Δεν έκλεισε δύο μήνες στην κυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία και ήδη δείχνει τα ”δόντια” της στην εργατική τάξη.
Ο λόγος για τις διατάξεις τις οποίες ενσωμάτωσε ο Υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης στο ”αναπτυξιακό” νομοσχέδιο το οποίο κατέθεσε η κυβέρνηση στη Βουλή την περασμένη εβδομάδα στο πεδίο του Εργασιακού.
Χωρίς να έχει κάνει καμία σχετική «προειδοποίηση» τόσο στις προεκλογικές, όσο και στις προγραμματικές θέσεις της, η ΝΔ προχωρά σε μία δέσμη μέτρων -οι οποίες εφόσον περάσουν από τη Βουλή και εφαρμοσθούν στην πράξη- θα πάνε τις εργασιακές σχέσεις πίσω και από εκείνη την κατάσταση στην οποία την οδήγησαν τα Μνημόνια.
Βασικά χαρακτηριστικά της σχετικής δέσμης είναι η υπερίσχυση των επιχειρησιακών ακόμα και των ατομικών συμβάσεων εργασίας έναντι των κλαδικών συμβάσεων, η υπερίσχυση των τοπικών έναντι των εθνικών κλαδικών συμβάσεων και, τέλος, ο αυστηρός κρατικός έλεγχος της αντιπροσωπευτικότητας των κλαδικών συμβάσεων πριν αυτές κηρυχθούν ως υποχρεωτικές και για τα μη μέλη των κλαδικών εργοδοτικών ενώσεων.
Συγκεκριμένα, τα νέα μέτρα της κυβέρνησης προβλέπουν ότι :
Οι όροι εργασίας των απασχολούμενων σε ορισμένες επιχειρήσεις (π.χ. Νομικά Πρόσωπα, επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας, επιχειρήσεις με σοβαρά οικονομικά προβλήματα) μπορούν να εξαιρούνται από τους όρους των συλλογικών συμβάσεων του κλάδου στον οποίο δραστηριοποιούνται.
Συνεπώς σε μία επιχείρηση μπορεί να υπογραφεί συλλογική σύμβαση με βασικό μισθό κάτω από εκείνο που προβλέπει η συλλογική σύμβαση που υπογράφηκε στον κλάδο που αυτή ανήκει. Το μέτρο αυτό θα ανατρέψει ντε φάκτο τις αρχές της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων, αλλά και της υπερίσχυσής τους έναντι των επιχειρησιακών συμβάσεων, τις οποίες επανέφερε η προηγούμενη κυβέρνηση (ΣΥΡΙΖΑ) τον Αύγουστο του 2018, μετά την ολοκλήρωση του 3ου Μνημονίου.
Υπενθυμίζεται πως από το 2012, στα πλαίσια του 2ου Μνημονίου -αλλά και εν μέσω της πιο βαθιάς ”βουτιάς” του ελληνικού καπιταλισμού στη χρεοκοπία- οι προαναφερθείσες αρχές τέθησαν σε αναστολή με απόφαση της κυβέρνησης Παπαδήμου (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑΟΣ). Αν και η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ δεν θέτει πάλι σε αναστολή τις εν λόγω αρχές, στην πράξη τις ακυρώνει, βάζοντας θεσμικά εμπόδια για την υλοποίησή τους. Από αυτήν την άποψη η κυβέρνηση Μητσοτάκη -και μάλιστα σε συνθήκες ”εξόδου” της Ελλάδας από τα Μνημόνια και οικονομικής ”ανάκαμψης”- με την παρέμβαση αυτή, όχι μόνο καταργεί τις παρεμβάσεις του ΣΥΡΙΖΑ στον τομέα αυτό, αλλά πάει ένα βήμα παραπέρα τις μνημονιακές ρήτρες προς την κατεύθυνση του ”νεοφιλελευθερισμού”.
Οι εθνικές συλλογικές συμβάσεις δεν θα υπερισχύουν έναντι των τοπικών συλλογικών συμβάσεων ενός κλάδου.
Αυτό σημαίνει πως π.χ. σε ένα νομό (σ.σ. περιφερειακή ενότητα) της χώρας θα μπορεί να υπογραφεί μία τοπική κλαδική συλλογική σύμβαση (π.χ. στον τουρισμό) η οποία να προβλέπει βασικό μισθό χαμηλότερο από εκείνο που προβλέπει η εθνική συλλογική σύμβαση που ισχύει για όλη τη χώρα.
Πρόκειται για μια πρωτοφανή αντεργατική παρέμβαση, η οποία ξεπερνά κάθε προηγούμενη παρέμβαση ακόμα και στα πλαίσια των Μνημονίων. Στο 2ο Μνημόνιο, τέθηκε μεν γενικά σε αναστολή η επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων, αλλά δεν αμφισβητήθηκε θεσμικά η υπερίσχυση των εθνικών έναντι των τοπικών κλαδικών συμβάσεων.
Θα συσταθεί στο Υπουργείο Εργασίας Μητρώο Μελών τόσο για τις εργοδοτικές, όσο και για τις εργατικές ενώσεις, προκειμένου να διασφαλισθεί η «αντιπροσωπευτικότητα» των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων. Υπενθυμίζεται πως με διάταξη την οποία πέρασε η προηγούμενη κυβέρνηση (ΣΥΡΙΖΑ) προβλεπόταν πως για να κηρυχθουν οι όροι μιας κλαδικής σύμβασης ως υποχρεωτικοί και για τα μη μέλη της κλαδικής εργοδοτικής ένωσης, θα πρέπει στα μέλη τής εν λόγω ένωσης να εργάζεται το 51% των εργαζομένων του κλάδου. Μόνο έτσι, θα θεωρείται ότι η εργοδοτική ένωση αντιπροσωπεύει ”δημοκρατικά” τον κλάδο και έτσι μπορεί να επιβάλλει τους όρους της σύμβασης που υπογράφει με το κλαδικό σωματείο και στα μη μέλη της.
Ωστόσο, δεν υπάρχει ως σήμερα, ένα ”μηχανισμός” ελέγχου αυτής της ”αντιπροσωπευτικότητας”. Πάει, λοιπόν, να τον στήσει η κυβέρνηση της ΝΔ, για να εμποδίσει ουσιαστικά όχι μόνο την υποχρεωτική ισχύ των κλαδικών συμβάσεων, αλλά την υπογραφή αυτών των ίδιων των συμβάσεων.
Με δυο λόγια, η κυβέρνηση της ΝΔ επιχειρεί να θεσμοποιήσει την εργασιακή «ζούγκλα» που έφερε η χρεοκοπία του ελληνικού καπιταλισμού, μετά το 2010. Το κάνει αυτό αποδεχόμενη όλες τις κατά καιρούς συστάσεις της Κομισιόν και, προπαντός, του ΔΝΤ καθόλη τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας. Απολύτως σύμφωνος προς αυτήν την κατεύθυνση είναι και Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), ο οποίος δημοσίως, το προηγούμενο διάστημα, είχε ταχθεί υπέρ της πλήρους απορρύθμισης της αγοράς εργασίας. Αποδεικνύεται -και στην περίπτωση του εργασιακού- πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι μία ακραιφνώς «νεοφιλελεύθερη» κυβέρνηση που στόχο έχει να περάσει σε βάρος του λαού ό,τι δεν μπόρεσαν να περάσουν οι προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις και προπαντός εκείνες της περιόδου 2010-2014. Σε πολιτικό επίπεδο, οι νέες εργασιακές παρεμβάσεις δείχνουν την αντίληψη της Δεξιάς, σύμφωνα με την οποία για να μην χρεοκοπήσει ξανά ο ελληνικός καπιταλισμός θα πρέπει τώρα να περάσουν εκείνα τα (”νεοφιλελεύθερα”) μέτρα τα οποία θα τον καταστήσουν ”ανταγωνιστικό”. Ωστόσο, δεν πρόκειται απλώς για μία επιχείρηση ”ρεβάνς” της Δεξιάς και των Ελλήνων καπιταλιστών ενάντια στο εργατικό κίνημα και την αριστερά. Υπαγορεύεται προπαντός από τις σημερινές κατεπείγουσες ανάγκες του ελληνικού καπιταλισμού, ο οποίος -παρά την ”έξοδο” από τα Μνημόνια- δεν ξεπέρασε τη χρεοκοπία του, ούτε μπορεί να αντέξει τις πιέσεις της όψιμης, βαθύτερης από το 2008/9, παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης.
Πάνω από όλα, οι σχεδιαζόμενες κυβερνητικές παρεμβάσεις δεν έχουν στο στόχαστρο απλά και μόνο τις κλαδικές συλλογικές διαπραγματεύσεις -οι οποίες ειδικά την τελευταία 10ετία παρήκμασαν όχι μόνο λόγω της μνημονιακής αναστολής τους αλλά και λόγω των κοινωνικών και πολιτικών συνεπειών της χρεοκοπίας- αλλά γενικότερα τις συλλογικές διαδικασίες διεκδίκησης της εργατικής τάξης, ενώ παράλληλα επιδιώκουν τον κρατικό έλεγχο του συνδικαλισμού (μέσω των ”Μητρώων Μελών”). Για άλλη μια φορά τα τελευταία χρόνια, αποδεικνύεται πως η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων βαδίζει χέρι-χέρι με την κρατική επιβολή. Υπενθυμίζεται πως ήταν η κυβέρνηση της ΝΔ που το 2013 πέρασε νόμο με τον οποίο έδιδε στο Κράτος -και όχι στους ”κοινωνικούς εταίρους” όπως ίσχυε έως τότε- τη δικαιοδοσία του καθορισμού του εθνικού κατώτατου μισθού.
Δ.Κ.