Νεαρή Αφγανή πρόσφυγας από το καμπ του Σκαραμαγκά σε έκθεση ζωγραφικής στη Ελβετία
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων (20 Ιουνίου), στην Ελβετία εγκαινιάστηκε έκθεση ζωγραφικής με έργα της Σαχάρ Ρεζάι, μια νεαρής Αφγανής πρόσφυγα.
Γνωρίσαμε τη Σαχάρ Ρεζάι και την οικογένειά της στο Πέτρινο, στο Λιμάνι του Πειραιά, όταν τα κύματα των προσφύγων κατέκλυσαν τα νησιά της Ελλάδας και τον Πειραιά το 2016, όταν με ένα αυτοσχέδιο «κοινωνικό ιατρείο», με την Κατερίνα Μάτσα και την παιδίατρο Νατάσα Βοσνίδου και μερικούς άλλους γιατρούς και αλληλέγγυους συντρόφους από το ΕΕΚ πηγαίναμε κάνοντας «τακτικό» υπαίθριο ιατρείο έξω από το Πέτρινο για πολλές εβδομάδες.
Η 15χρονη τότε Σαχάρ, μια συμπαθής και ταλαντούχα έφηβη είχε πολλά όνειρα, αλλά και μια μεγάλη δυστυχία. Πάσχει από κινητικά προβλήματα. Γεννήθηκε φυσιολογικά, και στα δύο της χρόνια περπατούσε κανονικά. Όμως προσβλήθηκε από υψηλό πυρετό, 42 βαθμούς Κελσίου. Αν μεταφερόταν σε νοσοκομείο κατά πάσα πιθανότητα θα θεραπευόταν. Όμως, τότε στα χρόνια μετά το 2001 και την αμερικανική εισβολή, ο πόλεμος στο Αφγανιστάν βρισκόταν στο αποκορύφωμά του. Ήταν αδύνατο να έχει ιατρική – νοσοκομειακή φροντίδα. Λόγω του υψηλού πυρετού κάποια εγκεφαλικά κέντρα προσβλήθηκαν. Τα πόδια του παιδιού άρχισαν να «διπλώνουν». Στα τρία της χρόνια δεν μπορούσε να περπατήσει. Μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο του Ιράν όπου διαδοχικά, στις ηλικίες 3, 6 και 9 χρόνων υπεβλήθη σε χειρουργικές επεμβάσεις. Οι εγχειρήσεις ήταν… επιτυχείς. Η γιατρός στο Κρατικό Νικαίας όπου κάποια στιγμή την εξέτασε αναφώνησε «μπράβο εγχειρήσεις που κάνουν στο Ιράν!». Μόνο που αντιμετώπισαν το πρόβλημα ως ορθοπεδικό και δεν εξέτασαν τις αιτίες. Το παιδί έμεινε δια παντός ανάπηρο, όπως γνωμάτευσαν οι γιατροί στο Κρατικό Νικαίας και έκτοτε γιατροί και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Το παρακάτω κείμενο, μεταφρασμένο από τα γαλλικά, είναι συνοδευτικό στην έκθεση έργων της νεαρής πλέον ζωγράφου στην Ελβετία. Είναι αυτοβιογραφικό και περιγράφει μια σύντομη στιγμή από το μακρύ ταξίδι από το μακρινό Αφγανιστάν στην Ελβετία. Περιγράφει τη φυγή από το Αφγανιστάν, μέσω Πακιστάν και το πέρασμα στην Τουρκία. Από την Τουρκία, η Σαχάρ Ρεζάι και η οικογένειά της θα περάσουν στη Χίο και από εκεί στον Πειραιά, όπου μαζί με χιλιάδες άλλους, το 2016, κατασκηνώσανε στο λιμάνι – η συγκεκριμένη οικογένεια στο Πέτρινο. Εκεί τους γνωρίσαμε και για ένα διάστημα σύντροφοί μας τους φιλοξένησαν στο σπίτι τους. Ύστερα από αρκετούς μήνες η οικογένεια θα μεταφερθεί στο κέντρο προσφύγων στο Σκαραμαγκά.
Τώρα, μετά από περιπλάνηση σε μερικές χώρες της Ευρώπης, η Σαχάρ με την οικογένειά της ζουν στην Ελβετία. Σπουδάζει τέχνες και γλώσσες. Τώρα, με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας Προσφύγων, η Σαχάρ Ρεζάι πραγματοποιεί την πρώτη της ατομική έκθεση ζωγραφικής στην Ελβετία. Όμως έργα ζωγραφικής της είχαμε δημοσιεύσει όταν βρισκόταν στην Ελλάδα στην Εφ.συν και στη Νέα Προοπτική.
Θόδωρος Κουτσουμπός
Ένα φως μέσα στο σκοτάδι
Αναγκάστηκα να εγκαταλείψω το σπίτι μου. Βλέπω τη στεναχώρια στα μάτια της μητέρας και του πατέρα μου. Αλλά δε μπορώ να καταπραΰνω τη θλίψη τους και νιώθω σαν μια βαριά βαλίτσα στους ώμους τους. Η ανασφάλεια είναι σαν ένα μαστίγιο. Η μητέρα μου δε θυμάται πολλά από εκείνη τη νύχτα. Καιγόμουν στο κρεβάτι από τον πυρετό και, εξ αιτίας της ανασφάλειας, δε μπορούσε να με πάει στο νοσοκομείο. Έχασα την υγεία μου για πάντα. Δε μπορώ πια να περπατήσω.
Χιλιάδες άτομα, όπως εγώ, «καίγονται» από την ανασφάλεια του πολέμου και δεν μπορούν να νιώσουν ηρεμία. Αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους. Όμως δεν υπήρχε κανένας σαν εμένα, μετανάστης και άτομο με ειδικές ανάγκες. Το σκέφτομαι συχνά και αναρωτιέμαι γι’ αυτό που συνέβη στη χώρα μου, το Αφγανιστάν! Συνέβη εξαιτίας της αρχαίας κατάρας των θεών; Επειδή αυτή η χώρα ανήκε σε άλλους; Εκεί βρίσκονταν οι μεγαλύτεροι Βούδες που υπήρξαν ποτέ, που εξαλείφθηκαν με την έλευση του Ισλάμ. Πιστεύω ότι η οργή του Βούδα κατέστρεψε αυτή τη χώρα. Υπάρχουν τόσοι αθώοι άνθρωποι μέσα στο ματωμένο χώμα, εξαιτίας ποιανού; Είναι το Ισλάμ, μια κατάρα του Βούδα, η άγνοια των ανθρώπων ή ο πλούτος του εδάφους του που σκότωσαν τη χώρα μου; Χιλιάδες ερωτήσεις είναι αναπάντητες στο μυαλό μου.
Διασχίσαμε επικίνδυνα περάσματα. Πείνα, δίψα, κούραση, άγχος και πανικός μας συνοδεύουν στο ταξίδι μας. Επιτέλους, εννιά μέρες αργότερα, περνάμε με τα πόδια τα σύνορα του Πακιστάν και μπαίνουμε στο Ιράν. Περπατάμε συνέχεια, το μονοπάτι είναι μακρύ και φτάνουμε στο συνοριακό φυλάκιο του Bazargan.
Οι λαθρέμποροι μας βάζουν σε ένα κρύο και σκοτεινό δωμάτιο μαζί με άλλους ταξιδιώτες. Συζητούν μεταξύ τους για τα σύνορα ανάμεσα στο Ιράν και την Τουρκία. Το σώμα μου κοκκάλωσε από φόβο. Εξαιτίας μου συμβαίνουν όλα αυτά τα άσχημα για την οικογένεια μου; Αν δε μπορούμε να φύγουμε απ’ αυτό το μονοπάτι, τι θα κάνουμε; Είναι δυνατόν να μην περάσουμε στην Τουρκία, από την άλλη πλευρά του συνόρου, παρά το γεγονός ότι αφήσαμε πολλές δυσκολίες πίσω μας; Παρά το γεγονός ότι το δέρμα μου, γδαρμένο απ’ το χώμα, είναι γεμάτο ματωμένες πληγές;
Πρέπει να κάνουμε υπομονή, να περιμένουμε και να αφεθούμε στα χέρια της μοίρας. Ο ουρανός θα λάμψει. Η μητέρα μου προσεύχεται, ο πατέρας μου είναι ανήσυχος. Η καρδιά μου χτυπά για τον αδερφό μου και τη μικρή μου αδερφή. Αν κάτι τους συμβεί, τι μπορούμε να κάνουμε; Ο πατέρας μου ετοιμάζεται να με σηκώσει στους ώμους του. Ω θεέ μου, θα ήθελα να μην ήμουν μαζί τους. Εύχομαι η μοίρα μου να ήταν άλλη, ο πατέρας μου είναι αναγκασμένος να κουβαλάει το σώμα μου μέσα στη νύχτα, μες το χιόνι και στη λάσπη. Θεέ μου, γιατί οι άλλοι πρέπει να φορτώνονται το πρόβλημα μου; Φοβάμαι μήπως βάλω τη ζωή τους σε κίνδυνο. Είμαστε πιο αργοί, ίσως μας αφήσουν μόνους, ίσως φύγουν χωρίς εμάς. Έχω ένα κακό προαίσθημα. Ο διακινητής μας φωνάζει και λέει: «Ετοιμαστείτε, φεύγουμε!». Όλα μου τα μέλη τρέμουν. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Είναι πολύ δύσκολο να ελέγξω τα δάκρυα μου αλλά δε θέλω να καταλάβουν ότι φοβάμαι.
Ο πατέρας μου με παίρνει στους ώμους του, συνεχίζουμε να περπατάμε. Κοιτάζω γύρω μου και δε βλέπω παρά τα σκοτάδια της νύχτας. Είμαι στο χείλος του γκρεμού. Δεν έχω πια ελπίδα. Οι σταγόνες της βροχής μου μαστιγώνουν το πρόσωπο. Κρύβω λοιπόν το πρόσωπο μου πίσω από τον πατέρα μου. Αναπνέει γρήγορα, το μονοπάτι είναι μακρύ, είμαι βαριά για τους ώμους του. Είναι κουρασμένος. Βλέπω τους ανθρώπους που τρέχουν, βιάζονται και τον διακινητή με ένα μαύρο καπέλο, μακριές μπότες και ένα μεγάλο ρόπαλο. Χτυπάει όλους αυτούς που αργούν, αλλά σε μάς δεν κάνει τίποτα. Ξέρει ότι ο πατέρας μου βάζει τα δυνατά του για να μην τους καθυστερήσει. Καταλαβαίνω ότι ο πατέρας μου δε μπορεί να συνεχίσει. «Σε παρακαλώ περίμενε λίγο, ξεκουράσου!». Απαντά «Θα αργήσουμε! Ρισκάρουμε να χαθούμε και να συλληφθούμε από τους Ιρανούς συνοριοφύλακες, όλα θα τελειώσουν!». Η βροχή δημιουργεί λάσπη παντού και πέφτει στο πρόσωπο μου. Ανησυχώ. Κουβαλάμε όλη μας τη ζωή σ’ αυτά τα δύο σακίδια μόνο.
Ο πατέρας μου δε μπορεί να συνεχίσει. Σταματά να ξεκουραστεί. Σε μια στιγμή, οι άλλοι απομακρύνονται από μας και τους χάνουμε. Είμαστε μόνοι. Κοιτάζουμε μακριά και φοβόμαστε. Ω θεέ μου, δεν υπάρχει πια κανένας! Ακούμε από μακριά τα ουρλιαχτά των λύκων, απαίσιος φόβος στο σώμα μας. Τον άνεμο που θροΐζει τα κλαδιά των δέντρων σαν φαντάσματα. Σκέφτομαι ότι είμαστε στο τέλος του μονοπατιού και φτάνουμε στο θάνατο. Ο πατέρας μου, έτοιμος να φωνάξει, πάει από τη μια πλευρά στην άλλη για να δει αν υπάρχει κάποιος. Η μητέρα μου του λέει ότι θα έπρεπε να ξαπλώσουμε γατί οι συνοριοφύλακες μπορεί να μας δουν. Τα ρούχα μας έχουν κολλήσει, είναι παγωμένα στη γη εξαιτίας του κρύου. Τα πρόσωπα μας είναι καλυμμένα από λάσπη. Για τρεις ώρες, μένουμε ακίνητοι. Νιώθω μεγάλη υπνηλία αλλά η μητέρα μου είναι θυμωμένη με μένα, την αδερφή μου και τον αδερφό μου. Λέει ότι, αν κοιμηθούμε, δε θα ξυπνήσουμε ποτέ. Κλαίμε, η μικρή μου αδερφή λέει στη μαμά μου: «Θα πεθάνουμε εδώ;». Η μαμά μου απαντά: «Αυτό δε θα συμβεί, μη χάνετε την ελπίδα!».
Ο πατέρας μου λέει: «Μην κλαίτε! Ακούω το θόρυβο ενός αυτοκινήτου. Είμαστε κοντά στο δρόμο.» Πρέπει να πάμε στο δρόμο, αλλά πολύ αργά και έρποντας. Η επιφάνεια του δρόμου είναι ψηλή, κρυβόμαστε από κάτω. Λέω στους γονείς μου: «Αφήστε με εδώ γιατί μαζί μου δε μπορείτε να συνεχίσετε το δρόμο σας!». Η μαμά μου απαντά: «Μην το λες ποτέ αυτό! Αν πεθάνουμε, θα πεθάνουμε όλοι μαζί! Αν σωθούμε, θα σωθούμε όλοι μαζί!»
Ξαφνικά, ακούμε τον ήχο των φρένων. Φοβόμαστε πολύ ότι οι συνοριοφύλακες θα μας βρουν. Δεν αναπνέουμε πια. Ο πατέρας μου λέει: «Τελείωσε, θα μας συλλάβουν, σίγουρα θα μας πάνε πίσω στο Αφγανιστάν, όπου μας περιμένουν απαίσια πράγματα!». Περιμένουμε χωρίς ελπίδα τους συνοριοφύλακες να μας πάρουν…
Αλλά ξαφνικά μια δυνατή φωνή λέει: «Σας ακούσαμε!». Η φωνή ηχεί γνωστή στ’ αυτιά μου, είναι ο διακινητής μας. Κλαίμε όλοι από χαρά. Ο πατέρας μου φωνάζει: «Εδώ είμαστε!». Ο διακινητής τρέχει μαζί με έναν άλλο και λέει «Μην ανησυχείτε, μπείτε στο όχημα!». Πέφτω σαν πτώμα χωρίς καμιά κίνηση σε μια γωνιά. Κρατάνε τα χέρια και τα πόδια μου και με βάζουν στο αυτοκίνητο. Φεύγουμε γρήγορα και μερικές στιγμές αργότερα φτάνουμε στην Τουρκία.
Συνεχίζουμε το ταξίδι μας αλλά είμαστε πάντα στο δρόμο και το μονοπάτι είναι μακρύ.
Παρασκευή 25 Ιουνίου 2021
Μετάφραση του κειμένου Σαχάρ Ρεζάι από τα γαλλικά
Ρένια Παπαγεωργίου