αποκαλούν πολιτικό σύστημα. Στόχος μας σε όσα θα ακολουθήσουν είναι να διαβεβαιώσουμε πως θα αποτύχει, και μάλιστα με πάταγο.