Ένας ξεχωριστός άνθρωπος, ο Βασίλης Καραμπακάκης, γνωστός και με το συγγραφικό του όνομα ως V. Ludens, πέρασε στον άχρονο κόσμο. Στις 7 Αυγούστου, οι δικοί του άνθρωποι ανάρτησαν στον λογαριασμό του στο facebook το παρακάτω συγκινητικό και πολυσήμαντο μήνυμα:

«Σήμερα, φίλοι μου, έφυγα κι εγώ για άλλες πολιτείες μακρινές, παρέα με το κοράκι μου, το κόκκινο με τα ολόμαυρα φτερά, για να φτάσουμε σε αυτόν τον κόσμο που δεν υπάρχει ακόμα, αλλά μια μέρα θα υπάρξει, και θα σπάσει κάθε λογής αλυσίδες, ελευθερώνοντας όλους της γης τους κολασμένους.

Ως τότε, θα περιπλανιέμαι από όνειρο σε όνειρο, έχοντας συντροφιά μου την Αγνή κι Αθώα και το Αστέρι, σε μια διαρκή επανάληψη των ωραίων στιγμών της ζωής μας.

Κι αν η Φύση προσπάθησε να με νικήσει, η Μνήμη θα κρατήσει τις μηχανές του αστρόπλοιού μου για πάντα αναμμένες, κι εγώ θα ταξιδεύω σε παράλληλα σύμπαντα και τόπους μαγικούς κι ονειρεμένους, χωρίς ωστόσο να ξεχνώ τον κήπο των παιδικών χρόνων: Μόνη πατρίδα τα παιδικά μας χρόνια.

Non omnis moriar… scripta manent.

V. Ludens».

Ο V. Ludens, κατά κόσμον Βασίλης Καραμπακάκης, ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1958. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στην Αθήνα και Πολιτική Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του Leeds, στην Αγγλία, από όπου πήρε μάστερ και διδακτορικό.  Εργάστηκε ως καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, για κάποια χρόνια, και στη συνέχεια ασχολήθηκε με μεταφράσεις και επιμέλειες πολιτικών και φιλοσοφικών κειμένων. Άρθρα και κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Critique, Ουτοπία (που εκδίδει ο Ευτύχης Μπιτσάκης), Τετράδια, Περίπλους, Νέα Οικοτοπία κ.ά. Από τις σελίδες της Οικοτοπίας, της οποίας υπήρξε τακτικός συνεργάτης μέχρι την αναστολή της έκδοσής της, άσκησε πολεμική στα ρεύματα της Οικολογίας από τη σκοπιά ενός ανθρωποκεντρικού, ελευθεριακού φουτουρισμού. Πάν’ απ’ όλα, ο Βασίλης Καραμπακάκης ήταν συγγραφέας, αλλά και καλλιτέχνης, αφού ο ίδιος διαμόρφωνε πάντα τη μορφή και τα σκίτσα των βιβλίων του, αλλά και πολλών άλλων βιβλίων, στα οποία δημιουργούσε τα εξώφυλλα, μέσα από τη δική του ιδιαίτερη ματιά. Μαζί με την αγαπημένη του κόρη Στέλλα Καραμπακάκη, για την οποία ήταν πολύ περήφανος, έγραψαν το «Ένα Ξωτικό στον Κήπο της Ουτοπίας» (εκδόσεις Περίπλους). Πρόκειται για το πρώτο του έργο που δημοσίευσε με το όνομά του, και βασίστηκε στο βιβλίο του με τίτλο «Ο Κήπος ή Παραλλαγές στο Θέμα της Ουτοπίας» που είχε βραβευτεί με το Πρώτο Βραβείο Πεζογραφίας του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός. Με το όνομά του κυκλοφόρησε και το τελευταίο βιβλίο του, με τίτλο «ΜΕΘαυριανά ονειρανάρρωσης και νοσταλγίες» (εκδόσεις Λυκόφως), το οποίο και υπαγόρεψε, ύστερα από μακροχρόνια παραμονή σε μονάδα εντατικής θεραπείας. Το σημαντικότερο έργο του, που κυκλοφόρησε με το όνομα V. Ludens, είναι το δίτομο υπερρεαλιστικής, Εμπειρίκειας έμπνευσης «Καλειδοσκόπιο» (εκδόσεις Πολύτροπον). Επανακυκλοφόρησε σε μορφή ebook με τον τίτλο «WANDERώTIKA – Μια αλτοπιανή περιπλάνηση» (εκδόσεις Λυκόφως). Με το συγγραφικό όνομα V. Ludens έχει γράψει επίσης τα: «Ο Υπερσυντέλικος της Ευτροπίας», «3 on all 4, «Mistress Troika, Zorba the Greek and a Molotov Cocktail» (στα αγγλικά) κ.ά. Τα πιο πρόσφατα βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Λυκόφως.

Ο Βασίλης ήταν σταθερά κοντά στο ΕΕΚ, μαζί σε όλες τις διαδηλώσεις και επίσης θερμός υποστηρικτής της Λοκομοτίβας. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ακινητοποιημένος από μια σπάνια ασθένεια, καλούσε την Αριστερά να τοποθετηθεί απέναντι στο δικαίωμα στην ευθανασία, για έναν αξιοπρεπή θάνατο, ένα δικαίωμα το οποίο θεωρούσε υψίστης σημασίας. Κάποια στιγμή, ύστερα από μια μακρά περίοδο μεγάλης ταλαιπωρίας, ήλθε το ανακουφιστικό, για τον ίδιο, τέλος…

Προσωπικά εγώ, η Αγγελική, αλλά και οι σύντροφοι του ΕΕΚ και τα παιδιά της Λοκομοτίβας, στέλνουμε τα πιο θερμά συλλυπητήρια στις αγαπημένες του, Κάτια και Στέλλα. Χωρίς τη δική τους φροντίδα και συνεχή προσπάθεια ο Βασίλης θα είχε φύγει πολύ πιο γρήγορα από τη ζωή.

Στον ίδιο το Βασίλη, που πάντα τον ενδιέφερε η διαλεκτική της Φύσης (που στον ίδιο δυστυχώς έπαιξε ένα άσχημο παιχνίδι) θα επαναλάβω και εγώ: Non omnis moriar… Δεν πεθαίνουμε ολόκληροι… Κάποια ίχνη του σώματος του ίδιου του Βασίλη, κάποια από τα 1028 άτομα από τα οποία αποτελείται το ανθρώπινο σώμα, ή κάποια από τα ακόμη πιο αναρίθμητα φωτόνια και άλλα μικροσωματίδια, ζουν μαζί μας στον παρόντα χωροχρόνο, ίπτανται, χορεύουν, μας συνοδεύουν. Πάνω απ’ όλα είναι οι ιδέες του, η ιστορία και η δράση του που θα παραμένoυν ζωντανές, συνεισφέροντας στις εμπνεύσεις και τις αναζητήσεις μας, ιδίως όμως της νέας γενιάς: για τον κόσμο της Ουτοπίας, που είναι ο μόνος ρεαλιστικός κόσμος, για τον κόσμο που αξίζει τη λέξη (κόσμος, κόσμημα), και για τη Μεγάλη Έφοδο στον Ουρανό, που θα σπάσουμε τις αλυσίδες ελευθερώνοντας της γης τους κολασμένους με τη ρομφαία της προλεταριακής κομμουνιστικής επανάστασης.

Θόδωρος Κουτσουμπός

V. Ludens – Ο άνθρωπος από σίδερο και το σύννεφο με παντελόνια

Ludens, Ludens δεν είμαστε πια ευλύγιστα παιδιά

Ρέοντες αιώνες που παίζουν πεσσούς στην ακροθαλασσιά.

Μέσα σε μια νύχτα μας χύσαν σε ένα καλούπι

Και γίναμε ο άνθρωπος από σίδερο

Πεσμένος κατάχαμα ημιανάσκελα

Με το αριστερό πόδι τεντωμένο και το δεξί λυγισμένο

Σε μια τραγική μίμηση ενός μετεώρου βήματος

Που δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ επί της γης.

Όταν πριν 30 χρόνια είδαμε κατάχαμα πεσμένο το σιδερένιο άγαλμα του Λένιν

Σκεφτήκαμε πως ίσως ο Μαρξ έκανε κάπου λάθος

Και ελπίσαμε πως η ρήση του “κανείς δεν μένει παιδί για πάντα”

Θα ήταν και αυτή ένα λάθος και θα μέναμε για πάντα παιδιά.

Όμως ο Μαρξ ήταν πάντα προφητικός.

Τώρα είμαστε ο άνθρωπος από σίδερο

Και αργά ή γρήγορα, καλύτερα γρήγορα

Θα μας ρίξουν σε μια υπερρεαλιστική Υψικάμινο.

Θα γίνουμε τότε πανάλαφρος καπνός

Θα ανεβούμε ψηλά στον ουρανό

Και θα γίνουμε το σύννεφο με παντελόνια του Μαγιακόφσκι.

Θα φορέσουμε και μαύρα φούτερ, μαύρα μαντήλια στο πρόσωπο, μαύρες κουκούλες στο κεφάλι

Και κρατώντας από μία μολότοφ στο κάθε χέρι

Μια στο δεξί και μια στο αριστερό 

Θα τρέξουμε στην Βαλτετσίου 33 στα Εξάρχεια που έχουν ιστορία

Και θα τις πετάξουμε στους ματατζήδες. 

Θα δούμε πρώτα την ωραία λάμψη μετά θα ακούσουμε τον κρότο

Και ύστερα θα αρχίσουμε να τρέχουμε να τρέχουμε

Πετώντας από πάνω μας τα μαύρα ρούχα

Κουκούλες, μαντήλια, παπούτσια, παντελόνια

Και τρέχοντας τρέχοντας θα φτάσουμε ολόγυμνοι 

Στην παραλία με τα κρινάκια.

Θα είναι παντέρμη, όλη δική μας.

Θα περπατήσουμε πέρα δώθε αφήνοντας τα χνάρια μας στην άμμο

Κι ύστερα θα βουτήξουμε στην κρύα τιρκουάζ θάλασσα κοιτάζοντας πάντα τον γαλανό ορίζοντα

Η θάλασσα, η θάλασσα…

Το μεσημέρι θα ανηφορίσουμε για το Μελτέμι.

Θα πιάσουμε το πιο ήσυχο τραπεζάκι 

Και αγναντεύοντας την γαλάζια θάλασσα 

Η Αγνή και Αθώα των Άστρων θα παραγγείλει χωριάτικη σαλάτα με φέτα, κάππαρη και μια μπύρα 

Και εμείς μαρίδες, χόρτα και ρετσίνα.

Στο τελευταίο μπάνιο του τελευταίου πρωιού

Και του χρόνου, θα πούμε κολυμπώντας ήρεμα και αργά στην καταγάλανη θάλασσα.

Αυτό το «και του χρόνου» θα είναι από ελπίδα ή φόβο;