Τι σημαίνει η υποβάθμιση του αμερικανικού χρέους από τη Moody’s

του Γιάννη Αγγέλη

Η «είδηση» στο τέλος της περασμένης εβδομάδας ήταν ότι ο πλέον «αμερικανικός» Οίκος Αξιολόγησης δημόσιου χρέους, η Moody’s, έκρινε ότι ήταν η στιγμή που πρέπει να προειδοποιήσει τις διεθνείς χρηματαγορές πως το αμερικανικό χρέος δεν είναι τόσο ασφαλές «καταφύγιο» όσο νομίζουν.

Η είδηση έπεσε σαν «βόμβα», παρά το γεγονός ότι πολλά έχουν μεσολαβήσει που προϊδέαζαν για ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Άλλωστε η S&P Global Ratings είχε αφαιρέσει από τις ΗΠΑ την πολυπόθητη πιστοληπτική ικανότητα του ΑΑΑ το 2011 και η Fitch Ratings έκανε το ίδιο το 2023.

Η Moody’s, ο μεγαλύτερος Οίκος Αξιολόγησης με έδρα τις ΗΠΑ, αποφάσισε να δώσει την δική του αξιολόγηση υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ με μεγάλη καθυστέρηση έναντι των άλλων και εν μέσω εξελίξεων που αφορούν στην οικονομική πολιτική Τραμπ, μόλις τέσσερεις μήνες μετά την ανάληψη της προεδρίας.

Με την συμπλήρωση της τριπλής υποβάθμισης, από την S&P, την Fitch και την Moody’s, δηλαδή και από τους τρεις ισχυρότερους Οίκους Αξιολόγησης, οι Ηνωμένες Πολιτείες για πρώτη φορά αυτόν τον αιώνα δεν θεωρούνται πλέον το «ασφαλές καταφύγιο» επενδύσεων .

O Μάριο Ντράγκι βρισκόταν για ένα Συνέδριο στην Κοΐμπρα, όταν η είδηση έφθασε και η αντίδρασή του ήταν πως αυτή η απόφαση αποτελεί «σημείο καμπής» που δεν αφορά μόνο τους δασμούς και τις συνέπειές τους, αλλά τη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών στην οικονομία και την παγκόσμια πολιτική.

Να θυμίσουμε βέβαια ότι μετά την κρίση του 2008 οι χώρες που έχουν βαθμολογία τριών Α από όλους τους Οίκους Αξιολόγησης του χρέους είναι πλέον μόνο δέκα: Αυστραλία, Καναδάς, Δανία, Γερμανία, Λουξεμβούργο, Νορβηγία, Ολλανδία, Σιγκαπούρη, Σουηδία και Ελβετία.

Τι λέει η Moody’s για την υποβάθμιση

Σύμφωνα με την Moody’s η απόφαση του Οίκου να προβεί στις παρούσες συνθήκες στην ενέργεια αυτή «αντανακλά την αύξηση (σ.σ. στις ΗΠΑ) σε περισσότερο από μια δεκαετία του δημόσιου χρέους και των δεικτών πληρωμών τόκων σε επίπεδα που είναι σημαντικά υψηλότερα από παρόμοια αξιολογημένα κράτη (σ.σ. δηλαδή με αξιολόγηση ΑΑΑ)». Πράγματι τα δεκαετή ομόλογα των ΗΠΑ έχουν αποδόσεις της τάξης του 4,4% – 4,5%, πράγμα που καθιστά την αναχρηματοδότηση του αμερικανικού χρέους μέσα στο 2025 ωρολογιακή βόμβα για τον Προϋπολογισμό που πρέπει να κατεβάσει η κυβέρνηση Τραμπ.

Όπως διευκρινίζεται όμως από την moody’s αυτή η κατάσταση δεν αφορά μόνο την τρέχουσα συγκυρία, αλλά αποτελεί διαχρονικό αποτέλεσμα των πολιτικών «διαδοχικών κυβερνήσεων των ΗΠΑ και του Κογκρέσου που απέτυχαν να συμφωνήσουν σε (σ.σ. δημοσιονομικά) μέτρα για την αντιστροφή της τάσης των μεγάλων ετήσιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του αυξανόμενου κόστους των τόκων…».

Με άλλα λόγια αποτελεί συνέπεια κυβερνήσεων και προέδρων οι οποίοι συντήρησαν την εικόνα μιας fake αναπτυσσόμενης οικονομίας σε συνθήκες διεθνούς κρίσης, με μία χωρίς δημοσιονομικά όρια δανειακή χρηματοδότηση βασισμένη στη διεθνή ισχύ του δολαρίου και στη θέση των ΗΠΑ στην διεθνή οικονομία.

Η αλήθεια βέβαια είναι ότι η πολιτική αυτή είχε να κάνει με το γεγονός ότι αν οι κάνουλες του χρήματος «στέρευαν» από πολιτικές «δημοσιονομικής εξυγίανσης», οι αντιδράσεις στο εσωτερικό και η λαϊκή αντίδραση θα έφερνε τις κυβερνήσεις και τους προέδρους αντιμέτωπους με τη λαϊκή οργή.

Τι συνέβη όμως στο πλαίσιο αυτής της «πολιτικής» στο διάστημα αυτό; Σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνει η Moody’s οι ξένοι κάτοχοι χρέους ΗΠΑ διπλασίασαν περίπου τις συμμετοχές τους σε κρατικά ομόλογα από το 2011 σε περισσότερα από 9 τρισεκατομμύρια δολάρια σε ένα συνολικό χρέος που έχει ξεπεράσει τα 36 τρις δολάρια.

Συγκεκριμένα με βάση τα στοιχεία του αμερικανικού ΥΠΟΙΚ έχουν προστεθεί περίπου 1,5 τρισεκατομμύρια δολάρια στις συμμετοχές τους (αγορές χρέους) από το 2023 μέχρι σήμερα.

Οι «διαδοχικές κυβερνήσεις των ΗΠΑ και το Κογκρέσο απέτυχαν να συμφωνήσουν σε μέτρα για την αντιστροφή της τάσης των μεγάλων ετήσιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του αυξανόμενου κόστους των τόκων (σ.σ. που έχει ξεπεράσει το 1,1 τρις δολ. για το 2024)» σημειώνει η Έκθεση της Moody’s.

Για να διευκρινίσει επίσης: «Δεν πιστεύουμε ότι σημαντικές πολυετείς μειώσεις στις υποχρεωτικές δαπάνες και τα ελλείμματα θα προκύψουν από τις τρέχουσες δημοσιονομικές προτάσεις που εξετάζονται…».

Είναι χαρακτηριστικό το πώς σχολίασε η Wall Street Journal αυτή την πολιτική Τραμπ, την οποία σχολιάζει τόσο… διακριτικά η Moody’s.

«Ο Τραμπ κήρυξε πόλεμο στον Άνταμ Σμιθ και έχασε», έγραψε η Wall Street Journal. 

Τι ομολογούν οι υπουργοί του Τραμπ

Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτό που βλέπει και αξιολογεί σαν καθοριστικό της επόμενης ημέρας η Moody’s δεν το «βλέπει» ο Υπ. Οικονομικών του Τραμπ ο Σκοτ Μπέσσεντ.

Πριν από μερικές ημέρες μιλώντας στο Κογκρέσο παραδέχθηκε ότι το χρέος και τα ελλείμματα της χώρας βρίσκονται σε μη βιώσιμη τροχιά: «Οι αριθμοί του χρέους είναι πράγματι τρομακτικοί» και μια κρίση θα συνεπαγόταν «μια ξαφνική διακοπή της οικονομίας καθώς η πίστωση θα εξαφανιζόταν…».

Βέβαια διαβεβαίωσε το ακροατήριό τους, κατά πλειοψηφία ρεπουμπλικάνους, ότι «είναι αποφασισμένος να μην συμβεί αυτό».

Αλλά ας επανέλθουμε στις αιτίες της υποβάθμισης της Moody’s.

Όπως σημειώνει η Έκθεση «Για περισσότερο από μια δεκαετία, το ομοσπονδιακό χρέος των ΗΠΑ έχει αυξηθεί απότομα λόγω των συνεχών δημοσιονομικών ελλειμμάτων… Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι ομοσπονδιακές δαπάνες έχουν αυξηθεί, ενώ οι φορολογικές περικοπές έχουν μειώσει τα κρατικά έσοδα (σ.σ. τα ελλείμματα κινούνταν μεταξύ 6% και 7% του ΑΕΠ ετησίως). Καθώς τα ελλείμματα και το χρέος έχουν αυξηθεί και τα επιτόκια έχουν αυξηθεί, οι πληρωμές τόκων για το δημόσιο χρέος έχουν αυξηθεί σημαντικά (σ.σ. θα ξεπεράσουν το 1,2 τρις δολ. φέτος)».

Σε όλες τις αναφορές του ο Οίκος Αξιολόγησης δεν αναφέρεται στο τρέχον χρονικό διάστημα, αλλά σε ό,τι έχει συμβεί «σε περισσότερο» από μία δεκαετία, δηλαδή μετά την κρίση χρέους από το 2008 – 2010 και στις πολιτικές με τις οποίες οι ΗΠΑ και ο υπόλοιπος πλανήτης πίσω από τις ΗΠΑ, δηλαδή ο καπιταλισμός στα μητροπολιτικά του κέντρα επιχείρησε να αντιμετωπίσει την κρίση.

Στην πραγματικότητα, δηλαδή η υποβάθμιση από την Moody’s έρχεται να επιβεβαιώσει αφ’ ενός την αποτυχία των πολιτικών που εφαρμόσθηκαν απέναντι σ’ αυτό που ξεκίνησε το 2008 και αφ’ ετέρου έρχεται να βάλει την υπογραφή του στο γεγονός ότι ο «βασιλιάς» στο σύστημα είναι πλέον «γυμνός»… 

Το μεγάλο όμως ερώτημα από εδώ και στο εξής είναι το πώς αυτή η καθοριστικής σημασίας απώλεια του «ασφαλούς καταφυγίου» από τις ΗΠΑ για το διεθνές κεφάλαιο, θα επιχειρηθεί να απαντηθεί, με τον μοναδικό «διαθέσιμο» τρόπο από την πλευρά τού δολαρίου, ήτοι με την «βίαιη εξαγωγή» της κρίσης και προς την Κίνα και προς την Ευρώπη.