Με την πιο δύσκολη δημοσιονομική εξίσωση από την εποχή των μνημονίων βρίσκεται αντιμέτωπο το «κοινωνικό κράτος» το 2021.

Από τη μια μεριά, από τις αρχές του νέου έτους, αναμένεται πτώση των εσόδων από εισφορές, λόγω της θέσπισης της μείωσής τους κατά 3 μονάδες, ενώ από την άλλη ο προϋπολογισμός προβλέπει αύξηση των δαπανών τόσο για κοινωνικά επιδόματα (π.χ. ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, επίδομα παιδιού κ.λπ.) αλλά και για την καταβολή νέων συντάξεων.

Ο πρώτος παράγοντας της εξίσωσης κάθε άλλο παρά αναπόφευκτος ήταν. Η μείωση των εισφορών των μισθωτών κατά 5 μονάδες την περίοδο 2020-2023 αποτελούσε προεκλογική δέσμευση της Νέας Δημοκρατίας, προκειμένου να μη μειωθεί το «μη μισθολογικό κόστος» των επιχειρήσεων και έτσι να δοθεί κίνητρο για περισσότερες προσλήψεις.

Μάλιστα, το πρόγραμμά της προέβλεπε μείωση των εισφορών κύριας ασφάλισης. Υπό το φόβο της κατάρρευσης των εσόδων του εν λόγω ασφαλιστικού κλάδου και έτσι της μη εξασφάλισης των αναγκαίων πόρων για την καταβολή των κύριων συντάξεων, τελικά η κυβέρνηση αποφάσισε να μειώσει τις εισφορές υπέρ του ΟΑΕΔ. Η πρώτη μείωση (0,9%) συντελέστηκε την 1η Ιουλίου 2020, ενώ η δεύτερη (3%) θα συντελεστεί από την 1η Ιανουαρίου 2021.

Προφανώς η πρώτη μείωση την επαύριον του πρώτου lock down απλά μείωσε ακόμα περισσότερα τα ήδη καθημαγμένα, λόγω της κορονο-κρίσης, έσοδα των ταμείων.

Εξάλλου, οι περισσότερες επιχειρήσεις της χώρας, καθότι κρίθηκαν από την κυβέρνηση ως πληττόμενες, επωφελήθηκαν από τα μέτρα ελάφρυνσης του «μη μισθολογικού κόστους», δηλαδή την κάλυψη των εισφορών των εργαζομένων τους και τις παρατάσεις καταβολής των τρεχουσών εισφορών.

Με την επικείμενη, δεύτερη μείωση των εισφορών από τις αρχές του 2021, τα παραπάνω συμπτώματα θα γιγαντωθούν.

Η μεγαλύτερη μείωση των εισφορών θα φέρει ακόμα μεγαλύτερη μείωση των εσόδων των ταμείων, ενώ το κέρδος για τις περισσότερες επιχειρήσεις θα «χαθεί» στις συσσωρευμένες ζημιές, ενώ θα ωχριά μπροστά στα οφέλη από την κάλυψη των εισφορών που φέρνουν οι αναστολές των συμβάσεων.

Από αυτήν την άποψη το μέτρο της μείωσης των εισφορών μπορεί να χαρακτηριστεί αν μη τι άλλο «άκαιρο».

Είναι, όμως, και επιζήμιο. Γιατί, θα στερήσει ακόμα περισσότερο έσοδα από τα ταμεία και γενικότερα το κράτος και αυτό την ώρα που βρίσκονται ήδη δύο «βόμβες» στο πεδίο των δαπανών.

Η πρώτη «βόμβα» είναι οι εκκρεμείς αιτήσεις για νέες συντάξεις, ενώ η δεύτερη είναι η αναμενόμενη αυξημένη ζήτηση για κοινωνικά επιδόματα.

Και οι δύο αυτές «βόμβες» έχουν μία ορισμένη αντικειμενική βάση δικαιολόγησης. Τα αλλεπάλληλα lock down οδήγησαν σε υπολειτουργία τις υπηρεσίες έκδοσης νέων συντάξεων. Έτσι συσσωρεύτηκε μεγάλος όγκος εκκρεμών συντάξεων. Για τον ίδιο λόγο (δηλαδή εξαιτίας των lock down) έπεσαν τα εισοδήματα φέτος, έτσι θα αυξηθούν οι δικαιούχοι των επιδομάτων (τα οποία δίνονται με εισοδηματικά κριτήρια) με βάση τις φορολογικές δηλώσεις που θα κάνουν του χρόνου και παράλληλα, θα αυξηθεί το επίπεδο των επιδομάτων για τους ήδη δικαιούχους.

Ωστόσο, δεν είναι «αντικειμενικός» λόγος η υποστελέχωση των υπηρεσιών έκδοσης των νέων συντάξεων.

Είναι κυβερνητική επιλογή στα πλαίσια της πολιτικής περιορισμού των υπαλλήλων στο δημόσιο. Επίσης, δεν φταίει μόνο η «καραντίνα» και η υποστελέχωση για την υπερσυσσώρευση των εκκρεμών αιτήσεων.

Φταίνε και τα λίγα κονδύλια τα οποία διαθέτει η κυβέρνηση για την καταβολή των νέων συντάξεων.

Όσον αφορά τα επιδόματα, ειδικά μετά το 2017, αποτέλεσαν ένα «μαξιλάρι» -μερικής μόνο – αντιστάθμισης της καθίζησης των μισθών των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα μετά το 2010, λόγω των μνημονίων.

Ήδη, στον κρατικό προϋπολογισμό του 2021 έχουν εγγραφεί επιπλέον πιστώσεις πάνω από 1 δις ευρώ για την πληρωμή εκκρεμών κύριων συντάξεων και περισσότερων και υψηλότερων κοινωνικών επιδομάτων.

Αυτό ισοδυναμεί με αύξηση πάνω από 2% στη συνταξιοδοτική δαπάνη και πάνω από 13% στη δαπάνη για επιδόματα.

Το ερώτημα είναι αν τα έσοδα του δημοσίου θα καταστούν αρκετά για την εκπλήρωση των κυβερνητικών προβλέψεων για τις αυξήσεις αυτές. Αν λάβει κανείς υπ’ όψιν την εισηγητική έκθεση του Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης για τον προϋπολογισμό του 2021, θα κρατήσει μικρό καλάθι: «Η εξέλιξη του επιδημιολογικού φαινομένου Covid-19 αποτελεί καθοριστικό παράγοντα των προβλέψεων για το έτος 2021 και ως εκ τούτου το παρόν σχέδιο καταρτίστηκε ως προς το σκέλος των εσόδων υπό καθεστώς αντικειμενικών συνθηκών αβεβαιότητος, λαμβάνοντας υπόψη δημοσιονομικά έκτακτα μέτρα που εφαρμόζονται προς αντιμετώπισή του»….

Τι σημαίνει αυτό ; Σημαίνει ότι οι συνέπειες της κορονο-κρίσης πάνω στα έσοδα των ταμείων (και κατ’ επέκταση και όλου του κράτους) θέτουν σε αμφισβήτηση τη δυνατότητά τους να ανταπεξέλθουν στις αυξημένες κοινωνικές ανάγκες για υψηλότερες δαπάνες για βεβαιωμένες οφειλές των ταμείων (δηλαδή τις εκκρεμείς συντάξεις).

Σ’ αυτήν την περίπτωση, θα χρειασθεί και πάλι το 2021 το κράτος να κλείσει τις «τρύπες» για την καταβολή των συντάξεων, όχι μόνο των νέων, αλλά και των ήδη καταβαλλομένων, όπως έκανε και φέτος.

Ωστόσο, είναι το… ίδιο αυτό κράτος που θα πρέπει να καταβάλλει επιπλέον δαπάνες για την καταβολή προνοιακών επιδομάτων στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, τους ανέργους, τους απόρους κ.λπ. Και αυτό την ώρα που η τρέχουσα κρίση μειώνει και τη δυνατότητα του κράτους να παίζει τον «πυροσβεστικό» αυτό ρόλο.

Με άλλα λόγια, η τρέχουσα κρίση τείνει να διαρρήξει ακόμα περισσότερο εν συγκρίσει με την μνημονιακή περίοδο όχι μόνο τη σχέση μεταξύ απασχόλησης -ασφάλισης (μέσω της μείωσης των ασφαλιστικών εσόδων από τους μισθωτούς κ.λπ. που έφερε η κορονο-ύφεση)αλλά και τη σχέση μεταξύ κράτους και χαμηλά αμειβόμενων, ανέργων και απόρων που δεν μπορούν να επιβιώσουν χωρίς τα κρατικά επιδόματα.

Η αύξησή τους -σε συνδυασμό με την αύξηση των δαπανών για νέες συντάξεις- στόχο έχει να παίξει το ρόλο της «γέφυρας» στην μετά τη δεύτερη «καραντίνα» περίοδο (σ.σ. μετά την ερχόμενη Άνοιξη), οπότε θα σταματήσουν οι μαζικές αποζημιώσεις για τους υπό αναστολή εργαζομένους και τα άλλα μέτρα κάλυψης του «μισθολογικού» και «μη μισθολογικού» «κόστους» για τις επιχειρήσεις που πλήττονται από την κορονο-κρίση.

Ωστόσο, η «επιστροφή» στην «κανονικότητα», μετά το τέλος του (εν εξελίξει) 2ου lock down, μπορεί να είναι πιο απότομη και να έλθει νωρίτερα από την πλήρη του κρατικού προϋπολογισμού στο σκέλος που αφορά την αύξηση των δαπανών για νέες συντάξεις και προονοιακά επιδόματα.

Από το εύρος του «κενού» (σε όρους χρόνου, αλλά εισοδηματικής απώλειας) μεταξύ των συνεπειών του δεύτερου lock down και της ετοιμότητας του κράτους να αυξήσει τις κοινωνικές δαπάνες θα εξαρτηθεί και το εύρος των κοινωνικών αντιδράσεων…

Δ.Κ.