Προσφυγικό : Ούτε επανεγκατάσταση, ούτε επανένωση, ούτε άσυλο

Προσφυγικό

Ούτε επανεγκατάσταση, ούτε επανένωση, ούτε άσυλο

ΜΟΝΟ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΠΡΟΩΘΗΣΗ

 

 

 

Θόδωρος Mεγαλοοικονόμου

 

Στα «ψιλά» των ΜΜΕ πέρασε μια είδηση κομβικής σημασίας για τις συνθήκες που διαμορφώνουν τον περαιτέρω ασφυκτικό και αδιέξοδο εγκλωβισμό των προσφύγων και των μεταναστών στην Ελλάδα : ότι, δηλαδή, φέτος τον Σεπτέμβριο ολοκληρώθηκε και τερματίστηκε το διετούς διάρκειας πρόγραμμα μετεγκατάστασης (relocation) των προσφύγων από Ελλάδα και Ιταλία προς τις άλλες χώρες της ΕΕ. Ενα πρόγραμμα που προέβλεπε, αρχικά,  την μετεγκατάσταση 160.000 προσφύγων, το οποίο συνάντησε άλλοτε την ανοιχτή και κάθετη, ξενοφοβική και ρατσιστική αντίδραση των κυβερνήσεων μιας σειράς χωρών (όπως αυτών του Βίζεγκραντ, της Ουγγαρίας, εν συνεχεία της Αυστρίας κ.λπ.) και άλλοτε την πιο συγκαλυμμένη μιας σειράς άλλων, που κωλυσιεργούσαν στις διαδικασίες υλοποίησής του.

Το αποτέλεσμα ήταν να μετεγκατασταθούν συνολικά, στα δυο χρόνια υλοποίησης του προγράμματος, μόλις 29.000 πρόσφυγες, οι 20.000 από Ελλάδα και οι υπόλοιποι από Ιταλία (και να έχουν υπάρξει δεσμεύσεις για ακόμα 20.00 θέσεις).

Η Γερμανία δέχτηκε τους περισσότερους, αλλά αυτό, όπως αποδείχτηκε, είχε να κάνει πιο πολύ με την αξιοποίηση των επαγγελματικών δεξιοτήτων των προσφύγων για τις ανάγκες της εγχώριας αγοράς εργασίας, μετά την όποια κάλυψη των οποίων, μειώθηκε και το ενδιαφέρον για νέες επανεγκαταστάσεις. Στη βάση, φυσικά, και των κλιμακούμενων ξενοφοβικών αντιδράσεων, που τροφοδοτούνταν τόσο από μιαν όλο και πιο απρόθυμη για την κοινωνική ένταξη των προσφύγων επίσημη πολιτική, όσο και από την ακροδεξιά, η οποία, μη υπάρχουσας μιας σοβαρής εναλλακτικής ενάντια στην κυρίαρχη καπιταλιστική εξουσία, αξιοποίησε δεόντως τα ξενόφοβα αντανακλαστικά στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, πράγμα που αποτέλεσε μιαν από τις βασικές παραμέτρους της ενδυνάμωσης του ακροδεξιού, ρατσιστικού και φιλοναζιστικού AfD. 

Οι συνέπειες του τερματισμού της επανεγκατάστασης έρχονται να προστεθούν στην ήδη δραματικά αποδυναμωμένη διαδικασία επανένωσης των οικογενειών, που από τον περασμένο Απρίλιο, με τη σύμφωνη γνώμη του Γ. Μουζάλα και της κυβέρνησης Σύριζα-Ανελ, γίνεται με ένα πλαφόν 70 ανά μήνα. Πάνω από 4.600 αιτήσεις για επανένωση έχουν γίνει δεκτές και, με τους ρυθμούς αυτούς, κάποιοι/ες θα δουν την οικογένειά τους στη Γερμανία μετά τρία και πάνω χρόνια (ενώ η βάσει των κανονισμών πρόβλεψη είναι το πολύ 6 μήνες).

Η Ευρώπη, συνολικά, στενεύει τα όποια περιθώρια για τους πρόσφυγες σε σημείο όπου η μόνη πράξη «υποδοχής» γίνεται η όσο το δυνατόν αμεσότερη απέλαση.

Αυτό έχει προετοιμαστεί με όλο το πλέγμα των μέτρων και ρυθμίσεων της κυβέρνησης Σύριζα-Ανελ και με πρόθυμο εκτελεστικό όργανο τον υπουργό Μεταναστευτικής Πολιτικής Γ. Μουζάλα, μέτρων που αποσκοπούν στην προετοιμασία των όρων για άμεσες και μαζικές απελάσεις.

Στο νομικό πεδίο δεν είναι τυχαία η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας που απέρριψε την προσφυγή δύο Σύρων κατά της απέλασής τους, μετά την απόρριψη και σε δευτεροβάθμιο επίπεδο του αιτήματός τους για «άσυλο» (αυτό, πρακτικά, έχει καταργηθεί παντού… «διεθνή προστασία» το λένε τώρα), με το πάγιο, πλέον, αιτιολογικό της ΕΕ ότι η Τουρκία είναι «ασφαλής τρίτη χώρα».

Και στα πλαίσια αυτά, τον κύριο λόγο έχει η αστυνομία, με πρωτοφανείς επιδόσεις υπό την πολιτική καθοδήγηση της κυβέρνησης της «πρώτης φοράς αριστεράς», με τις οργανωμένες εφόδους στη Μόρια και σε άλλα hotspot, για τη ανεύρεση, το κλείσιμο σε προαναχωρησιακά κέντρα και απέλαση όσων έχουν δευτεροβάθμια απόρριψη του αιτήματος για άσυλο, των «παραβατικών», των «άτακτων» νεολαίων προσφύγων κ.λπ.

Είναι χαρακτηριστική της ασκούμενης πολιτικής η αντιμετώπιση που είχαν οι πρόσφυγες στο Ηράκλειο Κρήτης και στο Ρέθυμνο όπου, αφού περισυνελέγησαν από τη θάλασσα, κρατήθηκαν  υπό άθλιες συνθήκες, τους στερήθηκε το δικαίωμα να έχουν μεταφραστή και παρόλο που οι περισσότεροι έκφρασαν την επιθυμία να υποβάλλουν αίτημα για άσυλο, υποχρεώθηκαν να υπογράψουν ένα χαρτί που δεν ήξεραν τι έλεγε (η ‘μη’ ενημέρωσή τους για την απέλασή τους) και με τελική πράξη, την βίαιη, τα χαράματα, μεταφορά τους στο προαναχωρησιακό κέντρο στην Κω. Όταν μάλιστα στο Ρέθυμνο είχαν μεταβεί οι σύζυγοι δυο εκ των οικογενειών που κρατούνταν εκεί, οι οποίοι ζουν στην Αγγλία και ζητούσαν να γίνει δυνατή η υποβολή αιτήματος επανένωσης με τις οικογένειές τους που ήταν εκεί, δίπλα τους – τις μάζεψαν και αυτές μαζί με όλους και τις έστειλαν στην Κω. Μια κίνηση σε αγαστή συνεργασία με τις τοπικές αρχές και τα τοπικά μεγαλοσυμφέροντα, που ως μόνους ‘ξένους’ δέχονται τους τουρίστες που πληρώνουν και όχι τους καταδιωγμένους πρόσφυγες.

Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία και με δεδομένο ότι οι λεγόμενες ‘ροές’ αυξήθηκαν πολύ τους καλοκαιρινούς μήνες σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο (περί τις 200 αφίξεις καθημερινά από μερικές δεκάδες την προηγούμενη περίοδο, μετά τον Μάρτιο του 2016 – δείχνοντας και το εύθραυστο της συμφωνίας ΕΕ- Τουρκίας), η κατάσταση στα hotspots είναι τέτοια που, σε χώρους όπου συνολικά θα μπορούσαν να φιλοξενηθούν (υπό ανυπόφορες, ούτως ή άλλως, συνθήκες) περί τα 5.500 άτομα, ζουν τώρα πάνω από 10.000. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η Σάμος, όπου στους χώρους του hotspot, που ‘χωράει’ 700 άτομα, μένουν τώρα 2.800. Αντίστοιχα, στη Λέσβο, σε χώρο για 2.300 άτομα, διαμένουν τώρα 4.300.

Στην Κω στοιβάζονται τώρα πάνω από 1.000 άτομα (και προστίθενται και άλλα κοντέινερ), ενώ στη Λέρο έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τον προβλεπόμενο αριθμό, που χωράει στα ήδη εγκατεστημένα κοντέινερ, έχοντας φτάσει τους 860 (από περίπου τους μισούς πριν μερικούς μήνες) – και έτσι, και εδώ, στήνονται σκηνές για τα επιπλέον άτομα. 

Μια ιδιαίτερη πτυχή της ασκούμενης πολιτικής αθλιότητας είναι ο αυξανόμενος αριθμός των λεγόμενων «ασυνόδευτων ανήλικων» σε αστυνομικά τμήματα, σε κέντρα κράτησης όπως η Αμυγδαλέζα και η Πέτρου Ράλλη (και αλλού) και σε προαναχωρησιακά κέντρα. Τον Ιούλιο είχαν φτάσει τους 177 από 2 άτομα τον περασμένο Νοέμβρη.

Η κράτηση έχει πάψει προ πολλού να έχει το όποιο χρονικό όριο και συχνά διαρκεί επ’ αόριστον, μέχρι να βρεθούν τα μέσα για την επαναπροώθηση των κρατουμένων – και όχι, φυσικά, χώρων φιλοξενίας, όπως ισχυρίζεται ο Μουζάλας, που με δική του ευθύνη οι χώροι αυτοί μειώνονται αντί να αυξάνονται. Η αστυνομική βία και κακομεταχείριση τόσο των ανηλίκων, όσο και των ενήλικων προσφύγων γενικά, όπως προκύπτει από πληθώρα καθημερινών καταγγελιών, δεν αποτελεί την εξαίρεση αλλά τον κανόνα, στη βάση του οποίου είναι εντεταλμένα να λειτουργούν τα αστυνομικά σώματα με τις ευλογίες (αλλά και την πολιτική ευθύνη) των Τόσκα και Μουζάλα.

Καθώς πολλές ΜΚΟ που είχαν συμβόλαια ορισμένου χρόνου απευθείας με τις Βρυξέλλες, αποχώρησαν, το κενό που άφησαν όσο επίπλαστη κι αν ήταν η όποια παρουσία τους, ωστόσο δεν αναπληρώθηκε στο ελάχιστο από τις κρατικές υπηρεσίες. Σε ορισμένες λεγόμενες μονάδες «πρώτης υποδοχής» δεν υπήρξε ποτέ η όποια κρατική θεσμική συγκρότηση και στελέχωση, με αποτέλεσμα (όπως στη Λέρο και αλλού) να λειτουργούν ακόμα με εθελοντές – όσο ακόμα υπάρχουν.

Οσο για την όποια κοινωνική ένταξη, η στέγαση υπάρχει για ορισμένους μόνο, στη βάση των προγραμμάτων της Ύπατης Αρμοστείας σε ξενοδοχεία και διαμερίσματα (οι υπόλοιποι για πάντα στα καμπ), αλλά μόνο για όσο είναι σε αναμονή η απάντηση για το αίτημα «διεθνούς προστασίας». Οταν βγει η απόφαση, ακόμα κι αν είναι θετική, την άλλη μέρα υπάρχει έξωση από την όποια δομή φιλοξενίας : «άσυλο» στο δρόμο.

Καταλαβαίνει κανείς πώς η επίσημη κρατική πολιτική δημιουργεί τις συνθήκες και τους όρους που κλιμακώνουν τις ξενόφοβες αντιδράσεις, πώς αυτή η πολιτική δίνει τροφή στη δράση της Χρυσής Αυγής, πώς δημιουργείται το έδαφος για περιστατικά όπως το πρόσφατο στη Σάμο, όπου μια χρυσαυγίτικων καταβολών οργάνωση, η «Σάμος SOS», σε αγαστή συνέργια με τον μητροπολίτη και τον δεξιό αντιπεριφερειάρχη του νησιού, χρησιμοποιεί όχι μόνο προειδοποιητικές απειλές για βία (ενάντια στην περαιτέρω ενοικίαση διαμερισμάτων, για την διαμονή προσφύγων από την Ύπατη Αρμοστεία μέσω της ΜΚΟ ΑΡΣΙΣ), αλλά και άμεση άσκηση βίας (όπως πρόσφατα σε συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου Παλαιοκάστρου, με τους τραμπουκισμούς μελών της ενάντια σε μέλη της ΑΡΣΙΣ που παρευρίσκονταν εκεί για ενημέρωση για το πρόγραμμα των διαμερισμάτων). Καταλαβαίνει κανείς ότι το ζήτημα, εν προκειμένω, δεν έχει να κάνει με τον γνωστό ρόλο των ΜΚΟ – έχει να κάνει με τις ρατσιστικές και φασιστικές αντιδράσεις ενάντια στην ένταξη των προσφύγων στον κοινωνικό ιστό, όποιος φορέας κι αν, κάτω από τις δοσμένες συνθήκες, έχει αναλάβει το πρόγραμμα.

 

Σχολεία

 

Οσο για το πολύπαθο ζήτημα της «εκπαίδευσης των προσφυγόπουλων», η κατάρρευση της Παιδείας έρχεται να συναντήσει την υποκριτική δέσμευση για την ένταξη των προσφυγόπουλων στο εκπαιδευτικό σύστημα, σε σχολεία άκρως υποστελεχωμένα, όταν δεν γίνεται τίποτα για την εξασφάλιση ακόμα και του ζητούμενου «αποδεικτού στοιχείου της διεύθυνσης κατοικίας» (όταν τέτοια κατοικία δεν υπάρχει στα καμπ, στους καταυλισμούς στα νησιά, στα hotspots), όταν καθυστερούν οι εμβολιασμοί και η σύσταση των απογευματινών τμημάτων (για να μη μιλήσουμε για το αυτονόητο που θα έπρεπε να είναι η ένταξη των προσφυγόπουλων στα πρωινά τμήματα με όλα τα άλλα παιδιά), με αποτέλεσμα, όπως και πέρσι, τα περισσότερα προσφυγόπουλα να μη μπορέσουν, για πλείστους όσους λόγους, να παρακολουθήσουν μαθήματα και να ενταχθούν στην όποια εκπαιδευτική διαδικασία.

Με κάθε τρόπο, ολόκληρη η χώρα μετατρέπεται σ’ ένα αστυνομοκρατούμενο στρατόπεδο για τους πρόσφυγες, με καθόλου απρόβλεπτες τις συνέπειες αυτού του βάρβαρου εγκλωβισμού τους, της απαξίωσης της ζωής τους, της εξάλειψης του όποιου μέλλοντος και με πιο ορατή (ως μονόδρομο από την πλευρά της κυρίαρχης εξουσίας) την προοπτική της άγριας καταστολής και των μαζικών επαναπροωθήσεων που μεθοδεύει με κάθε τρόπο η κυβέρνηση Σύριζα-Ανελ, δημιουργώντας τους όρους που θεωρεί ότι θα της επιτρέψουν να την σερβίρει ως τη μόνη και αναπόφευκτη λύση.

Είναι σαφές ότι το λεγόμενο «προσφυγικό» είναι (και ήταν από την αρχή) κεντρικό ζήτημα της εγχώριας πολιτικής σκηνής, όπως και σε όλη την Ευρώπη, από τις βασικές παραμέτρους του όποιου χειραφετητικού κινήματος των ντόπιων ενάντια στα μνημόνια και την οικονομική/κοινωνική εξαθλίωση, την αστυνομική καταστολή, την στέρηση θεμελιωδών δικαιωμάτων.