Tο μοντέλο των Γερμανικών εργατικών συμβουλίων στη σύγχρονη Ρωσία
μια συγκριτική ανάλυση
της Farida Saborgaleeva (Ρωσία)
Σήμερα, οι ρωσικές ακαδημαϊκές και κοινωνικές κοινότητες συζητούν έντονα τη σχέση ανάμεσα στην πρακτική των εργατικών συμβουλίων στη Γερμανία και τη Ρωσική εμπειρία της οργανωμένης προστασίας των εργατικών δικαιωμάτων. Αυτός ο προβληματισμός έγινε εντονότερος μετά τη δημοσίευση, από το Ρώσο πρόεδρο, στις 7 Μαΐου του 2012, ενός διατάγματος «Σχετικά με τα μέτρα για την εφαρμογή της κρατικής κοινωνικής πολιτικής», το οποίο αναφέρεται στην ανάγκη ανάπτυξης προτάσεων και τροποποιήσεων στους νόμους της χώρας για την καθιέρωση των εργατικών συμβουλίων και τον καθορισμό των καθηκόντων τους. Ουσιαστικά, αυτό το διάταγμα παρέχεται ως μια πρωτοβουλία της εκτελεστικής εξουσίας για την ενσωμάτωση της εμπειρίας της συμμετοχής των εργατών στη διοίκηση των επιχειρήσεων που πραγματοποιείται στη Γερμανία μέσα στα Ρωσικά δεδομένα.
Κατά την άποψη μου, μια τέτοια απόπειρα ενστάλαξης των «πολιτισμένων» χαρακτηριστικών στη Ρωσική εκδοχή του καπιταλισμού στην ιδεολογική του μορφή είναι ένα βήμα για να υπερνικήσει τα κενά στο μοντέλο των κοινωνικών εταίρων, το οποίο δεν έχει ακόμα σχηματιστεί μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και δεν μπορεί να σχηματιστεί στη χώρα του περιφερειακού καπιταλισμού. Ωστόσο, οι πηγές αυτής της πρωτοβουλίας δεν αποβλέπουν στον περιορισμό της επιρροής του κεφαλαίου μέσω της αύξησης της εργατικής συμμετοχής στην εταιρική διοίκηση αλλά στην εξαφάνιση της όποιας διάθεσης των εργαζομένων να σχηματίσουν μια πραγματική λειτουργική εργατική δημοκρατία σε μια ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική βάση.
Θα ήθελα να τεκμηριώσω αυτή τη θέση στη συνέχεια. Όπως είναι γνωστό στις Ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Αυστρία, Γερμανία, Σκανδιναβικές χώρες, Γαλλία), δηλαδή στις κοινωνίες του δυτικού καπιταλισμού, υπάρχει ένα σύστημα δύο επιπέδων προστασίας των εργατικών δικαιωμάτων, δηλαδή στο επίπεδο των συνδικάτων και στο επίπεδο των εργατικών συμβουλίων. Αν η βάση του συνδικάτου είναι μια αυτόνομη και ανεξάρτητη αυτο-οργάνωση των εργατών που στοχεύει στην προστασία των συμφερόντων τους, τουλάχιστον τα σύγχρονα εργατικά συμβούλια βασίζονται στην ιδέα μιας ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ εργατών και κεφαλαίου.
Η διττή φύση των Γερμανικών εργατικών συμβουλίων αποδεικνύεται με το ακόλουθο: από τη μια πλευρά, οργανώνονται στη βάση της πρωτοβουλίας των εργατών και εκπροσωπούν τα συμφέροντα όλων των εργατών μιας εταιρείας. Συγκεκριμένα, ο Νόμος για τα εργατικά συμβούλια στη Γερμανία ορίζει ότι τα εργατικά συμβούλια δεν μπορούν να ιδρυθούν με λιγότερους από 5 εργαζομένους. Ένα μέλος των εργατικών συμβουλίων εκλέγεται από τους εργαζομένους και ο αριθμός τους καθορίζεται σε αναλογία με τον αριθμό των εργαζομένων σε μία επιχείρηση1. Αν ο συνολικός αριθμός του εταιρικού δυναμικού περιλαμβάνει από 200 έως 500 εργαζομένους, το ένα εκλεγμένο μέλος του εργατικού συμβουλίου είναι ελεύθερο να εκτελέσει τα καθήκοντά του, και ακολούθως ο Νόμος θέτει την αναλογία ανάμεσα στον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούνται στην επιχείρηση και των προβλεπόμενων μελών του εργατικού συμβουλίου2.
Τα καθήκοντα του εργατικού συμβουλίου περιλαμβάνουν την ημερήσια οργάνωση της εργασίας, εργατικό προγραμματισμό, επίβλεψη της πρόσληψης νέων εργατών, έλεγχο επάνω στην εκτέλεση των συμφωνιών των συλλογικών διαπραγματεύσεων μεταξύ κλαδικών (τοπικών) συνδικάτων και των εργοδοτών, την εκπαίδευση εργαζομένων κτλ. Αν μιλάμε για την επικράτηση των εργατικών συμβουλίων, θα πρέπει να τονιστεί ότι το 2007 μόνο το 56% των Γερμανικών εταιριών είχε εργατικά συμβούλια3.
Από την άλλη πλευρά, το εργατικό συμβούλιο θεσμικά συνδέεται με την ευημερία της εταιρίας ή με τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Σύμφωνα με το νόμο, τα Γερμανικά εργατικά συμβούλια καλούνται να προστατεύσουν τα συμφέροντα της εταιρίας και να διατηρήσουν την κοινωνική ειρήνη4. Με άλλα λόγια, δεν έχουν κανένα δικαίωμα να οργανώσουν καμία συλλογική δράση ή μια απεργία εργατών ενάντια στον ιδιοκτήτη της παραγωγής. Επιπλέον, τα κόστη που συσχετίζονται με τις δραστηριότητες του εργατικού συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένων των μισθών των μελών του, πληρώνονται από τον εργοδότη5. Αυτό το πλαίσιο δεν επιτρέπει στο εργατικό συμβούλιο να έρθει σε απευθείας αντιπαράθεση με τους ιδιοκτήτες της εταιρίας, και συνεπώς να κρατήσει σκληρή στάση για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργατών.
Η τόσο αντιφατική φύση των εργατικών συμβουλίων βασίζεται στη δέσμευση από τη Γερμανική κοινωνικό-ρεφορμιστική στρατηγική συμβιβασμού ανάμεσα σε εργασία και κεφάλαιο. Εξάλλου, θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν η ύπαρξη, στις υψηλά ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, και ειδικά στη Γερμανία, αρκετά οργανωμένων και με επιρροή συνδικάτων, τα οποία είναι ικανά μέσω της συλλογικής δράσης να ασκούν πίεση στους εργοδότες και έτσι να κρατούν την ισορροπία των συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης των δραστηριοτήτων των εργατικών συμβουλίων. Τα γερμανικά συνδικάτα, οργανωμένα σε περιφερειακή και κλαδική βάση, τα οποία ενδιαφέρονται όχι μόνο να αυξάνουν τους εκπροσώπους τους στην εργοστασιακή επιτροπή στις επιχειρήσεις (Vertrauensleutekörper), αλλά επίσης να προσελκύουν στις γραμμές του όσο το δυνατόν περισσότερα μέλη των εργατικών συμβουλίων.
Τι μπορεί να προξενήσει μια απόπειρα εισαγωγής της εμπειρίας των γερμανικών εργατικών συμβουλίων στην ρωσική πρακτική εργασιακών σχέσεων;
Κατ’ αρχάς, θέλω να τονίσω ότι ο κλασικός καπιταλισμός έχει αναπτυχθεί διαφορετικά σε σύγκριση με τις χώρες που ανήκουν στον περιφερειακό καπιταλισμό. Αν στην πρώτη περίπτωση η κοινωνική ένταση και δυσαρέσκεια ανάμεσα στους εργοδότες και την εργατική τάξη μπορεί να μειωθεί μέσω της αναδιανομής του εισοδήματος από την παραγωγή που βρίσκεται στην περιφέρεια του καπιταλισμού προς όφελος του κέντρου, καθώς και από την πίεση της πολιτικής των συνδικάτων, στη δεύτερη περίπτωση (π.χ. σε αυτή της Ρωσίας), κατά κανόνα, ο μικρός αριθμός των ισχυρών συνδικάτων και η θέση εξάρτησης της άρχουσας τάξης της χώρας από την χρηματιστική και βιομηχανική ελίτ του καπιταλιστικού κέντρου (για λογαριασμό της προσέλκυσης ξένων επενδύσεων) οδήγησε στην ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, τον περιορισμό των συνδικαλιστικών δραστηριοτήτων, τη συγχώνευση των συμφερόντων ανάμεσα στο κεφάλαιο και τη γραφειοκρατία στις περιφερειακές κοινωνίες. Ως εκ τούτου, η εισαγωγή του μοντέλου των εργατικών συμβουλίων στις Ρωσικές πρακτικές των εργασιακών σχέσεων δεν θα οδηγήσει στην εφαρμογή της ρεφορμιστικής στρατηγικής στη σχέση κεφαλαίου – εργασίας (όπως στη Γερμανία) αλλά στο διαστρεβλωμένο κατακερματισμό των δικαιωμάτων και των αρμοδιοτήτων διαφορετικών φορέων προστασίας των συμφερόντων των εργαζομένων (αν το θέσουμε υποθετικά μεταξύ “εργατικών συμβουλίων, συνδικάτων και αντιπροσωπευτικών σωμάτων”). Το τελευταίο τελικά θα οδηγήσει στη διάβρωση των βάσεων για την επεξεργασία της ριζοσπαστικής θέσης της εργατικής τάξης για την προστασία των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων της.
Από την άποψη αυτή, νομίζω είναι σημαντικό να εξεταστούν οι απόψεις των παραγόντων της παραγωγικής διαδικασίας. Κατά τη διεξαγωγή της έρευνας επάνω στις προοπτικές εναλλακτικών συνδικαλιστικών κινημάτων στη Ρωσία, έθεσα στα μέλη ανεξάρτητων συνδικάτων μια ερώτηση σχετικά με τη στάση τους ως προς την εισαγωγή της εμπειρίας των γερμανικών εργατικών συμβουλίων στις κοινωνικές και εργασιακές σχέσεις στη Ρωσία. Επιτρέψτε μου να αναφέρω μερικές απαντήσεις.
Το μέλος του Διαπεριφερειακού Συνδικάτου αυτοκινητοβιομηχανίας (MPRA), στην εργοστασιακή μονάδα “Benteler Automotive”, στην πόλη Καλούγκα, είπε: «Πρέπει να είμαι ειλικρινής εκφράζοντας μερικές υποψίες για αυτήν την δομή: πώς μπορεί να προστατεύσει τα εργασιακά δικαιώματα ένας οργανισμός που πραγματικά εξαρτάται από την εργοδοσία; Αν το συνδικάτο έχει τις δικές του οργανωτικές μονάδες, τα δικά του μέσα επιρροής, τα μέλη του εργατικού συμβουλίου πληρώνονται από την εργοδοσία. Το εργατικό συμβούλιο δεν κατέχει κανένα μέσο για συλλογική δράση και επιρροή. Σε ένα βαθμό αν θέλει ο εργοδότης, το εργατικό συμβούλιο δεν θα μπορέσει να συναθροιστεί καθώς ο πρώτος μπορεί να μην παρέχει χώρο. Είναι άλλο πράγμα όταν το εργατικό συμβούλιο οργανώνει τα τεχνικά, κοινωνικά και εσωτερικά ζητήματα, αλλά, στην πραγματικότητα προσπαθούν να αντικαταστήσουν τα συνδικάτα -οι εργοδότες προσπαθούν να δημιουργήσουν μια οργάνωση (εργατικό συμβούλιο) που θα λειτουργεί για λογαριασμό των εργατών. Αυτό είναι προβληματικό, οπότε είμαι αρκετά σκεπτικός σε σχέση με την πρακτική ενός εργατικού συμβουλίου.»
Tο μέλος του MPRA, της εργοστασιακής μονάδας της Volkswagen, στην πόλη Καλούγκα, είπε: «Το εργατικό συμβούλιο ενσταλάζει φόβο. Γεγονός είναι ότι η εργοδοσία προσπαθεί να δημιουργήσει στο εργοστάσιό μας ένα τέτοιο σώμα. Αν το εργατικό συμβούλιο οργανώνει τεχνικά ζητήματα, όπως ο ρουχισμός, τότε θα αφαιρέσει ένα τεράστιο φορτίο συναφών προβλημάτων από το συνδικάτο, αλλά αν το εργατικό συμβούλιο ασχοληθεί με συλλογικές συμφωνίες τότε είναι ένα σοβαρό θέμα καθώς αγγίζει ζητήματα μισθών, στην πραγματικότητα, το ψωμί μας. Το σωματείο θα έπρεπε να έχει μεγαλύτερη επιρροή και να καθορίζει τη σχέση των εργαζομένων με την εργοδοσία. Στην πραγματικότητα, το εργατικό συμβούλιο είναι ένα είδος ‘ξύλινου πουκάμισου’ το οποίο μας το έβαλαν, ενώ η κουλτούρα πρέπει σταδιακά να σχηματιστεί ιστορικά. Στην ουσία, από το να περιμένουμε μέχρι η κουλτούρα να αναδυθεί βαθμιαία ως αποτέλεσμα ορισμένης ανάπτυξης, τώρα στερούμαστε της δικιάς μας ανάπτυξης και μιας πολιτισμένης επιλογής. Μας επιβάλλονται με το ίδιο τρόπο οι αρχές της δημοκρατίας. Ωστόσο, το έθνος μας ακόμα ζει με τη συνείδηση υπό το καθεστώς των Τσάρων. Επομένως, η προσπάθεια να επιβάλλουν ό,τι δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί στη λαϊκή συνείδηση δεν θα οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα.»
Kι ο εκπρόσωπος του MPRA Αγίας Πετρούπολης: «Δεν έχω κανέναν πρόβλημα με την εισαγωγή των εργατικών συμβουλίων. Εφόσον δεν λάβει μια διεστρεβλωμένη μορφή όπως συνέβη με τη γέννηση συμβουλίων εργατικών συλλογικοτήτων στο τέλος της ΕΣΣΔ. Κατά την άποψή μου, πρέπει να υπάρξει μια ικανή και καλά ισορροπημένη προσέγγιση στην εισαγωγή τους, δε φοβόμαστε επειδή υπάρχει μια ορισμένη εμπειρία, και θα πρέπει να υιοθετηθεί. Επί του παρόντος, υπάρχει ένα πλάνο στην “Volkswagen” για τη δημιουργία εργατικού συμβουλίου. Τώρα προσπαθούμε να συμφωνήσουμε σχετικά και να διατυπώσουμε καθαρούς κανόνες του παιχνιδιού ώστε να μην είναι ένα παιχνίδι ψευδο-δημοκρατίας αλλά μια πραγματική δημοκρατία που οι εκλογές πρέπει να είναι αρκούντως δημοκρατικές. Η λειτουργία μεταξύ του εργατικού συμβουλίου και του συνδικάτου μπορεί να διαχωριστεί καθαρά όπως συμβαίνει στην Ευρώπη. Στην πραγματικότητα, οι συνάδελφοί μου από τα “παλιά συνδικάτα” τα φοβούνται όλα αυτά, καθώς η πλειοψηφία των παλιών συνδικάτων ήδη πραγματοποιούσε τα καθήκοντα του εργατικού συμβουλίου με την μορφή που υπάρχει σε όλο τον κόσμο -αλλά το μικρότερο κομμάτι αυτών των λειτουργιών αφού τα ερωτήματα της παραγωγής γενικά δε συζητιούνται, με εξαίρεση ορισμένες επιχειρήσεις. Έτσι όταν αναγεννηθούν από το όνομα “συνδικάτο” με το όνομα “εργατικό συμβούλιο” και θα εκτελούν λειτουργίες του, τότε όλα θα είναι ηχηρά και σαφή: δεν θα υπάρχει πόλεμος μεταξύ του “παλιού συνδικάτου” και του συνδικάτου MPRA αλλά ένας πόλεμος μεταξύ του συνδικάτου και των διεφθαρμένων εργατικών συμβουλίων. Όλα θα έχουν το όνομα τους, γι’ αυτό είμαι απλά -υπέρ».
Μετάφραση: Γ.Γ.
Νέα Προοπτική τεύχος#540# Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012