Η εποχή των επαναστάσεων, 1789-1848

Ο μισός και πάνω αιώνας που μεσολάβησε από το 1789, όταν ακόμα η Γαλλία είχε βασιλιά έως το 1848, όταν δημοσιευόταν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, υπήρξε για την Ευρώπη εποχή επαναστατική με όλες τις έννοιες. Τεχνολογική, κοινωνική, πολιτική. Ένας τεράστιας κλίμακας κοινωνικός μετασχηματισμός λάμβανε χώρα κάτω από την επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης και της αγγλικής Βιομηχανικής Επανάστασης, ο οποίος έθετε τέλος στον παλαιό κόσμο και τις παλαιές εξουσίες, με τις καπιταλιστικές δυνάμεις να εμφανίζονται στο προσκήνιο της Ιστορίας.

Τα παλαιά καθεστώτα έβαιναν το ένα μετά το άλλο στη δύση τους και ο αρχαίος κόσμος αποχωρούσε δίνοντας τη θέση του σε νέες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που διεκδικούσαν πάνω στη βάση νέων ιδεών και αντιλήψεων να θεμελιώσουν την κυριαρχία και την εξουσία τους.

Το έθνος-κράτος διαδέχεται ως γεωπολιτικός σχηματισμός τις κεντρικές εξουσίες των αποσυντιθέμενων αχανών αυτοκρατοριών σε ανατολή και δύση, με τους λαούς να παίρνουν φωτιά από τις επαναστατικές διακηρύξεις για εθνική ανεξαρτησία, ατομικές και πολιτικές ελευθερίες, έχοντας την ελπίδα ότι ο ζυγός της εκμετάλλευσης από τις ανώτερες τάξεις, τους αριστοκράτες και τον κλήρο θα ελαφρύνει γι’ αυτούς.

Μέσα στην καρδιά αυτής της εποχής, με την Οθωμανική Αυτοκρατορία να έχει χάσει ανεπιστρεπτί την ικανότητα να διατηρεί την εξουσία της στα εδάφη που την συγκροτούν, στην περιοχή των Βαλκανίων, ο λαός της ελληνικής χερσονήσου ξεκινά το δικό του απελευθερωτικό αγώνα, διεκδικώντας τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους.

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 – Εθνική, Κοινωνική ή και τα δύο;

Το θεμελιακό ερώτημα για την ελληνική επανάσταση μπαίνει ξανά και ξανά. Ποια υπήρξαν αντικειμενικά τα χαρακτηριστικά της εξέγερσης του ελληνικού λαού απέναντι στην οθωμανική εξουσία; Σε ποιο βαθμό υπήρχε αναπτυγμένη εθνική συνείδηση; Απέναντι σε ποιους επαναστάτησε και πήρε τα όπλα ο λαός; Ποιοι βρέθηκαν με τη μεριά των επαναστατημένων και ποιοι εναντίον τους; Στο βιβλίο του «Το 1821 και η αλήθεια», ο Γιάννης Σκαρίμπας με τον μοναδικό του τρόπο γράφει σαν ποταμός με συστηματική αναφορά σε πηγές, προσδίδοντας αδιαμφισβήτητη επιστημονική αξία στον ορμητικό του λόγο. Ο κυρ Γιάννης χωρίς ίχνος σοβαροφάνειας, με γλώσσα πραγματικά επαναστατική και στη μορφή και το περιεχόμενο τα βάζει στα ίσια με τους μεγαλοσχήμονες ακαδημαϊκούς και ακαδημαϊζοντες, θέλοντας να αποδομήσει το κυρίαρχο αφήγημα του ελληνικού αστικού κράτους για μία επανάσταση αποκομμένη από τον αδιαμφισβήτητο κοινωνικό χαρακτήρα και περιεχόμενό της. Και γίνεται πράγματι απολαυστικός.

Και δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο παρά επαναστατικός ο τρόπος που μιλά ο μοναδικός αυτός συγγραφέας, αφού το βιβλίο του με τον τίτλο «Το 1821 και η αλήθεια» εκδόθηκε στην καρδιά της χουντικής επταετίας (1971 ο πρώτος τόμος), επ’ ευκαιρία της συμπλήρωσης 150 χρόνων τότε από την έναρξη της ελληνικής επανάστασης και ήταν από μόνη της αυτή η έκδοση, πράξη επαναστατική, καθώς χρειαζόταν πολύ θάρρος για να τα βάζεις με τα τέρατα της αντίδρασης –αστούς, εκκλησία, πλουτοκρατία, στρατοκρατία-, ενώ έχει καταλυθεί κάθε δημοκρατική ελευθερία.

Ο συγγραφέας γίνεται σαρωτικός και με το λαϊκό και απροσποίητο λόγο του αγγίζει και τον πιο απλό αναγνώστη, αρκεί αυτός να εγκλιματιστεί στον αντικομφορμιστικό γραμματικό και συντακτικό του λόγο. Το βιβλίο αυτό δεν διαβάζεται. Το βιβλίο αυτό μελετάται. Αυτός που θέλει να φτάσει ως το μεδούλι των στοιχείων που παραθέτει ο συγγραφέας και των σκέψεων που τα συνοδεύουν πρέπει να σκύψει προσεκτικά σε κάθε γραμμή του πυκνού κειμένου, το οποίο εντυπωσιάζει με την ευρυμάθεια του συντάκτη του. Όσο για την ικανότητα του κυρ Γιάννη, όπως και κάθε ισχυρού πνευματικού ανθρώπου, να συμπυκνώνει σε μερικές γραμμές συγκλονιστικά νοήματα, αυτή είναι εντυπωσιακή. Δεν είναι τυχαίο ότι αναπαράγονται σε δεκάδες κείμενα άλλων, αναρίθμητα παροιμιώδη τσιτάτα του από το πόνημα αυτό και αποσπάσματά του. Δεν θα αποτελέσουμε εξαίρεση:

«Το 21, ήταν μια Εθνικο-Κοινωνική επανάσταση, η πρώτη και η τελευταία της Ιστορίας. Χτύπησε τον Κιουταχή και τον Δράμαλη, όσο και το ντόπιο τσορμπατζή και το δυνάστη. Αποθέωσε τον Κανάρη, ενώ κατέλαβε την Καγκελαρία της Ύδρας εξ εφόδου. Κήδεψε το Μάρκο Μπότσαρη και τον Μπάυρον, ενώ στα Βέρβαινα θα ‘σφαζε τον Παλαιών Πατρών και τους Προκρίτους. Ώστε, χωρίς τον εξολοθρεμό των κοντζαμπάσηδων και τον «αποσχηματισμό» των Δεσποτάδων, χωρίς την απαλλοτρίωση της γης και το καλογεροκυνηγητό όξω απ’ το Κράτος, χωρίς ολοκληρωμένη τη Ζαράκοβα και τον καταστρεμό των τσιφλικάδων, η εθνική ανεξαρτησία, ήταν ο Μανωλιός της παροιμίας με τα ρούχα του; ήταν το «τι Γιάννης, τι Γιαννάκης»; Έτσι είναι. Και ώστε, μια  μ ό ν ο ν  Εθνική επανάσταση, χωρίς την Κοινωνική καταξίωσή της, είναι μια «φαινομενοφάνεια» που μόνον αναγκαζόμενο το «κατεστημένο» την επιτρέπει; Έτσι είναι. Ξεφυλλίσατε την Ιστορία μέχρι τα σήμερα και πέστε μου κάνα που να μην είναι –αυτό– έτσι. Εκατοντάδες εθνικές επαναστάσεις, πέτυχαν ή απότυχαν, αλλά καμιά εθνικοκοινωνική δεν επιχειρήθηκε. Οι μόνο κοινωνικές, όπου των χρόνων και των καιρών, όπου της γης και του πελάου, καταπνίγηκαν μέσα στο αίμα τους, ανελέητα… Μα, θα μου πείτε: η Γ α λ λ ι κ ή, δεν ήταν αυτή κοινωνική; Και θα σας πω: Μα, Κύριοι, απότυχε. Η 4η τάξη, ο λαός, (οι και, «ξεβράκωτοι» ειπωθέντες) χτυπήθηκε άγρια και «γουλίστηκε» από την αστική τάξη σαν χταπόδι. Μόλις πρόλαβε κι έβαλε φωτιά σε καμιά εκατοστή Πύργους αφεντάδων του κι έσφαξε μερικές χιλιάδες ευγενήδες. Από Επισκόπους; πολύ λιγότερους. Στις δύο Μπρυμέρ, «καθάρισε» κι άλλες τους μερικές χιλιάδες γαλαζοαίματους και όμοιούς τους αλιτήριους, στα μπουντρούμια. Αυτό ήταν όλο-όλο του που πρόφτασε. Ύστερα ο (τζόκεϋ) Ναπολέων τον καβάλησε, πότε σαν γάιδαρο ξεσέλωτο και πότε σαν άτι του με λοφίο. Λίγο αργότερα (το 1848) ξαναξεσηκώθηκε στο ποδάρι. Νυν, υπέρ πάντων ο αγών… Το ψωμοτύρι ενάντια στον αστακό, «το κασκέτο ενάντια στον πίλο». Με δεκάδες χιλιάδες πτώματα την ξαναπλήρωσε την επανάστασή του ο λαουντζίκος. Την εκατό τοις εκατό κοινωνική, ύστερα από τα πενήντα τοις εκατό του 21. Και επακολούθησαν –γραμμή– το καβαλίκεμα, από το Ναπολέοντα το Γ και απ’ αυτόν, έως τον Θιέρσο κι απέ στον Πουανκαρέ, κι ύστερα στο Ντε Γκωλ και δόστου να ’χει… Έως που κάποιος συμβιβασμός ήρθ’ επιτέλους – και η Δημοκρατία έχει το δικαίωμα… να πυροβολάει… το λαό!… Πράγματι, εξαιρουμένης της Ρούσσικης του 1917, καμιά, μόνον κοινωνική επανάσταση δεν πέτυχε όλες μαζί, το πλήρωσαν με πολλά εκατομμύρια πτωμάτων…»

ΜΚ