Συντρόφισσες και σύντροφοι
Οι στιγμές είναι κρίσιμες. Το δείχνουν τα νέα μαύρα σύννεφα αντιλαϊκών μέτρων που ενσκήπτουν (ασφαλιστικό, φορολογικό, “κόκκινα δάνεια”-πρώτη κατοικία κ.λπ.) από ΕΕ, ΔΝΤ και κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ. Είναι ώρα μάχης!
Πολλοί πρωτοπόροι αγωνιστές το αναγνωρίζουν. Μαζί κι άλλοι, ολοένα περισσότεροι, προπαντός μέσα στα πιο πιεσμένα κι αδικημένα στρώματα των εργατών, εργαζομένων κι ανέργων, της νέας γενιάς, των χαμηλοσυνταξιούχων, των φτωχών αγροτών και βιοπαλαιστών της πόλης και της υπαίθρου που δέχτηκαν τα συντριπτικά βάρη από τα μνημόνια του κοινωνικού κανιβαλισμού. Λένε: “Δεν πάει άλλο!” Κι αναρωτιούνται με αγωνία: “Πώς θα πάει αλλιώς, προς την έξοδο από τον εφιάλτη της κρίσης ;”
Δεν θα μείνουμε θεατές στη φαρσοτραγωδία της “αξιολόγησης”. Την φάρσα μιας “διαπραγμάτευσης” που δεν είναι διαπραγμάτευση, για μια “συμφωνία” που δεν είναι συμφωνία και που για τον λαό, μέσα στην ήδη συντελεσμένη κοινωνική καταστροφή, αποτελεί νέα τραγωδία.
Οι ιμπεριαλιστικοί “θεσμοί” της ΕΕ, του ΔΝΤ, των αρπαχτικών του διεθνούς και ντόπιου κεφαλαίου όπως και η αστική κυβέρνηση της προσκυνημένης “πρωτοδεύτερης Αριστεράς” με τους ακροδεξιούς συνεταίρους παίζουν την φάρσα μιας “διαπραγμάτευσης” για να εξαπατήσουν τον λαό ότι “κάτι λιγότερο κακό μπορεί να προκύψει”, να τον φορτώσουν νέα αφόρητα βάρη και προπαντός για να κερδίσουν χρόνο πριν ξεσπάσει στην ΕΕ η θύελλα ενός πιθανού Brexit στις 23 Ιουνίου. Σ’ αυτό, στο να κερδίσουν χρόνο, ο καθένας για δικό του λογαριασμό σε βάρος του λαού, συμφωνούν όλοι τους, την ίδια στιγμή που τρώγονται άγρια μεταξύ τους, για τα ανταγωνιστικά τους συμφέροντα, ΔΝΤ, Κομισιόν της ΕΕ, ΕΚΤ του Ντράγκι, Γερμανία του Σόιμπλε καθώς η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση γνωρίζει νέο ποιοτικό άμα το 2015-2016.
Από την αρχή ξέρανε οι διεθνείς τοκογλύφοι ότι το τρίτο μνημόνιο του Ιουλίου 2015 ήταν ανεφάρμοστο. Τί να “αξιολογήσεις” τώρα όταν επιβάλεις στόχο π.χ. για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% το 2018, σε συνθήκες επιδεινούμενης ύφεσης μιας διαλυμένης οικονομίας; Επέβαλαν με σαδισμό το μνημόνιο για πολιτικούς λόγους. Όχι μόνο για να υποτάξουν την έτοιμη από καιρό για συμβιβασμό και συνθηκολόγηση ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αλλά προπαντός για να κάμψουν την μαχητική βούληση του λαού στην Ελλάδα και την Ευρώπη για αντίσταση ενάντια στη βάρβαρη “λιτότητα”, για το δικαίωμα στη ζωή.
Ο λαός, όμως, του ΟΧΙ μπορεί να δέχτηκε ισχυρό πλήγμα στις προσδοκίες του, να ένοιωσε και να νοιώθει πικρία, οργή, απογοήτευση κι αηδία για τους “ηγέτες” του, σύγχυση, αναπάντητα ερωτηματικά για το τί μπορεί να γίνει από δω κι εμπρός, αλλά ΔΕΝ ΝΙΚΗΘΗΚΕ, ΔΕΝ ΥΠΟΤΑΧΘΗΚΕ. Την μαχητική του βούληση και ικανότητα την έδειξε στις τρεις Γενικές Απεργίες μετά την επανεκλογή της κυβέρνησης Τσίπρα -Καμμένου, ιδιαίτερα στις 4 Φεβρουαρίου, στα μπλόκα των αγροτών, στις κινητοποιήσεις των μικροαστικών στρωμάτων των πόλεων. Κι αυτό παρά και ενάντια στις λυσσασμένες προσπάθειες της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και των εργοδοτικών-κρατικών-κυβερνητικών καρεκλοκένταυρων της ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ να τις περιορίσουν σε ακίνδυνες τουφεκιές, σπέρνοντας αποθάρρυνση ότι “τίποτα δεν γίνεται”.
Την πιο τρανή απόδειξη ότι ο λαός είναι προδομένος αλλά όχι νικημένος, απόδειξη ότι δεν έχει κυριαρχήσει η παραλυτική και τυφλή εξατομίκευση, αποτελεί το πρωτοφανές κίνημα λαϊκής αλληλεγγύης στους πρόσφυγες, ενάντια στα κηρύγματα ξενοφοβίας και ρατσισμού και την τρομοκρατική δράση των δολοφόνων της ναζιστικής “ Χρυσής Αυγής” που κυκλοφορούν ξανά ελεύθερα και δρουν ασύδοτα, με την κάλυψη και συνεργασία του κράτους και της αστυνομίας. Καθόλου τυχαία, φασίστες, κράτος, παρακράτος, κυβέρνηση, αντιπολίτευση, μαζί κι ο Δημήτρης Κουτσούμπας, γραμματέας του ΚΚΕ, κάνουνε στόχο και δαιμονοποιούν τους αλληλέγγυους. Φοβούνται ότι το κίνημα μπορεί να φύγει από τον έλεγχο των ανθρωποφυλάκων, του στρατού, της ΕΕ, των ΜΚΟ, της ισλαμόφοβης σκοταδιστικής Εκκλησίας και να απλωθεί παραπέρα. Η αλληλεγγύη δεν στηρίζει μόνο τους πρόσφυγες αλλά και φανερώνει ένα δυναμικό αντίστασης και πάλης ενάντια στους κοινούς εχθρούς που καταστρέφουν και ξεσπιτώνουν τους λαούς.
Φυσικά, μετά το τρίτο πλήγμα-μνημόνιο και την απογοήτευση της συνθηκολόγησης της “αριστερής κυβέρνησης” τα πράγματα και το κίνημα δεν προχωρούν γραμμικά, “από αγώνα σε αγώνα”. Η τεχνητή “υπεραισιοδοξία” δεν είναι μόνον αφελής και φάλτσα, αλλά καλλιεργεί και την ηττοπάθεια μια και κανείς δεν την παίρνει στα σοβαρά σε συνθήκες κοινωνικής συμφοράς.
Αλλοίμονο, όμως, στον καπετάνιο, για να παραφράσουμε την Ρόζα Λούξεμπουργκ, που βλέπει μόνο τον αφρό των κυμάτων γύρω από το καράβι κι όχι τον ορίζοντα και τη θύελλα που έρχεται.
Δεν δεχόμαστε ότι είμαστε νικημένοι επειδή οι προσδοκίες στον ρεφορμισμό διαψεύστηκαν οικτρά και νικήθηκαν. Ούτε δεχόμαστε κι ότι η προδοσία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ αφορά όλην ανεξαιρέτως την Αριστερά, μαζί και την επαναστατική Αριστερά, όπως διατυμπανίζουν, για τον δικούς τους διαφορετικούς λόγους, η Δεξιά, οι φασίστες, όλα τα αστικά κόμματα, η ένοχη ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, τα “αριστερά” της προχώματα μέσα κι έξω από το “κόμμα” του Τσίπρα, αλλά και ένα μεγάλο κομμάτι της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, ιδιαίτερα οι πρωτεργάτες και οι πρόθυμοι συνεργάτες στη συγκρότηση της ΛΑΕ και όχι μόνο.
Όχι, δεν είμαστε όλοι ένοχοι κι έτσι κανένας. Δεν είμαστε όλοι Τσίπρας και Σία. Ούτε ανήκουμε στους ηγέτες της ΛΑΕ που αρνούνται ακόμα και τώρα να κάνουν οποιαδήποτε αυτοκριτική για τον ρόλο τους σαν “αριστερή πλατφόρμα”, με υπουργεία και κοινοβουλευτικές έδρες ως την τελευταία στιγμή. Δεν καλλιεργήσαμε όλοι, στην “εκτός των τειχών Αριστερά”, αυταπάτες για τον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε τον συγκαλύψαμε πολιτικά μιλώντας για “ενιαία μέτωπα με τον ρεφορμισμό για μια εργατική κυβέρνηση” ή με θεωρητικολογίες για “λατινοαμερικανικού τύπου συνδυασμό εξωκοινοβουλευτικού κινηματισμού με μια κυβέρνηση της Αριστεράς”, ή για “γκραμσιανό πόλεμο χαρακωμάτων μέσα κι έξω από το κράτος”.
Τουλάχιστον η πλειοψηφία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΕΕΚ, όπως κι άλλες εργατικές οργανώσεις και αγωνιστές, επιχειρήσαμε, ιδιαίτερα στο κρίσιμο διάστημα 2012-2015, ο καθένας μέσα από τον δικό του δρόμο και τρόπο, όχι μόνο να προειδοποιήσουμε ενάντια στο ρεύμα προσαρμογής κι ανάθεσης στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και να σκιαγραφήσουμε μιαν άλλη ριζοσπαστική αριστερή, ελευθεριακή ή και επαναστατική κομμουνιστική εναλλακτική.
Φυσικά είναι ανάξιο για κομμουνιστές να ζητούμε αυτοδικαίωση ή να παίζουμε την Κασσάνδρα. Άλλο, όμως, συνενοχή κι άλλο λάθη και σύγχυση. Αν δεχτούμε “συνενοχή” τότε δεν θα καταλήξουμε μόνο σε μια απολογητική του ΣΥΡΙΖΑ, παρ όλες τις κατάρες ενάντια του, αλλά θα δεχτούμε και την προσαρμογή στην πολιτική λογική του και στην αδιέξοδη αναζήτηση ενός “καλύτερου” ΣΥΡΙΖΑ Νο2, α λα ΛΑΕ.
Σίγουρα κάναμε πολιτικά λάθη και πρέπει να τα εξετάσουμε, να τα βρούμε άφοβα κι αυτοκριτικά, να τα διορθώσουμε, να ξεπεράσουμε τους εαυτούς μας, να κάνουμε ένα άλμα στο επίπεδο της Ιστορίας. Δεν πετύχαμε να πείσουμε, να κερδίσουμε ένα σημαντικό τμήμα αγωνιστών και λαού, τόσο από αυτούς που ήρθαν σε ρήξη με τον ΣΥΡΙΖΑ μετά το τρίτο μνημόνιο και τα καταστροφικά αδιέξοδα που ακολούθησαν, αλλά και από εκείνους μέσα στην εργατική τάξη, την νεολαία και τον φτωχοποιημένο λαό που και πριν το 2015 στέκονταν κριτικά απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και την πορεία του, ενώ, συνάμα, τους απωθούσε και τους απωθεί ο γραφειοκρατικός απομονωτισμός, η αυτοαναφορικότητα, ο άσκημα κρυμμένος πίσω από αριστερές ρητορείες και δάφνες αγώνων συντηρητισμός της σταλινικής ηγεσίας του ΚΚΕ.
Όσον αφορά το ΕΕΚ, από την μεριά μας θέτουμε αυτό το καίριο ζήτημα κριτικού πολιτικού απολογισμού για συζήτηση, στην πορεία προς το 15ο Συνέδριό μας και σύντομα θα παρουσιάσουμε τα πρώτα συλλογικά συμπεράσματά μας.
Παρακολουθήσαμε, μετά την συντροφική πρόσκληση, την 3η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Κατά την γνώμη μας γίνανε, σίγουρα, βήματα προς τα εμπρός, ποιοτικό άλμα, όμως, δεν υπήρξε. Δεν είναι μόνο λόγω ενός, υπαρκτού, έντονου και παραλυτικού φραξιονισμού των συνιστωσών, “καπελωτισμού” και παρασκηνιακού παραγοντισμού που απωθεί κάθε αυθεντικό επαναστάτη κι επαναστατική οργάνωση. Όλα αυτά τα παθολογικά συμπτώματα είναι εκδηλώσεις βαθύτερων προβλημάτων στρατηγικού προσανατολισμού και προοπτικής. Ένα μικρό αλλά χαρακτηριστικό δείγμα είναι η έλλειψη κάποιας πραγματικής κριτικής αποτίμησης της λεγόμενης “μετωπικής συμπόρευσης” με την αλήστου μνήμης ΜΑΡΣ που το μόνο που πέτυχε ήταν να διευκολύνει την προσχώρηση οργανώσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ που έσπασε καθυστερημένα και σε πλήρη σύγχυση όταν ο Τσίπρας κήρυξε τις πρόωρες εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, με τα γνωστά αποτελέσματα. Το ΕΕΚ, τότε θεώρησε θετικό ότι η πλειοψηφία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αρνήθηκε την αυτοδιάλυση στον “αριστερό, δημοκρατικό, πατριωτικό” ρεφορμισμό συριζικής προέλευσης και στη βάση μιας προγραμματικής σύγκλισης και συμφωνίας συγκροτήσαμε το εκλογικό μπλοκ ΑΝΤΑΡΣΥΑ -ΕΕΚ- Ανένταχτων αριστερών αγωνιστών και αγωνιστριών. Η απόφαση αυτή βρήκε θετική ανταπόκριση από συναγωνιστές προπαντός από εκείνους που βρίσκονται εκτός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή κι εκτός του ΕΕΚ, καθώς άνοιγε την αμυδρή προοπτική μιας αριστερότερης εναλλακτικής. Κι όμως ούτε στις πολυσέλιδες Θέσεις για την 3η Συνδιάσκεψη ούτε στην πολιτική Απόφασή της υπήρξε η παραμικρή μνεία, θετική ή αρνητική ή κάποια ισορροπημένη αποτίμηση αυτής της εμπειρίας. Εάν ήταν εντελώς ασήμαντη και καιροσκοπική δεν χρειάζεται να επανέλθει κανείς σ’ αυτήν. Εάν υπάρχει άλλος λόγος, μάλλον θα είναι πιο πολιτικός. Μήπως επειδή η λογική της άτυχης “μετωπικής συμπόρευσης” παραμένει και μαζί της μένει ανοιχτός κι ο δρόμος προς την ΛΑΕ, κάτω από την πίεση, μάλιστα, πιθανών εκλογικών αναμετρήσεων, παρά τις ολοφάνερες φυγόκεντρες τάσεις που πολυδιασπούν και την ΛΑΕ;
Το πρόβλημα της πολυδιάσπασης της Αριστεράς είναι υπαρκτό, βαραίνει πάνω στον ίδιο τον λαό που επαναφέρει διαρκώς το ζήτημα της ενότητας, πρώτα-πρώτα στη δράση για τα εκρηκτικά κοινωνικά προβλήματα. Για το ΕΕΚ η ενότητα στην δράση, και παραπέρα το Ενιαίο Μέτωπο των μαχητικών ταξικών οργανώσεων του εργατικού λαϊκού κινήματος είναι σήμερα επείγουσα ανάγκη της ταξικής πάλης. Το δεχόμαστε και το υπερασπιζόμαστε.
Ακόμα, θεωρούμε ότι το αναγκαίο Ενιαίο ταξικό Μέτωπο δεν μπορεί ούτε πρέπει να πολυδιασπάται σε “θεματικά” μικρομέτωπα όπου η κάθε οργάνωση και συλλογικότητα θα κοιτάξει να βάλει το δικό της “καπέλο”. Τα ταξικά πολιτικοκοινωνικά προβλήματα είναι αλληλένδετα και απαιτούν μια ενιαία συνεκτική πολιτική αντιμετώπιση που δεν θα σβήνει την ιδιαιτερότητα του κάθε προβλήματος και θα σέβεται την ανεξαρτησία των διαφορετικών οργανώσεων και συλλογικοτήτων που συμμετέχουν στο μέτωπο.
Δεν θεωρούμε, επίσης, ότι το καθήκον μας είναι να συσπειρώσουμε σε ένα κοινό πολιτικό σχήμα ό,τι αποσπάται από τον ΣΥΡΙΖΑ ή το ΚΚΕ, για να υπάρξει ένα Μέτωπο μεγαλύτερης εμβέλειας, κυρίως εκλογικής. Σίγουρα πρέπει να είμαστε ανοιχτοί μαζί τους στον πολιτικό διάλογο και την κοινή δράση σε συγκεκριμένα ζητήματα της ταξικής πάλης. Δεν μπορούμε, όμως, να προχωρούμε στην σύμπηξη μετωπικού σχήματος ή μιας νέας “μετωπικής συμπόρευσης” με μοναδικό κριτήριο, ας πούμε, την στάση απέναντι στην αποδέσμευση από την ΕΕ που μπορεί κάλλιστα να βασίζεται στον “αριστερό, δημοκρατικό, αντιμνημονιακό, πατριωτικό” εθνικισμό και ρεφορμισμό. Ούτε όποιος αποδεσμεύεται από ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ κινείται πάντα προς την επαναστατική Αριστερά: ορισμένες δυνάμεις συνεχίζουν τη λογική ΣΥΡΙΖΑ και μιας νέας “κυβέρνησης της Αριστεράς” (μέσα στον καπιταλισμό ή και την ΕΕ)· ορισμένες γίνονται ήδη “αριστερά προχώματα” της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ σαν “του μικρότερου κακού”· ή αποσπούνται από το ΚΚΕ από τα δεξιά, για να νεκραναστήσουν τον Φλωράκη και την “αντιϊμπεριαλιστική – αντιμονοπωλιακή δημοκρατία” χωρίς κοινωνική επανάσταση, εργατική εξουσία και ανατροπή του καπιταλισμού.
Δεν είναι πρόβλημα “ιδεολογικής καθαρότητας”. Συνδέεται με το συνολικό πολιτικό πρόβλημα της παρούσας ιστορικής συγκυρίας στη χώρα, στην Ευρώπη και διεθνώς. Ο λαός αναρωτιέται: Μετά τον ΣΥΡΙΖΑ τί;
Η νεοεκλεγμένη τον Σεπτέμβριο 2015 κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ χάνει ραγδαία το κοινωνικό έδαφος κάτω από τα πόδια της, απονομιμοποιείται πολιτικά. Το κυριότερο χαρτί που της μένει στα χέρια να επισείει για να φοβίζει τον λαό είναι… ο “Κούλης” Μητσοτάκης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στις (αμφίβολες) δημοσκοπήσεις η ΝΔ προπορεύεται πια κι η ρεβανσιστική Δεξιά προωθεί την εκστρατεία της για ανακατάληψη της κυβέρνησης και της ακυβέρνητης χώρας. Η καπιταλιστική κρίση, όμως, τρέχει με ασύλληπτα μεγαλύτερη ταχύτητα και της αφαιρεί τα απαραίτητα πολιτικά και οικονομικά εφόδια για να προχωρήσει στη μετωπική σύγκρουση με τις μάζες που απαιτεί το κεφάλαιο, η ΕΕ και το ΔΝΤ. Ακόμα και να βγει πρώτο κόμμα η ΝΔ σε πρόωρες εκλογές πώς θα κυβερνήσει; Στην Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ιρλανδία πήρε η Δεξιά την πρωτιά αλλά όχι την κυβέρνηση. Πώς θα γίνει πρωθυπουργός ο Κούλης; Με την Φώφη, το αποξηραμένο πια Ποτάμι, τους φασίστες, τον “σοβαρό” φασίστα Μπαλτάκο με τον ομοϊδεάτη του Καρατζαφέρη ή με την οικογένεια Λεβέντη; Το ίδιο πάνω-κάτω ισχύει και για τον ΣΥΡΙΖΑ. Όσον αφορά την συγκρότηση κυβέρνησης “εθνικής ενότητας” ή “τεχνοκρατών”, η εμπειρία της κυβέρνησης Παπαδήμου ή Μόντι έδειξε την έλλειψη αντοχής που έχουν τέτοια σχήματα σε συνθήκες επιδεινούμενης κοινωνικοοικονομικής κρίσης και λαϊκής αναταραχής.
Η πολιτική αστάθεια κυριαρχεί στην Ελλάδα, την Ευρώπη, τον κόσμο. Στη χώρα μας παίρνει ακραίες μορφές. Δεν είναι ούτε λύνεται σαν πρόβλημα αλλαγής της κυβέρνησης μέσα το ίδιο αστικό καθεστώς, μέσα στο ίδιο σύστημα της χρεοκοπημένης καπιταλιστικής κυριαρχίας. Πρόκειται για κρίση εξουσίας, για καθεστωτική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος συνολικά. Η κερδοφόρα υποταγή του ελληνικού κεφαλαίου και του πολιτικού του προσωπικού στην κλυδωνιζόμενη ΕΕ πυροδοτεί και επιδεινώνει αφάνταστα την κρίση του, χωρίς να είναι λύση μια αποδέσμευση, μέσα στα πλαίσια του ιδίου καπιταλιστικού συστήματος. Είναι αναγκαία η έξοδος και από την ΕΕ και από το παρακμασμένο σύστημα του κεφαλαίου, η εργατική εξουσία κι η αναδιοργάνωση της οικονομίας της χώρας και της Ευρώπης σε νέες, σοσιαλιστικές βάσεις. Σε μια Ένωση Σοσιαλιστικών Συμβουλιακών Δημοκρατιών από την Λισαβόνα ως το Βλαδιβοστόκ, κατά την δική μας διεθνιστική οπτική.
Υπάρχει πάντα το αγωνιώδες ερώτημα εκατομμυρίων λαού “Μετά τον ΣΥΡΙΖΑ τί;” Δεν αρκεί απλώς να προτείνουμε αγώνες και μια σθεναρή εργατική αριστερή αντιπολίτευση. Αν οι αγώνες είναι αποσπασματικοί, αν δεν έχουν ακόμα υψωθεί στο ύψος που απαιτεί η κρίση, αυτό δεν οφείλεται μόνο στον άθλιο, έτσι κι αλλιώς, ρόλο των γραφειοκρατών. Υπάρχει και έλλειμα εναλλακτικής. Ο λαός ψάχνει με αγωνία μια εναλλακτική εξουσίας. Δεν στρέφεται ακόμα η πλειοψηφία του προς τα δεξιά. Αλλά αυτό που βλέπει στα αριστερά τού ΣΥΡΙΖΑ είναι αποκαρδιωτικό: ένα ΚΚΕ που κάνει μόνο του και πειθαρχημένα το ίδιο δρομολόγιο Ομόνοια –Σύνταγμα -διάλυση στους Στύλους του Ολυμπίου Διός· μια ΛΑΕ, μικρογραφία καθόλου πειστική του πρώτου ΣΥΡΙΖΑ· και παραπέρα την ΑΝΤΑΡΣΥΑ στα δικά της αδιέξοδα καθώς και διάσπαρτες ομάδες της άκρας Αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου.
Υπάρχει αναζήτηση μιας εναλλακτικής. Και εφόσον η πολιτική κρίση ανάγεται όχι απλώς σε κυβερνητική κρίση αλλά σε κρίση εξουσίας, τότε η απάντηση που πρέπει να δώσουν πολιτικά και πρακτικά οι μαχητικές ταξικές δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς είναι η εξής: πρέπει να παλέψουμε να μετατρέψουμε την ίδια την εργατική τάξη όχι απλώς σε αντιπολίτευση αλλά σε εναλλακτική δύναμη εξουσίας ενάντια σε κεφάλαιο, ΕΕ, ΔΝΤ και ΝΑΤΟ, ενάντια σε μνημονιακές κυβερνήσεις, δεξιές και ψευτοαριστερές, ενάντια στην επάνοδο της Δεξιάς και στην απειλή του φασισμού, για μια διεθνιστική σοσιαλιστική διέξοδο από την κρίση.
Υπάρχουν ανάμεσά μας τα τελευταία χρόνια, μέσα σε κοινούς αγώνες, ακόμα και στο εκλογικό μπλοκ του Σεπτεμβρίου 2015, βασικές προγραμματικές συγκλήσεις: για την διαγραφή του χρέους, την εθνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικών τομέων της οικονομίας κάτω από εργατικό έλεγχο, για αυτοοργάνωση των μαζών, για άμεση ρήξη με ΕΕ-ευρωζώνη, ΔΝΤ, αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και ΝΑΤΟ.
Υπάρχουν, βέβαια, και σοβαρές διαφορές ανάλυσης, προγράμματος, ιστορικής αντίληψης και παράδοσης, μεθόδου, προοπτικής. Είναι, π.χ. πρόβλημα, κι όχι μόνο για το ΕΕΚ, να βλέπουμε δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς να αναφέρονται μονάχα σε έναν αόριστο “αντικαπιταλισμό”, βολικό σε κάθε καιροσκοπισμό, κι όχι στον επαναστατικό κομμουνισμό. Αναφέρονται σε “ανατροπή της πολιτικής” (όρο που κατά κόρον χρησιμοποιούν όλοι σε όλο το πολιτικό φάσμα), αποφεύγοντας σαν “αριστερισμό” να θέσουν το ζήτημα της κοινωνικής επανάστασης και της εργατικής εξουσίας στο κέντρο της πολιτικής ζύμωσης και του μεταβατικού προγράμματος. Κι είναι, επίσης, μεγάλο πρόβλημα η ερωτοτροπία με τον “αριστερό πατριωτισμό”, τον φετιχισμό της επιστροφής στη δραχμή, με την αντίθεση στην ΕΕ στο όνομα της εθνικής κυριαρχίας κι όχι του διεθνιστικού σοσιαλισμού, και μάλιστα σε μια περίοδο όπου το οικοδόμημα της ΕΕ διαρρηγνύεται μέσα σε εθνικούς ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, αντίπαλους εθνικισμούς και κλειστές με συρματοπλέγματα και φράχτες εθνικές συνοριακές γραμμές.
Κατά το ΕΕΚ, οι διαφορές, μεγάλες ή μικρές, δεν είναι δικαιολογία για να κλειστεί ο καθένας στο γκέτο του. Οι διαφορές, πρέπει να συζητηθούν σοβαρά και συντροφικά ανάμεσα σε όσους βρίσκονται από την εδώ μεριά του οδοφράγματος, την πλευρά της εργατικής τάξης. Δεν πρέπει να γίνουν απόλυτα εμπόδια στην κοινή πάλη ή και, παραπέρα, στην συσπείρωση ταξικών και επαναστατικών κομμουνιστικών δυνάμεων σε Ενιαίο Μέτωπο πάλης στη βάση μεταβατικών προγραμματικών διεκδικήσεων, στην πάλη για μια σοσιαλιστική διέξοδο από την κρίση.
Μόνον έτσι θα μπορέσει να υπάρξει ένα ανεξάρτητο σημείο επαναστατικής αναφοράς που θα πείθει τις μάζες ότι υπάρχει εναλλακτική λύση στη χρεοκοπία του ρεφορμισμού κι αυτή δεν βρίσκεται στο Μέγαρο Μαξίμου ή την Βουλή ή στον “πόλεμο χαρακωμάτων μέσα στους μηχανισμούς του Κράτος” ή στον “εκδημοκρατισμό της ΕΕ” ούτε στο περίκλειστο μοναστήρι του Περισσού, αλλά στους δρόμους της επίκαιρης όσο ποτέ μαζικής κοινωνικής επανάστασης.
Πώς θα προχωρήσουμε;
Η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί μέσα από έναν ακόμα, άκαρπο γύρο κλειστών συζητήσεων γραφείων. Το ΕΕΚ προτείνει στους συντρόφους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με τους οποίους μας συνδέουν πολύχρονοι κοινοί αγώνες αλλά και πέρα απ’ αυτήν, σε άλλες ταξικές μαχητικές δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς και του εργατικού κινήματος, των κοινωνικών κινημάτων, των αυτόνομων και αυτο-οργανωμένων συλλογικοτήτων, των αγωνιστών του ευρύτερου ελευθεριακού χώρου, να προετοιμάσουμε συλλογικά και με όρους κινήματος τις πολιτικές και οργανωτικές προϋποθέσεις για να συγκληθεί μια Πανελλαδική Ανοιχτή Αγωνιστική Συνδιάσκεψη όπου θα συζητηθεί και θα αποφασιστεί ένα Εναλλακτικό Πρόγραμμα Διεξόδου από την Κρίση, ενάντια στα μνημόνια, κάθε μνημονιακή κυβέρνηση, ενάντια και στα νεοφιλελεύθερα παραληρήματα της Δεξιάς και ακροδεξιάς. Μια εναλλακτική πρόταση “από τα κάτω” κι όχι από τις δομές εξουσίας του κεφαλαίου, του κράτους, της ΕΕ και του ΔΝΤ.
Μαζί θα πρέπει να επεξεργαστούμε και να αποφασίσουμε επίσης ένα απαραίτητο Σχέδιο Δράσεων σε όλη την χώρα αλλά και στην περιοχή, στα Βαλκάνια, την Ευρώπη και διεθνώς.
Ας τολμήσουμε να ανοίξουμε πρωτόφαντους δρόμους απελευθέρωσης!
ΕΕΚ, Απρίλης 2016