Τα ψέματα της Κομισιόν για την Ελλάδα
του Γιάννη Αγγέλη
H ευρωπαϊκός καπιταλισμός βρίσκεται υπό ασφυκτική πίεση. Και αυτό “καθρεφτίζεται” στην συναλλαγματική “αναταραχή” των ισοτιμιών του ευρώ.
Το ενιαίο(;) ευρωπαϊκό νόμισμα από την στιγμή που εκδηλώθηκε το τσουνάμι του πληθωριστικού πυρετού, που σάρωσε τα “παραμύθια” των Κεντρικών Τραπεζών για την “προσωρινότητα” του φαινομένου, βρίσκεται σε σχεδόν σταθερή -αλλά με σκαμπανεβάσματα- διολίσθηση έναντι του δολαρίου. Ενώ παράλληλα “χάνει” σταθερά έδαφος έναντι του χρυσού.
Η πορεία αυτής της κρίσης, έκανε ένα άλμα μετά την ενεργοποίηση των περιβόητων κυρώσεων κατά της Ρωσίας τον Μάρτιο και την έκρηξη τού -από πριν ήδη ενεργού- ηφαιστείου της ενεργειακής κρίσης, που προκάλεσε την ραγδαία επιδείνωση του “κατακερματισμού” των παγκοσμιοποιημένων αλυσίδων ανεφοδιασμού και εμπορικών συναλλαγών.
Οι συνέπειες αυτής της “αναταραχής” μέχρι στιγμής οδηγούν με ολοένα και μεγαλύτερη δυναμική τις προγνώσεις για την επερχόμενη “τρικυμία” στην ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων.
Κάτι που ήδη έχει αρχίσει να αποτυπώνεται στα αυξημένα spreads και αποδόσεις, ιδιαίτερα των υπερχρεωμένων οικονομιών του ευρωπαϊκού νότου, όπως της Ελλάδας, της Ιταλίας και της Ισπανίας.
Η ΕΚΤ και τα επιτόκια
Η ΕΚΤ έχει δεσμευθεί βέβαια από τον Δεκέμβριο ότι αν εμφανισθεί κατακερματισμός της ευρωπαϊκής αγοράς ομολόγων θα παρέμβει (σ.σ. κατακερματισμός, δηλαδή μεγάλη αύξηση στις διαφορές/spreads μεταξύ των επιτοκίων των κρατικών ομολόγων των χωρών μελών της Ε.Ε.).
Ποτέ όμως δεν ξεκαθάρισε το πότε θεωρεί ότι η κατάσταση έχει ξεπεράσει τα όρια ανοχής για να παρέμβει.
Και όσο οι χρηματαγορές “βλέπουν” αυτή την αβεβαιότητα, οι προκλήσεις για κερδοσκοπικές επιθέσεις στους αδύναμους κρίκους της ευρωπαϊκής αλυσίδας παραμένουν ανοικτές και ισχυρές.
Το πρόβλημα για το ευρώ είναι ότι παραμένει ένα νόμισμα με εμφανή την “αχίλλειο πτέρνα” του, δηλαδή το γεγονός ότι δεν υποστηρίζεται από μία ενιαία οικονομία, αλλά από 17 διαφορετικές και μεταξύ τους ανισόμερα “ισχυρές” οικονομίες.
Το χειρότερο όμως τώρα είναι ότι αυτή η ημι-ενιαία οικονομία, έχει χάσει την πηγή τής μέχρι πρόσφατα “δύναμής” της, ήτοι την παγκοσμιοποιημένη προσφορά φθηνών πρώτων υλών / ενέργειας / υπεργολάβων / κεφαλαίων και βέβαια την εύκολη εξαγωγική δραστηριότητα. Με άλλα λόγια το “ευνοϊκό” περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτουργούσε το ευρωπαϊκό κεφάλαιο.
Το χρηματιστικό κεφάλαιο και η βίαιη επεκτατική δραστηριότητά του μέσα στις παγκοσμιοποιημένες χρηματαγορές δείχνουν ήδη επιφυλάξεις για την Ευρωζώνη, η οποία καταγράφεται με αξιοσημείωτη “έξοδο” κεφαλαίων από το ευρώ και μετακίνηση κυρίως προς το δολάριο.
Αυτή η “έξοδος” επιτείνεται από την αύξηση επιτοκίων από την Fed.
Η ΕΚΤ έσπευσε να “μιλήσει” και αυτή για αύξηση επιτοκίων μέσα στον Ιούλιο, για να ανακόψει την ραγδαία διολίσθηση της ισοτιμίας του ευρώ.
H Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι “υποχρεωμένη” να αντιδράσει αυξάνοντας τα επιτόκια παρά την αμεσότητα του κινδύνου να βυθίσει την ήδη παραπαίουσα Ευρωζώνη σε ύφεση. Και αυτό γιατί διαφορετικά, αν δεν στηρίξει το ευρώ αυξάνοντας η ίδια το βασικό επιτόκιο, το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, μετατρέπεται ακόμα περισσότερο σε ιμάντα εισαγωγής ακόμα μεγαλύτερων πληθωριστικών πιέσεων.
Οι προβλέψεις της Κομισιόν για Ελλάδα
Στις πρόσφατες ανακοινώσεις της Κομισιόν για την πορεία των οικονομιών της Ευρωζώνης και ιδιαίτερα υπερχρεωμένων οικονομιών, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, τα προβλεπόμενα μεγέθη παρουσιάζονται χωρίς να είναι σαφές το υπόβαθρο της συναλλαγματικής ισοτιμίας και του πληθωρισμού με το οποίο έχουν υπολογισθεί…
Αυτό καθιστά αναξιόπιστες τις σχετικές προβλέψεις -όπως ήταν άλλωστε και όλες οι προβλέψεις που έχει κάνει τα τελευταία χρόνια- καθώς δεν εμφανίζονται τα συναλλαγματικά και πληθωριστικά “θεμέλια” πάνω στα οποία έχουν υπολογισθεί, σε μία περίοδο που ακριβώς αυτά τα μεγέθη προσδιορίζουν με καθοριστικό τρόπο τους ρυθμούς ανάπτυξης ή μη της οικονομίας.
Το χρηματιστικό κεφάλαιο, μέσα από τις διεθνείς χρηματαγορές, “βλέπει” σ’ αυτή την αδιέξοδη διελκυστίνδα ευκαιρίες κερδοσκοπίας -όπως και άλλες φορές στο παρελθόν- και αναμφίβολα θα δοκιμάσει κάποια στιγμή την τύχη του. Όπως έγινε με την Ελλάδα το 2010 ή την Ιταλία και την Ισπανία το 2011, μέχρι να εξαγγείλει ο Μάριο Ντράγκι το περιβόητο “what ever it takes”.
Ένα τέτοιο περιβάλλον βέβαια σημαίνει αυξημένο και μη προβλέψιμο κόστος δανεισμού και εξυπηρέτησης χρέους σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα…
Το πόσο “βίαιη” και απότομη μπορεί να είναι η πίεση που μπορεί να εκδηλωθεί μέσα στις αγορές συναλλάγματος, φάνηκε και πριν από έξι χρόνια (για να μην πάμε μέχρι την κρίση που οδήγησε στην κατάρρευση του Μπρέττον Γουντς), όταν η στερλίνα κατέρρεε μετά την απόφαση για έξοδο από την Ε.Ε.
Ο σεισμός του Brexit, με τους Βρετανούς να σπεύδουν, παρά τις προσδοκίες, να ψηφίσουν υπέρ της αποχώρησης από την Ε.Ε., βύθισε κυριολεκτικά την στερλίνα. Ο φόβος της κατάρρευσης της βρετανικής οικονομίας και οι άγνωστοι κίνδυνοι ενός αποχαιρετισμού στην Ε.Ε., κάτι που δεν έχει ξανασυμβεί σε κανένα κράτος μέλος, προκάλεσαν τότε την κατάρρευση του νομίσματος της “Αυτής Μεγαλειότητας” με πτώση 20% σε λίγους μήνες, από 1,4 σε 1,20.
Και σήμερα βέβαια η στερλίνα χάνει έδαφος έναντι του ευρώ και του δολαρίου, λόγω της διαφαινόμενης ύφεσης και των φόβων για τον πληθωρισμό. Απαιτούνται 0,8575 στερλίνες για ένα ευρώ, που είναι η υψηλότερη συναλλαγματική ισοτιμία από τα τέλη του 2020 και αυξημένη κατά 1% σε σύγκριση με την προχθεσινή συναλλαγματική ισοτιμία.
Η συναλλαγματική ισοτιμία στερλίνας–δολαρίου επίσης έπεσε στο 1,2516…
Το παράδειγμα της στερλίνας, όπως και τα σκαμπανεβάσματα του ευρώ, είναι ενδεικτικά και συνθέτουν το περιβάλλον “προειδοποίησης”, απέναντι στο οποίο η ΕΚΤ και οι BoE δεν δείχνουν να έχουν μεγάλη ευχέρεια “εργαλείων” διαχείρισης μιας τέτοιας έκτασης τρικυμίας. Το μοναδικό τους “διέξοδο” είναι να βυθίσουν ακόμα περισσότερο στην ύφεση την καπιταλιστική οικονομία στην Ευρώπη, για να την… σώσουν από το θηρίο του πληθωρισμού.
Στην πραγματικότητα βέβαια οι Κεντρικές Τράπεζες αυτό που επιχειρούν με την αύξηση των επιτοκίων, δεν είναι να σώσουν την οικονομία από τον πληθωρισμό.
Σκοπός τους είναι να σώσουν το διεθνές και εθνικό τραπεζικό σύστημα από τον κίνδυνο της κατάρρευσης μέσα στο πληθωριστικό τσουνάμι, καθώς η ύπαρξή τους σαν “ανεξάρτητων” φορέων νομισματικής πολιτικής γεννήθηκε την δεκαετία του ‘80, σαν θεματοφύλακας της κυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου στην διαδικασία επέκτασής του.
Και αυτό εξηγεί την αυτοκαταστροφική “λογική” της λειτουργίας τους, καθώς το κεφάλαιο βρίσκει εμπόδιο στην αυτο-ανάπτυξή του τον ίδιο τον εαυτό του και την ολότητα των αντιφάσεών του!