Σχετικά με την προσαγωγή μου στο ΑΤ Εξαρχείων στις 27/10 ύστερα από υπόδειξη ναρκεμπόρων
(Ή αλλιώς η παραπληρωματική δράση Αστυνομίας – ναρκομαφίας)
του Άρη Σειρηνίδη
Το απόγευμα της Τρίτης 27/10, δύο ναρκέμποροι της πλατείας Εξαρχείων, ένας άνδρας και μια γυναίκα, εισέπραξαν στην οδό Τσαμαδού, όπου κινούνταν με το μηχανάκι τους, μια ελάχιστη δόση κοινωνικής αποδοκιμασίας για την εγκληματική δράση τους στην περιοχή. Η δημόσια κατάδειξη των πεπραγμένων τους από αγωνιστές που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στο σημείο και η αποφασιστική κίνηση προς το μέρος τους έτρεψε τους δύο ναρκέμπορους σε άτακτη φυγή. Λίγα μέτρα μετά, θα πέσουν από το μηχανάκι τους το οποίο και θα εγκαταλείψουν τρέχοντας πανικόβλητοι.
Η ταυτότητά τους είναι πολύ γνωστή στον κόσμο του αγώνα, όσο και στους κατοίκους και θαμώνες των Εξαρχείων. Ο πρώτος, βρίσκεται σε υψηλή θέση στην ιεραρχική πυραμίδα του κυκλώματος διακίνησης ναρκωτικών στα Εξάρχεια. Υπό τις προσταγές του, διατηρεί μια ομάδα διακινητών όλων των ειδών των ναρκωτικών, που λυμαίνεται την πλατεία Εξαρχείων και τους γύρω δρόμους. Στο ενεργητικό της η ομάδα αυτή έχει δεκάδες βιαιοπραγίες και σεξουαλικές παρενοχλήσεις εναντίον κατοίκων, θαμώνων και αγωνιστών-τριών της περιοχής. Για μήνες, το κέντρο των δραστηριοτήτων τους ήταν καφετέρια που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το καφενείο που εργάζομαι. Στη συγκεκριμένη καφετέρια οργανωνόταν η διακίνηση των ναρκωτικών και μοιράζονταν τα πόστα και οι ρόλοι στους κατώτερους στην ιεραρχία. Θαμώνες του μαγαζιού αποτελούσαν υψηλά στελέχη της μαφίας των ναρκωτικών στην Αθήνα που κατέφταναν εκεί με πανάκριβα πολυτελή αμάξια.
Πολύ συχνές ήταν οι συγκρούσεις τους με αντίπαλες ομάδες μαφιών. Δεν έχει περάσει άλλωστε πολύς καιρός από το καλοκαίρι του 2019, όταν για έναν ολόκληρο μήνα, η πλατεία Εξαρχείων είχε γίνει το θέατρο μια ένοπλης αντιπαράθεσης μεταξύ μαφιών, με καθημερινούς πυροβολισμούς. Όπως πολύς καιρός δεν έχει περάσει από τα περιστατικά βιασμών γυναικών στην πλατεία Εξαρχείων και σε άλλα σημεία της γειτονιάς- πιάτσες των ναρκομαφιόζων, εκείνα τουλάχιστον που έγιναν δημοσίως γνωστά, που αποτέλεσαν και την αφορμή για τη διεξαγωγή ενός αγώνα ενάντια στην έμφυλη βία από τους κάθε λογής ναρκεμπόρους στα Εξάρχεια.
Η δεύτερη, αποτελεί και εκείνη μέλος της ναρκομαφίας των Εξαρχείων. Έχει ενεργό ρόλο στη διακίνηση των ναρκωτικών, ενώ συχνά επιδίδεται μαζί με άλλους διακινητές σε βιαιοπραγίες εναντίον κατοίκων και θαμώνων. Τελευταία της δράση ήταν ο ξυλοδαρμός της συντρόφισσας Β. Κ. στην οδό Τσαμαδού. Συγκεκριμένα, όπως κατήγγειλε με δημόσιο κείμενο της η Β. Κ., η ναρκεμπόρισσα, αφού την χτύπησε, της πάταγε το κεφάλι στο έδαφος, απειλώντας την “πως θα την φυτέψει” αν δεν ζητήσει συγνώμη για την προσβολή που της απεύθυνε, αρνούμενη να αγοράσει τα ναρκωτικά που προσπαθούσε να της πουλήσει.
Όλα τα παραπάνω, αποτελούν όψεις της καθημερινής πραγματικότητας στην Πλατεία Εξαρχείων, στην πιο αστυνομοκρατούμενη ίσως περιοχή της Αθήνας, όπου οι περιπολίες της ομάδας “Δ” είναι διαρκείς. Ο προσανατολισμός της αστυνομίας ωστόσο, είναι σαφής. Ως εργαλείο ταξικής κυριαρχίας και κοινωνικού ελέγχου, προσφέρει πλήρη κάλυψη στο ναρκεμπόριο που διαδραματίζεται ακριβώς μπροστά στα μάτια της –με εξαίρεση κάποιες ελάχιστες για το θεαθήναι επιχειρήσεις– στοχεύοντας την ίδια στιγμή με αυξημένη ένταση τον κόσμο του αγώνα και τις δομές του, εκμεταλλευόμενη, στην παρούσα συγκυρία, κάθε σπιθαμή χώρου που προσφέρει σε αυτήν η αστυνομικού τύπου διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση.
Την ώρα που οι ναρκέμποροι κυκλοφορούν ανενόχλητοι και οπλισμένοι, οι αγωνιστές-ριες του κινήματος στα Εξάρχεια αντιμετωπίζουν την πιο σκληρή καταστολή. Εξακριβώσεις, παρενοχλήσεις, ξυλοδαρμοί ύστερα από διαδηλώσεις αλληλεγγύης σε καταλήψεις, παρακολουθήσεις πολιτικών χώρων, σχηματισμός δικογραφιών ύστερα από υπόδειξη ναρκεμπόρων, κλείσιμο καταλήψεων και κοινωνικών κέντρων, επιθέσεις σε στέκια της περιοχής, όπως στο καφενείο στο οποίο εργάζομαι το Νοέμβρη του 2019.
Αυτή η συνθήκη στα Εξάρχεια επιβεβαιώνει τη διαχρονική θέση του κινήματος σχετικά με την παραπληρωματική δράση της αστυνομίας και του κυκλώματος διακίνησης ναρκωτικών. Μια έκφραση αυτής της παραπληρωματικής σχέσης βίωσα το απόγευμα της Τρίτης 27/10. Λίγα λεπτά μόνο μετά το περιστατικό που συνέβη με τους ναρκεμπόρους, 20 περίπου αστυνομικοί της ομάδας Δέλτα έχοντας μαζί τούς δύο ναρκέμπορους περικύκλωσαν το καφενείο που εργάζομαι. Οι δύο ναρκέμποροι με χαρακτηριστική άνεση φώναζαν δίπλα στους σιδερόφρακτους αστυνομικούς ότι ήμουν εγώ ο δράστης τής εναντίον τους κίνησης λίγο νωρίτερα. Οι αστυνομικοί δεν έκαναν την παραμικρή κίνηση για να τους κάνουν να σωπάσουν, ούτε μου ζήτησαν κάποιες εξηγήσεις για τις σε βάρος μου κατηγορίες. Ουσιαστικά ακολουθώντας τις υποδείξεις τους με προσήγαγαν στο ΑΤ Εξαρχείων, παρόλο που εκείνη τη στιγμή δούλευα.
Αυτό ακριβώς είναι το αντικειμενικό γεγονός που συνέβη στην Πλατεία Εξαρχείων στις 27/10. Αστυνομικοί καθ’ υπόδειξη ναρκεμπόρων προσήγαγαν στο τμήμα έναν εργαζόμενο που ζει, αγωνίζεται και κοινωνικοποιείται στα Εξάρχεια τα τελευταία 25 χρόνια.
Η συνέχεια θα δοθεί στο τμήμα. Και εκεί θα είναι διαρκείς οι ύβρεις των ναρκεμπόρων εναντίον μου και η υπόδειξή μου ως δράστη της επίθεσης, όπως επίσης χαρακτηριστική θα είναι η επιτηδευμένη αντικειμενικότητα-ουδετερότητα των αστυνομικών, που κατά δήλωσή τους δεν τους νοιάζει «τι είναι ο καθένας μας αφού αυτοί κοιτούν να αποκαλύψουν τι πραγματικά έγινε και να αποδώσουν τις ανάλογες ποινικές ευθύνες». Δηλωτικό της κατάστασης είναι ακόμα το γεγονός ότι οι δύο ναρκέμποροι δεν διέθεταν ούτε καν ταυτότητα, για να επιβεβαιωθούν τα στοιχεία τους. Παρόλα αυτά, ήταν από ό,τι φαίνεται τέτοια η αξιοπιστία που είχαν για τους αστυνομικούς τα λεγόμενά τους, και τέτοιας σημασίας το καταγγελλόμενο από αυτούς αδίκημα, που έφτανε ώστε ακόμα και έτσι -εντελώς παράτυπα- να βρίσκεται σε εκκίνηση διαδικασία άσκησης δίωξης εναντίον μου.
Τελικά, η πλευρά των ναρκεμπόρων δεν κατέθεσε μήνυση σε βάρος μου, υπό το βάρος της μεγάλης χρονικής καθυστέρησης που κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν για αυτούς και αντιλαμβανόμενοι παράλληλα το κόστος που θα είχε μια τέτοια εξέλιξη (παρουσία στα δικαστήρια, μεγάλη έκθεσή τους στον κόσμο του αγώνα), επιφυλασσόμενοι ωστόσο, ύστερα και από τη συμβουλή των αστυνομικών, για άσκηση κάθε νόμιμου δικαιώματός τους στο άμεσο μέλλον.
Η πολιτική σήμανση των παραπάνω γεγονότων είναι βαριά και κάτι παραπάνω από σαφής. Οι αστυνομικοί γνώριζαν πολύ καλά ποιοι ήταν οι δύο που με κατηγορούσαν, όπως γνώριζαν πολύ καλά ποιος είμαι εγώ. Η στοίχισή τους δίπλα στους ναρκεμπόρους δεν συνιστά μια ευκαιριακή επιλογή, μια επιλογή της στιγμής. Αντίθετα εκφράζει τη βαθύτερη ουσία της κατασταλτικής στρατηγικής στην παρούσα φάση του ταξικού ανταγωνισμού. Μια στρατηγική, πυρήνα της οποίας αποτελεί η συντριβή, με πολεμικούς όρους, των κοινωνικών και ταξικών αντιστάσεων και του ιστορικού κεκτημένου που αυτές έχουν παράγει.
Στα Εξάρχεια, η στρατηγική αυτή συμπυκνώνεται στην επιχειρούμενη δομική μετάλλαξή τους, μέσα από την στρατιωτικού τύπου καταστολή με στόχο την εξαφάνιση του ιστορικού ριζώματος του ανταγωνιστικού κινήματος στην περιοχή και των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων που αυτό διαμόρφωσε για δεκαετίες. Μέσα από τη μετατροπή της σε ένα απέραντο σούπερ μάρκετ ναρκωτικών και παράλληλα, τον “εξευγενισμό” της, με το νοίκι για ένα δυάρι να κάνει 500 ευρώ. Μέσα από το κλείσιμο του Πολυτεχνείου, μέσα από τη βεβήλωση των ιστορικών της μνημείων αγώνα, όπως αυτό του αναρχικού μαθητή Αλέξη Γρηγορόπουλου, που σήμερα έχει καταντήσει τασάκι για τζιβάνες και σκουπιδοντενεκές για κουτάκια μπύρας.
Στην κατεύθυνση αυτή, εκτός από τα όπλα, τα γκλοπ και τα δακρυγόνα της αστυνομίας, είναι μόνιμα στραμμένα κατά πάνω μας τα μαχαίρια και τα πιστόλια της ναρκομαφίας. Ανάμεσα σε πολλά άλλα, τα χθεσινά γεγονότα αυτό ακριβώς πιστοποιούν. Στην πραγματικότητα αυτό που δήλωσε χθες το κράτος μέσω των πραιτωριανών του, είναι ότι αν θέλουμε να ζούμε και να κυκλοφορούμε στην Πλατεία Εξαρχείων, θα είμαστε υποχρεωμένοι να μοιραζόμαστε τους δρόμους που κοινωνικοποιούμαστε, με αυτούς που ξυλοκοπούν συντρόφους και συντρόφισσές μας, με τους μαχαιροβγάλτες, τους βιαστές και κάθε λογής κοινωνικό παράσιτο.
Και ότι αν αντιδρούμε, αν προσβάλλουμε έστω και στο ελάχιστο την καπιταλιστική κανονικότητα που το κράτος μέσω της μαφίας έχει επιβάλλει στην Πλατεία Εξαρχείων, η αστυνομία θα επεμβαίνει για να επιβάλει το νόμο της. Που είναι τελικά ο νόμος της ναρκομαφίας. Τελεία και παύλα.
Αυτή ακριβώς είναι η, με πολεμικούς όρους, επιχείρηση συντριβής του κινήματος στα Εξάρχεια. Το δίλημμα που τίθεται σήμερα στο κίνημα είναι υπαρξιακό: Ή θα αποδεχτεί τη συνύπαρξη με όλο αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο που ουσιαστικά θέλει να το εξαφανίσει ως πολιτικό και κοινωνικό υποκείμενό ή θα αντισταθεί, θα συγκρουσθεί και θα εξεγερθεί.
Και το κίνημα ξέρει πολύ καλά τι θα επιλέξει. Άλλωστε σε όλη του την διαδρομή, περιστοιχιζόμενο από τα όπλα των μπάτσων και τα μαχαίρια των φασιστών και των μαφιόζων βρισκόταν. Και παρά τις αντιφάσεις, τα λάθη και τις πτώσεις του, έβρισκε πάντα το δρόμο του.
Ως προς αυτό, η ιστορία των Εξαρχείων είναι αποκαλυπτική. Ο πολιτικός και κοινωνικός χώρος που το κίνημα κατάφερε δια πυρός και σιδήρου να διατηρήσει στα Εξάρχεια, τη δεκαετία του 90 και του 2000, έγινε το Δεκέμβρη του 2008 το πεδίο εκδίπλωσης της μεγαλύτερης κοινωνικής εξέγερσης από τη Μεταπολίτευση.
Κόντρα στο κράτος και τις ναρκομαφίες έτσι θα συνεχίσουμε και τώρα.
Στην προοπτική της κοινωνικής εξέγερσης και της κοινωνικής επανάστασης τα Εξάρχεια είναι ένα ταμπούρι που δεν θα εγκαταλείψουμε ποτέ!