Mέρος 2ο (τελευταίο)
ΙΙΙ) Στην αρχαία Αθήνα υπήρχαν εξήντα (60) δημόσιες εορτές και ένας απροσδιόριστος αριθμός αποφράδων ημερών κατά τις οποίες δεν λειτουργούσαν τα δικαστήρια και άλλες δημόσιες υπηρεσίες (βλ. Josiah Ober, Μάζες και Ελίτ στη Δημοκρατική Αθήνα. Ρητορική, Ιδεολογία και η Ισχύς του Λαού, εκδόσεις Πολύτροπον, σελ. 209.). Στην αρχαία Ρώμη οι αποφράδες ημέρες (dies nefasti) ήσαν 109 καθ’ όλο το έτος και ήσαν αφιερωμένες σε μερικούς θεούς ή και στους νεκρούς (Giorgio Agamben, Homo sacer, Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή, εκδόσεις SCRIPTA, σελ. 126). Κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα υπολογίζεται ότι σπανίως εργαζότανε κανείς περισσότερο από τις μισές ημέρες του έτους. Αριθμούνται 141 αργίες! (Βίος ανεόρταστος, οδός απανδόχευτος). Η τερατώδης επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας είναι χαρακτηριστικό των απαρχών της βιομηχανικής επανάστασης, όταν οι εργαζόμενοι έπρεπε ν’ ανταγωνιστούν τις νεοεισαχθείσες μηχανές. Προγενέστερα το μήκος της εργάσιμης ημέρας έφτανε τις έντεκα ή δώδεκα ώρες κατά τον δέκατο πέμπτο αιώνα στην Αγγλία και τις δέκα ώρες τον δέκατο έβδομο. (βλ. Χάννα Άρεντ, Η ανθρώπινη κατάσταση (VITA ACTIVA), εκδόσεις γνώση, σελ. 184 όπου και περαιτέρω παραπομπές). Η άποψη για μικρότερη εργάσιμη ημέρα η οποία, για όσους σκέφτονται το παρελθόν με ορολογία του 19ου αιώνα, φαίνεται πολύ ριζοσπαστική, δεν φαίνεται και τόσο καινοτόμος, αν την συγκρίνουμε με μια διάταξη του Φερδινάνδου Α΄ για τα αυτοκρατορικά ανθρακωρυχεία, που όριζε την οκτάωρη εργασία για τους ανθρακωρύχους. Και, κατά τον Θόρολντ Ρότζερς, στην Αγγλία του 15ου αιώνα, οι άνδρες δούλευαν σαρανταοχτώ (48) ώρες την εβδομάδα. (βλ. Μαρία-Λουΐζα Μπερνέρι, Περιήγηση στην Ουτοπία, εκδόσεις Νησίδες, σελ. 58).
Πριν την έναρξη της Βιομηχανικής Επανάστασης και την ανάδυση του βιομηχανικού καπιταλισμού, ο χρόνος ήταν κάτι που «περνούσε» ! Η ροή του χρόνου ήταν κάτι που κανείς δεν μπορούσε να ελέγξει, να χρησιμοποιήσει ή να εξοικονομήσει· γι’ αυτό και η βιασύνη εθεωρείτο αγένεια και πίστευαν ότι συνοδευότανε από διαβολική φιλοδοξία. Σε άμεση συνάρτηση με τέτοιου είδους αντιλήψεις βρισκότανε και η κατά καιρούς χρησιμοποιούμενη «χρονική μονάδα»: Στην Χιλή του 17ου αιώνα, ό χρόνος μετριότανε σε «Πιστεύω». Έτσι, ο σεισμός του 1647 διήρκεσε «δύο Πιστεύω». Το Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης μας δίνει παραδείγματα από την αγγλική ζωή – «όσο ένα Πάτερ Ημών» ή «όσο μια μετάνοια» (1450), ενώ το Νέο Αγγλικό Λεξικό ομιλεί για μιαν κάπως αυθαίρετη χρονική μονάδα… «όσο ένα κατούρημα» (βλ. το αποκαλυπτικό βιβλίο του Έντουαρντ Πάλμερ Τόμσον: Χρόνος, εργασιακή πειθαρχία και βιομηχανικός καπιταλισμός, εκδόσεις Νησίδες, σελ. 9).
Όταν, όμως, έχουμε να κάνουμε με μισθωτούς εργαζομένους, τότε για τον εργοδότη τους ο χρόνος γίνεται χρήμα πράγμα που σημαίνει πως ο εργοδότης πρέπει να εκμεταλλευτεί τον χρόνο των εργαζομένων του και να προσέχει να μην σπαταλάται. Τώρα, πλέον, ο χρόνος, δεν «περνάει», ο χρόνος «ξοδεύεται». Έτσι παρίσταται ανάγκη ακριβούς χρονομέτρησης με ρολόγια ακριβείας τους κατασκευαστές των οποίων ευγνωμονούν οι βιομήχανοι βαμβακερών και μάλλινων υφασμάτων τον Φλεβάρη του 1798. Το ρολόι ρύθμιζε τους καινούργιους ρυθμούς της βιομηχανικής ζωής, επιτάχυνε την πρόοδο του βιομηχανικού καπιταλισμού και κάλυπτε την ανεντιμότητα και την καταπίεση: πήγαινε «μπροστά το πρωί και πίσω το βράδυ» επιμηκύνοντας την εργάσιμη ημέρα. Κανείς εργάτης δεν τολμούσε να φορέσει ρολόι· αν έδειχνε ότι ήξερε από χρονομέτρηση, απολύονταν αμέσως. (βλ. ό.π., σελ. 12, 14, 18, 50). Κάθε φορά που οι άνθρωποι ήσαν κύριοι της δραστηριότητάς τους, οργάνωναν τον χρόνο τους ως εναλλαγή σκληρής δουλειάς και απραξίας. Τα επαγγέλματα που δεν γιόρταζαν την «Αγία Δευτέρα» ήσαν ελάχιστα. Ήσαν, σχεδόν άπαντες, γνήσιοι πιστοί και γιόρταζαν με σχολαστικήν ευλάβεια την «Αγία Δευτέρα» που πολύ συχνά συνοδευότανε και από μιαν… «Αγία Τρίτη». Μια τέτοια πρακτική επέζησε στην Αγγλία μέχρι τον 19ο αιώνα και μέχρι τον 20ο αιώνα ακόμη (βλ. ό.π., σελ. 30, 31). Μέσα, όμως, στην διαδικασία της γιγαντιαίας καπιταλιστικής βιομηχανίας, η εργασία έγινε άψυχη, απώλεσε τον χαρακτήρα της δημιουργικής χαράς. Σαφής εκδήλωση αυτής της πορείας κατέστη ο διαβόητος εξορθολογισμός της βιομηχανίας με την βοήθεια του συστήματος Ταίυλορ και της αλυσίδας συναρμολόγησης του συστήματος Φόρντ, το χρονόμετρο και η «επιστημονική διαχείριση», όπως ονόμασαν τον λεπτομερή υπολογισμό κάθε μυικής εργασιακής κίνησης. Ο Φορντ υπήρξε ο επικαρπωτής του συστήματος Ταίυλορ η βασική ιδέα του οποίου συνίστατο εις τούτο: να προσαρμόσει την μηχανή από σάρκα και οστά στον ρυθμό της μηχανής από ατσάλι και σίδερο!
Ο άνθρωπος θυσιάστηκε άνευ ενδοιασμών στην τεχνική, υποβιβάστηκε σε μηχανή, μετατράπηκε σε μηδενικό, σε «παραγωγική δύναμη» στερημένη κάθε ανθρώπινου χαρακτηριστικού, προκειμένου η παραγωγική διαδικασία να λειτουργήσει με τις ελάχιστες δυνατές τριβές και χωρίς εσωτερικά προσκόμματα. Η κατάληξη μιας τέτοιας ανθρωποφθόρας συλλογιστικής και πρακτικής ήταν (και είναι!) να θεωρείται ότι ο άνθρωπος υπάρχει για την παραγωγή και όχι η παραγωγή για τον άνθρωπο. (Ρούντολφ Ρόκερ, ό.π., τόμος Δ΄ σελ. 141-143, 281, 303, 305). Γι’ αυτό και ο Ιωσήφ Στάλιν θεώρησε τον άνθρωπο ως το «πιο πολύτιμο κεφάλαιο» (βλ. Michael Löwy, Robert Sayre, Εξέγερση και Μελαγχολία, Ο Ρομαντισμός στους Αντίποδες της Νεωτερικότητας, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Β΄ έκδοση, σελ. 307). Ο άνθρωπος μεταμορφώθηκε σε εργαλειομηχανή (βλ. Michael Löwy, WALTER BENJAMIN: ΠΡΟΜΗΝΥΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ. Μια ανάγνωση των θέσεων «Για την φιλοσοφία της ιστορίας», εκδόσεις Πλέθρον, σελ. 20). Επρόκειτο για μια ξεκάθαρη καπιταλιστική οπτική γωνία που καθιστούσε την «σοσιαλιστικοποίηση του συστήματος Ταίυλορ» απολύτως ασύμβατη με τον σοσιαλισμό. Η «κριτική» του καπιταλισμού, στην οποία επιδίδονταν ένας τέτοιος «σοσιαλισμός», διαβρωνόταν από την επιδοκιμασία των επιτευγμάτων του. Η κριτική του εμπορίου υπέκυψε (τελικά!) στο εμπόρευμα. Πρέπει να κρατάς σβησμένη την «δάδα της εμπειρίας» για να μην το βλέπεις!
Ο Λένιν είχε περιγράψει το σύστημα Ταίυλορ ως «υποδούλωση του ανθρώπου από την μηχανή» (βλ. Ε.Χ. ΚΑΡΡ, Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης, εκδόσεις Υποδομή, τόμος 2, σελ. 151 με περαιτέρω παραπομπή στα άπαντα του Λένιν). Ενωρίτερα ο Μάρξ είχε πει «ο μισθός με το κομμάτι… η πιο αποτελεσματική μέθοδος μείωσης των μισθών και καπιταλιστικής απάτης,… η μορφή μισθού που βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής». Παρ’ όλα αυτά, και το σύστημα Ταίυλορ και ο μισθός με το κομμάτι εισήχθησαν και επιβλήθηκαν στην νεαρή Σοβιετική Ένωση και ουδέποτε αμφισβητήθηκαν, έκτοτε, στο μέλλον. (βλ. ό.π., σελ. 152, 153, 258 με περαιτέρω παραπομπές σε πρωτογενείς πηγές). Ήδη σήμερα στην Ιαπωνία, στις ΗΠΑ και αλλού, το σύστημα Ταίυλορ εφαρμόζεται, ατύπως μεν, ουσιαστικώς δε, όχι μόνο στην εργασία αλλά και στην ζωή στο σύνολό της, στο κάθε βήμα, στην κάθε κίνηση. Αυτή ήταν η, δέουσα άλλωστε, κατάληξη!
ΙV). O βιομηχανικός καπιταλισμός είναι εκείνος που χάραξε στο ανθρώπινο πνεύμα την εξίσωση: ο χρόνος είναι χρήμα. Γι’ αυτό και μια μορφή εξέγερσης ενάντια στον δυτικό βιομηχανικό πολιτισμό ήταν η ζωή του Bohème που στηριζότανε στον χλευασμό της βιασύνης που συνοδεύει την αξία στην οποία δίνουν στον χρόνο οι καθωσπρέπει άνθρωποι. Ο πουριτανισμός και ο βιομηχανικός καπιταλισμός δημιούργησαν την «ηθική της εργασίας» που έδωσε στον βιομηχανοποιημένο κόσμο την δυνατότητα να ξεπεράσει την σπάνιν του παρελθόντος. Σ’ έναν ήδη αυτοματοποιημένο κόσμο το ερώτημα που πρέπει να τίθεται είναι «τί θα μπορούσαν να κάνουν στην ζωή τους οι άνθρωποι αν τους δινότανε ελεύθερος, μη διευθυνόμενος από άλλους, χρόνος;» Θα εμπιστεύονταν τις πολυμήχανες βιομηχανίες εκμετάλλευσης του ελεύθερου χρόνου τους, της σχολής τους; Αυτό, πάνω-κάτω, έκανε η φασιστική Ιταλία που ρύθμιζε κανονιστικά όχι μόνο την εθνική εργασία αλλά και το Dopolavoro (χρόνος μετά το πέρας της εργασίας) καθώς και όλη την πνευματική ζωή (βλ. Giorgio Agamben, ό.π., σελ. 192). Θα μετέτρεπαν την σχολή τους σ’ ένα «μαράζωμα οκνηρής απραξίας», άβουλοι τηλεθεατές του τενεκεδένιου υποκατάστατου της δημοκρατίας και της αληθούς λαϊκής συμμετοχής; Μήπως, όμως, θα επιχειρούσαν να ξαναμάθουν ορισμένες λησμονημένες τέχνες του ζην που τις εξεδίωξε η Βιομηχανική Επανάσταση; Πώς να γεμίσουν λ.χ. τα κενά των ημερών τους με πιο πλούσιες και πιο χαλαρές προσωπικές και κοινωνικές σχέσεις· πώς να γκρεμίσουν, εκ νέου, τα εμπόδια που χωρίζουν την εργασία από την ζωή· ίσως, τότε, ανακαλύψουν την ζωή που ξέχασαν. (βλ. στο Ε.Π. ΤΟΜΣΟΝ, ό.π., σελ. 64). Μόνο που γι’ αυτό θα χρειαστεί να εγκαταλείψουν την στενοκέφαλη πολιτική του μαγαζάτορα ο ωφελισμός του οποίου καταβροχθίζει την φαντασία, η κριτική λειτουργία της οποίας έγκειται στο ότι «αρνείται να λησμονήσει τι δύναται να υπάρξει», υπερβαίνει την περιορισμένη πραγματικότητα για να ρίξει μια φευγαλέα ματιά στις λανθάνουσες δυνατότητές της γι’ αυτό και «κατανοεί την πραγματικότητα πληρέστερα» από τον υλισμό, κατά τον Μαρκούζε. (παρατίθεται στο Ράσελ Τζάκομπι, Το τέλος της Ουτοπίας, σελ. 210). Γι’ αυτό και πρέπει να επανασυνδεθούμε με την σκέψη εκείνων των στοχαστών του παρελθόντος που αγωνίσθηκαν για να «ανθρωπέψει ο άνθρωπος», που «ύψωσαν τις φωνές τους σαν πυρσούς από μακριά και καλώντας από ψηλά σαν από αθέατη βίγλα» μας υπενθυμίζουν διαρκώς ότι χρειάζεται μεν να πατάμε γερά στην γη, αλλά και να ατενίζουμε και τον ορίζοντα· γιατί ο κόσμος μας απογυμνωμένος από προσδοκία, γίνεται ψυχρός και γκρίζος. Κάτι του λείπει!
15 – Ι – 2016
Πέτρος Πέτκας