της Βίκυς Κανατά
Η κυβέρνηση, πάντα πρόθυμη να υπηρετήσει τα συμφέροντα του κεφαλαίου, ανακοίνωσε το 2024 τη δημιουργία των λεγόμενων «Ωνάσειων Σχολείων», εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που θα λειτουργούν με ιδιωτικά κεφάλαια και κρατική ανοχή. Χρηματοδοτούμενα κυρίως από το Ίδρυμα Ωνάση και άλλους επιχειρηματικούς παράγοντες, τα σχολεία αυτά θα επιλέγουν τους μαθητές τους μέσα από διαδικασίες-φίλτρα που θα διασφαλίζουν πως μόνο οι «άξιοι» –δηλαδή, αυτοί που έχουν ήδη προνομιούχο κοινωνικό υπόβαθρο– θα έχουν πρόσβαση σε υψηλού επιπέδου εκπαίδευση. Από την άλλη, όσοι δεν πληρούν τα απαιτούμενα κριτήρια, θα αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σχολεία τους με αποτέλεσμα να συνεχίσουν την φοίτηση τους σε εκπαιδευτικούς χώρους που μπορεί να απέχουν χιλιόμετρα από τον τόπο κατοικίας τους.

Η αλήθεια είναι απλή και σκληρή: αυτά τα σχολεία δεν φτιάχνονται για να προσφέρουν γνώση σε όλους, αλλά για να δημιουργήσουν την αυριανή ελίτ του συστήματος, αναπαράγοντας τους ίδιους κοινωνικούς διαχωρισμούς που κρατούν τους φτωχούς δέσμιους και τους πλούσιους στο θρόνο τους. Δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα ακόμα εργαλείο του καπιταλισμού για να κλειδώσει τις ταξικές διαφορές, προσφέροντας στους λίγους την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση, ενώ αφήνει τους πολλούς να σαπίζουν στα υποχρηματοδοτούμενα και διαλυμένα δημόσια σχολεία.
Δεν πρόκειται για ένα «φιλανθρωπικό» σχέδιο, ούτε για μια ευγενή προσπάθεια ενίσχυσης της παιδείας. Πρόκειται για ωμή ταξική εκκαθάριση. Οι κυβερνήσεις εδώ και χρόνια απαξιώνουν τη δημόσια εκπαίδευση, στερώντας της κονδύλια, υποδομές και προσωπικό, μόνο και μόνο για να δημιουργήσουν χώρο για τέτοιου είδους σχολεία-εργοστάσια παραγωγής πειθήνιων υπαλλήλων του κεφαλαίου.
Τα Ωνάσεια Σχολεία θα αποτελέσουν κλειστά κάστρα της ελίτ, φτιαγμένα για να απομονώσουν τους «ταλαντούχους» από τη μάζα, να διαμορφώσουν τις αυριανές άρχουσες τάξεις και να ενισχύσουν την κοινωνική κινητικότητα μόνο για όσους ήδη ανήκουν στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Τα κριτήρια εισαγωγής, βασισμένα σε εξετάσεις και «δεξιότητες», είναι απλώς ένα φύλλο συκής που κρύβει την ωμή ταξική επιλογή: όποιος έχει χρήματα για ιδιωτικά μαθήματα, φροντιστήρια και τις «σωστές» εξωσχολικές δραστηριότητες, θα μπει. Οι υπόλοιποι ας συνεχίσουν να μαθαίνουν σε σχολεία χωρίς θέρμανση, βιβλία και εκπαιδευτικούς.
Η κυβέρνηση, αντί να επενδύσει σε πραγματική δημόσια εκπαίδευση, επιλέγει να ιδιωτικοποιήσει ακόμα περισσότερο την παιδεία, ακολουθώντας πιστά τη νεοφιλελεύθερη συνταγή που επιβάλλει η οικονομική ελίτ. Η αριστεία, που τόσο ευαγγελίζονται, είναι μια βιτρίνα πίσω από την οποία κρύβεται η πιο στυγνή ταξική εκμετάλλευση.
Η δημιουργία αυτών των σχολείων είναι ακόμα ένα βήμα προς την πλήρη ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης. Το κράτος λειτουργεί ως υπηρέτης των ιδιωτικών συμφερόντων, αποσύροντας σταδιακά τη χρηματοδότηση από τη δημόσια παιδεία και παραδίδοντάς τη στα χέρια των επιχειρηματιών.

Το Ίδρυμα Ωνάση και οι υπόλοιποι χορηγοί δεν επενδύουν στην εκπαίδευση από καλοσύνη. Δεν τους ενδιαφέρει η παιδεία των φτωχών. Τους ενδιαφέρει να διαμορφώσουν τα μυαλά που θα υπηρετήσουν το σύστημα: τους μελλοντικούς μάνατζερ, τεχνοκράτες και καλολαδωμένους υπαλλήλους που θα διαχειρίζονται τον πλούτο των αφεντικών. Οι «εκλεκτοί» αυτοί μαθητές θα προορίζονται για καλοπληρωμένες θέσεις εξουσίας, ενώ η υπόλοιπη κοινωνία θα συνεχίσει να παράγει φτηνά εργατικά χέρια χωρίς πρόσβαση στη γνώση.
Αυτή η πολιτική δεν είναι απλώς ανήθικη. Είναι εγκληματική. Είναι η συνέχεια της ίδιας πρακτικής που βλέπουμε σε κάθε τομέα: υγεία για όσους μπορούν να πληρώσουν, στέγη για όσους έχουν το κεφάλαιο, τώρα και εκπαίδευση μόνο για την ελίτ.
Μπροστά σε αυτήν την καπιταλιστική επίθεση στην εκπαίδευση, η κοινωνία δεν πρέπει να μείνει σιωπηλή. Η ταξική διάρθρωση που επιχειρούν να ενισχύσουν μέσα από αυτά τα σχολεία πρέπει να διαλυθεί πριν εδραιωθεί.
Δεν υπάρχει «καλή» ιδιωτική εκπαίδευση. Δεν υπάρχει «κοινωνικά ευαίσθητη» φιλανθρωπία από τους εφοπλιστές και τους καπιταλιστές. Υπάρχει μόνο το ξεπούλημα της γνώσης σε αυτούς που μπορούν να πληρώσουν. Και αυτό δεν πρέπει να περάσει.
Η αντίσταση πρέπει να είναι ριζοσπαστική. Όχι μόνο με λόγια, αλλά με πράξεις. Η διεκδίκηση της δημόσιας, δωρεάν και ποιοτικής εκπαίδευσης δεν μπορεί να γίνει μέσα από ευχολόγια και ήπιες προτάσεις. Απαιτεί αγώνα. Απαιτεί καταλήψεις, διαδηλώσεις, οργάνωση στις γειτονιές, στους χώρους εργασίας, στα σχολεία.
Η παιδεία δεν είναι εμπόρευμα. Δεν είναι προνόμιο των λίγων. Είναι όπλο στα χέρια των λαών και, αν δεν παλέψουμε τώρα, σύντομα δεν θα υπάρχει τίποτα για να υπερασπιστούμε. Οι μαθητές, οι εκπαιδευτικοί, οι εργαζόμενοι, οι γονείς – όλοι μαζί πρέπει να σταθούν απέναντι σε αυτήν τη νέα μορφή καπιταλιστικής λεηλασίας.
Ο αγώνας ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της παιδείας είναι αγώνας ενάντια στον ίδιο τον καπιταλισμό. Και αυτός ο αγώνας δεν μπορεί να είναι μόνο αμυντικός. Πρέπει να είναι ριζοσπαστικός, να επιδιώκει τη συνολική ανατροπή του εκπαιδευτικού μοντέλου που αναπαράγει τις κοινωνικές ανισότητες.
