ΤΑ ΦΩΤΑ ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ

Τα φώτα στο βάθος

 

Niemands Rose, Τα φώτα στο βάθος, εκδόσεις ΑΠΟΠΕΙΡΑ, Μάιος 2013, σελ. 124

«Το όνομά μου μοιάζει του πελάγου. Αλλά κανείς δε με λέει έτσι. Συστήνομαι με το υποκοριστικό. Δίκαιο. Αφού πνίγομαι στη στεριά. Και η θάλασσα, όπως και η ομορφιά του κόσμου, με γονατίζουν.»

(Τα φώτα στο βάθος, σελ 97, από το διήγημα «Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό»)

Το βιβλίο Τα φώτα στο βάθος, της Niemands Rose είναι ένα από τα best seller του 2013 κατά έναν αναπάντεχο αλλά τελικά ευκόλως εξηγήσιμο τρόπο. Και πάνω από όλα δίκαιο.

Αποτελεί την πρώτη έκδοση της συγκεκριμένης συγγραφέως και σηματοδοτεί το πέρασμά της από τον χώρο του μπλόγκινγκ στον χώρο του έντυπης γραφής.

Δεν είναι νέα συγγραφέας η Niemands καθώς τα περισσότερα από τα μικρά διηγήματά της ( ή όπως η ίδια τα αποκαλεί «Αφηγήσεις μικρού μήκους») είχαν εμφανιστεί στο ομώνυμο και δημοφιλές blog της τα τελευταία χρόνια “http://niemandsrose-niemandsrose.blogspot.gr/”http://niemandsrose-niemandsrose.blogspot.gr/

Αλλά το συγκεκριμένο βιβλίο που βρίσκεται ήδη αισίως στην τρίτη επανέκδοσή του και πάει φουλ για τέταρτη μέσα σε τρεις μήνες είναι η πρώτη προσπάθειά της να «μεγαλώσει και να γίνει full time troll και συγγραφέας», όπως δηλώνει η ίδια. 

Μια σαρανταριά μικρές αφηγήσεις αλλού με βιωματικό τρόπο, αλλού μιλώντας για τον κοντινό της περίγυρο, αλλά πάντα προσεγγίζοντας κοινωνικά ζητήματα μέσα από ένα υποκειμενικό -και γι’ αυτό πιο ειλικρινές- πρίσμα με αρκετά διεισδυτική οπτική. Δοσμένα μέσα από μικρές ιστορίες καθημερινές, καθημερινών ανθρώπων στην μεγάλη πλειοψηφία τους· η κοινωνική κριτική με καυστικό ύφος, σάτιρα και ενίοτε πικρόχολη διάθεση.  

Εξάλλου ο ίδιος ο Ένγκελς έλεγε κάποτε ότι είναι καλύτερα ένας συγγραφέας να μην προσεγγίζει τα κοινωνικά ζητήματα με έναν άμεσα πολιτικό τρόπο αλλά να τα αναδεικνύει μέσα από τις καθημερινές ιστορίες των ηρώων του.

Το ύφος γραφής της Niemands έρχεται από το παρόν (και το μέλλον 😉 μιας νέας γενιάς συγγραφέων που διαμορφώθηκαν μέσα στην blogόσφαιρα και χρησιμοποιεί μερικά χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα, ανάμεσα στα οποία είναι η έξυπνη λεξιπλασία, τα εύστοχα ευφυολογήματα, η αλληγορία και ο συμβολισμός. Πολλές φορές χρησιμοποιεί το σασπένς και την ολική ανατροπή στο τέλος της κάθε μικρής ιστορίας.

Από την αποδοχή του και μόνο, το βιβλίο αποτελεί ένα φαινόμενο καθώς νομίζω ότι είναι το πρώτο από τον χώρο των blogers που χτυπά στα ίσα σε εμπορική επιτυχία  τους, ας το πούμε συμβατικά, «κανονικούς συγγραφείς».

Σε μια εποχή γενικευμένης κρίσης αυτό είναι το ώριμο τέκνο της ανάγκης άλλωστε. Είναι η εποχή μας η άρνηση της αμέσως προηγούμενης.

Η προηγούμενη περίοδος που χονδρικά ξεκινά στα τέλη της δεκαετίας του 80 με την χρηματιστηριακή οικονομική φούσκα, το τέλος των «Μεγάλων αφηγήσεων» -κατά μερικούς το τέλος της ίδιας της ιστορίας- την στροφή στον νεοφιλελεύθερο εκσυγχρονισμό δημιούργησε ένα νέο στρώμα διανοούμενων στην ελληνική κοινωνία που βασικό χαρακτηριστικό της δεν ήταν μόνο η αντικατάσταση των «Μεγάλων αφηγήσεων» από τις μικρές, όσο ότι βασικό υπόβαθρο σε αυτές τις «μικρές αφηγήσεις» τους είναι η εγωπάθεια, η ομφαλοσκόπηση, η επίδειξη ύφους, η κενότητα μιας κοινωνίας -ή για την ακρίβεια ενός προνομιούχου νεο-αναδεικνυόμενου μικρομεσαίου στρώματος- που έχοντας λύσει τα βασικά προς το ζην προβλήματά του, μπορεί ανέξοδα να ζει μέσα στην γυάλα του και να παρατηρεί τον κόσμο με ύφος χλευαστικό, αυτάρεσκο. Είναι η εποχή που «έληγε η αμφισβήτηση και αποφανατίζονταν οι επαναστάτες» για να δανειστούμε την ρήση του ποιητή και ο χλευασμός απέναντι σε κάθε έναν που διαμαρτύρονταν και στην καλύτερη περίπτωση οι διανοούμενοι αυτοί τον αντιμετώπιζαν ως γραφικό.

Όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο ποιητής:

Ωρολογιακός μηχανισμός η λέξη. 

Εκρήγνυται όταν έρχεται σ’ επαφή 

με όλες τις σημασίες της.

 Έτσι εξηγείται και το κύκνειο άσμα, 

ο χωρισμός των ερωτευμένων,

 οι επαναστάσεις – 

που αργά ή γρήγορα πνίγονται: 

είτε στο αίμα είτε στον αφρό ξυρίσματος

(Πανάγος Πέππας, Ημερίδα)

Στις μέρες μας, συνεχίζουμε να βρισκόμαστε ακόμη στη μορφή των «μικρών αφηγήσεων». Όμως αυτές πλέον μετά την γενικευμένη κρίση και την συνακόλουθη κατάρρευση των υλικών όρων της ξεγνοιασιάς, αλλά κυρίως μετά την επανεμφάνιση της κοινωνικής διαμαρτυρίας και εξέγερσης ως καθημερινό πρόταγμα, οδήγησαν το στρώμα αυτό των διανοούμενων να μετατραπεί σε οργανικό απολογητή του καταρρέοντος συστήματος. Το μόνο που κρατά από την γλώσσα του παρελθόντος είναι η κυνικότητα με ύφος χιλίων καρδιναλίων με την οποία αντιμετωπίζει πλέον την αγωνία και την μάχη για επιβίωση των απλών ανθρώπων των οποίων μέχρι χθες υποτίθεται υμνούσε τα σώψυχα.

Η Niemands Rose με Τα φώτα στο βάθος είναι στον αντίποδα των παραπάνω κατ’ επίφαση διανοούμενων και αποτελεί την άρνησή τους. Είναι το νέο είδος διανοούμενου στο πλευρό και όχι εναντίον των ταπεινών και καταφρονεμένων. Δεν είναι άσχετο αυτό με το γεγονός ότι η νέα γενιά διανοούμενων σε αντίθεση με την αμέσως προηγούμενη προλεταριοποιείται βιαίως.  

Γράφει χαρακτηριστικά ή ίδια στο «Κυριακές γκράν γκινιόλ» περιγράφοντας αυτή την μεταστροφή:

…” Τις Κυριακές, στο κέντρο μιας πόλης κατάστικτης με τατού στα ντουβάρια, ή στις εξοχές και τις θάλασσες, αγοράζαμε εφημερίδες. Τυλιγμένες σε σελοφάν. Τις αδειάζαμε από τα περιττά, από διαφημιστικά φυλλάδια και σομόν οικονομικά ένθετα. Η ζωή κυλούσε χωρίς οικονομικούς δείκτες, χωρίς γραφήματα των τιμών του χρυσού και του πετρελαίου, χωρίς τους ολοσέλιδους πίνακες με τις τιμές των μετοχών. Κυλούσε χωρίς να λέμε: CDS, PSI, spreads, χρηματοπιστωτική κρίση, ύφεση, χρεωκοπία, περικοπές, στάση πληρωμών, εργασιακή εφεδρεία, επιτόκια δανεισμού. Κυλούσε χωρίς μνημόνιο, μεσοπρόθεσμο και πολυνομοσχέδιο. Χωρίς ΔΝΤ, Eurogroup και τρόικα. Οι φυλλάδες της οικονομίας αδιάβαστες προορίζονταν για ανακύκλωση ή για καθάρισμα τζαμαρίας. 

Και μετά οι όροι ξεχύθηκαν από τις φυλλάδες, ανακυκλώνονταν στα χείλη μας, βρώμιζαν τα στόματά μας. Και μετά τα παράθυρα θόλωσαν. Πύκνωσαν οι ανάσες στα σπίτια μας. Μέναμε μέσα όλο και πιο συχνά. Ακούγαμε όλο και πιο αμίλητοι τις τηλεπερσόνες να μας κατακεραυνώνουν με μια γλώσσα αυταρχική, γεμάτη δυσνόητους οικονομικούς όρους, εκβιαστικά διλήμματα και φασίζοντα ορθολογισμό. Ζαρώναμε όλο και πιο φοβισμένοι στα καθιστικά. Βουλιάζαμε όλο και βαθύτερα στον ιδιωτικό βίο. Παραδίδαμε το συρρικνωμένο ελεύθερο χρόνο μας σε οθόνες, μιας ψευτοσυμμετοχής στα εν δήμω μέσα απ’ τα social media ή μιας παθητικής ενημέρωσης από μισθωμένα φερέφωνα. Ξεφυλλίζαμε πια με αγωνία τα οικονομικά ένθετα, σαν χρησμό.

(Τα φώτα στο βάθος, σελ 163)

Αλλά δεν αρκεί μόνο η βίαιη προλεταριοποίηση ή η κρίση για να εξηγήσουν αυτή την μεταστροφή στις τάξεις των διανοούμενων. Άλλωστε σε μια κοινωνία που στην παρούσα στροφή της ταξικής πάλης είναι πολωμένη, ο διχασμός αγκαλιάζει και την διανόηση που σπάει σε δύο άκρα με τον «μεσαίο χώρο» τον πάλαι ποτέ προνομιακό της χώρο, να συρρικνώνεται. Έχει σημασία από αυτήν την άποψη και η ικανότητα του κινήματος των καταπιεσμένων να εμπνεύσουν ένα όραμα κοινωνικής χειραφέτησης όπως και η ικανότητα των οργανώσεών του, να διαμορφώσουν συνθήκες «φιλικές» στην συνύπαρξη και την ανάπτυξη των καλλιτεχνικών αναζητήσεων δίπλα στους φιλοσοφικούς στοχασμούς και την επιστημονική έρευνα. Χωρίς αυτά τα τρία δεν υπάρχει επαναστατική θεωρία και συνεπώς είναι αδύνατον να υπάρχει επαναστατική πράξη. Το πολύ – πολύ ένας αντι-θεωρητικός και αντι-διανοουμενίστικος ακτιβισμός. Έχει σημασία όμως τελικά και η προσωπική στάση, το αξιακό σύστημα και το σθένος του καθενός διανοούμενου.

Η Niemands συνεχίζοντας να στέκει πάνω στο έδαφος των «μικρών αφηγήσεων» κάνει ένα κολλάζ από αυτά όπως όταν ξεκίναγε η πανκ σκηνή, οι δημιουργοί των αφισών των συναυλιών έκαναν το ίδιο με όλα τα κοινωνικά ζητήματα: την φτώχεια, τον ρατσισμό, την σχέση των δύο φύλλων, κλπ.

Τα θέματα αυτά τα πραγματεύεται η Niemands ως μικρές αφηγήσεις με τον ίδιο τρόπο που κάποιος παρατηρεί όλα τα μικρά ρυάκια και τον τρόπο που συγκλίνουν προς τον μεγάλο ποταμό.

…”Καλοκαίρι. Καθώς χαράζει στο Άμστερνταμ, ένα πτώμα ξεβράζεται στις όχθες του ποταμού. Ένας Βραζιλιάνος μετανάστης πέφτει νεκρός από τις σφαίρες της βρετανικής αστυνομίας. Η μέρα προχωράει. Καύσωνας και οχλαγωγία.

Μια ομάδα ακτιβιστών εισβάλλει σε κάποια πλαζ επιβάλλοντας ενός λεπτού σιγή. Σουρουπώνει. Από τον ορό τού γέροντα, που δεν περιμένει επισκεπτήριο, στάζει στάλα – στάλα η μοναξιά.

Τη νύχτα, στη νότια Κρήτη, μια μαμά με το μωρό στην αγκαλιά προσπαθεί να διακρίνει τα φώτα της Λιβύης στο βάθος του ορίζοντα. Χειμωνιάζει, ένα χαλίκι θα σφηνώσει στους αρμούς του παπουτσιού της και θα βρει τη θέση του ανάμεσα σε μια συλλογή από βότσαλα.

Μία κυρία συλλαμβάνεται από τους σεκιουριτάδες ενός πολυκαταστήματος στο γιορτινό Δουβλίνο, καθώς κλέβει μια κασετίνα, ενώ ο υπερτυχερός ενός λαχείου κρεμάει την ταμπέλα hunger στο Στραντ τής μητρόπολης. Μια φανταστική πόλη μετατρέπει το χριστουγεννιάτικο κλίμα φιλανθρωπίας σε εξέγερση. Παρήλθαν αργίες μπελ επόκ. Ζωντανεύουν οι πολαρόιντ.

Χορεύουν σε παραπήγματα στην εξοχή τής Πρωτομαγιάς, στο χώμα το νωπό στην ύπαιθρο της Καθαρής Δευτέρας, με φόντο συρματοπλέγματα σ’ ένα χωράφι της Ανάστασης, σε κάποια σαλοτραπεζαρία της Πρωτοχρονιάς, σε χορό εργαζομένων της Απόκριας. Η Ελπίδα, η μάνα του νάνου, χορεύει στην αυλή του χαμόσπιτου.

Ξημερώνει Κυριακή γκραν γκινιόλ.”

Θα μπορέσει η ίδια να αποτελέσει τον προπομπό ενός νέου κύματος αμφισβήτησης στον χώρο της λογοτεχνίας; Θα αποτελέσει το ύφος της ένα νέο είδος λογοτεχνίας; Η ίδια σε μια πρόσφατη συνέντευξή της όταν ρωτήθηκε ποιοι είναι οι αγαπημένοι της συγγραφείς απάντησε με ειλικρίνεια «Αυτοί του μέλλοντος».

Μένει να αποδειχτεί αν θα βρει μιμητές. Όχι τόσο στον τρόπο γραφής που αντίστοιχοι υπάρχουν στην blogόσφαιρα, αλλά στο θάρρος και θράσος να εκδώσουν τις μικρού μήκους αφηγήσεις τους. Η εποχή είναι ευνοϊκή για αυτό.

Γιώργος Χλωρός