της Μαρίας Λούκα*
Στον απόηχο του debate των υποψηφίων για την προεδρία του ΚΙΝΑΛ και λίγο πριν την κάλπη, η Μαρία Λούκα συνομίλησε με μια από τις οροθετικές γυναίκες που διαπομπεύτηκαν τον Μάιο του 2012.
Τη Δευτέρα το βράδυ σκόνταψα για κάποια ώρα στο debate με τους υποψηφίους για την προεδρία του ΚΙΝΑΛ. Μου ήταν αρκετά απωθητικό από μόνο του το να παρακολουθώ το 2021 μια τηλεοπτική διαδικασία στην οποία συμμετείχε μόλις μια γυναίκα συντονίστρια, τρεις άνδρες δημοσιογράφοι και πέντε άνδρες υποψήφιοι. Συνιστούσε μια ακόμα έκφανση του πατριαρχικού κατακλυσμού της δημόσιας σφαίρας. Αλλά όταν ο Ανδρέας Λοβέρδος μίλησε για τα γυναικοκτονίες, με μια επίφαση ενδιαφέροντος, στην πραγματικότητα, όμως, για να εξισορροπήσει και να δικαιολογήσει τον ποινικό του λαϊκισμό που εκκινεί από την αυστηροποίηση των ποινών και καταλήγει στην επαναφορά της θανατικής ποινής, ένιωσα τα μηνίγγια μου να ουρλιάζουν από τη δυσφορία. Γιατί δεν μπορεί στην κουβέντα περί έμφυλης βίας ο Ανδρέας Λοβέρδος να μιλά από την πλευρά των θυμάτων. Δεν ανήκει εκεί. Ανήκει ανεπίστρεπτα στην πλευρά των θυτών ως ένας από τους πολικά ιθύνοντες της σύλληψης, της διαπόμπευσης, της φυλάκισης των οροθετικών γυναικών τον Μάιο του 2012. Ένα από τα ελεεινότερα ρατσιστικά και μισογυνικά εγκλήματα που διαπράχθηκαν στη σύγχρονη εποχή.
Τότε, παραμονές κοινοβουλευτικών εκλογών, δύο υπουργεία, το Υγείας, επί Ανδρέα Λοβέρδου και Δημόσιας Τάξης, επί Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, το ΚΕΕΛΠΝΟ σε ρόλο ιατρικής Αστυνομίας, οι αστυνομικές και δικαστικές Αρχές, καθώς και η πλειονότητα των media και δη των τηλεοπτικών, συνέπραξαν για την υλοποίηση μιας άθλιας επιχείρησης. 32 οροθετικές γυναίκες, οι περισσότερες χρήστριες, συνελήφθησαν άδικα, κατηγορήθηκαν αναίτια, διαπομπευτήκαν αισχρά και φυλακίστηκαν έξω από κάθε όριο λογικής. Παρουσιάστηκαν ως «υγειονομικές βόμβες» για να πέσει πάνω τους το ανάθεμα μιας κοινωνίας ρημαγμένης από την οικονομική κρίση που έβραζε στην οργή της. Οι φωτογραφίες τους και τα προσωπικά τους δεδομένα ρίχτηκαν με λύσσα και χωρίς αιδώ στην αρένα του κοινωνικού εκφασισμού. Έτσι στήθηκε η ανατριχιαστική εκστρατεία του ηθικού πανικού και μαζί μια χυδαία απόπειρα ποινικοποίησης της οροθετικότητας.
Θυμάμαι τον Ανδρέα Λοβέρδο, πως κόμπαζε καθώς υλοποιούσε το βλοσυρό του έργο πάνω σε ευάλωτα σώματα θηλυκοτήτων, με πόση αυταρχικότητα αρνήθηκε να ζητήσει συγνώμη για τη βαναυσότητα που διέπραξε όταν κάποιες από αυτές έφευγαν με φέρετρα και ακόμα διερωτώμαι σε ποιο σημείο αποσύνδεσης από κάθε ηθικό ενδοιασμό μπορεί να φτάσει κάποιος για να διεκδικεί να παίξει έναν κεντρικό ρόλο στην πολιτική σκηνή, αντί να βρει μια τρύπα να κρυφτεί. Τα κορίτσια αθωώθηκαν. Όσες πρόλαβαν τουλάχιστον, γιατί κάποιες δεν άντεξαν και είναι πολύ ανθρώπινο να μην έχεις ανθεκτικότητα απέναντι σε πρακτικές που απανθρωποιούν. Η Α. είναι μια από εκείνες που επέζησαν. Ήταν χρήστρια για 12 χρόνια όταν τη συνέλαβαν στην πλατεία Βάθης, της έκαναν εξετάσεις χωρίς τη συναίνεσή της, διαγνώστηκε θετική στον HIV, την κατηγόρησαν όπως και τις υπόλοιπες για βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη, την περιέφεραν αστυνομικοί φορώντας γάντια σε ανακριτικά γραφεία και μετά την τσουβάλιασαν σ’ ένα κρατητήριο. Τότε δεν είχε επίγνωση ακόμα του τι είχε συμβεί. Συνειδητοποίησε το εύρος της αθλιότητας κάποιους μήνες αργότερα, όταν είδε τη φωτογραφία της στο διαδίκτυο και έκανε απόπειρα αυτοκτονίας αλλά ευτυχώς κατάφεραν να τη σώσουν. Η Α. είναι μια από τις ελάχιστες γυναίκες που βίωσαν στο πετσί τους αυτή τη φρίκη και κατόρθωσαν να ορθοποδήσουν ξανά. Έχει τελειώσει ένα κλειστό πρόγραμμα απεξάρτησης και έχει ανασυγκροτήσει τη ζωή της.
Δεν έχει ξεχάσει, όμως, και θέλει ούτε εμείς να ξεχάσουμε:
«Έχουν περάσει σχεδόν 10 χρόνια από τότε και μαζί έχω περάσει κι εγώ από διάφορα στάδια. Τον πρώτο καιρό αισθανόμουν μια απίστευτη ντροπή και δε μπορούσα να ξεφύγω απ’ αυτήν. Το κουβάλαγα ενοχικά. Ένιωθα την ανάγκη σε κάθε άνθρωπο που γνώριζα να του εξηγήσω αμέσως ότι είμαι ένα από εκείνα τα 32 κορίτσια, από τύψεις αλλά και αναζήτηση αποδοχής. Τώρα με τη βοήθεια των ανθρώπων που με πλαισιώνουν, της οικογένειας και των φίλων μου, έχω συνειδητοποιήσει τι έγινε και με ποια σκοπιμότητα έγινε. Ήθελαν να βρουν άτομα να ενοχοποιήσουν για να ανακατευθύνουν τη δυσαρέσκεια του κόσμου για την κρίση και τη φτώχεια. Και βρήκαν εμάς που ήμασταν απολύτως ευάλωτες, σε χρήση και με αδυναμία να υπερασπιστούμε τα δικαιώματά μας. Ήταν απίστευτα χυδαίο όλο αυτό και τρομερά στιγματιστικό για την οροθετικότητα. Φαντάσου, όταν μου είπαν ότι βγήκα θετική το πρώτο πράγμα που ρώτησα ήταν πότε θα πεθάνω, ενώ η επιστήμη έχει κάνει άλματα και οι άνθρωποι μπορούν να ζουν κανονικά με HIV. Αυτή η ιστορία μας γύρισε πίσω. Δε μπορεί να αναφερόμαστε σε ένα πρόβλημα υγείας με όρους εγκλήματος και μια διάγνωση να σε καθιστά επικίνδυνο. Ποινικοποιήθηκε η αρρώστια.
Δε μου είναι καθόλου εύκολο να βλέπω τον Ανδρέα Λοβέρδο. Μου προκαλεί απέχθεια. Γι’ αυτό απέφυγα να παρακολουθήσω και το debate. Έχω πολύ θυμό μέσα μου και όταν τον βλέπω, ανακινείται. Πρόκειται για ένα άτομο με ακραίες πολιτικές αντιλήψεις σε διάφορα ζητήματα που κυνηγά πολιτική επιβράβευση σε σκοταδιστικούς και ακροδεξιούς κύκλους. Άκουσα ότι είπε για τις γυναικοκτονίες. Τα κορίτσια που αυτοκτόνησαν ή χάθηκαν μετά από αυτήν την ιστορία, τι είναι; Δεν είναι κι αυτό ένα είδος εκτέλεσης; Ένα έγκλημα; Ήταν τόσο μεγάλη η ταπείνωση που ζήσαμε που ήταν δύσκολο να τη διαχειριστείς. Υπήρξαν κάποιες που τις έδιωξαν από τα σπίτια τους. Τις προάλλες είδα μία στον δρόμο, άστεγη, κουλουριασμένη σ’ ένα χαρτόκουτο στο κέντρο της Αθήνας.
Αθωωθήκαμε μεν γιατί οι κατηγορίες ήταν παντελώς αβάσιμες αλλά κανένας από τους υπεύθυνους δεν τιμωρήθηκε. Ούτε συγνώμη δεν ακούσαμε. Τη μοναδική συγγνώμη τη ζήτησε ο μετέπειτα πρόεδρος του ΚΕΕΛΠΝΟ Θεόφιλος Ρόζενμπεργκ. Τον θυμάμαι στο δικαστήριο να ζητά συγνώμη. Σήμαινε κάτι αλλά ήταν από χείλη αναρμόδια, καθώς ο άνθρωπος δεν είχε καμία σχέση με τα γεγονότα. Ο Λοβέρδος αρνήθηκε πεισματικά να ζητήσει οποιαδήποτε συγγνώμη και προσπαθεί να αποποιηθεί τις ευθύνες. Όσοι τον στηρίζουν είναι σαν να επικροτούν τις πράξεις του. Ξέρουν πολύ καλά τι θα ψηφίσουν. Δεν είναι παραπλανημένοι.
Για μένα αυτό το γεγονός είναι τομή. Με σημάδεψε. Η ζωή μου χωρίζεται σε πριν και μετά. Στάθηκα τυχερή γιατί είχα μια δεμένη οικογένεια και βρήκα στο δρόμο μου ανθρώπους όπως η Κατερίνα Μάτσα που μου έδωσαν όραμα. Τώρα προσπαθώ να γίνω αυτόφωτη. Μεταβολίζω και επεξεργάζομαι τις εμπειρίες μου, εντούτοις αυτό δεν θα σβήσει ποτέ από μέσα μου. Υπάρχει σε μένα, υπάρχει στους γονείς μου, το βλέπω στα μάτια τους. Μας πόνεσε πολύ. Παρότι με δυσκολεύει να το σκαλίζω, επέλεξα να σου μιλήσω γιατί πρέπει να το θυμόμαστε. Δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη, δεν αποκαταστάθηκε η βλάβη, οι φωτογραφίες μας είναι ακόμα στο ίντερνετ και όλοι οι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί συνεχίζουν ανεμπόδιστα τη ζωή τους. Το όνομα του Ανδρέα Λοβέρδου είναι ταυτισμένο με τη διαπόμπευση. Δεν πρέπει να ξεχαστεί τι μας έκαναν, όπως και δεν πρέπει να ξεχαστεί τι έκαναν στον Ζακ, στη μικρή Όλγα, στον Σαμπάνη, στις γυναίκες που δολοφονούνται μέσα στα σπίτια τους».