της Κατερίνας Μάτσα

Χιονοστιβάδα αποκαλύψεων αυτή την εποχή στα ΜΜΕ, για τον παπά που βίαζε τις ανήλικες μαθήτριες του κατηχητικού και τον ομαδικό βιασμό της Γεωργίας σε πολυτελές ξενοδοχείο της Θεσσαλονίκης την παραμονή της Πρωτοχρονιάς από γόνους «καλών οικογενειών».

Έχουν προηγηθεί οι αποκαλύψεις στα πλαίσια του ελληνικού #MeToo, μετά την πρώτη θαρραλέα καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου. Βιασμοί, σεξουαλικές παρενοχλήσεις, εκδικητική διαδικτυακή πορνογραφία, γυναικοκτονίες, μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα σεξισμού, ομοφοβίας, τρανσφοβίας, εκφοβισμού και όλων των μορφών έμφυλης βίας.

Ενδεικτική αυτού του κλίματος είναι και η υπόθεση της έγκρισης από το Υπουργείο Παιδείας του «εκπαιδευτικού προγράμματος» της περίφημης Εταιρείας Προγεννητικής Αγωγής με τα βίντεο της ομοφοβίας, του σεξισμού, των πιο αναχρονιστικών, πατριαρχικών αντιλήψεων, που προορίζονταν για την Αγωγή Υγείας των γυμνασιόπαιδων. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η υπουργός υποχρεώθηκε, μετά την κατακραυγή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, να ακυρώσει την έγκρισή τους, το ζήτημα παραμένει σοβαρό.

 Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του Ευρωκοινοβουλίου, μία στις τρεις γυναίκες στις χώρες της ΕΕ έχει υποστεί, τουλάχιστον μία φορά στη ζωή της, κάποιας μορφής βία, φυσική, σεξουαλική, ψυχολογική, εντός της οικογένειας, εντός της σχέσης πρώην ή νυν συντρόφων, εντός του επαγγελματικού περιβάλλοντος.

«Η βία σε βάρος των γυναικών είναι ένα φαινόμενο διαδεδομένο σε όλες τις κοινωνίες και σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, ανεξάρτητα από το επίπεδο ανάπτυξης, το βαθμό πολιτικής σταθερότητας, τον πολιτισμό ή τη θρησκεία και συναντάται τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό χώρο», κατά την Μ. Γκασούκα[1].

Σε σχέση με την Ελλάδα, όπως προκύπτει από την ανάλυση των καταγραφών εμπειριών κακοποίησης στη διαδικτυακή πλατφόρμα που άνοιξε η Σοφία Μπεκατώρου #menow_metoo, το 96,7% προέρχεται από γυναίκες, οι οποίες έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση, σε ποσοστό 70,7%.

Η ιδιαίτερη συνθήκη της πανδημίας του κορονοϊού και της καραντίνας έχει προκαλέσει μια αύξηση της ενδοοικογενειακής και γενικά της έμφυλης βίας σε όλες τις χώρες, όπως φαίνεται από τα στοιχεία που δημοσιεύονται. Ο ΠΟΥ επισημαίνει τον κίνδυνο μιας «πανδημίας έμφυλης βίας».

Η αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας αποδίδεται βασικά στο γεγονός ότι σε συνθήκες καραντίνας οι γυναίκες υποχρεώθηκαν να συμβιώνουν κάτω από την ίδια στέγη με τον κακοποιητή τους, σε διαρκή βάση και κάτω από τον διαρκή έλεγχό του, χωρίς να μπορούν να ζητήσουν βοήθεια. Επιπλέον, το άγχος, η επισφάλεια, τα οικονομικά προβλήματα αυξάνουν την ένταση στις σχέσεις και τροφοδοτούν συγκρούσεις και βία. Τα θύματα δεν έχουν πού να απευθυνθούν, υπομένουν και σιωπούν. Σιωπούν γιατί φοβούνται τα αντίποινα, αφού οι θύτες εκβιάζουν. Σιωπούν, γιατί είναι άνεργες, δεν έχουν εισοδήματα, εξαρτώνται οικονομικά από τον κακοποιητή. Σιωπούν, γιατί φοβούνται την κοινωνική κατακραυγή. Σιωπούν, γιατί ντρέπονται, κατηγορούν τον εαυτό τους, αυτοενοχοποιούνται. Σιωπούν, γιατί αισθάνονται ότι όλοι τις κατηγορούν. Σιωπούν, γιατί δεν υπάρχουν κοινωνικές δομές, όπου να μπορούν να καταφύγουν, δεν υπάρχουν θεσμοί να τις προστατέψουν. Αντίθετα, οι θεσμοί στους οποίους απευθύνονται (αστυνομία, ιατροδικαστική υπηρεσία, εισαγγελία κ.λπ., με τα όργανά τους και τις διαδικασίες που ακολουθούν) επιδίδονται σε μια επιχείρηση ταπείνωσης και εξευτελισμού των θυμάτων.

Η πιο ακραία μορφή έμφυλης βίας είναι η γυναικοκτονία. Τα ποσοστά κατά την περίοδο της πανδημίας τετραπλασιάστηκαν[2]. Αυτή η αύξηση, που παρατηρήθηκε κυρίως μετά την χαλάρωση των αυστηρών περιοριστικών μέτρων της πανδημίας, αποδίδεται στο γεγονός ότι σε εκείνη συνήθως την περίοδο οι γυναίκες αποφασίζουν να ανακοινώσουν ένα χωρισμό, μια διακοπή της σχέσης, κάτι που δεν γίνεται, με κανένα τρόπο, δεκτό από τον θύτη, τον προσβάλει θανάσιμα, τον κάνει έξω φρενών. «Αν δεν σε έχω εγώ δεν θα σε έχει κανείς». Και η ζωή της γυναίκας τελειώνει εδώ.

Κατά τον ΟΗΕ έγιναν 87.000 γυναικοκτονίες το 2018 σε όλο τον κόσμο, χωρίς να καταγράφεται επίσημα παρά μόνο το 10%. Αυτό σημαίνει περί τις 238 γυναικοκτονίες την ημέρα! Στην Ελλάδα, μέσα στο 2021 έγιναν 17 γυναικοκτονίες.

Στις χώρες με τα μεγαλύτερα ποσοστά γυναικοκτονιών συγκαταλέγονται η Αργεντινή, το Σαλβαντόρ, η Ινδία, η Ονδούρα, το Μεξικό, η Γουατεμάλα, η Κολομβία, η Βραζιλία, η Ρωσία, η Ν. Αφρική. Υψηλά ποσοστά, επίσης, έχουν το Μαυροβούνιο, η Λετονία, η Λιθουανία, η Τσεχία, η Κύπρος και η Ελλάδα[3].

Η γυναικοκτονία (femicide) είναι ένα έγκλημα με έμφυλα και σεξιστικά χαρακτηριστικά. Οι γυναικοκτόνοι αρνούνται το δικαίωμα στη ζωή στις γυναίκες ή στα μέλη της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ, εξαιτίας του φύλου τους, επειδή δεν προσαρμόζονται στα σεξιστικά στερεότυπα, διεκδικούν την αυτονομία τους, το δικαίωμα στο όχι», λέει η Μ. Γκασούκα[4]. Πρόκειται, δηλαδή, για σεξιστικό, τιμωρητικό έγκλημα.

Ο όρος γυναικοκτονία, που αποτελεί κόκκινο πανί για την Alt Right Δεξιά, έχει εισαχθεί από τη Νοτιο-αφρικανή φεμινίστρια Diana Russel το 1976. Έχει ενταχθεί στο νομικό καθεστώς 18 χωρών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής. Στην Ελλάδα ο υπουργός Δικαιοσύνης Κ. Τσιάρας αρνήθηκε να τον δεχτεί, παρά τις έντονες πιέσεις των φεμινιστικών οργανώσεων και της Αντιπολίτευσης, τόσο κατά τη συζήτηση στη Βουλή για τους Ποινικούς Κώδικες, όσο και για το νόμο για τη «Συνεπιμέλεια». Έναν αντιδραστικό νόμο που βρίσκεται σε σύγκρουση με το πνεύμα της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, η οποία προστατεύει τη γυναίκα και το παιδί από τον κακοποιητή σύζυγο και πατέρα, ορίζοντας τη βία κατά των γυναικών ως παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Φώτογραφία: Μάριος Λώλος

Η οικογένεια και η σεξουαλικότητα

Στα πλαίσια της συμβολικής τάξης πραγμάτων αποδίδεται στη γυναίκα υποδεέστερη θέση στην κοινωνία σε σχέση με τον άνδρα ως προς το ρόλο, τα καθήκοντα, τις λειτουργίες. Αυτή η διαίρεση του κόσμου με βάση το φύλο συντηρείται και ρυθμίζεται από τη βία, που ασκείται παντού. Ενδοοικογενειακή βία, μαζικοί βιασμοί γυναικών στη διάρκεια πολέμων, έμφυλη βία στον επαγγελματικό χώρο, βία του αποκλεισμού της γυναίκας από πολλούς τομείς της κοινωνικής ζωής.

Κατά τον Ένγκελς[5], η πρώτη ταξική αντίθεση στην Ιστορία συμπίπτει με την ανάπτυξη του ανταγωνισμού άντρα και γυναίκας στη μονογαμία. Η μονογαμική οικογένεια βασίζεται στην κυριαρχία του άντρα, με ρητό σκοπό τη γέννηση παιδιών που η πατρότητά τους είναι αδιαφιλονίκητη και θα γίνουν οι κληρονόμοι της περιουσίας του πατέρα.

Η οικογένεια ορίζει τα όρια κανονικού – μη κανονικού, αναλαμβάνει τη μετάδοση των κυρίαρχων αξιών, ρυθμίζει τις σχέσεις των σωμάτων μεταξύ τους και με τον πληθυσμό. Με αυτή την έννοια η οικογένεια δεν έχει μόνο μια βιοπολιτική, αλλά και μια έμφυλη διάσταση. «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» είναι άλλωστε το τρίπτυχο κάθε φασιστικού καθεστώτος.

Είναι η οικογένεια που «μαθαίνει» στο κορίτσι να υποτάσσεται στον άντρα και να δέχεται σαν «φυσική» τη βίαιη συμπεριφορά του. Είναι η οικογένεια που συμβάλει με τη στάση της στη νομιμοποίηση της ανδρικής εξουσίας, αναπαράγοντας διαρκώς τα στερεότυπα «οι άντρες δεν κλαίνε», ή «κλαίς σα γυναικούλα» μέσα σε ένα λόγο, ο οποίος, τόσο στον ιδιωτικό χώρο της οικογένειας όσο και στο δημόσιο χώρο «χτίζει» μια τοξική αρρενωπότητα, όπου η επιθετικότητα και η έκφρασή της καθίσταται «φύση» και γίνεται βάση της υιοθέτησης και νομιμοποίησης αυταρχικών και επιθετικών συμπεριφορών εναντίον των γυναικών[6].

Το οικογενειακό κύτταρο, λέει ο Μ. Φουκώ[7], έτσι όπως αξιοποιήθηκε το 18ο αιώνα, επέτρεψε να αναπτυχθούν πάνω στις δύο κύριες διαστάσεις του -στον άξονα άντρας/γυναίκα και στον άξονα γονείς/παιδιά- τα βασικά στοιχεία του συστήματος σεξουαλικότητας (το γυναικείο σώμα, η παιδική πρωιμότητα, η ρύθμιση των γεννήσεων και, αναμφίβολα κάπως λιγότερο, ο χαρακτηρισμός των διεστραμμένων). Ο ρόλος της οικογένειας, ως όργανο πολιτικού ελέγχου και οικονομικής ρύθμισης, είναι να μεταφέρει το νόμο και τη δικαιϊκή διάσταση μέσα στο σύστημα της σεξουαλικότητας.

Αυτό το σύστημα μέσα στον καπιταλισμό συνδέεται άμεσα με την ετεροκανονικότητα της πατριαρχίας, όπου το γυναικείο σώμα αντικειμενοποιείται σεξουαλικά ως όργανο ηδονής, εμπορευματοποιείται -με ακραία μορφή το trafficking-, εργαλειοποιείται ως όργανο τεκνοποίησης.

Μέσα σε αυτό το πολύπλοκο πλέγμα εξουσιαστικών σχέσεων, με κοιτίδα την οικογένεια, όπου η βία και ο ανταγωνισμός αναγορεύονται σε συστατικά του «ανδρικού ρόλου», διαμορφώνεται και ο «γυναικείος ψυχισμός», εσωτερικεύοντας την έμφυλη βία ως «κανονικότητα». Η οικογενειακή εξουσία ρυθμίζει τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας θεσμοθετώντας και παγιώνοντας την αδικία σε βάρος των γυναικών, μετατρέποντας συχνά την οικογενειακή εστία σε τυραννία για αυτές.

Φώτογραφία: Θόδωρος Κουτσουμπός

Οι ρίζες της έμφυλης βίας – η συμβολική βία

Η αντρική κυριαρχία βασίζεται στη λογική της οικονομίας των συμβολικών σχέσεων και των συμβολικών ανταλλαγών, δηλαδή στην ασυμμετρία μεταξύ αντρών και γυναικών, που θεσμοθετείται μέσα στην κοινωνική κατασκευή της συγγένειας και του γάμου, την κατασκευή του υποκειμένου και του αντικειμένου, λέει ο Ν. Παναγιωτόπουλος[8].

Για να κατανοήσουμε τον τρόπο που λειτουργεί η ανδρική εξουσία και βία στις έμφυλες σχέσεις πρέπει να εμβαθύνουμε στην έννοια της συμβολικής βίας.

Η συμβολική βία, κατά τον Μπουρντιέ[9], αποτελεί μια μορφή βίας, όπου αυτοί που την υφίστανται αποτελούν ταυτόχρονα και τους συνενόχους της, με την έννοια ότι έχουν εσωτερικεύσει τα ίδια σεξιστικά, φαλλοκρατικά στερεότυπα για την ανωτερότητα των ανδρών και την «εκ φύσεως» κατώτερη θέση των γυναικών, για τα «ανδρικά» και «γυναικεία» επαγγέλματα, για την «καλή σύζυγο και μητέρα», για τα χαρακτηριστικά της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας.

Η σχέση ανδρικής κυριαρχίας επιβάλλεται στην κοινωνία, τόσο αντικειμενικά, θεσμικά, μέσα από νόμους και απαγορεύσεις, όσο και υποκειμενικά, με τη μορφή συναισθημάτων, γνωστικών δομών, αρχών αντίληψης του σώματος, γυναικείου και ανδρικού, προτύπων συμπεριφοράς, κοινωνικών αναπαραστάσεων και γενικά τρόπου θέασης του κόσμου. Η ίδια η διαδικασία κοινωνικοποίησης του παιδιού μέσα στην οικογένεια, στο σχολείο και ευρύτερα στην κοινωνία παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαρκή αναπαραγωγή της συμβολικής τάξης. Με άλλα λόγια, η ανδρική τάξη πραγμάτων εγγράφεται στους εγκεφάλους και στα σώματα ανδρών και γυναικών, στον τρόπο που ντυνόμαστε, που μιλάμε, που χρησιμοποιούμε το σώμα μας, στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Με αυτόν τον τρόπο η σχέση ανδρικής κυριαρχίας «νομιμοποιείται» στη συνείδηση των ανθρώπων[10].

Κατά τον ανθρωπολόγο Μωρίς Γκοντελιέ, «η ισχυρότερη δύναμη δεν είναι η βία των εξουσιαστών, αλλά η ιδεολογική συναίνεση των εξουσιαζόμενων στην υποταγή τους. Πώς και γιατί συναινούν οι εξουσιαζόμενοι στην υποταγή τους; Γιατί σκέπτονται, αναγνωρίζουν ότι είναι προς το συμφέρον τους να υπηρετούν, αφού η εξουσία που έχουν πάνω τους οι εξουσιαστές είναι νόμιμη»[11].

Οι γυναίκες μοιράζονται με τους άνδρες τις ίδιες ιδεολογικές αναπαραστάσεις για το φύλο τους και για τις έμφυλες σχέσεις. Σε αυτή τη βάση αναγνωρίζουν τη «νομιμότητα» της ανδρικής εξουσίας, έστω και αν, βιώνοντάς την, την κρίνουν και την κατακρίνουν ως άδικη. Από την πιο τρυφερή τους ηλικία «εκπαιδεύονται», διαπαιδαγωγούνται στην αποδοχή της θέσης υποτέλειας απέναντι στους άνδρες και στην «κανονικότητα» της σιωπηρής υποταγής τους.

Αυτή η «εκπαίδευση» έχει, ιστορικά, τις ρίζες της στις απαρχές του καπιταλισμού, στην ίδια τη διαδικασία της πρωταρχικής συσσώρευσης του Κεφαλαίου, στο κυνήγι και τις δίκες των μαγισσών στην Ευρώπη, τον 15ο και 16ο αιώνα[12].

Φώτογραφία: Θόδωρος Κουτσουμπός

Οι γυναίκες στην πυρά

Εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες οδηγήθηκαν στην πυρά και εξοντώθηκαν με βασανιστήρια, γιατί λειτουργούσαν μέσα στις κοινότητές τους ως θεραπεύτριες, μαίες, βοτανολόγοι, ειδικές στην αντισύλληψη, αλλά και οργανώτριες της αντίστασης των φτωχών στους καταπατητές των κοινοτικών γαιών, την Εκκλησία και την αναδυόμενη καπιταλιστική τάξη.

«Το κυνήγι των μαγισσών αποστέρησε από τις γυναίκες την ανατρεπτική τους δύναμη. Στην πυρά δεν καίγονταν μόνο τα σώματα των γυναικών-μαγισσών, αλλά καταστρεφόταν κι ένας ολόκληρος κόσμος κοινωνικών σχέσεων, πηγή της κοινωνικής επιρροής των γυναικών, όσο και σώμα γνώσεων, που οι γυναίκες μετέδιδαν από μάνα σε κόρη – γνώσεων βοτανολογικών, θεραπευτικών, γνώσεων για τα μέσα αντισύλληψης, για τις αμβλώσεις, για τα μαγικά που εξασφαλίζουν τον έρωτα ενός άντρα», λέει η S. Federici[13].

Μέσα από αυτές τις δίκες, αυτό το τεράστιο κύμα τρομοκρατίας επί δύο και περισσότερους αιώνες, επιβλήθηκε ο έλεγχος της αναπαραγωγής, ο κοινωνικός έλεγχος και οι έμφυλοι ρόλοι, ο αποκλεισμός των γυναικών από τις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές δραστηριότητες, στις οποίες συμμετείχαν μέχρι τότε.

Σε αυτή την περίοδο ανανοηματοδοτήθηκε η σεξουαλικότητα των γυναικών. Δαιμονοποιήθηκε η ελεύθερη, μη-αναπαραγωγική σεξουαλική δραστηριότητα. Η γυναίκα καταδικάστηκε να μένει εντός της οικογενειακής εστίας, υπάκουη σύζυγος και μητέρα παιδιών, που ανήκαν, όπως και αυτή, στην ιδιοκτησία του συζύγου.

Μέσα σε αυτό το κλίμα τρομοκρατίας καλλιεργήθηκε και ο φόβος και η δυσπιστία των ανδρών απέναντι στις γυναίκες γενικά, σαν πηγή του κακού που θα μπορούσαν αυτές να κάνουν. Αυτό έθρεψε τα σεξιστικά και ρατσιστικά στερεότυπα, που δεν έπαψαν μέχρι σήμερα να θεριεύουν.

Γιατί δεν ήταν μόνο στην εποχή της Ιεράς Εξέτασης. Και σήμερα, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης του χρηματιστικού Κεφαλαίου, το κυνήγι των μαγισσών συνεχίζεται, σε περιοχές πλουτοπαραγωγικών πηγών, κυρίως στην υποσαχάρια Αφρική, τη ΝΑ Ασία, την Ινδία, που το Κεφάλαιο θέλει να θέσει στην κατοχή του.

 Εκεί οι γυναίκες, που συχνά ηγούνται και της αντίστασης στους αποικιοκράτες, κατηγορούνται ως μάγισσες, βασανίζονται και εξοντώνονται, προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι ιδιωτικοποιήσεις, οι απαλλοτριώσεις, οι αναδιαρθρώσεις ολόκληρων πολιτικών οικονομιών. Η διαφορά του σημερινού κυνηγιού μαγισσών από το προηγούμενο είναι ότι σήμερα είναι, κατά τη S. Federici, έργο των οργάνων της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.

Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι μαζικοί βιασμοί γυναικών χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα ως όπλο πολεμικής καταστροφής εθνικών πληθυσμών από τους κατακτητές μιας χώρας, όπως έγινε στο Βιετνάμ, στη Γιουγκοσλαβία, στη Λατινική Αμερική και αλλού. Το ίδιο και με τις δολοφονίες του γυναικείου πληθυσμού των αυτοχθόνων, όπως έδειξε η έκθεση του Ινστιτούτου Αστικής Υγείας Ιθαγενών για το 2018. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ουάσινγκτον είναι η δεύτερη Πολιτεία της Αμερικής με το μεγαλύτερο αριθμό αγνοουμένων ή δολοφονημένων αμερικανίδων ιθαγενών και αυτοχθόνων της Αλάσκας[14].

Η Συμβολική Επανάσταση

Όλες οι πράξεις έμφυλης βίας αποτελούν προέκταση των προνομίων των ανδρών που είναι θεσμικά κατοχυρωμένα. Απορρέουν από την αίσθηση παντοδυναμίας του αρσενικού, που καλλιεργείται μέσα στην οικογένεια, στο σχολείο, στην κοινωνία. Είναι προϊόν του κτητικού ατομικισμού, που παίρνει ακραίες μορφές ιδιαίτερα σε εποχές κρίσης. Συνδέεται, επίσης και με την ατιμωρησία, που απολαμβάνουν, κατά την Μ. Λιάπη[15]. Συνδέεται, θα λέγαμε, και με τη στάση συναίνεσης των συστημικών ΜΜΕ με τον θύτη, με την ανάδειξη της «προκλητικής» σεξουαλικής ζωής και των προκλητικών ρούχων του θύματος, του δήθεν αθώου ερωτήματος «γιατί δεν έφευγε πριν γίνει το κακό;», της συστηματικής αποφυγής του όρου γυναικοκτονία.

Οι θύτες δεν είναι κατ’ ανάγκη διεστραμμένοι, ανώμαλοι ή ψυχασθενείς. Κάποιοι μπορεί να είναι άτομα «της διπλανής πόρτας». Αυτό που χαρακτηρίζει τους θύτες γενικά, είτε υπάρχει κάποια ψυχοπαθολογία είτε όχι, είναι η ενσωμάτωση της κυρίαρχης αντίληψης για την υποτιθέμενη κατωτερότητα των γυναικών, είναι η περιφρόνηση του γυναικείου φύλου και η διάθεση να το ταπεινώσουν. Το έγκλημα που διαπράττουν δεν είναι «έγκλημα πάθους», δεν γίνεται «εν βρασμώ ψυχής», αλλά προετοιμάζεται μεθοδικά.

Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, γερά θεμελιωμένη στη συμβολική τάξη ανδρικής κυριαρχίας, το πρώτο βήμα της πάλης για την ανατροπή της είναι η ρήξη με την κουλτούρα της ανοχής απέναντι στην έμφυλη βία, που βρίσκεται στον πυρήνα της πατριαρχικής κοινωνίας και θεμελιώνεται στις κοινωνικές νόρμες, που έχουμε εσωτερικεύσει.

Το κίνημα #MeToo ανέτρεψε την κουλτούρα της σιωπής, της αυτοενοχοποίησης των γυναικών και της απαξίωσης του λόγου τους. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έπαιξαν θετικό ρόλο, φέρνοντας το όλο ζήτημα στο δημόσιο προβληματισμό και διάλογο, που πρέπει να διευρυνθεί, διαμορφώνοντας το αναγκαίο πλαίσιο υποστήριξης και ενδυνάμωσης των γυναικών, ώστε να πάψουν να βλέπουν -και να κρίνουν- τον εαυτό τους με τα μάτια των κυρίαρχων, να βρίσκουν τη δύναμη να καταγγέλλουν τον κακοποιητή τους.

Εκείνο, όμως, που χρειάζεται, πάνω απ’ όλα είναι η δημιουργία κοινωνικού κινήματος ενάντια σε κάθε εκδήλωση έμφυλης βίας, που θα διεκδικήσει αγωνιστικά και συλλογικά συγκεκριμένα μέτρα υποστήριξης της κακοποιημένης γυναίκας ή του ΛΟΑΤΚΙ ατόμου και κάθε διαφορετικότητας, μέτρα θεσμικά κατοχυρωμένα σε όλα τα επίπεδα. Αποτελεί παράδειγμα το κίνημα ενάντια στις γυναικοκτονίες στην Αργεντινή, που διαδηλώνει μαζικά και δυναμικά, με το σύνθημα «ούτε μία λιγότερη». Το ίδιο και στην Τουρκία, όπου παρά την τρομερή καταστολή του καθεστώτος Ερντογάν, οι γυναίκες διαδηλώνουν δυναμικά ενάντια στις γυναικοκτονίες και σε κάθε μορφή έμφυλης βίας.

Είναι πολύ σημαντικό ότι όλες οι κινητοποιήσεις που έγιναν, ιδιαίτερα την τελευταία χρονιά, ενάντια στους βιασμούς και τις γυναικοκτονίες στη χώρα μας συσπείρωσαν πολλά νέα παιδιά και ότι υπήρξε τόσο μεγάλη ανταπόκριση στο κάλεσμα φεμινιστικών συλλογικοτήτων στο Σύνταγμα, στις 21/1/2022, σε συμπαράσταση στη Γεωργία από τη Θεσσαλονίκη, θύμα ομαδικού βιασμού την παραμονή της Πρωτοχρονιάς από γόνους «καλών» οικογενειών, όπου η τοξική αρρενωπότητα φαίνεται πως ήταν και ταξική.

Σήμερα, όσο ποτέ, είναι αναγκαία μια επανάσταση στο πεδίο του συμβολικού, που θα αμφισβητήσει στην πράξη τις βάσεις παραγωγής και αναπαραγωγής της θέσης των γυναικών στην οικονομία των συμβολικών αγαθών, που θα εγκαθιδρύσει σχέσεις έμφυλης ισοτιμίας, στο πλαίσιο της συλλογικότητας. Γιατί, όπως λέει η Rada Ivecovic, αυτό που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο, ως είδος, είναι το μοίρασμα, το από κοινού και η κοινωνικότητα. “H ζωή από κοινού, η συλλογική ζωή προηγείται της διαφοράς των φύλων και της ανδρικής κυριαρχίας γιατί το μοίρασμα με διάφορους, με πολλούς είναι για το ανθρώπινο είδος ο ελάχιστος όρος αναπαραγωγής του”[16].

Μέσα στις ριζικά αλλαγμένες κοινωνικές συνθήκες της αταξικής κοινωνίας μπορεί να αλλάξει ριζικά και η σχέση των φύλων. Γιατί, η όσο ποτέ αναγκαία συμβολική επανάσταση δεν μπορεί παρά να είναι μέρος της κοινωνικής επανάστασης, της ανατροπής της καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας. Μόνο σε μια κοινωνία απαλλαγμένη από τα ταξικά δεσμά, τους ταξικούς ανταγωνισμούς και τις ανισότητες, όπου η εργασία δεν θα είναι καταναγκασμός, αλλά ελεύθερη δημιουργική δραστηριότητα, μπορεί να οργανωθεί η κοινωνική ζωή με βάση όχι τις έμφυλες διαφορές και διακρίσεις, αλλά την πραγματική ισοτιμία όλων των φύλων. Και είναι αυτό που, περισσότερο από ποτέ, απαιτεί η εποχή μας, την ανατροπή όλων των όρων ζωής, που κάνουν τον άνθρωπο ένα όν ταπεινωμένο, υποδουλωμένο, περιφρονημένο. Την καθολική ανθρώπινη χειραφέτηση[17].


[1] Μ. Γκασούκα «Παλιά ιστορία σε σύγχρονα πλαίσια. Θηλυκοκτονία/ Γυναικοκτονία» στο Γ. Πετράκη (επιμ.) «Γυναικοκτονίες . Διαπιστώσεις, ερωτήματα και ερωτηματικά», εκδ. Gutenberg, 2020.

[2] Μαρία Κάλφα, Σεβαστή Χατζηφωτίου « Η αποτύπωση της έμφυλης βίας και της γυναικοκτονίας στο δημόσιο λόγο» στο Ντίνα Βαΐου, Γεωργία Πετράκη, Μαρία Στρατηγάκη «Έμφυλη βία – Βία κατά των γυναικών», εκδ. Αλεξάνδρεια, 2021.

[3] Γ. Πετράκη «Γυναικοκτονίες. Διαπιστώσεις, ερωτήματα και ερωτηματικά», εκδ. Gutenberg 2020.

[4] Μ. Γκασούκα, Συνέντευξη στην εφημερίδα ΑΥΓΗ, 10/10/2021

[5] Φ. Ένγκελς, « Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2016.

[6] βλ. 2

[7] Μ. Φουκώ, «Ιστορία της σεξουαλικότητας. 1. “Η δίψα για γνώση” εκδ. Ράππα, 1978.

[8] Ν. Παναγιωτόπουλος,«Η δε γυνή ίνα…», εκδ. Πατάκη , 2021.

[9] P. Bourdieu, “La violence symbolique”, στο M. de Manassein (epim.) De l egalite des sexes. Centre national de documentation pedagogique, Paris 1995.

[10] Βλ. Μ. Φουκώ, ό.π. σημ. 7.

[11] M. Godelier «Οι γυναίκες και η πολιτική εξουσία» στο « Γυναίκες και Ιστορία», εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 1995.

[12] Lady Stardust, “Γυναίκες στην πυρά”, εκδ. Κόκκινο Νήμα, 2010.

[13] S. Federici, “Το κυνήγι των μαγισσών, χτες και σήμερα”, εκδ. των ξένων, 2019.

[14] Xρ. Πάντζιου, «Ο ατέρμονος κύκλος της βίας κατά ιθαγενών Αμερικανίδων», Εφ. Συν, 3/2/2022.

[15] Μ. Λιάπη, “Συνέντευξη στην Αυγή”, 7/2/2021.

[16] Rada Ivecovic, “Les exedelanation” ed. Leo Scheer, 2003.

[17] Κ. Μαρξ, «Εισαγωγή στην κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου», εκδ. Παπαζήση , 1978.