Πρωτοπόρος της μοριακής βιολογίας, αντίπαλος του βιολογικού ρατσισμού

Ο Richard Charles Lewontin (29 Μαρτίου 1929 – 4 Ιουλίου 2021) ήταν ένας πρωτοπόρος γενετιστής, εξελικτικός βιολόγος που συνδύαζε τη γενετική με τα μαθηματικά. Ήταν αντίπαλος του βιολογικού ρατσισμού και των κοινωνικών ανισοτήτων, σοσιαλιστής μαρξιστής και διαλεκτικός.

Ο Richard Lewontin γεννήθηκε σε μια μεγαλοαστική Εβραϊκή οικογένεια, στη Νέα Υόρκη, σπούδασε βιολογία στο πανεπιστήμιο του Harvard, στις αρχές της δεκαετίας του 50. Εκείνη την εποχή, το Harvard δεν είχε εκπαιδευτικούς γενετιστές και ο Lewontin μελέτησε γενετική υπό τον επισκέπτη καθηγητή Leslie C. Dunn, από το πανεπιστήμιο της Columbia της Νέας Υόρκης. Με τη βοήθεια του Dunn συνεργάστηκε με το εργαστήριο της Columbia του Theodosius Dobzhansky, που τότε ήταν ο πιο σημαντικός εξελικτικός γενετιστής του κόσμου. Ο Lewontin υιοθέτησε την έρευνα του Dobzhansky για την φύση της επιλογής και την επίδρασή της στην ποικιλία των φυσικών και εργαστηριακών πληθυσμών και ολοκλήρωσε το διδακτορικό του το 1954.

Εκείνον τον χρόνο έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας στο Raleigh. Εκεί, επικεντρώθηκε κυρίως στην μαθηματική πληθυσμιακή γενετική και δούλεψε με τον Ken-Ichi Kojima στη γενετική σύνδεση, την τάση των γειτονικών γενετικών ακολουθιών να κληρονομούνται μαζί. Μετά από το πανεπιστήμιο του Rochester, της Νέας Υόρκης και του Chicago, πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της καριέρας του στο πανεπιστήμιο του Harvard.

Κατά την διάρκεια παραμονής του στο Rochester στις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι προσπάθειές του να μελετήσει τις γενετικές ποικιλίες (μεταβλητές) σε φυσικούς πληθυσμούς οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο. Σε μια επίσκεψή του στο πανεπιστήμιο του Chicago, ο Lewontin γνώρισε τον Jack Hubby, ο οποίος προσάρμοσε την βιοχημική τεχνική της ηλεκτροφόρησης (που διαχωρίζει τα μόρια σε φορτίο και μέγεθος) στη μελέτη της μύγας Drosophila. Συνειδητοποίησαν πως ανιχνεύοντας μικρές διαφορές μεταξύ των πρωτεϊνών θα μπορούσε να έχουν ένα νέο μέσο για την μέτρηση της γενετικής ποικιλότητας (μεταβλητότητας).

Ο Lewontin μετακόμισε στο πανεπιστήμιο του Chicago και μαζί με τον Hubby, δημοσίευσε δύο κείμενα ορόσημα (Genetics 54, 1966), που άνοιξαν τον δρόμο για την ευρεία εφαρμογή της ηλεκτροφόρησης και σήμαναν την έναρξη της μοριακής πληθυσμιακής γενετικής. Αυτά τα κείμενα αποκάλυπταν επίσης και τα υψηλότερα από τα αναμενόμενα ποσά γενετικής μεταβλητότητας, διευθετώντας την διαμάχη για το αν η φυσική επιλογή διατηρεί την γενετική μεταβλητότητα (ποικιλία) στους φυσικούς πληθυσμούς. Το 1984, ο Martin Kreitman, δουλεύοντας μεταξύ των εργαστηρίων του Lewontin και του Walter Gilbert στο Harvard, εισήγαγε στο ζήτημα αυτό και την αλληλουχία του DNA.

Ο Richard Lewontin έγινε γνωστός κυρίως για την εισαγωγή μοριακών εργαλείων στην εξελικτική βιολογία και γιατί αντιτάχθηκε στην χρήση της επιστήμης για την «εξήγηση» διαθρωτικών κοινωνικών ανισοτήτων. Ο Lewontin και οι συνάδελφοί του ανακάλυψαν πώς η φυσική επιλογή λειτουργεί για να σχηματίσει ποικιλίες, διερευνώντας την επίδρασή της σε γονίδια, ομάδες και άτομα. Χρησιμοποιώντας τη μαθηματική και στατιστική ανάλυση, την έρευνα πεδίου και εργαστηριακά πειράματα χάραξαν την πορεία για την μοριακή πληθυσμιακή γενετική. Ο Lewontin δεν δεχόταν τον κοινωνικό ρατσισμό και τις προσπάθειες να εξηγήσουν με επιστημονικοφανή επιχειρήματα το γιατί “τα παιδιά των μεγιστάνων της πετρελαιοβιομηχανίας τείνουν να γίνουν τραπεζίτες, ενώ τα παιδιά των εργατών της ίδιας βιομηχανίας τείνουν να έχουν χρέη στις τράπεζες”.

Η μαρξιστική του σκοπιά ενέπνευσε έναν νέο τρόπο σκέψης για τη σχέση μεταξύ επιστήμης, πολιτικής και κοινωνίας. Εξέφραζε ανοιχτά την κριτική του στην κοινωνιοβιολογία και στην προσαρμοστικότητα (την ιδέα ότι όλα τα χαρακτηριστικά εξελίχθηκαν σαν προσαρμογές ενός οργανισμού στο περιβάλλον του). Περιφρονούσε την χρήση της βιολογίας για να δικαιολογηθούν ρατσιστικές ιδεολογίες, ιδιαίτερα περιφρονούσε τα τεστ IQ. Το περίφημο κείμενό του “The spandrels of San Marco and the Panglossian paradigm”, που γράφτηκε μαζί με τον συνάδελφό του Stephen Jay Gould υπονόμευσε μεταξύ άλλων την «εμπιστοσύνη στην αληθοφάνεια ως το μόνο κριτήριο για την αποδοχή κερδοσκοπικών ιστοριών».

Στο Σικάγο, τη δεκαετία του 1960, ο Lewontin έγινε ενεργός πολιτικά, μιλώντας κατά των φυλετικών διακρίσεων, κατά του πολέμου του Βιετνάμ και της οικονομικής ανισότητας. Οι πεποιθήσεις του τον οδήγησαν στην παραίτηση από την εκλογή του στην Εθνική Ακαδημία Επιστημών των ΗΠΑ, λόγω της υποστήριξης της Ακαδημίας στη μυστική έρευνα για τον πόλεμο. Μαζί με τον οικολόγο Dick Levins, ίδρυσε μια ομάδα για να διερευνήσει το ρόλο του κεφαλαίου στη γεωργική έρευνα, όπως για την ανάπτυξη υβριδικών φυτών. Η συνεργασία των Lewontin και Levins οδήγησε σε μια σειρά από δοκίμια για τη βιολογία και την κοινωνία, μέσα από μια μαρξιστική προοπτική, που δημοσιεύθηκαν αργότερα ως The Dialectical Biologist (1985) και Biology Under the Influence (2007). Όπως και με την κριτική του στην κοινωνιοβιολογία, πολλά από αυτά τα δοκίμια έβλεπαν τις πολιτικές επιδράσεις στην επιστήμη, ενώ επιχειρηματολογούσε εναντίον του αναγωγισμού και του βιολογικού ντετερμινισμού που ευνοούσε τις βιολογικές επεξηγήσεις περίπλοκων βιοκοινωνικών φαινομένων.

Ο Lewontin ήταν ενάντια και στον βιολογικό ρατσισμό. Στο κείμενο- ορόσημο, “The Apportionment of Human Diversity” (1972), βρήκε περισσότερες παραλλαγές στο εσωτερικό των λεγόμενων «φυλετικών ομάδων» παρά μεταξύ διαφορετικών «φυλετικών ομάδων», συμπεραίνοντας ότι τέτοιες διακρίσεις δεν είχαν γενετική βάση. Όταν τα βιολογικά επιχειρήματα για τη φυλή βγήκαν πάλι στο προσκήνιο μέσα στο πλαίσιο των ψυχικών δοκιμών την δεκαετία του 1980, αντιτάχθηκε με επιστημονικά και κοινωνικά επιχειρήματα, ιδίως στο βιβλίο του Not in Our Genes: Biology, Ideology, and Human Nature (1984), με τους συν-συγγραφείς Steven Rose και Leon Kamin, που επανεκδόθηκε στις ΗΠΑ το 2017 στη διάρκεια της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ. Συνέχισε τις δημοσιεύσεις σε αυτό τον τομέα για δεκαετίες.

Ο Lewontin περιέγραψε τον εαυτό του ως απαισιόδοξο βιολόγο. Ήταν ένας βαθιά κριτικός στοχαστής, πρόθυμος να αμφισβητήσει τα επιστημονικά και φιλοσοφικά θεμέλια του τομέα του, καθώς και τις κοινωνικές, πολιτιστικές και πολιτικές τους συνέπειες. Η έρευνα και οι σκέψεις του έθεσαν μια ατζέντα για γενιές βιολόγων, φιλοσόφων της βιολογίας και κοινωνικά αφοσιωμένους μελετητές.

Οι σοσιαλιστικές του αντιλήψεις τον έκαναν να μην του αρέσουν βιογραφίες [του] και οι ατομικές γιορτές. Όταν κάποτε ρωτήθηκε πώς πρέπει να γραφτεί η βιογραφία του, έβγαλε από το γραφείο του μια λίστα όλων των μεταπτυχιακών φοιτητών, όλων μεταδιδακτορικών και των επισκεπτών καθηγητών στο εργαστήριό του -πάνω από 100 άτομα- και είπε ότι η βιογραφία του πρέπει να γραφτεί μαζί με όλων αυτών.

Χ. Δ.

Πηγή Wikipedia και περιοδικό Nature