Το τελευταίο χρονικό διάστημα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, έχοντας επίγνωση της κοινωνικής καταστροφής που έχει συντελεστεί, και η οποία φέρει το όνομα ανεργία, επιχειρεί να παρέμβει διαμορφώνοντας προγράμματα ολιγόμηνης εργασίας για κάποιες χιλιάδες ανέργων, τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Σε ό,τι αφορά το κράτος και την τοπική αυτοδιοίκηση, με την παροδική κάλυψη οργανικών θέσεων εργασίας κυρίως στους τομείς της καθαριότητας και των κοινωνικών υπηρεσιών, ενώ στον ιδιωτικό τομέα με την προκλητική χρηματοδότηση αφεντικών για σποραδικές προσλήψεις, με την απαλλαγή ασφαλιστικών, και εν μέρει άμεσων μισθολογικών υποχρεώσεών τους.
Το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό. Στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε μια σειρά χώρες, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, θεριεύει η ανεργία, ή καλύπτεται από το γεγονός πως τα προγράμματα ολιγόμηνης εργασίας έχουν προωθηθεί με ταχύτερους ρυθμούς. Η εικόνα της σημερινής Γαλλίας, είναι πολύ ενδεικτική σε αυτή τη βάση, και την έχουμε παρακολουθήσει με αφορμή τα σημαντικότατα κοινωνικά γεγονότα του τελευταίου χρόνου, τα οποία δεν έχουν λήξει. Γεγονότα που μάλλον αποτελούν τον πρόλογο μιας επερχόμενης εξέγερσης σε μια σειρά χώρες της ηπείρου.
Από την άλλη μεριά, αυτή η κατάσταση, παράγει πληθώρα κινητοποιήσεων και ευρύτερων συλλογικών προσπαθειών των ίδιων των ανέργων, ιδίως στην πρώτη φάση αμέσως μετά την απόλυσή τους, έτσι ώστε να διεκδικήσουν είτε την επαναπρόσληψη, είτε την καταβολή των δεδουλευμένων τους, μια που η απόλυση και η ανεργία, σε πάμπολλες περιπτώσεις συνοδεύεται με χρεωστούμενα που δύσκολα καταβάλλονται έπειτα από πολύχρονους δικαστικούς αγώνες.
Η αριστερά επιχειρεί να συνδεθεί και σωστά με αυτές τις διεργασίες, να παρέμβει ενάντια στην ανεργία, αναγνωρίζοντας τους άνεργους ως τμήμα της εργατικής τάξης, υποστηρίζοντας τις προσπάθειές τους. Όμως αυτό που χαρακτηρίζει την κινητικότητα αυτή είναι η αποσπασματικότητα της πάλης, ο κατακερματισμός των επιμέρους προσπαθειών ένδειξης αλληλεγγύης κυρίως η διαμόρφωση πολιτικών εγχειρημάτων που δύσκολα προχωρούν πέρα από το επίπεδο της προπαγάνδας. Αδυνατούν να μετασχηματίσουν τη δράση τους σε ένα πολιτικό σχέδιο με το αντίστοιχο πρόγραμμα που αναλογεί στην καπιταλιστική παρακμή. Κυρίως όμως με την απουσία του θεωρητικού πλαισίου απόδειξης της οργανικής σχέσης που έχουν εργαζόμενοι και άνεργοι, και που είναι το πραγματικό έδαφος, το οποίο αν διαγνωστεί, μπορεί να οδηγήσει την πάλη σε άλλη κατεύθυνση.
Για τον καθορισμό αυτών των ζητημάτων ενάντια στην ανεργία σε επαναστατική κατεύθυνση, είναι αναγκαία η επιστροφή στον Μαρξ.
Ο Μαρξ φωτίζει την ενότητα της εργατικής τάξης, αυτών που έχουν εργασία με τους άνεργους, μέσα από τον ορισμό του σχετικού εργατικού υπερπληθυσμού. Μέσα από τον ορισμό του, μπορούμε να δούμε καλύτερα την «γκρίζα ζώνη» που βλέπουμε όταν από τη μια μεριά έχουμε και ανεργία, αλλά και μια ιδιότυπη διατήρηση της μισθωτής σχέσης εργασίας για ένα βραχύ διάστημα. Ο σχετικός εργατικός υπερπληθυσμός περιλαμβάνει κατά τον Μαρξ, τον ρευστό εργατικό υπερπληθυσμό, που είναι κυρίως εργάτες της βιομηχανίας που χάνουν τη δουλειά τους (ίσως το μικρότερο τμήμα των ανέργων στην Ελλάδα), τον λανθάνοντα εργατικό υπερπληθυσμό που τον αποτελούν αγρεργάτες ή αγρότες που έρχονται στις πόλεις για να βρουν δουλειά, όπως και εργάτες νεαρής και μικρότερης ηλικίας κυρίως ανειδίκευτοι, και τον στάσιμο εργατικό υπερπληθυσμό που τον αποτελεί εν ενεργεία εργατικός πληθυσμός με άτακτη μισθωτή σχέση. Στο κατώτερο στάδιο του στάσιμου εργατικού υπερπληθυσμού υπάρχουν οι απόλυτα εξαθλιωμένοι άνεργοι εργαζόμενοι που είναι ικανοί προς εργασία και που δε βρίσκουν πλέον εύκολα δουλειά, παιδιά, αλλά και οριστικά ανίκανοι προς εργασία. Η ένταση των φαινομένων που περιγράφονται από τον Μαρξ, υπογραμμίζονται σήμερα, από την ύπαρξη του μεταναστευτικού και προσφυγικού πληθυσμού, ο οποίος ως συνέπεια της παγκόσμιας αστάθειας, πυκνώνει τις γραμμές του σχετικού εργατικού υπερπληθυσμού του δυτικού κόσμου, όπως και από την καταστροφή μικροαστικών στρωμάτων της πόλης, που πολύ γρήγορα περνούν χωρίς ενδιάμεσο σταθμό στο σχετικό εργατικό υπερπληθυσμό.
Η ίδια η καταγραφή της μαρξικής κατηγοριοποίησης, αποτυπώνει έκδηλα πως αν αυτά, δηλαδή η διαρκής μετακίνηση ανάμεσα στην εργασία και στην ανεργία, ίσχυαν στην περίοδο του 19ου αιώνα, στην εποχή της καπιταλιστικής παρακμής το νέο ποιοτικό στοιχείο που επικάθεται σε αυτό το γονιδιακό σύμπτωμα του συστήματος, είναι η διεύρυνση κυρίως του στάσιμου εργατικού υπερπληθυσμού. Ένα μεγαλύτερο τμήμα των ικανών προς εργασία δεν έχει καν την ευκαιρία του περάσματος από την εργασία στην ανεργία και αντίστροφα. Και ακόμα περισσότερο ότι τα όρια ανάμεσα στο ανώτερο, το άτακτα εργαζόμενο ή πρόσφατα απολυμένο τμήμα του στάσιμου εργατικού υπερπληθυσμού, και στο κατώτερο εξαθλιωμένο τμήμα του, γίνονται δυσδιάκριτα όπως προβλέπει ο Μαρξ. Εμφανίζεται ως «δίδυμος αδερφός» μια δεύτερη κινητικότητα εντός πλέον των ίδιων των άνεργων εργαζόμενων, που αφορά την αποφυγή της εξαθλίωσης, μιας κινητικότητας της απελπισίας εντός του στάσιμου εργατικού υπερπληθυσμού, όπου η προσχώρηση ακόμα και σε μια άτακτη χρονικά απασχόληση καθίσταται επείγουσα. Πολύ περισσότερο, που στην εποχή της καπιταλιστικής παρακμής, τα φαινόμενα που αναλύει ο Μαρξ, δεν μπορούν να εμφανίσουν την περιοδικότητα του κύκλου των κρίσεων. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το θεωρητικό λάθος της αριστεράς, που προβλέποντας, αναμένοντας, ή εν πάση περιπτώσει με έναν θεωρητικό αγνωστικισμό δεν αποκλείει μια νέα ανάπτυξη του συστήματος και [οργανικού] ξεπεράσματος της κρίσης του, αδυνατεί να δει τα ποιοτικά στοιχεία που προδιαγράφει ο Μαρξ. Έτσι δεν μπορεί να έχει ορθή εκτίμηση της πηγής της ανεργίας, άρα και αδυναμία να ορίσει πανεργατικό πρόγραμμα και σχέδιο. Έτσι είναι φυσικό οι όποιες προσπάθειες ενάντια στην ανεργία, να γίνονται στην πραγματικότητα (πολύτιμες) εκφράσεις αλληλεγγύης σε απολυμένους και άνεργους, χωρίς όμως να υπάρχει η στέρεη θεωρητική εκτίμηση για το υλικό έδαφος της κοινής πάλης εργαζομένων και ανέργων, της ίδιας της εργατικής τάξης στο σύνολό της.
Τα στοιχεία στην Ελλάδα, αυτό το σημείο συνάντησης όλου του χάους της συστημικής παρακμής, το βεβαιώνουν. Με στοιχεία του 2015 που δημοσιοποίησε το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, το 71,4% του 1,5 εκατομμυρίου ανέργων βρίσκεται σε αυτή τη θέση για πάνω από τρία χρόνια, ενώ το 23% από το σύνολο των ανέργων, δεν έχει καταφέρει να εργαστεί ποτέ στη ζωή του! Η μία στις δύο προσλήψεις κατά το ίδιο έτος είναι μερικής και ολιγόμηνης εργασίας.
Όμως ο Μαρξ δεν στέκεται μόνο στις στενές εργασιακές σχέσεις για να καθορίσει αυτές τις σχέσεις ανάμεσα στον σχετικό εργατικό υπερπληθυσμό στο σύνολό του, και στο τμήμα της εργατικής τάξης που εργάζεται με σχετικά σταθερούς όρους. Θέτει στο κέντρο της ανάλυσής του τους όρους τροφής και στέγασης της εργατικής τάξης στο σύνολό της. Όχι μόνο από ποσοτική αλλά και από ποιοτική άποψη. Τη ζωτική σημασία που έχουν τα ζητήματα του ελεύθερου χρόνου και χώρου, που αποκτούν στην εποχή μας αναβαθμισμένο ρόλο ως δείκτες ποιότητας ζωής της εργατικής τάξης, ένα καθοριστικό ρόλο στην ίδια την ψυχική ισορροπία των εργατών. Η κινητικότητα από την εργασία στην ανεργία, αλλά και εντός της ανεργίας, έχει θεριέψει στην εποχή μας φαινόμενα ψυχικών ασθενειών, που επιτείνονται από την απουσία δημόσιων δομών πολιτισμού, άθλησης, δημιουργίας, από το φραγμό των οδών διατήρησης κοινωνικών δεσμών που μπορούν να ωθήσουν τους ανέργους στη διατήρηση της αξιοπρέπειάς τους, και της διατήρησης της θέλησης για πάλη. Η εργατική τάξη δε ζει μόνο από τη διεκδίκηση για ένα καρβέλι ψωμί. Πολύ περισσότερο όταν γνωρίζει ότι δεν της αντιστοιχεί μόνο τόσο λίγο από τον πλούτο που παράγει. Ο Μαρξ προδιαγράφει, πως η πάλη για να είναι το πιάτο γεμάτο, είναι αξεχώριστη από μια ζωή με αξιοπρέπεια.
Το γεγονός πως το ίδιο το κράτος (και η τοπική αυτοδιοίκηση), το λιγότερο πλέον κράτος για τις εργατικές και κοινωνικές ανάγκες, το κράτος έκτακτης ανάγκης, ενσωματώνει στην ίδια τη λειτουργία του τα ίδια ή παρόμοια με τον ιδιωτικό τομέα μοντέλα διαχείρισης της εργασίας-ανεργίας, το γυμνώνει ακόμα περισσότερο στην εποχή της παρακμής του καπιταλισμού από τον όποιον υποτιθέμενο ρόλο εξισορρόπησης κοινωνικών αδικιών, ανεξάρτητο όργανο πάνω από τάξεις και συμφέροντα. Το σημερινό αστικό κράτος, ακριβώς στο πεδίο της διαχείρισης εργασίας-ανεργίας, εμφανίζεται ως το πραγματικό επιτελείο της αστικής τάξης, ενάντια στην εργατική τάξη, στην ίδια τη ζωή της και τους αγώνες της. Είναι πλέον φανερό για μια μεγαλύτερη μερίδα της εργατικής τάξης πως το αστικό κράτος είναι ο υπερασπιστής μιας χούφτας αστικών κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων.
Η ανεργία σήμερα αφορά ποσοτικά ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα της εργατικής τάξης. Δεν αποτελεί ένα συστατικό έστω στοιχείο του συστήματος, συμπληρωματικό στη σταθερή εργασία. Η ελαστική, ανασφαλής, μερική, προσωρινή εργασία, μαζί με την ανεργία αποτελούν ένα βασικό στοιχείο του παρηκμασμένου καπιταλισμού όπως αυτός υπάρχει στη χώρα. Και από αυτή την άποψη τα μεθοδολογικά εργαλεία του Μαρξ και η ανάλυσή του πρέπει να μπουν στην προμετωπίδα της πάλης για τη διατύπωση του αναγκαίου πρόγραμματος και σχεδίου ενάντια στην ανεργία από όλη την εργατική τάξη ως δική της υπόθεση.
«Για αυτό μόλις οι εργάτες ανακαλύψουν το μυστικό του πως συμβαίνει ώστε όσο περισσότερο εργάζονται, όσο περισσότερο ξένο πλούτο παράγουν και όσο αυξάνει η παραγωγική δύναμη της εργασίας τους, τόσο πιο επισφαλής να γίνεται για αυτούς ακόμα και η λειτουργία τους σα μέσο αξιοποίησης του κεφαλαίου, μόλις ανακαλύψουν πως ο βαθμός του συναγωνισμού μεταξύ τους εξαρτιέται ολότελα από την πίεση του σχετικού υπερπληθυσμού, επομένως μόλις επιχειρήσουν με τα εργατικά σωματεία κ.τ.λ. να οργανώσουν μια σχεδιασμένη συνεργασία εργαζομένων και ανέργων για να σπάσουν ή να εξασθενίσουν τις καταστρεπτικές για την τάξη τους συνέπειες αυτού του φυσικού νόμου της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, βάζουν τις φωνές το κεφάλαιο και ο συκοφάντης οικονομολόγος του για την καταπάτηση του αιώνιου και σα να λέμε ιερού νόμου της προσφοράς και της ζήτησης».
Ο Μαρξ σε μια παράγραφο δίνει το περίγραμμα της κοινής πάλης εργαζομένων και ανέργων, και της αντίδρασης που συναντούν από τους «χορτασμένους» αφέντες τoυς. Αυτή η κοινή πάλη, το αναγκαίο Μεταβατικό Πρόγραμμα της, και το πολιτικό σχέδιο θα μας απασχολήσει στο δεύτερο μέρος.