Πριν εκλεγεί ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 είχε υποσχεθεί την επαναφορά της 13ης σύνταξης. Αντ’ αυτού, τον Ιούλιο του 2015 επέβαλε εισφορά 6% σε όλες τις επικουρικές συντάξεις υπέρ του ΕΟΠΥΥ.
Παράλληλα αύξησε την εισφορά υπέρ ΕΟΠΥΥ σε όλες τις κύριες συντάξεις από το 4% στο 6%.
Τον Οκτώβριο του 2015 αύξησε, επίσης, τα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης.
Τον Μάιο του 2016 πέρασε το νόμο Κατρούγκαλου που έφερε περικοπές έως 20% σε 1 στις 5 ήδη καταβαλλόμενες επικουρικές συντάξεις, μειώσεις 20% στα εφάπαξ και 40% στα μερίσματα του Δημοσίου, αλλά και τη σταδιακή κατάργηση του ΕΚΑΣ στους χαμηλοσυνταξιούχους. Ο ίδιος νόμος προβλέπει περικοπές έως 35% στις νέες κύριες συντάξεις και έως 70% στις νέες συντάξεις χηρείας.
Έπειτα, τον Ιούνιο του 2017, ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε για το 2019 την μείωση έως 18% των ήδη καταβαλλομένων (παλιών) κύριων και επικουρικών συντάξεων με «όχημα» τον περιορισμό της «προσωπικής διαφοράς».
Τώρα διεκδικεί την μη εφαρμογή των περικοπών αυτών. Ωστόσο, ακόμα και αν συμβεί αυτό, θα υπάρξουν δημοσιονομικές ρήτρες οι οποίες θα μπορούσαν στο μέλλον να επαναφέρουν τον εφιάλτη των περικοπών, είτε των συντάξεων, είτε των κοινωνικών επιδομάτων, σε περίπτωση που δεν επιτυγχάνονται οι ασφυκτικοί στόχοι για την εκτέλεση του προϋπολογισμού. Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση καλεί τους συνταξιούχους να υποβάλλουν αιτήσεις για την διακοπή των αντισυνταγματικών μειώσεων τις οποίες υπέστησαν το 2012-2013. Και αυτό παρά το γεγονός ότι η «διακοπή» αυτή είχε συμπεριληφθεί στο νόμο Κατρούγκαλου. Με άλλα λόγια, οι μειώσεις στις συντάξεις θα προβλέπονταν (σ.σ. στο νόμο Κατρούγκαλο) μεγαλύτερες, αν δεν είχε συμπεριληφθεί έμμεσα και η «επιστροφή» των αντισυνταγματικών περικοπών. Αυτό η κυβέρνηση το ξέρει, αλλά -για άλλη μια φορά- κάνει πως… δεν το ξέρει. Και αυτό για να δημιουργεί προσδοκίες, τις οποίες θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί πολιτικά-εκλογικά.
Δ.Κ.