ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΞ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝΕΙ ΤΟΥΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΙΣΧΥΡΟΥΣ

Η κυρίαρχη τάξη δεν έχει καμιά λειτουργική στρατηγική για τη σωτηρία του συστήματος

Μέρος δεύτερο (τελευταίο)

Το σκάνδαλο Μέρντοκ

Η κυρίαρχη τάξη [στη Bρετανία] έχει χάσει την αυτοπεποίθησή της σε τομείς της ζωής πέρα από την οικονομία, όσο βασική και αν είναι αυτή. Το «σκάνδαλο Μέρντοκ» δεν είναι απλά ένα ζήτημα παράνομης υποκλοπής τηλεφώνων.
Μια από τις βασικές μορφές του Βρετανικού κοινοβουλίου, ο βουλευτής των Εργατικών, Τομ Γουάτσον, είχε πει τα παρακάτω σε μια συνέντευξη πάνω στο ζήτημα: «Όταν εκλέχτηκα για πρώτη φορά ήμουν ένας τελείως αφελής και αδέξιος πολιτικός. Κοιτάζεις τους πυλώνες του κράτους: πολιτική, Μ.Μ.Ε., αστυνομία, δικηγόρους – όλοι έχουν τους επίσημους ρόλους τους και στη συνέχεια έχεις τις αποφάσεις από τα πάνω, δηλαδή από αυτή τη δύναμη των ελίτ που συνδέεται μέσω απλών, κοινωνικών δεσμών και ουσιαστικά ελέγχει το παιχνίδι».[16] Τα λόγια αυτά θα μπορούσαν να έχουν προέλθει από το έργο του Μπέρναντ Σω, Ταγματάρχης Μπάρμπαρα, και το αίσθημα αυτό είναι πολύ κοντά στην καρδιά κάθε Μαρξιστικής πολιτικής κατανόησης της σύγχρονης κοινωνίας, που σήμερα είναι δικαιωμένη από την άμεση έρευνα ενός εκ των νημάτων τα οποία η κυρίαρχη τάξη χρησιμοποιεί για να μας εξουσιάζει. Η εμπλοκή της αστυνομίας, δημόσιων υπαλλήλων, βουλευτών, δημοσιογράφων, που προφανώς συνδέονται με την οικογένεια Μέρντοκ, απλά επιβεβαιώνει την εικόνα που εδώ και πολύ καιρό παρουσίαζαν οι Μαρξιστές και συχνά περιφρονούσαν οι φιλελεύθεροι.

Είναι ξεκάθαρο ωστόσο ότι η αστική ιδεολογία όσο και το κοινοβουλευτικό πολιτικό σύστημα αντιμετωπίζουν προβλήματα. Στη μία χώρα μετά την άλλη, διάφορα σκάνδαλα κλονίζουν το σύστημα. Αρκεί να κοιτάξουμε πίσω στην περιγραφή του Μαρξ για την Ευρώπη του 1848, στη Γαλλία πιο συγκεκριμένα, για να συνειδητοποιήσουμε ότι το ξέσπασμα των λεγόμενων σκανδάλων σήμερα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος  μιας γενικότερης δυσφορίας στην κοινωνία, που οδηγεί σε ολοένα και μεγαλύτερες διαιρέσεις μέσα στην κυρίαρχη τάξη και αυξανόμενη απώλεια αυτοπεποίθησης.

Μέσα σε αυτή την κατάσταση το Ηνωμένο Βασίλειο ηγείται της αγέλης, αν και οι διαδηλώσεις και οι οργανωμένες διαμαρτυρίες μπορεί να είναι συχνότερες και πιο ισχυρές σε άλλες χώρες. Η φύση των φοιτητικών διαδηλώσεων και οι Αγγλικές ταραχές το καλοκαίρι του 2011, ανεξάρτητα από το άμεσο παρασκήνιο, είναι πρωτοφανείς στην Αγγλική ιστορία. Ως πρώην παγκόσμια αυτοκρατορική δύναμη και νεότερος εταίρος του διαδόχου της, των Ηνωμένων Πολιτειών, η Βρετανική κυρίαρχη τάξη έχει διαδώσει μια ιδεολογία βασισμένη πάνω στην άποψη  ότι αποτελεί το θεμελιωτή της σύγχρονης δημοκρατίας, παίρνοντάς την, όπως ήταν, από την αρχαία Ελλάδα (κατ’ αντίθεση, η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης στις Ηνωμένες Πολιτείες βασίζεται περισσότερο στη λεγόμενη αξιοκρατία, αν και αναφέρεται πάλι αρκετά στη δημοκρατία). Έτσι, τα πρόσφατα σκάνδαλα των βουλευτών που πλουτίζουν μέσω διεκδικήσεων για  δαπάνες και η ξεκάθαρη σύνδεση μεταξύ πολιτικών, αστυνομικών, ιδιωτικών αστυνομικών και της αυτοκρατορίας Μέρντοκ βρίσκονται στην καρδιά αυτής της ιδεολογίας.

Υπό ολοένα και δυσκολότερες οικονομικές συνθήκες, με τα Μ.Μ.Ε. να μιλάνε συνέχεια για απερίσκεπτες, δυσρευστοποίητες και χρεοκοπημένες τράπεζες, των οποίων τα διοικητικά στελέχη, κερδίζουν ακόμη απίστευτα εκατομμύρια σε ετήσιους μισθούς, η κυρίαρχη τάξη και οι κυβερνήσεις πρέπει να βρουν επιχειρήματα να υποστηρίξουν το υπάρχον κοινωνικο-οικονομικό σύστημα. Παρόλα αυτά, κάθε μέρα φαίνεται να προσφέρει λόγους για την αλλαγή του. Οι άμεσες επιπλοκές του συνεχιζόμενου σκανδάλου Μέρντοκ οδηγούν σε μια απαίτηση για ένα πιο ανοιχτό και δημοκρατικό πολιτικό σύστημα, τον έλεγχο των εταιρειών και πράγματι έναν Tύπο που να κάνει την καθημερινή δουλειά αντί μιας δικτατορίας ενός ατόμου, όπως ο Μέρντοκ, ή τα διοικητικά στελέχη μιας τράπεζας ή μιας βιομηχανικής εταιρείας. Αυτό δεν αποτελεί φυσικά σοσιαλισμό, ούτε είναι βιώσιμο ή πιθανό να συμβεί, υπό τον καπιταλισμό αλλά είναι το ζητούμενο που αναδύεται και καταστρέφει την κυρίαρχη ιδεολογία, αν και με όχι διαμορφωμένο τρόπο.

Βρισκόμαστε στο τέλος;

Είναι σαν η κυρίαρχη τάξη να προσπαθεί να αυτοκτονήσει. Ακολουθεί μια οικονομική πολιτική που στην καλύτερη των περιπτώσεων είναι ουτοπική και στη χειρότερη καταστροφική. Η λιτότητα για την τεράστια πλειοψηφία και ο αυξανόμενος πλούτος για την κυρίαρχη τάξη είναι απλά η μόνη βιώσιμη πολιτική υπό συνθήκες όπου δεν υπάρχει απολύτως καμιά πρόκληση στο σύστημα και οι απλοί εργάτες είναι πολύ αδύναμοι, τόσο από την πλευρά της υγείας όσο και με όρους οργάνωσης, ώστε να μην αποτελούν καμιά απειλή.

Δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση στην αντικατάσταση του καπιταλιστικού συστήματος από ένα πραγματικά σοσιαλιστικό σύστημα, που τελικά είναι το μόνο ορθολογικά καθορισμένο ή σχεδιασμένο σύστημα, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται και ελέγχονται από τα κάτω και δεν καθορίζονται από τα πάνω, όσο καλός και να είναι ο «άρχοντας». Όσους ελιγμούς και αν κάνουν όσοι επωφελούνται από το σύστημα, εν τέλει δεν έχουν άλλες στρατηγικές για να καθυστερήσουν την αλλαγή. Όπως έχουμε υποστηρίξει και αλλού, η κυρίαρχη τάξη έχει χρησιμοποιήσει το χρηματιστηριακό κεφάλαιο/ιμπεριαλισμό, παγκόσμιους πολέμους, ψυχρό πόλεμο -κράτος πρόνοιας και χρηματιστηριακό κεφάλαιο πάλι ως τρόπους επιβίωσης. Το χρηματιστηριακό κεφάλαιο έχει καταστραφεί εκ των έσω ενώ οι αποικίες σήμερα είναι πολιτικά αν όχι οικονομικά ανεξάρτητες, ο ψυχρός πόλεμος έχει τελειώσει και ο παγκόσμιος πόλεμος δεν είναι πια δυνατός. Η επιστροφή στο κράτος πρόνοιας χωρίς τον ψυχρό πόλεμο και τον Σταλινισμό θα αποτελούσε το πρώτο βήμα για την απώλεια του ελέγχου, όπως  αποδείχθηκε στη δεκαετία του 70 τον προηγούμενο αιώνα.

Επιπλέον, είναι ξεκάθαρο ότι το παγκόσμια φάσμα της Αμερικάνικης αυτοκρατορίας συρρικνώνεται. Η αυτοκρατορική δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών βρίσκεται σε παρακμή – και η παρακμή της κύριας καπιταλιστικής δύναμης, χωρίς διάδοχο εν όψει, μπορεί μονάχα να αναγγείλει την πιο γρήγορη παρακμή του κοινωνικού συστήματος.

Ίσως κάποιος θα μπορούσε να προβλέψει ότι θα υπάρξει διάδοχος. Αυτή η εξέλιξη άλλωστε έλαβε χώρα στο παρελθόν με τις Η.Π.Α. να αντικαθιστούν το Ηνωμένο Βασίλειο. Παρόλα αυτά, η Ευρώπη καταβροχθίζεται από την ίδια της την κρίση, που απλά εκφράζει σε εθνική κλίμακα το είδος της ανισότητας που υπάρχει στην κοινωνία ως όλο. Δεν υπάρχει καμιά προοπτική κάποια άλλη χώρα να κατακτήσει τον κόσμο είτε με τη δύναμη των όπλων είτε μέσω του χρηματιστηριακού κεφαλαίου, ακόμα και αν είχε τη στρατιωτική ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών χωρίς τα χρέη της. Η Κίνα, η χώρα που συνήθως παρατίθεται από αυτή την άποψη, δεν βρίσκεται σε αυτή τη θέση, δεν έχει καν την ίδια παρόρμηση ή την ίδια ένταση αυτής της παρόρμησης, όπως ο σύγχρονος καπιταλισμός.

Έτσι μήπως παρατηρούμε σήμερα τις τελευταίες στιγμές της μεγαλύτερης αυτοκρατορίας που έχει γνωρίσει ο κόσμος, τις τελευταίες μέρες ενός συστήματος που οδήγησε τον κόσμο σ’ ένα επίπεδο παραγωγικότητας τόσο μεγάλο που κατέστησε την αφθονία πραγματική δυνατότητα; Το σύστημα ανατράπηκε στη Ρωσία το 1917 και ο κόσμος περιμένει να εμφανιστεί η δυναμική της αντικατάστασης σε μια μορφή διαφορετική από αυτή του Σταλινισμού από τότε. Η καθυστέρηση ισοδυναμεί με προσωρινή ήττα. Τελικά, ο Σταλινισμός έπαιξε καθοριστικό ρόλο για τη διατήρηση του καπιταλισμού αλλά δεν υπάρχει πια και δεν μπορεί να επανέλθει στη ζωή. Είναι αλήθεια ότι παίζει ένα αρνητικό ρόλο στην Ελλάδα σήμερα και σε μια σειρά χωρών, συμπεριλαμβανομένης και της Κίνας. Δεν έχει όμως την ίδια δύναμη στη Δυτική Ευρώπη.

Υποκειμενικό

Καθώς προσεγγίζουμε το σοσιαλιστικό μέλλον, το υποκειμενικό παίζει ένα ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο, όπως κάποιος θα περίμενε. Στο σοσιαλισμό, η κοινωνία είναι ολοένα και περισσότερο διαφανής και οι αποφάσεις σχεδιασμού λαμβάνονται από τον πληθυσμό. Η οικονομία παύει να στέκεται πάνω από την ανθρωπότητα και μετατρέπεται σε διαχείριση των πραγμάτων.
Αν και ακόμα ζούμε υπό τον καπιταλισμό, η κυρίαρχη  τάξη πρέπει να διοικεί και να μην εγκαταλείψει την κοινωνία στην επιφανειακά απρόσωπη αγορά. Όπως και να γίνεται – μέσω κυβερνητικής διαχείρισης, μέσω κοινοβουλευτικού συστήματος, μέσω της γραφειοκρατίας των εταιρειών ή μέσω μερικώς κρυμμένων θεσμών της κυρίαρχης τάξης – το σύστημα ελέγχεται ολοένα και περισσότερο.
Με άλλα λόγια, προτού φθάσει στο τέλος του, πρέπει να υπάρξει μια κοινωνικο-πολιτική μορφή που θα βρίσκεται σε αντίθεση με τις σημερινές πολιτικο-οικονομικές μορφές. Αυτό πράγματι απαιτεί ένα σοσιαλιστικό κόμμα με στενούς δεσμούς με την εργατική τάξη. Πρέπει να αποτελεί τμήμα της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Πρέπει να το εμπιστεύεται η εργατική τάξη και να υπάρχει εσωτερική δημοκρατία. Πρέπει να υπάρξει μια αλλαγή στη συνείδηση προς τον σοσιαλισμό, όπου οι διάφορες αμφιβολίες και συκοφαντίες θα πρέπει να συζητηθούν.
Καθώς αυτή η αλλαγή δεν έχει λάβει χώρα, ο καπιταλισμός δεν απειλείται άμεσα σήμερα. Είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχουν νήματα που οδηγούν προς ένα τέτοιο κίνημα αλλά είναι ακόμα πολύ αδύναμα και μπορούν να σπάσουν πολύ εύκολα. Στη δεκαετία του 1930, ο Τρότσκι μίλησε για κρίση ηγεσίας. Από μια άποψη αυτό είναι που χρειάζεται σήμερα, αλλά η ηγεσία αυτή θα πρέπει να στηρίζεται στη θέληση της πλειοψηφίας και αυτό δεν έχει ακόμα φανεί. Στη δεκαετία του 30, ο σοσιαλισμός είχε περισσότερη υποστήριξη, καθιστώντας την ανάλυση του Τρότσκι πιο κατανοητή όμως είχε μονάχα δίκιο στο βαθμό που κάποιος μπορούσε να λέει ότι δεν υπήρχε σοσιαλιστικό κόμμα να ηγηθεί. Είχε υποτιμήσει τη δύναμη του Σταλινισμού.

Που βρισκόμαστε;

Αν δεν υπάρχει άμεση πρόκληση στο κεφάλαιο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει συστημικά προβλήματα. Σήμερα είναι αδύνατο να διαβάσουμε κάποιο σχολιασμό στη σημερινή πολιτική οικονομία που δεν αναφέρει τη φράση «έλλειψη εμπιστοσύνης». Η χρήση αυτής της λέξης «εμπιστοσύνη» σημαίνει ότι οι καπιταλιστές δεν βλέπουν πως μπορούν να βγάλουν χρήματα επενδύοντας στην οικονομία, σε αντίθεση με το να κρατήσουν τα χρήματά τους σε μια τράπεζα  ή  κάτω από ένα στρώμα. Παραπάνω συζητήσαμε το ζήτημα της εμπιστοσύνης σ’ ένα άλλο πλαίσιο – αυτό του ίδιου του συστήματος – και θα εξετάσω τις δυο σημασίες και τη σχέση τους.

Σήμερα, το χρήμα είναι ο βασιλιάς και ο πληθωρισμός μειώνει την αξία του. Αυτή δεν είναι η συνηθισμένη κατάσταση σε μια  βαθιά κρίση, όπου ο αποπληθωρισμός αυξάνει την αξία του χρήματος που κρατάμε, ακόμα και χωρίς τόκους. Δεν φαίνεται να υπάρχει μια βραχυπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη λύση. Άλλωστε, τα χρήματα θα μπορούσαν να επενδυθούν σε μακροχρόνια σχέδια, αναμένοντας απόδοση σε 15-20 χρόνια, αν οι πλούσιοι είχαν εμπιστοσύνη στο σύστημα. Ενώ το βραχύβιο αφορά τα άμεσα ζητήματα, τα περισσότερα των οποίων θα λυθούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, το μακροχρόνιο αφορά την υγεία του συστήματος, αν θα επιβιώσει ή όχι. Στα μεταπολεμικά χρόνια, υπήρξαν σχετικά μεγάλες περίοδοι όπου το χρηματιστήριο γνώριζε πτώση αλλά αναζωογονούνταν, όπως συνέβη υπό τη Θάτσερ.

Το αποτέλεσμα είναι ότι η συνηθισμένη συμβουλή που δίνεται από χρηματιστές στους μικροαστούς, σε αντίθεση προς τους πλούσιους πελάτες, είναι να περιμένουν απόδοση μετά από 20 χρόνια, κάτι που είναι τελείως άχρηστο για τους περισσότερους πελάτες τους, που είναι συχνά πάνω από 60. Υπάρχει εμπιστοσύνη στο καπιταλιστικό σύστημα από τη μια και εμπιστοσύνη στη δυνατότητα αποκόμισης χρημάτων με την επένδυση στην οικονομία από την άλλη.

Παρόλα αυτά, κάποια τμήματα της καπιταλιστικής τάξης –μικρομεσαίοι επιχειρηματίες – δεν επενδύουν και αποδίδουν τα προβλήματα των αγορών τους στα συνδικάτα, τον κυβερνητικό έλεγχο και ιδιαίτερα στα μονοπώλια που στραγγαλίζουν την αγορά. Βλέπουν τη λύση στην μακροπρόθεσμη εκκαθάριση των εργατικών οργανώσεων, ελάττωση του ρόλου της κυβέρνησης και της προστασίας της εθνικής αγοράς. Οι επιχειρηματίες του κόμματος του Tσαγιού [στις HΠA] φαίνεται να ανήκουν σε αυτήν την ομάδα. Οι πνευματικοί σύμμαχοί τους είναι συχνά υποστηρικτές του καπιταλιστικού συστήματος, που νιώθουν ότι  έχει υπονομευτεί από τους εχθρούς του. Ως ένα βαθμό η έλλειψη εμπιστοσύνης τους υπερτονίζεται από την ιδεολογική πίστη τους στην αγορά και την απειλή που υποτίθεται πως νιώθουν από άλλους.

Το πιο σοβαρό τμήμα της καπιταλιστικής τάξης, που ελέγχει την οικονομία και τη βιομηχανία, αναγνωρίζει την έλλειψη ευκαιριών και τα όρια στη ζήτηση σε μια εποχή μαζικής ανεργίας και αύξησης της προλεταριοποίησης της μεσαίας τάξης. Το πρόβλημά τους είναι ότι οι επενδύσεις είναι βραχυπρόθεσμες και απαιτούν μια περιορισμένη αποκατάσταση πληθωριστικών πιέσεων αλλά το τμήμα αυτό ανησυχεί ότι μια τέτοια αποκατάσταση θα γενικευτεί και δεν θα μπορεί να ελεγχθεί. Με άλλα λόγια, συνεχίζει να προασπίζει τη στρατηγική του, των τελευταίων 30 ετών, όπου στράφηκε στο χρηματιστηριακό κεφάλαιο και έτσι σε χαμηλή ανάπτυξη και μέτρα εναντίον του κράτους πρόνοιας. Το χρηματιστηριακό κεφάλαιο όμως έχει καταστραφεί εκ των έσω και έτσι η στρατηγική δεν είναι βιώσιμη. Το τμήμα αυτό επομένως μιλά για επενδύσεις στη βιομηχανία αλλά ανησυχεί ότι αυτό θα μπορούσε να αυξήσει  την εμπιστοσύνη της εργατικής τάξης και έτσι δεν το κάνει.

Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, η επιχειρηματική εμπιστοσύνη, βασίζεται στην εμπιστοσύνη του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, ακόμα και αν ο κάθε επενδυτής μπορεί να μην σκέφτεται έτσι. Δεν υπάρχει διαθέσιμη στρατηγική στην καπιταλιστική τάξη που να έχει μια ρεαλιστική πιθανότητα επιτυχίας, πέρα από την ανάπτυξη της παραγωγικής βιομηχανίας αλλά η μπουρζουαζία φοβάται ότι κάτι τέτοιο θα δημιουργήσει μια επιστροφή στη δεκαετία του 70, με μια πανίσχυρη εργατική τάξη να απαιτεί παραχωρήσεις και τελικά την καταστροφή του συστήματος.
Ως αποτέλεσμα, η καπιταλιστική τάξη όχι μόνο είναι διαιρεμένη σε πολλά κομμάτια χωρίς καμιά πραγματική λύση εν όψει. Δεν υπάρχει καμιά ικανή ηγεσία επειδή ο μόνος δρόμος που μπορεί να οδηγήσει είναι στην αποτυχία, την καταστροφή για την ίδια την καπιταλιστική τάξη. Ο πιο πετυχημένος ηγέτης αυτή την εποχή θα είναι αυτός που θα μπορέσει να κατανοήσει το δίλημμα μπροστά του ή μπροστά της και θα ακολουθήσει τον μακρύτερο δρόμο προς αυτό το αποτέλεσμα.

Οι Συνθήκες Ωριμάζουν

Το λογικό αποτέλεσμα του σημερινού αδιεξόδου είναι τα δεξιά κόμματα στις κυβερνήσεις να χάσουν τις πλειοψηφίες τους. Σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα μπορούμε να περιμένουμε τα λεγόμενα κεντροαριστερά κόμματα να βρεθούν στην κυβέρνηση σε Ιταλία, Γερμανία και Γαλλία. Η προθυμία  των Ελληνικών και Ισπανικών «Σοσιαλιστικών» κομμάτων να αποδεχτούν τις οδηγίες για λιτότητα θέτει ένα μοτίβο για όλα αυτά τα κόμματα. Η μαζική δυσφήμισή τους, θα οξύνει τη γενική δυσαρέσκεια στην κοινοβουλευτικού τύπου διαδικασία, με το δεδομένο ότι τα υπάρχοντα εναλλακτικά κόμματα θα πρέπει να περικόψουν το βιοτικό επίπεδο με την υποστήριξη των Μ.Μ.Ε. Υπάρχει ήδη μια σειρά χωρών με σημαντικά ακροδεξιά κόμματα και αναμφίβολα θα υπάρξουν περισσότερες.

Δυστυχώς, η αριστερά δεν έχει μπορέσει να καθιερωθεί πουθενά μέχρι τώρα. Στην Πορτογαλία, όπου είχε σημαντικά κέρδη στις προηγούμενες εκλογές, είδε τις ψήφους της να μειώνονται κατά το ήμισυ στα μέσα του 2011, κατά τη διάρκεια των γενικών εκλογών. Η προσπάθεια της Γαλλικής Επαναστατικής Κομμουνιστικής Λίγκας (LCR) και της Ενιαίας Γραμματείας να αυτοδιαλυθούν ως Τροτσκιστικός σχηματισμός και να δημιουργήσουν μια αντικαπιταλιστική αριστερά έχει αποτύχει σε Γαλλία και Πορτογαλία. Αναμφίβολα έχουν πάρει το μάθημα τους.

Είναι ξεκάθαρο ότι η κυρίαρχη τάξη δεν έχει στρατηγική για τη διατήρηση του καπιταλιστικού συστήματος. Δεν μπορεί πια να διοικεί με τον παλιό τρόπο. Η πρώτη προϋπόθεση για την επανάσταση, όπως διατυπώθηκε από τον Λένιν, ήδη υπάρχει.