Νίκη για το ΑΚΡ – χωρίς προοπτικές σταθεροποίησης το καθεστώς Ερντογάν
Τα αποτελέσματα των Τούρκικων κοινοβουλευτικών εκλογών της 1ης Νοεμβρίου, αποτέλεσαν «σοκ» για μια μεγάλη μερίδα αναλυτών και παρατηρητών της κατάστασης στη γείτονα. Πράγματι, κανείς δεν θα μπορούσε να έχει προβλέψει την ευρεία νίκη και αυτοδυναμία του Ερντογάν και του κόμματός του, αλλά η ανάγνωση δεν μπορεί να σταματά εκεί…
Έχοντας προηγηθεί ένα μακρύ διάστημα τρομοκρατίας και πολέμου ενάντια στο Κουρδικό κίνημα και στην αριστερά (πογκρόμ, εμπρησμοί, βομβιστικές επιθέσεις κλπ.) με τελευταίο κρούσμα την σφαγή της Άγκυρας, η κυβέρνηση Νταβούτογλου-Ερντογάν κατέβηκε στις εκλογές δείχνοντας πως έχει χάσει πλήρως το παιχνίδι του πολιτικού ελέγχου και σταθερότητας της χώρας. Σε συνδυασμό με την ήττα τους στις πρόσφατες εκλογές του Ιουνίου, ο Ερντογάν αναγκάστηκε να προκηρύξει τις πρόωρες εκλογές του Νοεμβρίου.
Παρ’ όλ’ αυτά, το ΑΚP αναδείχτηκε πρώτο με διαφορά: 49,5% και 317 έδρες. Δεύτεροι και σχεδόν αμετάβλητοι αναδείχτηκαν οι Κεμαλικοί του CHP, με 25,4% και 134 έδρες, τρίτοι με μεγάλες απώλειες οι Γκρίζοι Λύκοι του ΜΗΡ με 11,9% και 40 έδρες (από 80), και τελευταίο το HDP, το φιλοκουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών, που αν και με ελαφριά πτώση κατάφερε να ξαναμπεί στη Βουλή με 10,7% και 59 έδρες, σαρώνοντας στις Κουρδικές περιοχές (αν και τέταρτο, λόγω των ιδιαιτεροτήτων του Τουρκικού εκλογικού συστήματος, πήρε περισσότερες έδρες από το τρίτο MHP).
Οι καταγγελίες από εγχώριους και διεθνείς αναλυτές, για εκλογές «βίας και νοθείας» πληθαίνουν μέρα με τη μέρα, και δικαιολογούν έτσι την ευρεία νίκη του Ερντογάν. Από την άλλη, υπάρχουν και κοινωνικο-πολιτικοί λόγοι που ενισχύουν την εικόνα: η Τουρκία είναι ένα κράτος, που κατ’ ουσίαν βρίσκεται σε πόλεμο, τον οποίο έχει εξαπολύσει στις Κουρδικές επαρχίες της ίδιας της της επικράτειας, στο όνομα του πολέμου κατά των τρομοκρατών, ενώ στα νοτιο-ανατολικά της, μαίνεται μια άλλη μεγάλη απειλητική ανθρωποσφαγή, στη Συρία. Εκμεταλλευόμενος την συγκυρία ο Ερντογάν, και με επιθετική πολιτική πρακτική και λόγο όλους τους τελευταίους μήνες, κατάφερε να συσπειρώσει γύρω του τα πιο αντιδραστικά κομμάτια της Τουρκικής κοινωνίας, πυροδοτώντας το σοβινιστικό μίσος. Τα φασιστικά πογκρόμ ενάντια σε σπίτια και μαγαζιά Κούρδων, είχαν, αν όχι ως επικεφαλής κι εντολοδότη, τότε σίγουρα ως συνένοχο τον Ερντογάν. Μπαίνοντας ο ίδιος μπροστά, κατάφερε να παραμερίσει και να στείλει στο περιθώριο τους γνήσιους φασίστες του MHP, αποψιλώνοντας δραστικά το εκλογικό τους κοινό. Από αυτήν τη «δεξαμενή» προέρχεται η άνοδος του ΑΚΡ. Παρά την εκστρατεία φόβου και τρομοκρατίας, ωστόσο, δεν κατάφερε να πετάξει έξω από την Βουλή τους Κούρδους αριστερούς του HDP, που αποτελούν «αγκάθι» και για το νέο κοινοβούλιο.
Ακόμα, η ευρεία πλειοψηφία του ΑΚΡ δεν είναι αρκετή για την πολυπόθητη αναθεώρηση του Συντάγματος που αναζητά επίμονα ο Ερντογάν, για να μετατρέψει τον εαυτό του σε δικτάτορα με τη βούλα του Τουρκικού δημοκρατικού Συντάγματος. Προς το παρόν, το μόνο κοινό που έχει ο Ερντογάν με Σουλτάνο, είναι το… παλάτι.
Ενώ λοιπόν οι εκλογικές στατιστικές δείχνουν έναν παντοδύναμο Ερντογάν, η πραγματικότητα (καθώς και πολλοί έγκυροι διεθνείς αναλυτές) λέει πως το καθεστώς του δεν έχει πάψει να τρίζει, έχοντας να διαχειριστεί το άλυτο και αναζωπυρωμένο Κουρδικό ζήτημα, έναν πόλεμο στη Συρία, για τον οποίο φιλοδοξούσε να παίξει κυριαρχικό ρόλο αλλά βρίσκεται πλέον σε ρόλο παρατηρητή –ιδιαίτερα μετά την ανάμιξη της Ρωσίας- καθώς και το αβυσσαλέο μίσος πλατιών στρωμάτων της εργατικής τάξης και του λαού. Κανένας από τους παράγοντες αποσταθεροποίησης που υπήρχαν προ των εκλογών, δεν βρήκε τη λύση του με αυτές…
Το μόνο σίγουρο είναι πως, και στη Τουρκία, οι εξελίξεις θα είναι περισσότερο γοργές από αυτό που μπορεί κάποιος τώρα να φανταστεί, και από αυτό που μαρτυρούν τα νούμερα των πρόσφατων εκλογών.
Κ. Αποστολόπουλος