Σεχταρισμός, κεντρισμός και η Tέταρτη Διεθνής

του Λεόν Τρότσκι

Αναδημοσιεύεται από το περιοδικό Επαναστατική ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ, Νο 40, Σεπτέμβης – Οκτώβρης 1984.

Το κείμενο του Λ. Τρότσκι γράφτηκε στις 22 Οκτώβρη 1935 και δημοσιεύτηκε στο New Militant, Vol. II No. 1, 4 January 1936, p. 3.

Είναι ένα σημαντικό κείμενο στην πάλη για την ίδρυση της νέας (Τέταρτης) Διεθνούς για την οποία παλεύει ο Τρότσκι ύστερα από την ιστορική ήττα της εργατικής τάξης στη Γερμανία, και τη χωρίς αντίσταση κατάληψη της εξουσίας από τους ναζί (1933). Αν η Β’ Σοσιαλιστική Διεθνής χρεοκόπησε στις 4 Αυγούστου 1914, υποταγμένη στον σοσιαλπατριωτισμό, η σταλινισμένη Γ’ Κομμουνιστική Διεθνής είχε τη δική της 4η Αυγούστου στην αντιμετώπιση (ορθότερα άρνηση αντιμετώπισης) του Χίτλερ.

Στο κέντρο της σκέψης του Τρότσκι βρίσκονται τα ζητήματα της διαλεκτικής και η κριτική του επικεντρώνεται στην αντιδιαλεκτική μέθοδο τόσο των σεχταριστικών τάσεων όσο και των κεντριστικών τάσεων.

Το κείμενο αναδημοσιεύτηκε αργότερα σε διάφορες ηλεκτρονικές σελίδες, σε πολύ αφρόντιστη μορφή και με άφθονα δυστυχώς λάθη. Εδώ παραθέτουμε το κείμενο από την πρώτη μετάφραση του 1984, με ελάχιστες αλλαγές στην ορθογραφία και σε κάποια σημεία στη μετάφραση. Το κείμενο υπάρχει στα αγγλικά στο Marxist Interne Archive https://www.marxists.org/archive/trotsky/1935/10/sect.htm

Θ.Κ.

22 Οκτώβρη 1935

Θα ήταν παράλογο να αρνηθεί κανείς την ύπαρξη σεχταριστικών τάσεων στις γραμμές μας. Αποκαλύφθηκαν μέσα από μια ολόκληρη σειρά συζητήσεων και διασπάσεων. Πραγματικά πώς θα μπορούσε να μην εκδηλωθεί ένα στοιχείο σεχταρισμού σ’ ένα ιδεολογικό κίνημα που στέκεται ασυμβίβαστα αντίθετο με όλες τις κυρίαρχες οργανώσεις της εργατικής τάξης, και που υφίσταται θηριώδεις, χωρίς κανένα απολύτως προηγούμενο, διώξεις σ’ όλο τον κόσμο;

Οι ρεφορμιστές και οι κεντριστές δεν χάνουν την παραμικρή ευκαιρία να δείξουν με το δάκτυλο τον «σεχταρισμό» μας. Τις περισσότερες φορές έχουν υπόψη τους όχι την αδύνατη, αλλά την ισχυρή πλευρά μας. Τη σοβαρή μας στάση απέναντι στη θεωρία. Την προσπάθειά μας να αναλύσουμε κάθε πολιτική κατάσταση μέχρι το τέλος. Και να προωθήσουμε πεντακάθαρα συνθήματα. Την εχθρότητά μας προς τις «εύκολες» και «άνετες» αποφάσεις, που απαλλάσσουν από τις σημερινές ευθύνες, αλλά προετοιμάζουν καταστροφές για αύριο. Όταν προέρχεται από οπορτουνιστές η κατηγορία για σεχταρισμό, είναι συχνπά ένα κομπλιμέντο για μας.

Είναι αρκετά περίεργο όμως, ότι συχνά μας κατηγορούν για σεχταρισμό όχι μόνο οι ρεφορμιστές και οι κεντριστές αλλά και αντίπαλοι από τα «αριστερά», οι περιβόητοι σεχταριστές, που θα μπορούσαν κάλλιστα  να τοποθετηθούν σαν εκθέματα στο μουσείο. Η βάση που δεν είναι ικανοποιημένοι με μας βρίσκεται στο ότι είμαστε ασυμβίβαστοι μαζί τους, στην προσπάθειά μας να ξεπλύνουμε τις παιδικές σεχταριστικές αρρώστιες και να ανυψωθούμε σ’ ένα ανώτερο επίπεδο.

Σ’ ένα επιπόλαιο μυαλό, θα μπορούσε να φανεί ότι τέτοιες λέξεις, όπως σεχταριστής, κεντριστής, κτλ είναι απλώς εκφράσεις πολεμικής, που ανταλλάσσονται από αντιπάλους, λόγω έλλειψης άλλων πιο κατάλληλων επιθέτων. Αλλά η έννοια του σεχταρισμού, καθώς και η έννοια του κεντρισμού, έχει μια ακριβή σημασία σ’ ένα μαρξιστικό λεξικό. Ο Μαρξισμός έχει χτίσει ένα επιστημονικό πρόγραμμα πάνω στους νόμους που διέπουν την κίνηση της καπιταλιστικής κοινωνίας και ανακαλύφθηκαν απ’ αυτόν. Πρόκειται για μια κολοσσιαία κατάκτηση! Όμως δεν είναι αρκετό να δημιουργείται ένα σωστό πρόγραμμα. Είναι αναγκαίο να το δεχτεί η εργατική τάξη. Αλλά ο σεχταριστής από τη φύση των πραγμάτων, σταματάει στο πρώτο μισό τού καθήκοντος. Η ενεργητική επέμβαση στην πραγματική ταξική πάλη των μαζών των εργατών αντικαθίσταται γι’ αυτόν από προπαγανδιστικές αφαιρέσεις ενός μαρξιστικού προγράμματος.


Κάθε κόμμα της εργατικής τάξης, κάθε φράξια, στη διάρκεια των αρχικών τους σταδίων, περνούν μια περίοδο καθαρής προπαγάνδας, δηλαδή εκπαίδευσης στελεχών. Η περίοδος ύπαρξής τους σαν μαρξιστικού κύκλου, αναπόφευκτα δημιουργεί συνθήκες μιας αφηρημένης προσέγγισης στα προβλήματα του εργατικού κινήματος. Όποιος είναι ανίκανος να ξεπεράσει έγκαιρα τα όρια αυτής της περιορισμένης ύπαρξης μετατρέπεται σε ένα συντηρητικό σεχταριστή. Ο σεχταριστής αντιμετωπίζει τη ζωή της κοινωνίας σαν ένα μεγάλο σχολείο, και τον εαυτό του σαν ένα δάσκαλο εκεί μέσα. Κατά τη γνώμη του, η εργατική τάξη θα πρέπει να παραμερίσει τα λιγότερα σημαντικά ζητήματα και να συγκεντρωθεί αποφασιστικά γύρω από το βήμα του. Τότε θα εκπληρώνονταν η αποστολή του.
Παρόλο που σε κάθε του φράση μπορεί να ορκίζεται στο Μαρξισμό, ο σεχταριστής αρνείται ανοικτά το διαλεκτικό υλισμό, παίρνοντας την εμπειρία σαν σημείο αφετηρίας και πάντα επιστρέφει σ’ αυτήν. Ένας σεχταριστής δεν καταλαβαίνει τη διαλεκτική δράση και αντίδραση ανάμεσα σ’ ένα τελειωμένο πρόγραμμα και μια ζωντανή -και μ’ άλλα λόγια ανολοκλήρωτη- μαζική πάλη. Η μέθοδος σκέψης του σεχταριστή είναι αυτή ενός ορθολογιστή, ενός φορμαλιστή και ενός διαφωτιστή. Στη διάρκεια ενός ορισμένου σταδίου της ανάπτυξης (τον δέκατο όγδοο αιώνα!), ο ορθολογισμός ήταν προοδευτικός, μια και στρέφεται κριτικά ενάντια στην τυφλή πίστη και τις προκαταλήψεις. Το προοδευτικό στάδιο του ορθολογισμού επαναλαμβάνεται σε κάθε μεγάλο κίνημα χειραφέτησης. Αλλά ο ορθολογισμός (ο αφηρημένος προπαγανδισμός) γίνεται ένας αντιδραστικός παράγοντας από τη στιγμή που στρέφεται ενάντια στη διαλεκτική. Ο σεχταρισμός είναι εχθρικός στη διαλεκτική (όχι στα λόγια αλλά στην πράξη) με την έννοια ότι γυρνάει την πλάτη του στην πραγματική ανάπτυξη της εργατικής τάξης.


Ο σεχταριστής ζει στη σφαίρα των προκατασκευασμένων διατυπώσεων. Πάντα, η ζωή τον προσπερνάει χωρίς να τον παίρνει υπόψη της. Αλλά κάθε τόσο δέχεται ένα σκαμπίλι που τον κάνει να γυρίσει 180 μοίρες γύρω από τον άξονά του, και συχνά τον κάνει να συνεχίζει τον ίσιο δρόμο του, αλλά… προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η ασυμφωνία με την πραγματικότητα του δημιουργεί στο σεχταριστή την ανάγκη να κάνει συνέχεια τις φόρμουλές του πιο ακριβείς. Αυτό γίνεται στο όνομα της συζήτησης. Για το Μαρξιστή, η συζήτηση είναι ένα σημαντικό αλλά λειτουργικό εργαλείο στην ταξική πάλη. Για τον σεχταριστή η συζήτηση είναι αυτοσκοπός. Κι όσο περισσότερο συζητάει τόσο πιο πολύ του ξεφεύγουν τα πραγματικά καθήκοντα. Είναι σαν αυτόν που ικανοποιεί τη δίψα του με αλμυρό νερό: όσο πιο πολύ πίνει τόσο περισσότερο διψάει. Γι’ αυτό και διαρκώς ενοχλείται ο σεχταριστής. Ποιος τού ‘ριξε το αλάτι; Σίγουρα οι «συνθηκολόγοι» από τη Διεθνή Γραμματεία. Ο σεχταριστής βλέπει έναν εχθρό σ’ όποιον προσπαθεί να του εξηγήσει ότι μια δραστήρια συμμετοχή στο εργατικό κίνημα απαιτεί μια συνεχή μελέτη των αντικειμενικών συνθηκών, κι όχι υπεροπτική ισοπέδωση από το σεχταριστικό βήμα. Την ανάλυση της πραγματικότητας, ο σεχταριστής την αντικαθιστά με την ίντριγκα, το κουτσομπολιό και την υστερία.


Ο κεντρισμός είναι με μια έννοια το διαμετρικό αντίθετο του σεχταρισμού. Απεχθάνεται τις ακριβείς φόρμουλες, αναζητάει δρόμους στην πραγματικότητα έξω από τη θεωρία. Αλλά παρά την περίφημη φόρμουλα του Στάλιν, οι «αντίποδες» συχνά καταλήγουν να γίνουν «δίδυμοι». Μια φόρμουλα ξεκομμένη από τη ζωή είναι κούφια. Έτσι και οι δυό τους, ο σεχταριστής και ο κεντριστής, ξεκινούν στο τέλος με άδεια χέρια, και καταλήγουν μαζί… στα αισθήματα εχθρότητας απέναντι στο γνήσιο Μαρξισμό.
Πόσες φορές δεν έχουμε συναντήσει ένα κεντριστή που θεωρεί τον εαυτό του «ρεαλιστή» επειδή απλά και μόνο ξεκινάει να κολυμπήσει χωρίς καμία απολύτως ιδεολογική αποσκευή και παρασύρεται από κάθε ρεύμα. Είναι ανίκανος να καταλάβει ότι οι αρχές δεν είναι νεκρό έρμα αλλά ένα σκοινί ζωής για τον επαναστάτη κολυμβητή. Ο σεχταριστής από την άλλη μεριά, γενικά δεν θέλει να κολυμπήσει καθόλου, για να μην βρέξει τις αρχές του. Κάθεται στην ακτή και διαβάζει διαλέξεις για την ηθική στην πλημμύρα της ταξικής πάλης. Αλλά μερικές φορές ένας απελπισμένος σεχταριστής σκύβει στο νερό, αρπάζει τον κεντριστή κι τον βοηθάει να πνιγεί. Έτσι ήταν και έτσι θα είναι.
Στην εποχή μας, της αποσύνθεσης και της διασποράς, μπορούν να βρεθούν αρκετοί κύκλοι σε πολλές χώρες που έχουν πάρει ένα μαρξιστικό πρόγραμμα, πιο συχνά έχοντάς το δανειστεί από τους μπολσεβίκους, και στη συνέχεια μετατρέπουν την ιδεολογική τους αποσκευή σε μια αποστέωση μεγαλύτερου ή μικρότερου βαθμού.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το καλύτερο δείγμα του είδους, τη βελγική ομάδα που ηγείται ο σύντροφος Βερίκεν. Στις 10 Αυγούστου ο «Σπάρτακος», το όργανο αυτής της ομάδας, ανακοίνωσε την προσάρτησή της στην 4η Διεθνή.
Αυτή η ανακοίνωση είναι ευπρόσδεκτη. Αλλά την ίδια στιγμή, είναι αναγκαίο να δηλωθεί εκ των προτέρων ότι η 4η Διεθνής θα ήταν καταδικασμένη αν έκανε παραχωρήσεις σε σεχταριστικές τάσεις.

Ο Βερίκεν ήταν στον καιρό του ένας ασυμβίβαστος αντίπαλος της εισόδου της γαλλικής Κομμουνιστικής Ένωσης στο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Αυτό δεν είναι έγκλημα. Το ζήτημα ήταν καινούργιο, το βήμα ήταν ριψοκίνδυνο, και οι διαφορές ήταν απόλυτα επιτρεπτές. Με μία έννοια, εξίσου επιτρεπτή, ή εν πάση περιπτώσει αναπόφευκτη, ήταν οι υπερβολές στον ιδεολογικό αγώνα. Έτσι, ο Βερίκεν προέβλεψε την αναπόφευκτη καταστροφή της διεθνούς οργάνωσης των Μπολσεβίκων-Λενινιστών, ως αποτέλεσμα της «διάλυσης» στη Δεύτερη Διεθνή. Θα συμβουλεύαμε τον Βερίκεν να ξαναδημοσιεύσει σήμερα στο «Σπάρτακο» τα περσινά του προφητικά ντοκουμέντα. Αλλά αυτό δεν είναι το κύριο κακό. Χειρότερο είναι το γεγονός ότι στην πρόσφατη δήλωσή του ο «Σπάρτακος» περιορίζεται να επισημαίνει ότι το γαλλικό τμήμα παρέμεινε πιστό στις αρχές του «σε ένα σημαντικό, ακόμη και μεγάλο θα λέγαμε, μέτρο». Αν ο Βερίκεν συμπεριφερόταν όπως θά ‘κανε ένας μαρξιστής πολιτικός, θά ‘πρεπε, να είχε δηλώσει καθαρά και ξάστερα σε ποιο σημείο το γαλλικό μας τμήμα εγκατέλειψε τις αρχές του, και θα έπρεπε να δώσει μια άμεση και ανοιχτή απάντηση στο ερώτημα του ποιος αποδείχθηκε πως είχε δίκιο: οι συνήγοροι ή οι αντίπαλοι της εισόδου;

Ο Βερίκεν κάνει χειρότερο λάθος στη στάση του απέναντι στο Βελγικό μας τμήμα που μπήκε στο ρεφορμιστικό Εργατικό Κόμμα [ΡOB]. Αντί να εξετάζει τις εμπειρίες που σχετίζονται και προκύπτουν από τη δουλειά που διεξήχθη κάτω από τις νέες συνθήκες, και να κριτικάρει τα πραγματικά βήματα που έγιναν, αν χρειάζονταν κριτική, ο Βερίκεν συνεχίζει να διαμαρτύρεται για τις συνθήκες της συζήτησης όπου ηττήθηκε. Η συζήτηση, βλέπετε, ήταν ελλιπής, ανεπαρκής και ανέντιμη: ο Βερίκεν απέτυχε να ικανοποιήσει τη δίψα του με το αλμυρό νερό. Δεν υπάρχει «πραγματικός» δημοκρατικός συγκεντρωτισμός στη Διεθνιστική Κομμουνιστική Ένωση! Σε σχέση με τους αντιπάλους του εισοδισμού η Ένωση έδειξε… «σεχταρισμό».

Είναι καθαρό ότι ο σ. Βερίκεν έχει μια φιλελεύθερη και όχι μια μαρξιστική αντίληψη του σεχταρισμού: με αυτό προφανώς προσεγγίζει τους κεντριστές. Δεν αληθεύει ότι η συζήτηση ήταν ανεπαρκής. Διεξήχθη για πολλούς μήνες, προφορικά και στον Τύπο, κι εκτός αυτού σε διεθνή κλίμακα. Όταν ο Βερίκεν απέτυχε να πείσει άλλους ότι το να κερδίζεις χρόνο σε ένα τόπο είναι η καλύτερη επαναστατική πολιτική, αρνήθηκε να υπακούσει στις αποφάσεις των εθνικών και διεθνών οργανώσεων. Οι εκπρόσωποι της πλειοψηφίας είπαν στον Βερίκεν περισσότερο από μία φορά ότι αν η εμπειρία αποδείξει ότι το βήμα ήταν λάθος, πρέπει από κοινού να διορθώσουμε το λάθος. Είναι δυνατό μετά από τη 12χρονη πάλη των Μπολσεβίκων-Λενινιστών, να μην έχεις αρκετή εμπιστοσύνη στην ίδια σου την οργάνωση ώστε να διατηρείς την πειθαρχία ακόμη και σε μια περίπτωση διαφωνιών για την τακτική; Ο Βερίκεν αγνόησε τα συντροφικά και συμβιβαστικά επιχειρήματα. Μετά τον εισοδισμό της πλειοψηφίας του βελγικού τμήματος στο Εργατικό Κόμμα, η ομάδα Βερίκεν βρέθηκε φυσιολογικά έξω από τις γραμμές μας. Η ευθύνη γι’ αυτό πέφτει αποκλειστικά στους ώμους του.

Αν επιστρέψουμε στην καρδιά του ζητήματος, τότε ο σεχταρισμός του συντρόφου Βερίκεν ορθώνεται με όλη τη δογματική αγένειά του. Τι είναι αυτό! φωνάζει ο Βερίκεν με αγανάκτηση: Ο Λένιν είπε να σπάσουμε από τους ρεφορμιστές, αλλά οι Βέλγοι Μπολσεβίκοι – Λενινιστές μπαίνουν σ’ ένα ρεφορμιστικό κόμμα! Αλλά ο Λένιν είχε υπόψη του ένα σπάσιμο με τους ρεφορμιστές, σαν μια αναπόφευκτη συνέπεια μιας πάλης ενάντιά τους, και όχι σαν μια ενέργεια σωτηρίας ανεξάρτητα από χρόνο και τόπο. Απαίτησε ένα ρήγμα με τους σοσιαλπατριώτες όχι για να σώσει τη ψυχή του, αλλά για να αποσπάσει τις μάζες από τον σοσιαλπατριωτισμό. Στο Βέλγιο τα συνδικάτα είναι συγχωνευμένα με τη βελγικό Εργατικό Κόμμα. Το κόμμα αυτό είναι ουσιαστικά η οργανωμένη εργατική τάξη.

Βέβαια, η είσοδος των επαναστατών στο Βελγικό Εργατικό Κόμμα, όχι μόνο άνοιξε δυνατότητες αλλά επέβαλε επίσης περιορισμούς. Προπαγανδίζοντας τις ιδέες του μαρξισμού, είναι απαραίτητο να λάβει κανείς  υπόψη του όχι μόνο τη νομιμότητα του αστικού κράτους, αλλά και τις νομιμότητες ενός ρεφορμιστικού κόμματος (κι οι δύο αυτές νομιμότητες, πρέπει να προστεθεί, συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό). Γενικά μιλώντας, η προσαρμογή σε μια ξένη «νομιμότητα», κουβαλάει μαζί της έναν αδιαμφισβήτητο κίνδυνο. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε τους Μπολσεβίκους από το να χρησιμοποιήσουν ακόμη και την τσαρική νομιμότητα: για πολλά χρόνια οι Μπολσεβίκοι ήταν υποχρεωμένοι να αυτοαποκαλούνται, κατά τις συνεδριάσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων και στο νόμιμο Τύπο, όχι Σοσιαλδημοκράτες, αλλά «συνεπείς δημοκράτες». Βέβαια, αυτό δεν έγινε χωρίς προβλήματα, καθώς ένας σημαντικός αριθμός στοιχείων που προσχώρησαν στον Μπολσεβικισμό ήταν λίγο πολύ συνεπείς δημοκράτες και καθόλου διεθνιστές σοσιαλιστές. Πάντως, συμπληρώνοντας τη νόμιμη με την παράνομη δραστηριότητα, ο Μπολσεβικισμός ξεπέρασε τις δυσκολίες.

Φυσικά, η «νομιμότητα» των Βαντερβέλντε, του Ντε Μαν, του Σπάακ κι άλλων υπηρετών της βελγικής πλουτοκρατίας, επιβάλλει πολύ σκληρούς περιορισμούς στους μαρξιστές, και έτσι εγκυμονεί κινδύνους. Αλλά οι μαρξιστές που δεν είναι ακόμη αρκετά ισχυροί για να δημιουργήσουν το δικό τους κόμμα, έχουν τις μεθόδους  τους για την πάλη ενάντια στους κινδύνους της ρεφορμιστικής αιχμαλωσίας: ένα πεντακάθαρο πρόγραμμα, συνεχείς φραξιονιστικούς δεσμούς, διεθνή κριτική, κ.λπ. Η δραστηριότητα μιας επαναστατικής πτέρυγας σ’ ένα ρεφορμιστικό κόμμα μπορεί να κριθεί σωστά μόνο με την εκτίμηση της δυναμικής της ανάπτυξης. Ο Βερίκεν δεν το κάνει αυτό σε σχέση ούτε με την φράξια ASR ούτε με την ομάδα της Βεριτέ. Αν το έκανε, θα ήταν αναγκασμένος να παραδεχθεί ότι η ASR έχει κάνει σοβαρές προόδους κατά την πρόσφατη περίοδο. Είναι ακόμα αδύνατο να προβλέψει κανείς ποιος θα είναι ο τελικός συσχετισμός. Όμως, ο εισοδισμός στο Βελγικό Εργατικό Κόμμα δικαιολογείται ήδη από την εμπειρία.

Επεκτείνοντας και γενικεύοντας το λάθος του, ο Βερίκεν ισχυρίζεται ότι η ύπαρξη απομονωμένων μικρών ομάδων, που διασπούνται σε διάφορα στάδια από τη διεθνή μας οργάνωση, είναι απόδειξη της δικιάς μας σεκταριστικής μεθόδου.

Έτσι, οι πραγματικές σχέσεις στέκονται αναποδογυρισμένες. Είναι γεγονός ότι στις γραμμές των Μπολσεβίκων-Λενινιστών κατά τα αρχικά στάδια ήρθε ένας σημαντικός αριθμός αναρχικών και ατομικιστικών στοιχείων γενικά, ανίκανων να δεχθούν την οργανωτική πειθαρχία, και κατά καιρούς κάποιος ανίκανος, που δεν μπορούσε να κάνει την καριέρα του στην Κομιντέρν. Αυτά τα στοιχεία έβλεπαν την πάλη ενάντια στο «γραφειοκρατισμό» περίπου με τον ακόλουθο τρόπο: δεν πρέπει να καταλήξει κανείς σε καμία απόφαση. Αντίθετα, θα πρέπει να καθιερωθεί η «συζήτηση» σαν μόνιμη ενασχόληση. Πρέπει να πούμε με απόλυτη δικαίωση, ότι οι Μπολσεβίκοι – Λενινιστές έδειξαν αρκετή υπομονή –ίσως υπεραρκετή– με τέτοιου είδους άτομα και ομαδούλες. Μονάχα όταν συμπτύχθηκε ένας διεθνής πυρήνας, κι άρχισε να βοηθάει τα εθνικά τμήματα να καθαρίσουν τις γραμμές τους από το εσωτερικό σαμποτάζ, άρχισε η πραγματική και συστηματική ανάπτυξη της διεθνούς μας οργάνωσης.

Ας πάρουμε μερικά παραδείγματα από ομάδες που διασπάστηκαν από τη διεθνή οργάνωσή μας σε διάφορα στάδια της ανάπτυξής της.

Το γαλλικό περιοδικό «Que Faire?» (“Τι να κάνουμε;”) είναι ένα διαφωτιστικό δείγμα ενός συνδυασμού σεχταρισμού με εκλεκτικισμό. Για τα πιο σημαντικά ζητήματα αυτό το περιοδικό ερμηνεύει τις απόψεις των Μπολσεβίκων – Λενινιστών, αλλάζοντας μερικά κόμματα, και κατευθύνοντας σοβαρές κριτικές παρατηρήσεις σε εμάς. Ταυτόχρονα, αυτό το περιοδικό επιτρέπει την υπεράσπιση των σοσιαλπατριωτικών σκουπιδιών, κάτω από το κάλυμα της συζήτησης και κάτω από το κάλυμα της «υπεράσπισης της ΕΣΣΔ», ώστε να την γλυτώνει ατιμώρητα. Οι διεθνιστές του «Que Faire?» είναι οι ίδιοι ανίκανοι να εξηγήσουν πώς και γιατί τυχαίνει να συγκατοικούν ειρηνικά με τους σοσιαλπατριώτες μετά τη ρήξη τους με τους Μπολσεβίκους. Είναι πάντως καθαρό, ότι με τέτοιο εκλεκτικισμό το «Que Faire?» είναι στο ελάχιστο ικανό να απαντήσει στην ερώτηση τι να κάνουμε; («Que Faire?»).

Οι «διεθνιστές» και οι σοσιαλπατριώτες έχουν συμφωνήσει σ’ ένα μόνο πράγμα: ποτέ η Τέταρτη Διεθνής! Γιατί; Γιατί δεν πρέπει κανείς να ξεκοπεί από τους κομμουνιστές εργάτες. Ακούσαμε το ίδιο επιχείρημα από το SAP: δεν πρέπει να έρθουμε σε ρήξη με τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες. Και σ’ αυτή την περίπτωση οι αντίποδες καταλήγουν να είναι δίδυμοι. Το παράξενο όμως είναι ότι το «Que Faire?» δεν είναι συνδεδεμένο, και, από τη φύση του, δεν μπορεί να συνδεθεί με κανέναν εργάτη.

Υπάρχουν ακόμη λιγότερα να ειπωθούν για ομάδες όπως η «Internationale» ή τον «Proletaire». Κι αυτοί παίρνουν τις απόψεις τους από τα τελευταία τεύχη της «La Verite», με ένα μίγμα κριτικού αυτοσχεδιασμού. Δεν έχουν καμία προοπτική για επαναστατική ανάπτυξη. Αλλά καταφέρνουν να τη βγάζουν χωρίς προοπτικές. Αντί να προσπαθήσουν να μάθουν μέσα στα πλαίσια μιας πιο σοβαρής οργάνωσης (ή μάθηση είναι δύσκολη), αυτοί που μισούν την πειθαρχία, πολύ προσποιητοί «ηγέτες», επιθυμούν να διδάξουν την εργατική τάξη (αυτό τους φαίνεται ευκολότερο). Σε στιγμές νηφάλιου στοχασμού τους πρέπει οι ίδιοι να καταλαβαίνουν ότι η ίδια τους η ύπαρξή σαν «ανεξάρτητες» οργανώσεις είναι μια τεράστια παρεξήγηση.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αναφέρουμε τις ομάδες των Φιλντ (Field) και Γουίσμπορντ (Weisbord). Ο Φιλντ -σ’ ολόκληρο το πολιτικό του φτιασίδωμα – είναι ένας αστός ριζοσπάστης που έχει ενστερνισθεί τις οικονομικές απόψεις του μαρξισμού. Για να γίνει επαναστάτης ο Φιλντ θά ‘πρεπε να εργαστεί επί σειρά ετών σαν ένας πειθαρχημένος στρατιώτης σε μια προλεταριακή επαναστατική οργάνωση. Αλλά αυτός ξεκίνησε αποφασίζοντας να δημιουργήσει ένα «δικό του» εργατικό κίνημα.  Καταλαμβάνοντας μια θέση στα «αριστερά» μας (πού αλλού;), ο Φιλντ σύντομα ανέπτυξε φιλικές σχέσεις με το SAP. Όπως βλέπουμε, αυτό που συνέβη στον Μπάουερ δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Η έκκληση να σταθεί κανείς στα αριστερά του μαρξισμού οδηγεί μοιραία στον κεντριστικό βάλτο.

Ο Γουίσμπορντ είναι αναμφισβήτητα κοντύτερα σ’ ένα επαναστατικό τύπο από τον Φιλντ. Αλλά ταυτόχρονα αντιπροσωπεύει το καθαρότερο παράδειγμα σεχταριστή. Είναι τελείως ανίκανος να διατηρήσει τις αναλογίες είτε σε ιδέες είτε σε πράξεις. Κάθε αρχή την μετατρέπει σε σεχταριστική καρικατούρα. Γι’ αυτό ακόμη και σωστές ιδέες στα χέρια του γίνονται εργαλεία για να αποδιοργανώνει τις ίδιες του τις γραμμές.

Δεν υπάρχει καμία ανάγκη να ασχοληθούμε με ανάλογες ομάδες σε άλλες χώρες. Αποχωρίζονται από εμάς όχι γιατί εμείς δεν είμαστε ανεκτικοί ή είμαστε ανυπόφοροι, αλλά γιατί αυτοί οι ίδιοι δεν μπορούν και δεν προχωρούν. Από τη στιγμή του σχίσματος πετυχαίνουν μονάχα να αποδείξουν την ανικανότητά τους. Οι προσπάθειές τους να ενωθούν σε εθνική ή διεθνή κλίμακα δεν έφεραν σε καμία περίπτωση αποτελέσματα: χαρακτηριστική του σεχταρισμού είναι μονάχα η δύναμη της άπωσης και όχι της έλξης.

Κάποιος δύστροπος υπολόγισε τον αριθμό των «διασπάσεων» που είχαμε και έφθασε σε ένα σύνολο περίπου είκοσι. Είδε σε αυτές τη συντριπτική απόδειξη για το κακό μας καθεστώς. Το περίεργο είναι ότι μέσα στο ίδιο το SAP, που δημοσίευσε θριαμβευτικά αυτούς τους υπολογισμούς, έχουν συμβεί στη διάρκεια των λίγων χρόνων ύπαρξής του, περισσότερα σχίσματα και συγκολλήσεις απ’ ό,τι σε όλα συνολικά τα τμήματά μας. Αυτό καθαυτό το γεγονός δεν έχει σημασία. Είναι αναγκαίο να εξεταστεί όχι η γυμνή στατιστική των διασπάσεων, αλλά η διαλεκτική της ανάπτυξης. Μετά από όλες τις διασπάσεις το SAP παραμένει μια εξαιρετικά ετερογενής οργάνωση η οποία θα είναι ανίκανη να αντέξει την πρώτη εμφάνιση μεγάλων γεγονότων. Αυτό ισχύει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό στο «Γραφείο του Λονδίνου της Επαναστατικής Σοσιαλιστικής Ενότητας», που σπαράσσεται από ασυμφιλίωτες αντιφάσεις: Το αύριο του θα αποτελείται όχι από «ενότητα», αλλά από διασπάσεις. Στο μεταξύ, η οργάνωση Μπολσεβίκων – Λενινιστών, αφού ξεκαθαρίστηκε από σεχταριστικές και κεντριστικές τάσεις, όχι μόνο αυξήθηκε αριθμητικά, όχι μόνο ενίσχυσε τους διεθνείς δεσμούς της, αλλά βρήκε το δρόμο συγχώνευσης με οργανώσεις συγγενικές με αυτή στο πνεύμα (Ολλανδία, Ηνωμένες Πολιτείες). Οι προσπάθειες να διαλυθεί το ολλανδικό Κόμμα (από τα δεξιά με τον Moλινάρ!) και το αμερικανικό Κόμμα (από τα αριστερά, με τον Μπάουερ!) έχουν οδηγήσει μονάχα στην εσωτερική ενίσχυση και των δύο αυτών κομμάτων. Μπορούμε να προβλέψουμε με βεβαιότητα ότι παράλληλα με την αποσύνθεση του Γραφείου του Λονδίνου θα προχωρήσει μια ακόμη γοργότερη ανάπτυξη των οργανώσεων της Τέταρτης Διεθνούς.

Πώς θα διαμορφωθεί η νέα Διεθνής, μέσα από ποια στάδια θα περάσει, τι τελικό σχήμα που θα πάρει – αυτό κανείς δεν μπορεί να το προβλέψει σήμερα. Εξάλλου, δεν υπάρχει λόγος να το κάνουμε αυτό: τα ιστορικά γεγονότα θα μας το δείξουν.

Είναι όμως αναγκαίο να αρχίσουμε διακηρύσσοντας ένα πρόγραμμα που ανταποκρίνεται στα καθήκοντα της εποχής μας. Βάσει αυτού του προγράμματος είναι αναγκαίο να κινητοποιήσουμε τους ομοϊδεάτες μας, τους πιονιέρους της νέας Διεθνούς. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος.

Το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» των Μαρξ και Ένγκελς, στρεφόμενο άμεσα ενάντια σε κάθε τύπο ουτοπικού-σεχταριστικού σοσιαλισμού, σκόπιμα επισημαίνει ότι οι Κομμουνιστές δεν αντιτίθενται στο πραγματικό εργατικό κίνημα, αλλά συμμετέχουν σε αυτό σαν πρωτοπορία του. Ταυτόχρονα, το «Μανιφέστο» ήταν το πρόγραμμα ενός νέου κόμματος, εθνικού και διεθνούς. Ο σεχταριστής ικανοποιείται με ένα πρόγραμμα σαν μια συνταγή για τη σωτηρία. Ο κεντριστής καθοδηγείται από την περίφημη (ουσιαστικά χωρίς νόημα) φόρμουλα του Έντουαρντ Μπερνστάιν : «Το κίνημα είναι το παν, ο τελικός στόχος – τίποτα». Ο μαρξιστής φτιάχνει το επαναστατικό του πρόγραμμα από το κίνημα σαν σύνολο, για να εφαρμόσει στη συνέχεια αυτό το πρόγραμμα σε κάθε συγκεκριμένο στάδιο του κινήματος.

Από τη μια μεριά, τα αρχικά βήματα της νέας Διεθνούς δυσχεραίνονται από τις παλιές οργανώσεις και τα σχίσματα από αυτές. Από την άλλη, διευκολύνονται από την κολοσιαία εμπειρία του παρελθόντος. Η διαδικασία της αποκρυστάλλωσης, που είναι πολύ δύσκολη και γεμάτη ταλαιπωρία στα αρχικά στάδια, θα αποκτήσει στο μέλλον ένα ορμητικό και γοργό χαρακτήρα. Τα πρόσφατα διεθνή γεγονότα έχουν ασύγκριτη σημασία για το σχηματισμό της επαναστατικής πρωτοπορίας. Με τον τρόπο του ο Μουσολίνι –κι αυτό πρέπει να αναγνωριστεί– έχει «βοηθήσει» την υπόθεση της Τέταρτης Διεθνούς. Οι μεγάλες συγκρούσεις σαρώνουν ό,τι είναι μεσοβέζικο και τεχνητό και, από την άλλη, δυναμώνουν ό,τι είναι ζωτικό. Ο πόλεμος δεν επιτρέπει παρά μόνο για δύο τάσεις στις γραμμές του κινήματος της εργατικής τάξης: τον σοσιαλπατριωτισμό, που δεν σταματά σε καμία προδοσία, και τον επαναστατικό διεθνισμό, που είναι αποφασιστικός και ικανός να φτάσει μέχρι το τέλος. Είναι ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο που οι κεντριστές, φοβούμενοι τα επερχόμενα  γεγονότα, διεξάγουν μια λυσσαλέα πάλη ενάντια στην Τέταρτη Διεθνή. Έχουν δίκιο με τον τρόπο τους: στις παραμονές μεγάλων κλυδωνισμών, οι μόνες οργανώσεις που θα μπορέσουν να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν θα είναι αυτές που όχι μόνο ξεκαθάρισαν τις γραμμές τους από το σεχταρισμό, αλλά που τις έχουν κιόλας συστηματικά εκπαιδεύσει στο πνεύμα της περιφρόνησης κάθε  ιδεολογικής αμφιταλάντευσης και δειλίας.■