του Nίκου Λέκκα

Στάξαμε και σε κανονικά τασάκια, όχι μόνο σε τσίγκους διαφημιστικούς. Αλλά το πιόμα των τσιγάρων ήταν πιο εύγευστο σ’ αυτά τα δεύτερα τασάκια της λαϊκάτζας, ενώ στα μπλε τασάκια Murano και σε Kosta Boda, -μπορώ να σας πω- που είναι διάφανο αλλά κάνει και ανταύγες, το τσιγάρο για μας λειτουργούσε σαν βούλωμα του λόγου, σαν το στίχο της Λίνας Νικολακοπούλου, «Κρύβω τα λόγια μου μ’ ένα τσιγάρο».

Και σχεδόν πάντα τα τελευταία 20 χρόνια, το ίδιο ποτό, χαρμάνι Καρέλια Αγρινίου, εγώ που στο Αγρίνιο, (αυτό που νοείται ως πόλη του Αγρινίου δεν πάτησα ποτέ, μόνο μια φορά τύφλα και αυτό φοιτητής -πόσα περνάει ο άνθρωπος για να γιάνει- στις εργατικές πολυκατοικίες που αυτές ήταν κατά την έξοδο ή είσοδο της πόλης, δεν θυμάμαι). Πάνε 22 και, χρόνια. Και το πάθος του καπνού τότε ήταν εισαγωγής, γαλλικά άφιλτρα, έμενα τότε και σε πολύ καθωσπρέπει γειτονιά –Ψηλαλώνια- όχι ότι και ότι, και στο σπιτάκι μου το φωτισμένο, από φοιτηταριό έβαζα μόνο κόκκινους της θεατρολογίας, και ό,τι ήταν πολύ λαϊκό. Μέχρι και τσάι έβγαλα στις γειτόνισσες του ιστορικού Μπαρ Κοσμοπόλιταν. Χωρίς πορσελάνινο τσαγερό και από τσάι Lipton, το πιο απλό. Αμ πως. Κάθε μέρα μπροστά από το μαγαζί τους τηλεφωνιόμουν με την Κάκι. 10 μμ ακριβώς. Οι άλλες γειτόνισσες ήτο της ΧΕΝ προφανώς και μέχρι που μου είπαν «Εδώ μεγαλώνουμε παιδιά». Τουτέστιν ανάγωγα γλωσσάκια. Ρουφιάνοι, σαν επιστάτες σχολείου οι γονείς γαλουχούνε τους διαδόχους τους με το ίδιο όραμα ελέγχου της ξένης ιδιωτικότητας, και προφανώς είχαν καταλάβει ότι κάτι από τον Κύριο Ηρώδη ακτινοβολούσε το βλέμμα μου. Αλλά δεν ήταν έτσι. Την σοβαρότητα στα παιδιά έψαχνα. Αυτή που δεν την βρήκα όταν ήμουν εγώ παιδί.

Αλλά τα προτιμώ αυτά τα δεύτερα λαϊκά τασάκια. Και αν δεν υπάρχουν και το πάτωμα καλό είναι. Και σιγά τα μάρμαρα μην λερωθούν. Άντε κανά μωσαϊκό, – εκεί που πάω πλακάκι δεν παίζει, λόγω της παλαιότητας των οικημάτων. Και το τασάκι το θέλω λαϊκό. Και από τσιγάρο το μόνο ελληνικό που υπάρχει. Καρέλια σκέτο. Και το κρασί (όποτε παίξει) χύμα. Και το ουίσκι με πάγο και κόκκινης σειράς. Και τι βγάλαμε με τις μαύρες και τα τασάκια Murano;

Οι κάτοχοί τους, που είχαν και ειδικότητα από το Δαφνί, και τις αριστερότατες «Ερυθρές Ταξιαρχίες» τις πρόλαβαν και στα καλά τους, -στα θεϊκά τους μπορώ να πω- μέχρι την θανατική τους καταδίκη, για τους τσούτσου, όταν έφαγαν κοτζάμ πρωθυπουργό, απλώς κατέγραφαν. Δεν ενημέρωναν. Και ποίος ο λόγος να με κάνουν να αναθεωρήσω έννοιες πρωταρχικές για ένα κωλοδίπλωμα; Ο Φουκώ καλύτερη ενημέρωση πρόσφερε ο άνθρωπος στα λουτρά, -που για άλλο λόγο πήγαινε-, από τα γιατρουδάκια… Και είχε στο πανεπιστήμιο φοιτητές παιδιά αστεράτα των Εξαρχείων, τα οποία ήταν τα πρώτα που κατάλαβαν ότι τα Εξάρχεια δεν είναι το παν. Πίσω έχει η αχλάδω την ουρά. Μπροστά άντε κάνα μαγικό ραβδί να μαγεύει. Και μαγεία είναι η ίδια η ζωή και το μεγαλείο της. Ουχί ο λούμπεν ψυχισμός.

Αλλά το μόνο που εμείς ζητήσαμε από τους γιατρούς, δεν ήτο η πολυτέλεια, ούτε να μας λανσάρουν Gucci παπουτσάκια και γυαλιά χωρίς σκελετούς, -που τότε τα φόραγαν οι μορφωμένοι, και όσοι ψάχνανε μαλακωδώς για ευκατάστατο τυχερό- ούτε η κάμπια να φοβάται μην τις φερμάρουν τα πρεζόνια την τσάντα αλλά να πουν τα από πίσω. Αυτά που δεν είναι ορατά, να μας λέγαν θέλαμε. Για μια Ελλάδα σούπερ και όμως αόρατη. Για μια Ελλάδα λαϊκή χώρα. Μόνο αυτά. Αν και ξέραν την καταγωγή. Κάτι που δεν μπορείς τα το ξεγελάσεις. Πάντα θα βγαίνει μπροστά. Από την μοίρα ξεφεύγεις ενίοτε, από την καταγωγή ποτέ. Ούτε και θέλεις. Και οι Αστοί λίγοι. Αριστοκράτες κανένας –την έχουν κάνει εκατοντάδες χρόνια στα εξωτερικά-. Νεόπλουτοι πολλοί. Νεόφτωχοι ακόμα πιο πολλοί αν και το φαντασμένο δεν το έχουν κόψει.

Και το μόνο που ζητήσαμε από τους γιατρούς ήταν το εξής απλό. Να μας πουν τίμια και ειλικρινά ότι το Λαϊκό, το καθαρόαιμο ούτε μπορεί να αναζητήσει μεγαλομανίες, ούτε μπορεί να γίνει τζαζλό, ούτε μπορεί να ξεγελαστεί, μόνο να κατηγοριοποιηθεί σε γελοίες έννοιες και ακόμα πιο γελοίους όρους. Και δεν αναζήτησαν ένα σπαθί που να γκρεμίσει το φαίνεσται και να υποταχθεί στο είναι. Και να μην γίνετε έρμαιο κανενός. Ούτε του έρωτα όπως έχει καταντήσει, ούτε επιτυχίας… ούτε… Ούτε. Μόνο να κοιτάει βαθιά με καθαρή ψυχή και να βλέπει την ηδονή της ζωής και να την κάνει σημαία. Τρόπος και χρόνος θανάτου αδιάφορος.

Και όσο ζούμε προϊόντα για να γιορτάζουμε το καημό μας υπάρχουν. Κάποια από αυτά φέρνουν την ίαση στην ψυχή. Η νομιμότητα δεν παίζει ρόλο. Και οι μπάτσοι δεν μπορούν να επέμβουν. Μόνο στα εμπειρικά. Αλλά και αυτά θα έρθει μια μέρα που θα τα καθορίζει η αγνότητα της ψυχής, για την σωτηρία της, όταν θα έχουν γκρεμιστεί/ διαγραφεί οι στρούγκες.

Και για να το πω πιο λιανά. Από τους ψυχιάτρους δεν ζητήσαμε την όραση αλλά την ενόραση. Αυτή που έψαχνε και ο Τζιμ Μόρισσον. Και κατά Κατερίνας Γώγου ρήση, στο πλέον ασυλοποιημένο βιβλίο της: «Η λογική και η τρέλα έχουν κοινή αφετηρία και τέρμα»

Κορωπί