Σχολιάζοντας το 7ο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ περιληπτικά και με απλά λόγια

της Μαργαρίτας Κουτσανέλλου*

Πώς περιγράφει την τρέχουσα κατάσταση το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ στο 7ο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, την έκθεση που δημοσιεύει συστηματικά στο πλαίσιο της παρακολούθησης και ανάλυσης της τρέχουσας κατάστασης και των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας;

Το παρόν άρθρο είναι μία προσπάθεια απόδοσης με απλά λόγια και περιληπτικά του αρκετά στριφνού για ένα απλό αναγνώστη τεχνικού κειμένου.

Ξεκινώντας, το 11σέλιδο Δελτίο επικαλείται οικονομική, κοινωνική και γεωπολιτική αβεβαιότητα και τη δυσκολία προβλεψιμότητας εξ αυτού του λόγου, εν τούτοις η έκθεση επιχειρεί μία αξιολόγηση βάσει των οικονομικών δεδομένων που έχει στη διάθεσή του το Ινστιτούτο.

Έχουμε και λέμε, λοιπόν:

Την περίοδο του lockdown  η ύφεση ήταν 15,2% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019. Η έκταση και παράταση δε, της ύφεσης πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Υπογραμμίζεται στην έκθεση όμως το γεγονός ότι η υφεσιακή πορεία υπήρχε ήδη από το πρώτο τρίμηνο του έτους, πριν δηλαδή επιφέρει τα αποτελέσματά της στην οικονομία η υγειονομική κρίση, ενώ συνεχίζει λέγοντας ότι η γενικευμένη αβεβαιότητα, έχει επίσης προκαλέσει κάμψη του ΑΕΠ για το σύνολο του α΄εξαμήνου, η οποία φθάνει στο -7,9%!

Κατανάλωση και επενδύσεις βρίσκονται σε κάθετη πτώση, όπως επίσης πτώση παρουσιάζουν και οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών κατά 32% , το οποίο είναι διπλάσιο από το ποσοστό μείωσης των εισαγωγών, άρα το ισοζύγιο μεταξύ εισαγωγών και εξαγωγών κλίνει και πάλι αρνητικά ως προς τις εξαγωγές. Όσο για τις παραγωγικές επενδύσεις, δηλαδή επενδύσεις που να αφορούν δραστηριότητες που να μειώνουν την ανάγκη εισαγωγών, αυτές εξακολουθούν να είναι ουσιαστικά ανύπαρκτες, ενώ όποιος επιχειρήσει να εκφράσει προσδοκίες ανάκαμψης των επενδύσεων το 2021, κινδυνεύει με μεγάλο ρίσκο να διαψευστεί. Πρακτικά, σημαίνει ότι «όποιος αρχίσει τα ευλογητά για ανάκαμψη και επενδύσεις που έρχονται μαζί με την ανάπτυξη και να τώρα, όπου να’ ναι θα βγούμε στο ξέφωτο και επανακάμπτουμε, το πιθανότερο είναι ότι αν δεν σας παραμυθιάζει, μάλλον δεν ξέρει τι του γίνεται και σεις κρατήστε μικρό καλάθι, για ό,τι σας τάζει.»

Συνεχίζοντας, η έκθεση λέει ότι η μόνη μας ελπίδα είναι το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, εάν και εφόσον βεβαίως –και κρατά και από αυτό αποστάσεις– φτάσουν τελικά στα κρατικά ταμεία, όσα τάζει η Ευρωπαϊκή Ένωση με τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Τονίζεται δε στο Δελτίο, ότι έτσι και δεν επαληθευτούν οι προσδοκίες μας από το Ταμείο Ανάκαμψης, μαύρο φίδι που μας έφαγε, αφού ούτε τον τόσο αναγκαίο αναπτυξιακό μετασχηματισμό δεν θα μπορούμε να έχουμε (εξηγεί παρακάτω τι είναι αυτό), αλλά ούτε και τη φερεγγυότητα της οικονομίας που τόσο έχουμε ανάγκη (καταλαβαίνουμε όλοι τι είναι αυτή, φαντάζομαι). Εάν εν ολίγοις δεν μας δώσουνε, όσα μας υπόσχονται από το Ταμείο Ανάκαμψης οι εταίροι μας, πράγμα που πρέπει να το έχουμε ως ενδεχόμενο, δεν μπορούμε να εξασφαλίσουμε, σε συνθήκες που τα δημοσιονομικά μάς περιορίζουν ασφυκτικά, την οικονομική πολιτική που χρειάζεται να ασκηθεί για να μην καταρρεύσουμε ως κοινωνία. Γίνεται δε αναφορά, για του λόγου το ασφαλές, στην υστέρηση των εσόδων για το διάστημα Ιανουάριος – Ιούλιος, η οποία ανήλθε στα 4.231 εκατομμύρια ευρώ και μάλιστα τη στιγμή που οι δαπάνες υπερέβησαν κατά 4.599 εκατομμύρια την πρόβλεψη για την αντίστοιχη περίοδο. Έλλειμμα, άρα ίσον, σχεδόν 11 χιλιάδες εκατομμύρια ευρώ, τη στιγμή που η πρόβλεψη του προϋπολογισμού ήταν 2.000 εκατομμύρια ευρώ!

Κατόπιν, το Δελτίο μιλά για τις Ξένες Άμεσες Επενδύσεις. Ξένες Άμεσες Επενδύσεις (ΞΑΕ) είναι η εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό, υπό τη μορφή όχι συνεργασιών μεταξύ διαφορετικών επιχειρηματικών οντοτήτων, αλλά για επενδύσεις από μία μητρική επιχείρηση του εξωτερικού που δημιουργεί μία θυγατρική στη χώρα. Αυτή όταν συμβαίνει, όπως μπορούμε να καταλάβουμε, τονώνει την οικονομική δραστηριότητα της χώρας που υποδέχεται τους παραγωγικούς πόρους και είναι αυτή που με πολύ στόμφο μας υποσχόταν η Νέα Δημοκρατία ως κόμμα προεκλογικά και ως κυβέρνηση κατόπιν. Όλοι θυμόμαστε εξάλλου, τη φωτογραφία που προκάλεσε πολύ γέλιο, με τις θωπείες του Σαουδάραβα μεγιστάνα στο μηρό του υπουργού ανάπτυξης Αδώνιδος Γεωργιάδη, ο οποίος αλίμονο υπέφερε τα πάνδεινα για να εξασφαλίσει την πολυπόθητη Ξένη Άμεση Επένδυση που ουδέποτε κατέφθασε. Ή τον κρανοφόρο πρωθυπουργό Κούλη Μητσοτάκη που γκρέμιζε on camera τα ερείπια του Ελληνικού για να σηματοδοτήσει την έναρξη της εμβληματικής επένδυσης στο τζόγο και στις πέριξ αυτού δραστηριότητες. Άπατες οι Ξένες Άμεσες Επενδύσεις λοιπόν και το 2019 και πόσο μάλλον το 2020 σύμφωνα με την έκθεση, ενώ διευκρινίζεται επίσης ότι όπου υπήρξαν τέτοιες δεν αφορούσαν τίποτε περισσότερο από real estate business, κατά το κοινώς λεγόμενο και όπως το καταλαβαίνουμε εμείς οι πληβείοι, «ξεπούλημα δημόσιας ακίνητης περιουσίας».

Και μετά τα τόσο «αισιόδοξα» αυτά στοιχεία που παρατίθενται στο δελτίο για τους αναμενόμενους και μηδέποτε επιτευχθέντες πόρους, η έκθεση συνεχίζει σχολιάζοντας ότι οι εξαγωγές μας επίσης πάνε στο φούντο και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τη συγκυρία της πανδημίας, αλλά είναι αποτέλεσμα της ούτως ή άλλως ισχνής και ανύπαρκτης στην πραγματικότητα εξωστρέφειας, όπως λέγεται, της ελληνικής οικονομίας, παρά τα διάφορα αφηγήματα, ενώ θίγεται με όχι τον τόνο που θεωρούμε θα έπρεπε, το ζήτημα ότι το εγχώριο παραγωγικό μοντέλο που με ιδεοληψία και εμμονή ακολουθείται ακόμα και τα τελευταία δέκα χρόνια, παρά τα πικρά διδάγματα της χρεοκοπίας της χώρας, εξακολουθεί να αδιαφορεί για την αναγκαιότητα εγχώριας επάρκειας για την ικανοποίηση της κοινωνικής ευημερίας. Με απλά λόγια δηλαδή, η προσκόλληση στον τουρισμό, ως αποκλειστική δραστηριότητα για την παραγωγική ανάπτυξη στη χώρα, καθόλου μα καθόλου δεν επιτρέπει την οποιαδήποτε δυνατότητα διαφυγής από το σοκ του πλήγματος που δέχτηκε ο τομέας αυτός, λόγω της πανδημίας. Δραματική μείωση της απασχόλησης και κατ’ επέκταση φρένο στην οικονομική μεγέθυνση είναι οι αλυσιδωτές τραγικές συνέπειες, ενώ τίθεται σε λειτουργία ένας φαύλος μηχανισμός όπου η μειωμένη καταναλωτική δαπάνη επηρεάζει επί τα χείρω και τις επενδυτικές προσδοκίες με το καθοδικό σπιράλ να γίνεται εφιαλτικό.

Η έκθεση στο σημείο αυτό μιλά για τη μείωση της απασχόλησης. Μεταξύ Ιανουαρίου – Μαΐου 2020 η απασχόληση μετρά 5% μείον ή αλλιώς 200.000 περίπου ανέργους. Το διάστημα Ιανουάριος – Ιούλιος 2020 η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας έφτασε περίπου στα επίπεδα του 2013! Δεν μειώνεται όμως μόνο ο όγκος της απασχόλησης. Μειώνεται και ο χρόνος απασχόλησης εξαιτίας της στροφής στις ευέλικτες μορφές απασχόλησης και στα μέτρα αναστολής των συμβάσεων. Αυτές οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης δε, είναι περίπου το 50% των νέων θέσεων εργασίας σύμφωνα με το Δελτίο! Ενώ, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η μείωση του εργάσιμου χρόνου είναι 10 φορές μεγαλύτερη απ’ ό,τι ήταν στην κρίση του 2007-2008! Αυτή η ζοφερή πραγματικότητα που επιφέρει τραγική μείωση των μισθών και των διαθέσιμων εισοδημάτων, πλήττει την καταναλωτική ζήτηση και οποιαδήποτε επεκτατική δυναμική της οικονομίας.

Μετά από αυτά τα τόσο ανησυχητικά δεδομένα, μέσω του 7ο Δελτίου Οικονομικών Εξελίξεων, η ΓΣΕΕ επιχειρεί να προτείνει ό,τι η ίδια αντιλαμβάνεται ως λύσεις. Προτείνει έτσι, αναπτυξιακό μετασχηματισμό με μικρότερη εξάρτηση από τις παγκόσμιες αγορές, εναπόθεση των ελπίδων στο Ταμείο Ανάκαμψης και στους πόρους του ΕΣΠΑ σαν σανίδα σωτηρίας, επαναπροσδιορισμό προτεραιοτήτων στην κατανομή της ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος και των εθνικών πόρων, ενώ με δυσνόητα μισόλογα αφήνει να εννοηθεί ότι εάν προσπαθήσουν να λύσουν το πρόβλημα του ελλείμματος με νέα μνημόνια, θα θέσουν τη χώρα σε φαύλο κύκλο χρέους – ύφεσης – αστάθειας, όπως κομψά προσπαθούν να περιγράψουν την επερχόμενη καταστροφή.

Ενώ βεβαίως, προσπαθώντας να τα έχουν με όλους καλά – εργατική τάξη και κεφάλαιο – από τη μία επισημαίνουν την ανάγκη δαπανών για την υγεία, βάζοντας από δίπλα και την εθνική άμυνα, τα οποία τι να κάνουμε, θα οδηγήσουν τα δυο αυτά, σε αύξηση του δημόσιου χρέους στο ΑΕΠ, αλλά θα το καταπιούμε κι αυτό, γιατί πάνω απ’ όλα υπάρχει και ένα εθνικό ιδεώδες που πρέπει να ρουφήξει το αίμα των εργατών. Κατ’ αυτήν την έννοια αναγνωρίζει απαράδεκτα η εργατική ομοσπονδία ότι υπάρχει ανάγκη αύξησης των αμυντικών δαπανών, η οποία μας υποχρεώνει να δεχτούμε «μικρότερο βαθμό ελευθερίας στη διαχείριση της φορολογίας και των δημοσίων δαπανών». Για να το κάνουμε πιο λιανά δηλαδή, «εργαζόμενοι και άνεργοι αυτής της χώρας μην περιμένετε πολλά – πολλά γιατί οι φόροι και οι δημόσιες δαπάνες θα ρουφηχτούνε από τους εξοπλισμούς». Πώς βρίσκουν αλήθεια τον τρόπο να αποδέχονται και να στηρίζουν με κομψά λόγια τα πιο επώδυνα και εχθρικά για την εργατική τάξη οικονομικά μέτρα!

Στη συνέχεια της έκθεσης, το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ ψελλίζει απλώς, για να μη γίνει πολύ ενοχλητικό ότι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών που έγινε στο όνομα της διευκόλυνσης των επενδύσεων καμία αύξηση της απασχόλησης δεν επέφερε όπως ισχυριζόταν η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, ούτε βεβαίως και των επενδύσεων. Και ούτε βεβαίως πρόκειται αυτό να γίνει. Απλώς, όπως συνεχίζουμε και λέμε εμείς, κάποιες χιλιάδες ευρώ, εξοικονομήθηκαν προς όφελος της κερδοφορίας των εργοδοτών.

Για την τιμή των αφλόγιστων εργατικών όπλων της ΓΣΕΕ, η έκθεση καταλήγει ομιλούσα για το ιδιωτικό χρέος, το χρέος των νοικοκυριών. Λέει λοιπόν για τη βιωσιμότητά του, ότι επιβάλλεται να αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα, ενώ με ολίγη από πράσινες επενδύσεις προσπαθεί να ισχυριστεί ότι διέξοδο στο αδιέξοδο των ανύπαρκτων επενδύσεων θα φέρει η στροφή στις πράσινες επενδύσεις, υπερασπιζόμενη εμμέσως μας αφήνει να καταλάβουμε, την επέλαση των αιολικών πάρκων ανά την επικράτεια, η οποία έχει ξεσηκώσει τους τοπικούς πληθυσμούς για την οικολογική επιβάρυνση που προκαλούν, όπου επιχειρείται η εγκατάστασή τους.

Στις τελευταίες δύο σελίδες της μελέτης, η υιοθέτηση από το ΙΝΕ της Νέας Μακροοικονομικής Συναίνεσης, ως της ιδεολογικής πλατφόρμας για την διαχείριση της πολυδιάστατης κρίσης, γίνεται εμφανέστερη. Για τη ΓΣΕΕ το ζητούμενο στην αγορά εργασίας γίνεται πλέον –έστω και με τη γραφίδα– όχι το βιοποριστικό εισόδημα, αλλά το εισόδημα αξιοπρεπούς διαβίωσης, το οποίο βεβαίως σχολιάζουμε εμείς, δεν συνιστά για την κρατική εργατική ομοσπονδία, παρά ένα δια λόγου ευσεβή πόθο, τον οποίο εκφράζει συγκρατημένα και κοσμίως, ώστε να μη γίνεται ενοχλητική στα αφεντικά του ΣΕΒ, διευκρινίζοντας ότι αυτό πρέπει να γίνει στο πλαίσιο συναίνεσης, μην παρεξηγηθεί κιόλας. Συνεχίζει δε στον ίδιο τόνο, ζητώντας μείγμα παρεμβάσεων στις κατευθύνσεις της ενίσχυσης της προστασίας των εργαζόμενων, αύξηση της απασχόλησης, των αμοιβών και του διαθέσιμου εισοδήματος και σιγά μη σκίσουν κανένα καλσόν -λέμε εμείς- χωρίς να έχουμε βεβαίως τίποτα να χωρίσουμε από όσες και όσους ανησυχούν ευλόγως και δικαιολογημένα να μη σκιστεί πράγματι το καλσόν τους, όταν φορούν τέτοιο.

Και για να κλείσουμε τη σύντομη προσπέλασή μας στο στριφνό και εν πολλοίς δυσνόητο περιεχόμενο μίας τεχνικής μελέτης περί τα οικονομικά, όπως το 7ο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, επιστρέφουμε στη σοβαρότητα, για να συμπληρώσουμε ότι η έκθεση καταλήγει λέγοντας ότι είναι αναγκαία η επανεκπαίδευση του εργατικού δυναμικού και η επανακατάρτιση και αναβάθμιση των προσόντων του με ευθύνη των εργοδοτών, ως απάντηση στην ανεργία, που μας επιτρέπει να σκεφτούμε ότι η ΓΣΕΕ ΑΕ αναζητά για τον εαυτό της πελατεία στις μπίζνες που έχει ανοίξει στον τομέα της κατάρτισης με τα ΚΔΒΜ και τα συναφή, στα οποία τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιείται με ζήλο!

* Η Μαργαρίτα Κουτσανέλλου είναι Γ. Γραμματέας του Συλλόγου Εργαζόμενων ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ

* Φωτογραφίες: Θόδωρος Κουτσουμπός