Σκέψεις για το πλαίσιο και την ατζέντα των εργατικών αγώνων
της Μαργαρίτας Κουτσανέλλου
Τα εργατικά συνέδρια διαδέχονται το ένα το άλλο και με τις βουλευτικές εκλογές να ακολουθούν κατά πόδας, η συζήτηση στους συνδικαλιστικούς χώρους όχι μόνο φουντώνει με άμεση στόχευση να διαμορφωθούν οι πιθανές συμμαχίες, αλλά και επειδή αντικειμενικά η κατάσταση για τους εργαζόμενους και την κοινωνία μυρίζει μπαρούτι.
Μετά την ΑΔΕΔΥ τον περασμένο Δεκέμβριο, ακολουθεί το ΕΚΑ, με το συνέδριό του το προσεχές Σαββατοκύριακο 4-5 Φεβρουαρίου και μετά η ΓΣΕΕ. Η συζήτηση λοιπόν μεταξύ των συνδικαλιστικών δυνάμεων ζωηρεύει δικαιολογημένα, είτε με κριτική διάθεση, είτε ως κατάθεση προβληματισμών, είτε ως έκφραση οραμάτων και κατευθύνσεων και αναζήτησης κοινών βηματισμών. Παρόλες τις διαφοροποιήσεις του περιεχομένου, σε σχέση με τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε περιόδου, είναι σίγουρο ότι τα κανάλια μέσα στα οποία διενεργείται όλη αυτή η ζύμωση, είναι αυτά που με αξεπέραστο τρόπο έχει περιγράψει ο Λένιν για το συνδικαλιστικό αγώνα και το πολιτικό πλαίσιο που πρέπει να παίρνουν τα οικονομικά του αιτήματα. Μπροστά στα ίδια ζητήματα επανερχόμαστε ξανά και ξανά, σε διάφορες παραλλαγές, παλιοί και νέοι συνδικαλιστές, εκκολαπτόμενοι, αλλά και βετεράνοι.
Ποιο είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να τοποθετούνται τα οικονομικά αιτήματα και οι διεκδικήσεις των εργατικών αγώνων; Ακουμπάνε ή όχι τα πολιτικά θέματα και την πολιτική βάση η οποία στήνει τους κανόνες, στήνει το γήπεδο μέσα στο οποίο θα δώσουν τον αγώνα οι αντίπαλες τάξεις των εργοδοτών και των εργατών; Τι είδους ενότητα μπορεί να επιτύχει το συνδικαλιστικό κίνημα, αποσιωπώντας (από τους εργάτες) το ποιος ακριβώς βάζει τους κανόνες, ποιος κρατά τα κλειδιά του γηπέδου, ποιος διαιτητεύει και το κυριότερο, αν σε αυτόν τον αγώνα οι αντίπαλοι παίζουν επί ίσοις όροις;
Επειδή, σε αυτή την συζήτηση ανακατεύομαι διαρκώς και με πολλούς διαφορετικούς συνομιλητές, με διάφορες αφορμές, σε διάφορους χώρους, ας υποθέσουμε ότι την κάνω από αυτό εδώ το βήμα, με το «Γιώργο». Καλός και έντιμος συνδικαλιστής, ευφυής και πολιτικά συγκροτημένος και καταρτισμένος, ας υποθέσουμε ότι είναι αυτός ο «Γ». Μόνο που έχει πειστεί -ας υποθέσουμε επίσης- ότι η αγωνιστική του πρόταση θα βρει μεγαλύτερη ανταπόκριση μεταξύ των εργαζόμενων, αν χαμηλώσει το πολιτικό της στοιχείο, περιοριζόμενος να θέσει τα οικονομικά αιτήματα:
«Θέλουμε συλλογική σύμβαση, θέλουμε αυξήσεις στους μισθούς λόγω της ακρίβειας, θέλουμε σταθερές σχέσεις εργασίας, θέλω άδεια, θέλω επίδομα άδειας, θέλω ασφάλεια και υγιεινή στην εργασία, κ.λπ.». Αν αγκαλιαστούν αυτά τα αιτήματα από τους εργαζόμενους, λέει η άποψη του «Γιώργου», τότε συνάγεται εμμέσως η αμφισβήτηση του πολιτικού υπόβαθρού τους και αυτό είναι αρκετό, στο όνομα της μαζικοποίησης των αγώνων, που κατ’ αυτόν τον τρόπο επέρχεται ευκολότερα, από το να μιλάς για το πολιτικό ζήτημα, το οποίο πιθανόν να διχάζει τον κόσμο μέσα στα σωματεία.
Γράφω για να καταθέσω την εμπειρία μου από μια τέτοιου είδους διαχείριση των εργατικών αιτημάτων. Θα είμαι βιωματική σήμερα, κατά προτίμηση :
Όταν κάθομαι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τον εργοδότη, ως εκπρόσωπος του σωματείου μου, φίλε και συναγωνιστή «Γιώργο», δεν καθόμαστε δύο. Καθόμαστε τρεις! Δεν είμαστε εμείς και αυτοί. Οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες.
Είμαστε Εμείς, Αυτοί και το Κράτος.
Είμαστε, Εμείς, Αυτοί και η Κυβέρνηση.
Είμαστε Εμείς, Αυτοί και η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Είμαστε Εμείς, Αυτοί και οι Πολιτικοί και Πολιτειακοί Θεσμοί.
Είμαστε Εμείς, Αυτοί και οι Ιδιοκτήτες του Γηπέδου, οι Νομοθέτες των Κανόνων του Αγώνα, οι Διαιτητές και οι Μπάτσοι που επιβάλλουν την «τάξη και την ασφάλεια» του Αγώνα.
Και ξέρεις κάτι φίλε και συναγωνιστή «Γιώργο»; (Είμαι σίγουρη ότι το ξέρεις αλλά ρωτώ ρητορικά):
Αυτοί όλοι που είναι εκείνη την ώρα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, στο οποίο κάθομαι με τον εργοδότη μου, δεν είναι σίγουρα με το μέρος μου. Δεν είναι ούτε καν ουδέτεροι. Είναι με το μέρος του αντιπάλου μου. Στον αγώνα που καλούμε τους εργαζόμενους για να υπερασπιστούν τη ζωή τους και να διεκδικήσουν αυξήσεις, ωράρια, άδειες, δικαιώματα, πρέπει να τους πούμε με ποιους έχοντας απέναντι, θα τον δώσουν!
Αν εμείς το ξέρουμε, με ποιο δικαίωμα θα το αποκρύψουμε από εκείνους; Αν εμείς το ξέρουμε και δεν το λέμε, πόση εμπιστοσύνη μπορούμε να κερδίσουμε από τους συναγωνιστές μας, όταν θα το συνειδητοποιήσουν από μόνοι τους, ενώ εμείς το αποσιωπήσαμε;
Αν εμείς το ξέρουμε και δεν το λέμε, ποιο επιτυχημένο σχέδιο δράσης θα καταστρώσουμε με αυτούς που καλούμε στον Αγώνα; Ή μήπως μας αρκεί, εμείς να σχεδιάζουμε και οι αγωνιστές εργαζόμενοι να προτάσσουν τα στήθη τους; Και πότε αυτό υπήρξε νικηφόρο; Και αν υπήρξε, για ποιους ήταν;
Φίλε και Συναγωνιστή «Γιώργο»,
Σε αυτή την (ανταγωνιστική) σχέση λοιπόν, είμαστε Τρεις. Για την ακρίβεια οι συσχετισμοί είναι ήδη από το σφύριγμα της έναρξης του αγώνα «2-1», υπέρ των εργοδοτών. Και οφείλει να το πει αυτός που το κατανοεί και το γνωρίζει. Και πρέπει να το ξέρει αυτός, τον οποίο καλούμε να μπει σε αυτό τον Αγώνα. Για χάρη του Αγώνα πρώτα απ’ όλα…
Καλούς Αγώνες εύχομαι… Εργατικούς και οπωσδήποτε και Πολιτικούς!