Το άρθρο γράφτηκε πριν το κλείσιμο του αποτελέσματος στην Πενσυλβάνια και την ανακοίνωση της νίκης Μπάιντεν. Διατηρεί πλήρως την επικαιρότητα του σαν ένα πρώτο σχόλιο επάνω στην επόμενη μέρα των εκλογών.

του Γιώργου Χλωρού

Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές ακόμη δεν γνωρίζουμε τον τελικό νικητή των Αμερικανικών εκλογών, των πιο κρίσιμων και ξεχωριστών στην ιστορία τους, που διεξήχθησαν μέσα σε μια πρωτοφανή κατάσταση.

Με εκκρεμότητες ακόμη σε 6 πολιτείες ο Μπάιντεν φαίνεται πως συγκεντρώνει 264 εκλέκτορες, έναντι 214 του Τραμπ, και είναι πολύ πιθανόν να φθάσει και να ξεπεράσει το μαγικό νούμερο των 270 να δίνει τη νίκη.

Το θρίλερ που 3 μέρες μετά το κλείσιμο της κάλπης συνεχίζεται, τη στιγμή αυτή έχει οδηγήσει σε αλλαγή στις προβλέψεις πάρα πολλές φορές. Το δημοσκοπικό άνετο προβάδισμα των Δημοκρατικών του Μπάιντεν που έφτανε τις 7 με 10 ποσοστιαίες μονάδες σε όλη την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας και που φυσιολογικά θα έδινε μια περισσότερο ή λιγότερο άνετη νίκη σε αυτούς, φαίνεται πως αποδείχθηκε λανθασμένο σε μεγάλο βαθμό. Η αρχική εικόνα που σχηματίστηκε τις πρώτες ώρες της καταμέτρησης είναι πως η μεγάλη συμμετοχή στις κάλπες δια ζώσης, ευνόησε τελικά τον Τραμπ με τους οπαδούς του να προέρχονται από στρώματα της Αμερικανικής κοινωνίας που δεν ήθελαν να δηλώσουν την υποστήριξη τους σε αυτόν προεκλογικά. Κάτι που φάνηκε και το 2016 σε μικρότερο βαθμό.

Οι πρώτες ενδείξεις έδιναν νικητές μεν τους Δημοκρατικούς στη λαϊκή ψήφο σε πανεθνική κλίμακα αλλά με ποσοστό της τάξης του 1% τέτοιο που θα επέτρεπε στον Τραμπ αν έπαιρνε τους εκλέκτορες σε μια σειρά κρίσιμες Πολιτείες να ξαναπάρει τη διακυβέρνηση της χώρας.

Γι’ αυτό και έσπευσε ευθύς εξαρχής σχεδόν, να πανηγυρίσει για τη νίκη του, ενώ αντίθετα η παγωμάρα κι η αμηχανία διαπέρασε το στρατόπεδο των Δημοκρατικών. Μετά από λίγες ώρες όμως τα νέα δεδομένα που έβαζε ο «άγνωστος Χ» των επιστολικών ψήφων, άλλαξαν το αποτέλεσμα, με τη διαφορά ανάμεσα στους δύο όχι μόνο να αυξάνεται (αυτή την στιγμή έχει φτάσει περίπου στο 3% υπέρ των Δημοκρατικών) αλλά να ανατρέπει τους συσχετισμούς σε μια σειρά κρίσιμες πολιτείες και να δίνει ένα σαφές προβάδισμα στους Δημοκρατικούς.

Η ανοιχτή αμφισβήτηση του τελικού αποτελέσματος από μεριάς Τραμπ σε αντίθεση με ανάλογες τέτοιες περιπτώσεις όπως π.χ. είχε γίνει στις εκλογές του 2000, δεν αμφισβητεί απλά αυτή ή την άλλη καταμέτρηση, αλλά τον ίδιο τον θεσμό των επιστολικών ψήφων. Με δυο λόγια, ο Τραμπ δεν ζητάει απλά επανακαταμέτρηση αλλά να μην μετρηθούν καθόλου αρκετά εκατομμύρια ψήφοι πράγμα που συνιστά κανονική απόπειρα πραξικοπήματος.

Οι επιστολικές ψήφοι, στις εκλογές που διεξήχθησαν μέσα σε συνθήκες πανδημίας ήταν ιδιαίτερα αυξημένες και έφτασαν στο ασύλληπτο νούμερο των 100 εκατομμυρίων. Σε μια προεκλογική καμπάνια που τα δύο μεγάλα κόμματα είχαν κάνει σημαία τους την στάση τους έναντι αυτών, με τους Δημοκρατικούς να κατευθύνουν τον κόσμο να χρησιμοποιήσει αυτόν τον τρόπο για να αποφευχθεί ο συνωστισμός και τους Ρεπουμπλικάνους να μισο-αμφισβητούν τη διαδικασία καθώς υποτιμούν την πανδημία και να καλούν τον κόσμο να κάνει «το πατριωτικό του καθήκον» δίνοντας το παρών δια ζώσης.

Όπως φάνηκε, οι δια ζώσης ψήφοι καταμετρήθηκαν πρώτες, ενώ οι επιστολικές ακόμη καταμετρούνται.

Αυτή η αμφισβήτηση όμως οξύνει στο έπακρο τόσο την πόλωση στην Αμερικανική κοινωνία όσο και την ανοιχτή διάσπαση του «βαθέως κράτους» με τους δικαστές να καλούνται και να αποφασίζουν και αλλού να απορρίπτουν πανηγυρικά την προσφυγή Τραμπ και αλλού να δείχνουν ότι την συζητούν ή θα την εξετάσουν.

Στο μεταξύ διαδηλωτές και αντιδιαδηλωτές έρχονται αντιμέτωποι έξω από τα εκλογικά κέντρα, ενώ αστυνομία και στρατός αναπτύσσεται σε πολλές πόλεις! Ήδη διεξάγονται επεισόδια ξανά στην Μινεάπολη, στην Ουάσιγκτον και αλλού.

Από αυτήν την άποψη φαίνεται πως οι εκλογές δεν κατάφεραν να εκτονώσουν τα προβλήματα που έχουν συσσωρευθεί σε μια κοινωνία που έχει εκραγεί.

Η βαθιά και παρατεταμένη ύφεση της οικονομίας, μια ασύλληπτων διαστάσεων εκατόμβη θυμάτων από την πανδημία, μια παρατεταμένη περίοδος καθημερινών κοινωνικών συγκρούσεων που αν και ξεκίνησαν σαν διαμαρτυρία ενάντια στη ρατσιστική δολοφονία του Φλόϊντ σύντομα πήραν την μορφή ενός μίνι και χαμηλής έντασης εμφυλίου πολέμου με τις ένοπλες πολιτοφυλακές της λευκής άκρας δεξιάς να αντιπαρατίθενται στους ακτιβιστές διαδηλωτές, τις αντιφασιστικές μιλίτσιες να κάνουν και αυτές επίδειξη οπλισμού με παρελάσεις, και το αστυνομικό κράτος, η Εθνοφυλακή, οι σερίφηδες και η δικαστική εξουσία να εναλλάσσουν την καταστολή με στιγμές διαλυτικών φαινομένων ενδόρρηξης του σκληρού πυρήνα του κράτους.

Αυτονόητο είναι πως οι εκλογές αυτές αποτελούν τη μια στιγμή στην καταγραφή ενός δεδομένου κοινωνικού συσχετισμού με τον παραμορφωτικό τρόπο που πάντα κάνουν οι εκλογές. Ας δούμε όμως ορισμένα ποιοτικά στοιχεία τους για να σφυγμομετρήσουμε την τωρινή συγκυρία:

Καταρχάς, σημειώθηκε ένα ρεκόρ συμμετοχής, το μεγαλύτερο από το μακρινό 1900, με το ποσοστό να φτάνει στο ασύλληπτο για τις ΗΠΑ 67%. Για να καταλάβουμε τη διαφορά, το 2016 στις κρίσιμες εκείνες εκλογές, είχε ψηφίσει το 60% των ψηφοφόρων.

Ανεξάρτητα από τις Πολιτείες που πήρε ο ένας ή ο άλλος υποψήφιος, τα στοιχεία των αποτελεσμάτων δίνουν προβάδισμα Μπάιντεν στις πόλεις και τα αστικά κέντρα μαζί και σε αυτές που βρίσκονται στις Πολιτείες που νίκησε ο Τραμπ.

Αντίθετα, η δύναμη του Τραμπ είναι στις μικρότερες πόλεις, στα χωριά και στις ημι-αγροτικές κωμοπόλεις.

Ηλικιακά ο Μπάιντεν κυριαρχεί στη νεανική ψήφο ενώ πέτυχε και μέσω τις επιστολικής ψήφου να διεισδύσει σε κάποιο βαθμό στους ηλικιωμένους που ήταν το μεγάλο θύμα της πανδημίας αν και αυτή η κατηγορία παραμένει πλειοψηφικά υπέρ Τραμπ.

Ο Μπάιντεν κυριαρχεί στις γυναίκες ενώ ο Τραμπ στους άντρες.

Ο Μπάιντεν φαίνεται να κυριαρχεί συντριπτικά στους Αφροαμερικάνους και να παίρνει τα δύο τρίτα των Λατίνων, ενώ ο Τραμπ πήρε τους κυρίαρχους λευκούς.

Γεωγραφικά η μεγάλη δύναμη του Μπάιντεν είναι οι παραθαλάσσιες Πολιτείες του Ατλαντικού και του Ειρηνικού με τον Τραμπ να κυριαρχεί στην ενδοχώρα και τον Νότο. Ωστόσο φαίνεται πως μερικές κρίσιμες μεσο-ανατολικές πολιτείες και ορισμένες στα νοτιοδυτικά στράφηκαν ενάντια στον Τραμπ έναντι του 2016, πράγμα που γέρνει την πλάστιγγα υπέρ του Μπάιντεν.

Θα ήταν ωστόσο τελείως λάθος να ερμηνεύσει κανείς τη μαζική υπερψήφιση των Δημοκρατικών ως ψήφο στήριξής τους. Είναι χαρακτηριστικές οι δηλώσεις ένοπλων αντιφασιστών διαδηλωτών στην Μινεάπολις που περιφρουρούσαν τα εκλογικά τμήματα έξω από τα οποία οι οπαδοί του Τραμπ απειλούσαν, που έλεγαν πως δεν τους εκφράζει κανείς από τους δύο και πως αναγκάστηκαν να ψηφίσουν Μπάιντεν κρατώντας τη μύτη τους από αηδία, καθώς έκριναν πως έπρεπε να αποφευχθεί με κάθε μέσο η επανεκλογή του Τραμπ που θα οδηγούσε σε εμφύλιο πόλεμο.

Ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα στις ΗΠΑ, το χειρότερο σενάριο για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό είναι αυτό που διαφαίνεται: να μην υπάρχει επίσημο, αναγνωρισμένο και άνευ αμφισβήτησης αποτέλεσμα. Ακόμη και αν αυτή η κατάσταση αβεβαιότητας κρατήσει μερικούς μήνες.

Τίποτα δεν θα μπορέσει να λειτουργήσει σε εθνικό και κυρίως σε διεθνές επίπεδο.

Ποιος θα αναλάβει τις επόμενες εβδομάδες ή και μήνες να πάρει μέτρα για την οικονομία ή την πανδημία; Με την ύφεση να έχει βυθίσει το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων; Με τους νεόπτωχους, τους άστεγους, τους άνεργους. Με τους επισφαλείς εργαζομένους που δεν γνωρίζουν αν θα έχουν δουλειά σε λίγες μέρες. Με την πτώση στο ναδίρ του δείκτη τιμών καταναλωτή.

Ποιος θα αναλάβει να πάρει αποφάσεις μπροστά στο δεύτερο ακόμη πιο επιθετικό και ακόμη πιο θανατηφόρο δεύτερο κύμα της πανδημίας; Όταν τα δημόσια νοσοκομεία αλλά και συνολικά το Αμερικανικό σύστημα υγείας δεν έχει ακόμη συνέλθει από το πρώτο που δημιούργησε τις εκατόμβες θυμάτων.

Και last but not least, σε έναν κόσμο που η παντοδυναμία των ΗΠΑ αμφισβητείται, ποιος θα αναλάβει να πάρει αποφάσεις για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής;

Τι αντίκτυπο θα έχει αυτό στις διεθνείς ειδικά σχέσεις και ισορροπίες; Ποιος θα εκμεταλλευτεί το κενό και μέσα από ποιες διαδικασίες;

Είναι σωστό να πει κάποιος ότι γενικά ο ιμπεριαλισμός έχει κάποιες γενικές σταθερές και ειδικά ο Αμερικανικός ως ηγεμονικός κάποια επιτελεία που δουλεύουν με μια συνέχεια ανεξάρτητα από τον κεντρικό πολιτικό τους εκφραστή, ειδικά στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής.

Ως ένα βαθμό ισχύει. Ως ένα βαθμό όμως, όχι απόλυτα. Στις εποχές μας και με δεδομένη τη σοβαρή διάσπαση ανάμεσα στο βαθύ κράτος του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών από τη μια μεριά και της προεδρίας Τραμπ από την άλλη, τίποτα απολύτως δεν είναι σίγουρο.

Ειδικά όταν διαχειρίζονται καταστάσεις πρωτόγνωρες με πολλούς και… “ορεξάτους” αμφισβητίες στη διεθνή σκακιέρα που φιλοδοξούν να εκμεταλλευτούν τα κενά που αφήνει η αμερικανική παρακμή σε αυτό ή το άλλο μέτωπο. Όχι μόνο λίγουςμήνες μέχρι την Πρωτοχρονιά που θα αναλάβει η όποια νέα κυβέρνηση, αλλά ακόμη και λίγες εβδομάδες που μεσολαβούν μέχρι τότε είναι αρκετές στα ρευστά διεθνή μέτωπα να δημιουργήσουν μια εικόνα χάους.

Επειδή δεν υπήρξε δικαιοσύνη, δεν θα υπάρξει ειρήνη. Αν αυτό ισχύει μια φορά στην Μινεάπολις, στην Ουάσιγκτον, στο Ντένβερ και αλλού μέσα στις ΗΠΑ, ισχύει δέκα φορές στην Βαγδάτη, στο Ερεβάν, στην Σύρτη και αλλού έξω από τις ΗΠΑ.