Το παρακάνουν οι φεμινίστριες;

«Μήπως το παρακάνουν οι φεμινίστριες;» Το ίδιο επιχειρήμα, σε διαφορετικές εκδοχές, αντιτάσσεται σε κάθε ριζοσπαστική έκφανση του φεμινισμού από το φύλο μας, τους άντρες.
Καθώς η φεμινιστική διεκδικητικότητα οξύνεται, η ορθότητα στη φρασεολογία μας μοιάζει περιοριστική, το μίσος ενάντια στους άντρες φαίνεται παραπανήσιο, οι πολιτικές επιλογές του ριζοσπαστικού φεμινισμού μας φαίνονται ένα μίγμα υστερίας.
Αν για εμάς τους άντρες είναι δύσκολοι αυτοί οι νέοι περιορισμοί φανταστείτε πως είναι για τις γυναίκες η χιλιετής απώλεια ελέγχου πάνω στο σώμα τους, ο φόβος του βιασμού, η καθημερινή υποβάθμιση κι ο εξευτελισμός. Ως άντρες είμαστε συλλογικά υπεύθυνοι ακόμα και εάν δεν είμαστε ατομικά υπεύθυνοι, αν και δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι ατομικά είμαστε αναμάρτητοι. Είμαστε υπεύθυνοι στον ίδιο βαθμό που ένας λευκός ευρωπαίος είναι συλλογικά υπεύθυνος για την αποικιοκρατία φερειπείν.
Συλλογικά ως άντρες δεν είμαστε εμείς αυτοί που θα υποδείξουμε το όριο της συμπεριφοράς του φεμινιστικού κινήματος, οι γυναίκες έχουν  τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο σε ό,τι αφορά την πάλη τους.  Η ταπεινή μας άποψη μπορεί και πρέπει να μείνει σιωπηλή, ως σεβασμός στο χώρο που καταλαμβάνουμε συλλογικά ως άντρες έναντι των γυναικών.
Αχρείαστο να αναφέρω, ότι στις ΗΠΑ η σημαία της πάλης ενάντια στην φεμινιστική-αντιρατσιστική «πολιτική ορθότητα» βρίσκεται σε ομάδες προσκείμενες στον Τραμπ. Μέσα από μια ολόκληρη καμπάνια διατρανώνουν «στη χώρα της ελευθερίας είμαστε όμηροι της τυραννίας της πολιτικής ορθότητας»(sic).  Η καμπάνια τους δεν είναι παρά μια απολογητική στον ρατσισμό και το σεξισμό που ξεπλένει τον Τραμπ, που τα λέει σταράτα και δεν «αυτοπεριορίζεται».
Οι γυναίκες έχουν κάθε δικαίωμα να φωνάξουν, να κλάψουν, να βάψουν τα βυζιά τους και να αξιοποιήσουν οποιοδήποτε τρόπο αυτές νομίζουν για να χωνέψουν και να αντέξουν το γεγονός της χρόνιας καταπίεσης και του εξευτελισμού τους.
Στο μέτρο που δεν αφουγκραζόμαστε τις συνθήκες της καταπίεσης, για ένα οποιοδήποτε υποκείμενο, αρνούμαστε το γεγονός της ίδιας της καταπίεσης.
Οι ιθαγενείς  του Mεξικού για να χωνέψουν την αποικιοκρατία γύρισαν στα παλιά έθιμα των προγόνων τους, οι εργάτες στην Aμερική έφτιαξαν μουσική από τους ήχους του εργοστασίου, τον ήχο της εκμετάλλευσής τους, για να αντέξουν ό,τι ζουν.
Κάθε συλλογικό υποκείμενο διαμορφώνει ένα ιδιαίτερο τρόπο για να ανταπεξέλθει στο γεγονός καταπίεσής του. Είναι η δική του ποίηση, είναι ο ήχος του πόνου του κι είναι μια πράξη ευαίσθητη και ιερή γιατί αποτελεί το δικό του εργαλείο για να διαμορφώσει εκ νέου όρους ζωής.
Αν για κάποιες γυναίκες αυτό είναι να γιορτάζουν το λεσβιασμό τους, καλώς είναι! 
Είναι ποίηση του μέλλοντος, κι αν δε την παίρνουμε υπόψιν, αν δε τη σεβόμαστε, δεν παίρνουμε υπόψιν μας το μέλλον ή καλύτερα, δε αξίζουμε να είμαστε κομμάτι του.

Φοίβος Χ.Μ.                                                                                                                                          

31/5/2018