Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΥΛΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

[Το κείμενο αυτό αποτέλεσε τη βάση της εισήγησης της σ. Kατερίνας Mάτσα, στο 9ο εκπαιδευτικό camping του EEK, στον Aγιόκαμπο Λάρισας, την Παρασκευή 25 Iουλίου 2014. Yπήρξε επίσης η βάση της ομιλίας της K.M. στο Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο «Εμπρός», στις 8/3/2014 σε εκδήλωση για τη Μέρα της Γυναίκας.]

Κατερίνα Μάτσα

«Η διαφορά των φύλων και οι αντιστάσεις των γυναικών»

«Καμιά υποψία για αδικία δε σκιάζει τις προσβολές που δέχεται μια γυναίκα επειδή γεννήθηκε γυναίκα, καμιά πολιτική γραμματική δεν επιτρέπει να διατυπωθεί η αμφισβήτηση της αυθαίρετης εξουσίας, που καθιστά δυνατή μια τέτοια προσβολή» λέει η Ελένη Βαρίκα1 .

Πού πρέπει, άραγε, να αναζητήσουμε τις ρίζες της ντροπής που αισθάνεται ακόμα και σήμερα, στον 21ο αιώνα, μια γυναίκα, μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκα;

Με ποιο τρόπο αναπαράγεται διαρκώς η αντίληψη της κατωτερότητας της σε σχέση με τον άνδρα;

Είναι βιολογικά καθορισμένη η ανισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα; Πως εδραιώνεται στη συνείδηση της κοινωνίας αλλά και κάθε γυναίκας;

Μπορεί να αλλάξουν τα πράγματα και πως;

 

Η κοινωνική φύση της έμφυλης διαφοράς

 

Διερευνώντας τις ρίζες της ανισότητας ανάμεσα στα φύλα πρέπει να φτάσουμε μέχρι τις πρωτόγονες κοινωνίες και να αναζητήσουμε τη θέση των γυναικών στο συνολικό καταμερισμό εργασίας. Η ιστορική διαδικασία δόμησης της κοινωνίας συνδέθηκε με μια ιεράρχηση των ρόλων με βάση το φύλο.

Στην πρωτόγονη κοινωνία ο άνδρας κυνηγός διασφάλιζε την τροφή μέσα από το συλλογικό κυνήγι ενώ η γυναίκα διασφάλιζε την αναπαραγωγή του είδους. Μέσα απ’ αυτόν τον καταμερισμό εξασφαλιζόταν η κοινωνική κυριαρχία των ανδρών και εδραιωνόταν ο ριζικός διαχωρισμός ανάμεσα στα φύλα. «Αυτός ο διαχωρισμός αφορά τον τρόπο ύπαρξης στον κόσμο, συμμετοχής ή μη στην κοινωνία, αντιμετώπισης των σεξουαλικών σχέσεων. Σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο αφορά τη σχέση που διατηρεί κάθε άτομο με το σώμα του, με το χώρο και το χρόνο. Πιο ενδόμυχα διαπλάθει την αισθητηριακή ικανότητα και το φαντασιακό»2.

Η ανισότητα, λοιπόν, ανάμεσα στα φύλα δεν είναι βιολογικό δεδομένο αλλά κοινωνικό και ιστορικό. Ο πρώτος καταμερισμός εργασίας, κατά τον Ένγκελς, είναι ο καταμερισμός ανάμεσα στα φύλα. Η υποδεέστερη θέση της γυναίκας συνδέθηκε με τη διαφορά σωματικής δύναμης, την ανατροφή των παιδιών και την οικιακή εργασία. Η πρώτη ταξική αντίθεση στην Ιστορία συμπίπτει με την ανάπτυξη του ανταγωνισμού άνδρα – γυναίκας, στη μονογαμία.

Η μονογαμία περιέχει σε μικρογραφία όλες τις αντιφάσεις που αργότερα αναπτύσσονται πλατειά στην κοινωνία και το κράτος.

«Η μονογαμική οικογένεια βασίζεται στην κυριαρχία του άντρα, με ρητό σκοπό τη γέννηση παιδιών που η πατρότητα τους είναι αδιαφιλονίκητη και η πατρότητα αυτή απαιτείται, γιατί αυτά τα παιδιά θα γίνουν μια μέρα οι άμεσοι κληρονόμοι της πατρικής περιουσίας»3.

Η πατριαρχική κοινωνία σφραγίζεται από το αμάλγαμα του αρσενικού στοιχείου και των θεμελιωτών προγόνων σε μια κοινή εικόνα, την εικόνα του πατέρα (του πατέρα της μονοθεϊστικής θρησκείας του πατέρα – βασιλιά, του πατέρα αρχηγού της οικογένειας, του πατρικού μορφοειδώλου)4.

Η ταξική κοινωνία έκανε πιο έντονη των διαφοροποίηση των ρόλων και την ιεράρχηση των σχέσεων ανάμεσα στα φύλα, σε συνάρτηση με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων5.

Η καταπίεση της γυναίκας από τον άνδρα έγινε μέρος της συνολικής καταπίεσης των υποτελών από αυτούς που κατείχαν τα μέσα παραγωγής.

Το φύλο χρησιμοποιήθηκε από τους κυρίαρχους ως «εργαλείο εργασίας», όπως το όριζε ο Μαρξ και ο Ένγκελς, το οποίο αυξάνει ή μειώνει το κόστος εργασίας, αυξάνοντας ή μειώνοντας το βαθμό εκμετάλλευσης. Αυτό το εργαλείο χρησιμοποιεί το Κεφάλαιο για να διαιρέσει το εργατικό δυναμικό, να ενισχύσει το ανταγωνισμό των φύλων στο εσωτερικό του, να θεσμοθετήσει για τις γυναίκες τις χαμηλότερες αμοιβές, τους χειρότερους όρους εργασίας, την απουσία δικαιωμάτων, εργασιακών και άλλων και έτσι να μειώσει το κόστος εργασίας, αυξάνοντας το κέρδος.

Η καταπίεση των γυναικών συνδέεται με την εκμετάλλευση, χωρίς όμως να ανάγεται το ένα στο άλλο. Φυσικά όσο βαθαίνει η κρίση οι γυναίκες και η πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού βυθίζονται διαρκώς στη φτώχεια, την ώρα που ο πλούτος μεταφέρεται στα ψηλότερα κοινωνικά στρώματα, σε όλο και λιγότερα χέρια. Οι γυναίκες υπερτερούν των ανδρών σε ποσοστά ανεργίας, φτώχειας, υπερεκμετάλλευσης, καταστολής των δικαιωμάτων τους.

Σε ανεπτυγμένες και υπανάπτυκτες χώρες η έμφυλη καταστολή αυξάνεται παράλληλα με την ταξική καταστολή. Μπορεί η κλειτοριδεκτομή να κάνει μαρτυρική τη ζωή 140 εκατομμυρίων γυναικών της Αφρικής, της Ινδονησίας, της Μαλαισίας, της Υεμένης, του Ομάν, των Ηνωμένων αραβικών εμιράτων, αλλά και στην «πολιτισμένη» Δύση η ζωή τους γίνεται όλο και πιο μαρτυρική. Από πρόσφατα δημοσιευμένη έρευνα6 φαίνεται πως 1 στις 4 γυναίκες του Ευρωπαϊκού Νότου και σχεδόν 1 στις 2 γυναίκες του Ευρωπαϊκού Βορρά γίνεται αντικείμενο φυσικής ή σεξουαλικής βίας μέσα στο σπίτι της και έξω από αυτό. Αυτή η βία, γίνεται γνωστή και συζητιέται μόνο όταν δημοσιεύονται τα αποτελέσματα σχετικών ερευνών. Στην πραγματικότητα, είναι ενταγμένη στην τεχνολογία της εξουσίας. Χρησιμοποιεί τις καταστροφικές ψυχολογικές συνέπειες που έχει σ’ αυτές τις γυναίκες για να εξουδετερώσει τις αντιστάσεις τους στην καταπίεση. Κάνει πιο βαθύ το ρήγμα ανάμεσα στα φύλα για να εμποδίσει την ενότητα τους στην ταξική πάλη, να αδυνατίσει και να χειραγωγήσει το συνολικό κίνημα των καταπιεσμένων.

Απ’ αυτή την άποψη η μηχανιστική αναγωγή της σχέσης γυναίκας – άνδρα στη σχέση Φύσης – πολιτισμού, κεντρική θέση πολλών φεμινιστικών θεωριών, συσκοτίζει τόσο τη διαλεκτική σχέση φύσης και πολιτισμού όσο και την κοινωνική φύση της έμφυλης διαφοράς.

Η γυναίκα δεν αποτελεί μια ομογενοποιημένη ταυτότητα, «μια συνολική κατηγορία, που μπορεί να καλύπτει όλες τις γυναίκες στο Ένα, το Κοινό, σε μια και μόνη Νόρμα. Αντίθετα από ό, τι νομίζει μια παρερμηνεία, ο JacquesLacan λέγοντας «η γυναίκα δεν υπάρχει όλη» αναδεικνύει το στοιχείο εκείνο που κάνει μια γυναίκα δύναμη ανατροπής των θεσπισμένων κανόνων της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων και έτσι αντικείμενο ακόμα μεγαλύτερης καταδυνάστευσης» λέει ο Σ.Μιχαήλ7.

Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα μπορούμε να καταλάβουμε πως η έμφυλη ανισότητα, η καταπίεση, η εκμετάλλευση δεν κυοφορεί μόνο τον αποκλεισμό και την υποταγή – τον «εγκλεισμό διαμέσου της υποταγής» (inclusion subordonné), όπως λέει η Rada Ivekovic8 – αλλά και το αντίθετο της, τη δυνατότητα της εξέγερσης ενάντια στη νόρμα, στη θεσπισμένη αδικία, στην εξουσία του πατέρα και του συζύγου – αφέντη, του κράτους.

Το κοινωνικό φύλο

 

«Η έρευνα έδειξε ότι το φύλο δεν αποτελεί αναλλοίωτη, φυσική οντότητα, αλλά προϊόν κοινωνικοπολιτιστικών όρων, που αλλάζουν μέσα το χρόνο. Το περιεχόμενο της έννοιας του φύλου αποτελεί επομένως και αυτό κοινωνική κατασκευή με ιστορική διάσταση και συγκροτείται και αναπαράγεται από ένα πλέγμα σχέσεων τόσο ανάμεσα στα φύλα όσο και στο εσωτερικό των φύλων», λέει η Έφη Αβδελά9.

Με βάση την ανάλυση της JudithButler10 το φύλο δεν αποτελεί ένα απλό σωματικό δεδομένο, αλλά μια διαδικασία που ρυθμίζει τη σχέση ανάμεσα στο βιολογικό φύλο (sex) και το κοινωνικό φύλο (gender) μια «κινούμενη σχέση» κατά την Rada Ivekovic. Το υποκείμενο διαμορφώνεται μέσα από τη διαδικασία ανάληψης ενός φύλου. Η διαδικασία ανάληψης του φύλου πραγματοποιείται στο εσωτερικό της οικογένειας, μέσα από τη διαδικασία ταυτίσεων με την μάννα, τον πατέρα ή το σημαντικό Άλλο. Οι ταυτίσεις αφορούν το κανονιστικό φάντασμα του φύλου, δηλαδή το φύλο όπως παρουσιάζεται μέσα από τα κανονιστικά πρότυπα και τις ρυθμιστικές αρχές των εξουσιαστικών, κοινωνικών σχέσεων, που εδραιώνουν το ετεροφυλοφιλικό πρόταγμα και την ανδρική ηγεμονία. Με βάση αυτό το πρόταγμα ευνοούνται ή εμποδίζονται οι έμφυλες ταυτίσεις και κατασκευάζεται το κοινωνικό φύλο.

Το φύλο λοιπόν αποτελεί μια κοινωνική σχέση και έχει ένα κοινωνικό νόημα. Το Εγώ αναδύεται μέσα σ’ αυτές τις κοινωνικές σχέσεις ως μήτρα τους και είναι, πρώτα απ’ όλα, όπως έλεγε ο Φρόυντ, ένα «σωματικό εγώ». Αυτές οι σχέσεις διαμορφώνονται και αναπαράγονται διαρκώς μέσα από το σύστημα σεξουαλικότητας στη διαπλοκή του με τις σχέσεις συγγένειας, που θεσμοθετεί ο γάμος και η οικογένεια, στην υπηρεσία πάντα της εδραίωσης του ετεροφυλοφιλικού προτάγματος. Ό, τι το παραβαίνει, ό, τι αποτελεί απειλή για το θεσμό του γάμου και της οικογένειας κινητοποιεί αρχαϊκούς φόβους και ρατσιστικές συμπεριφορές.

Ιστορικό παράδειγμα αποτελεί η εξόντωση των ομοφυλόφιλων από τις ορδές του Χίτλερ και στις μέρες μας η συμπόρευση των χρυσαυγιτών με παραθρησκευτικές οργανώσεις έξω από το θέατρο «Χυτήριο», το Δεκέμβρη του 2012, για να επιτεθούν με τον πιο αποκρουστικά βίαιο τρόπο σε ό, τι αντιπροσώπευε την έννοια της ομοφυλοφιλίας. Αλλά και σήμερα ανατριχιαστικά ομοφοβικός ακούγεται ο λόγος του δημοσιογράφου Βερύκιου για το συγγραφέα Αύγουστο Κορτώ, «Αυτοί (οι ομοφυλόφιλοι) έχουν όχι μόνο θηλυκό κορμί αλλά και θηλυκό μυαλό. Γεννάει σατανάδες. Μωρέ, χρυσαυγίτης που τους χρειάζεται»5. Η ομοφοβία, ο σεξισμός και ο ρατσισμός λειτουργούν πάντα μαζί, με στόχο την ευγονική τακτοποίηση της κοινωνίας, την εξάλειψη του διαφορετικού, του μη – κανονικού.

Ό, τι συγκροτεί το αμετάβλητο του σώματος, το περίγραμμα του, τις κινήσεις του είναι πλήρως υλικό, αλλά η υλικότητά του επανεξετάζεται, ως αποτέλεσμα της εξουσίας στα πλαίσια και της κυρίαρχης κουλτούρας.

Η φύση λοιπόν «προτείνει» και η γυναίκα «κανονίζει» σε συνάρτηση πάντα με την ιστορία της, τις επιθυμίες της, το πλέγμα των εξουσιαστικών σχέσεων που τη διαμορφώνουν μέσα στην οικογένεια και στην κοινωνία11.

Μέσα από αυτό το πρίσμα πρέπει να κατανοήσουμε την περίφημα ρήση της Σιμόν ντε Μπωβουάρ «γυναίκα δε γεννιέσαι, γίνεσαι».

Ο «γυναικείος ψυχισμός» διαμορφώνεται μέσα σε αυτό το πλέγμα σχέσεων, που καθορίζουν τον «ανδρικό» και τον «γυναικείο» ρόλο και ανάγουν τη βία και τον ανταγωνισμό σε συστατικά στοιχεία του «ανδρικού» ρόλου, καθιστώντας τελικά την ίδια την βία πάνω στη γυναίκα μια όψη της «κανονικότητας». Ο «κανονικός» άντρας πρέπει να είναι σκληρός και βίαιος απέναντι στην γυναίκα. Γιατί άραγε, οι γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας, δεν καταγγέλλουν την κακοποίηση τους; Κλείνονται στον εαυτό τους βουτηγμένες στη ντροπή, γιατί κατά βάθος πιστεύουν ότι ευθύνονται και οι ίδιες για τη βίαιη συμπεριφορά του συζύγου, του συντρόφου, του πατέρα. Έχουν ενδοβάλει το κοινωνικό στερεότυπο της γυναίκας ως πηγής κάθε κακού. Αυτοενοχοποιούνται γιατί έτσι διαπαιδαγωγήθηκαν, στα πλαίσια της κοινωνικοποίησης τους, στο σπίτι, στο σχολείο, στην κοινωνία, στα πρότυπα του lifestyle που προβάλουν τα ΜΜΕ, δημιουργώντας την «ψευδή συνείδηση» της κατωτερότητας τους στα πλαίσια της αλλοτρίωσης της καπιταλιστικής κοινωνίας στο σύνολό της. Με αυτό τον τρόπο νομιμοποιείται στη συνείδηση τους τόσο ο κοινωνικός αποκλεισμός όσο και η υποταγή τους στη ανδρική εξουσία.

Όπως λέει ο Μωρίς Γκοντελιέ «ο αποκλεισμός και η υποταγή πρέπει πάντα να νομιμοποιούνται. Η κυριαρχία δεν εδρεύει μόνο στη βία, είτε είναι φυσική, είτε ψυχολογική. Εγκλείει πάντοτε το τουλάχιστο μερικό μοίρασμα των ιδίων απεικονίσεων από τα δύο φύλα, μοίρασμα που προτρέπει τη συνείδηση και τη βούληση των ατόμων σε κάποια μορφή συγκατάθεσης άρα συνεργασίας στη δική τους υποταγή»12.

Ο «ανδρικός» και ο «γυναικείος» ρόλος έχουν ως συνιστώσες τους την «πατρική» και την «μητρική» λειτουργία, που συμμετέχουν στη διαμόρφωση της προσωπικότητας. Όμως κάθε λειτουργία προσδιορίζεται ιστορικά και κοινωνικά. Η κουλτούρα της κοινωνίας δίνει νόημα και περιεχόμενο στη λειτουργία. Ο πατέρας της πατριαρχικής κοινωνίας ενσαρκώνει μια συμβολική λειτουργία ως φορέας του Νόμου, που θέτει τα όρια και τις απαγορεύσεις. Έτσι η πατρική λειτουργία συμπυκνώνει μέσα της την καταπίεση και την εξιδανίκευση της πατριαρχικής οικογένειας.

Σ’ αυτή την οικογένεια όσο βαθαίνει η κρίση των θεσμών, η παραβίαση των ορίων που θέτει ο Συμβολικός Νόμος τείνει να γίνει κανόνας.

Η απαγόρευση της αιμομειξίας, για παράδειγμα, συνάρτηση του ανθρώπινου πολιτισμού, κατά τον Ένγκελς, βάση οργάνωσης της σεξουαλικής ζωής των ανθρώπων, ακυρώνεται στην πράξη μέσα στην ίδια την οικογένεια, στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, με ανυπολόγιστες συνέπειες στο ψυχισμό τους. «Σε μια κοινωνία, όπως η δική μας, όπου η οικογένεια αποτελεί την ενεργότερη εστία της σεξουαλικότητας και όπου αναμφίβολα εκείνο που διατηρεί και παρατείνει την ύπαρξη της είναι οι απαιτήσεις αυτής της σεξουαλικότητας, η αιμομειξία κατέχει κεντρική θέση για λόγους εντελώς διαφορετικούς και με ένα εντελώς διαφορετικό τρόπο: επιδιώκεται και αποκρούεται ασταμάτητα, αντικείμενο έμμονης ιδέας και επίκλησης, μυστικό φοβερό και σύναψη απαραίτητη. Εμφανίζεται σαν το απόλυτα απαγορευμένο μέσα στην οικογένεια, εφόσον αυτή λειτουργεί ως σύστημα συγγένειας· αλλά συνάμα αποτελεί εκείνο που απαιτείται διαρκώς για να είναι η οικογένεια η εστία μόνιμης υπόθαλψης της σεξουαλικότητας»13, λέει ο Μ. Φουκώ.

Ενδεικτικό του μεγέθους του προβλήματος είναι το ποσοστό κακοποίησης, στις περισσότερες περιπτώσεις σεξουαλικής, των κοριτσιών κάτω των 15 χρονών, συνήθως από τους γονείς. Για την Ελλάδα φτάνει στο 25% και για τις χώρες της ΕΕ κατά μέσον όρο το 35%!14.

Ο έλεγχος και η επιτήρηση του σώματος

 

«Κατά την περίοδο της πρωταρχικής συσσώρευσης η πρώτη μηχανή που ανέπτυξε ο καπιταλισμός δεν ήταν η ατμομηχανή, ούτε καν το ρολόι, αλλά το ανθρώπινο σώμα» λέει η S. Federici15.

Το ανθρώπινο σώμα, ως μηχανή και κατά προέκταση το σώμα του προλεταριάτου ως μηχανή αντιμετωπίστηκε από την ανερχόμενη αστική τάξη ως αντικείμενο πειθάρχησης, μέσα από ένα πλήθος τεχνικών. Κατά τον Hobbes, η μηχανοποίηση του ανθρώπινου σώματος δικαιολογούσε την καθυπόταξη του με «αιματηρό» τρόπο στην κρατική εξουσία. Το ανθρώπινο σώμα αποϊεροποιήθηκε και παραδόθηκε, ιδιαίτερα το γυναικείο, στους ανατόμους. Είναι χαρακτηριστικό ότι το σώμα των μαγισσών του 16ου και 17ου αιώνα που απαγχονίζονταν παραδίδονταν από τις αρχές στους γιατρούς για να το ανατάμουν σε δημόσια θέα. Η ακραία βία, που ασκούνταν πάνω σ’ αυτό, τα φρικτά σεξουαλικά βασανιστήρια στα οποία υποβαλλόταν η μάγισσα πριν ξεψυχήσει, ο διαμελισμός μέχρι την τελική θανάτωση αποτελούσαν τεχνικές της εξουσίας για την πειθάρχηση και τον έλεγχο όχι μόνο του γυναικείου αλλά του προλεταριακού σώματος στο σύνολό του. Κύριος στόχος της εξουσίας ήταν η συγκρότηση της εργατικής δύναμης και η εξασφάλιση της αναπαραγωγής της, μέσα από τον επιβεβλημένο συζυγικό δεσμό και τη ρυθμισμένη τεκνοποίηση. Αργότερα, στην εποχή του ύστερου καπιταλισμού, η πολιτική του σώματος, όπως την ορίζει ο Φουκώ16, δεν επιβάλει πια τον αφανισμό του σεξ ή τον περιορισμό του στον αναπαραγωγικό του ρόλο, αλλά περνά μέσα από τη διοχέτευση της σεξουαλικότητας στα ελεγχόμενα κυκλώματα της οικονομίας. Ανέχεται τις προγαμιαίες ή και τις εξώγαμες σχέσεις, αλλά διαμορφώνει με καταναγκαστικό τρόπο τα πρότυπα και τους τρόπους εμπορευματοποίησης της σεξουαλικότητας.

Η βιοεξουσία, στοιχείο απαραίτητο για την ανάπτυξη του καπιταλισμού, επενδύει στο ζωντανό σώμα και στη διαχείριση των δυνάμεών του, των όρων ζωής, της ατομικής και συλλογικής υγιεινής, των τρόπων σεξουαλικής και άλλης ικανοποίησης. Σχεδιάζει και εξασφαλίζει τον έλεγχο αυτού του σώματος, εντάσσοντας και το ίδιο το σύστημα της σεξουαλικότητας στις τεχνολογίες του ελέγχου των πληθυσμών.

Η βιοπολιτική, λέει η Αθηνά Αθανασίου17, μέσα από την οποία η ίδια η ζωή γίνεται αντικείμενο συστηματικού πολιτικού ελέγχου, πραγματώνεται διαμέσου των διαπλοκών βιολογικής και πολιτικής ύπαρξης, κοινωνίας και σεξουαλικότητας, σώματος και πληθυσμού, εθνικής, πολιτικής και αναπαραγωγικής στάσης των κοινωνικών υποκειμένων. Σ’ αυτά τα πλαίσια η ίδια η υπογεννητικότητα του ελληνικού πληθυσμού, που παίρνει ακόμα πιο ανησυχητικές διαστάσεις λόγω της κρίσης αντιμετωπίζεται και αυτή ως «παρέκκλιση». Ο κυρίαρχος λόγος επενδύει πολιτικά στο σώμα18, το σώμα «του ηθικού πανικού», το σώμα «της κρίσης» που ιατρικοποιείται, το μεταμελημένο σώμα «του χρέους», που δημιουργήθηκε, επειδή «μαζί τα φάγαμε», το «ευάλωτο» σώμα (του οροθετικού, του τοξικομανούς, του αποκλεισμένου), που μπορεί αν μάλιστα είναι γυναικείο, να διαπομπεύεται δημόσια από κάθε Λοβέρδο, υπουργό υγείας, εκπρόσωπο ενός ανδροκρατικού συστήματος σε βαθειά σήψη, στο όνομα της προστασίας του «κοινωνικού σώματος» και του δημοσίου συμφέροντος.

 

Οι αντιστάσεις των γυναικών

Η αντίσταση των γυναικών στην ανδρική κυριαρχία και την καταπίεση έχει πάρει πολλές μορφές στην πορεία της Ιστορίας, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Άλλωστε, όπως έλεγε ο Φουκώ, όπου υπάρχει εξουσία υπάρχει και αντίσταση19.

Γυναίκες έπαιρναν, συνήθως, την πρωτοβουλία και έμπαιναν στην πρώτη γραμμή των εξεγέρσεων, που γίνονταν σε όλες τις ιστορικές εποχές. Οι αγώνες ήταν σκληροί, ιδιαίτερα, στην εποχή της ανόδου του καπιταλισμού, όταν αποκλείστηκαν από την οικονομική και πολιτική ζωή, χάνοντας όλα τα δικαιώματά τους, το δικαίωμα να υπογράφουν συμβόλαια, να έχουν ιδιοκτησία και μισθό, ακόμα και να μένουν μόνες, στην κατοικία τους.

Στην Ευρώπη ηγήθηκαν στις εξεγέρσεις «ενάντια στην πείνα» την εποχή του μεγάλου λιμού, με επιθέσεις σε φούρνους και σιταποθήκες ή περιφραγμένες κοινοτικές γαίες για να εξασφαλίσουν τα αναγκαία για την επιβίωση της οικογένειας. Στη Γαλλία, μάλιστα, του 17ου αιώνα αυτές τις εξεγέρσεις τις ονόμασαν «γυναικείες ταραχές». Το ίδιο και στην Ιταλία και την Ισπανία.

Οι γυναίκες συμμετείχαν στις αιρέσεις που αντιμάχονταν το αιματοβαμμένο καθεστώς που επέβαλε η Ιερά Εξέταση. Συμμετείχαν, επίσης, στους πολέμους των χωρικών. Αποτελούσαν μέλη των δικτύων που είχαν ως στόχο να αντιμετωπίσουν τη φτώχεια και την καταπίεση από το κράτος και την εκκλησία. Δεμένες με δεσμούς συντροφικότητας και αλληλεγγύης, αγωνίζονταν να διατηρήσουν τον πολιτισμό της κοινοτικής γης, τις συσσωρευμένες γνώσεις που ως μαίες ή θεραπεύτριες, μετέφεραν από γενιά σε γενιά, την ικανότητα να θεραπεύουν και να ελέγχουν τη σεξουαλικότητα και την αναπαραγωγή, μέσα από μεθόδους αντισύλληψης και έκτρωσης20.

Μέσα από τον ανηλεή διωγμό τους επί 200 και πλέον χρόνια, στη διάρκεια του «Κυνηγιού των μαγισσών» δεν εξοντώθηκαν μόνο οι φορείς αυτού του πολιτισμού. Μεταβλήθηκαν ριζικά και οι σχέσεις ανδρών – γυναικών ενσταλάζοντας, μέσω της εκκλησιαστικής και κρατικής προπαγάνδας, στους άνδρες το φόβο προς τις γυναίκες οι οποίες διέθεταν, «από τη φύση τους», διαβολικές ικανότητες και μπορούσαν να τους καταστρέψουν.

Εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες εξευτελίστηκαν δημόσια, βασανίστηκαν φρικτά, οδηγήθηκαν στην αγχόνη ή την πυρά. Σε κάποιες μάλιστα έβαζαν και φίμωτρο το λεγόμενο «χαλινάρι της στρίγκλας» και τις περιέφεραν στους δρόμους. Ως μάγισσες θεωρήθηκαν οι μαίες, οι γυναίκες που απέφευγαν τη μητρότητα, οι σεξουαλικά απελευθερωμένες, οι πόρνες, οι μοιχαλίδες, οι ανυπάκουες, οι επαναστάτριες, που ηγούνταν αιρετικών κινημάτων, οι αποφασισμένες να πολεμήσουν την αδικία, οι γυναίκες που προκαλούσαν με τη στάση τους την ανδρική εξουσία και την Εκκλησία, τελικά όλες οι γυναίκες των κατώτερων τάξεων.

«Οι μάγισσες ήταν ένα τεράστιο πολιτικό κίνημα, μια οργανωμένη κοινωνία, η οποία ήταν αντικοινωνική και αναρχική, ένα παγκόσμιο δίκτυο ενάντια στους πολιτισμούς» έγραφε ο μεταφραστής του πρώτου εγχειριδίου εντοπισμού μαγισσών, του Malleus Maleficarum (Σφυρί Μαγισσών)20.

Μέσα από αυτήν την ιστορική ήττα των γυναικών προέκυψε ένα νέο είδος θηλυκότητας: η ιδανική γυναίκα και σύζυγος, παθητική, υπάκουη, οικονόμα, λιγόλογη, αφοσιωμένη στη δουλειά, αγνή21.

Την ίδια εποχή, η Ευρώπη αποίκιζε τις χώρες του Νέου κόσμους, εξοντώνοντας τους αυτόχθονες πληθυσμούς και αναπτύσσοντας το εμπόριο των σκλάβων.

Οι κατακτημένοι λαοί, στη Λατινική Αμερική και την Αφρική, οργάνωσαν τις αντιστάσεις τους με πρωταγωνιστικό, πολλές φορές, το ρόλο των γυναικών. Έτσι έγινε με τις γυναίκες των προκολομβιανών κοινωνιών όπου οι γυναίκες ανέβηκαν στα υψίπεδα των Άνδεων και έγιναν ιέρειες για να υπερασπισθούν και να διατηρήσουν τον πολιτισμό τους. Αλλά και σε μεταγενέστερες εποχές, σε όλες τις αντιαποικιακές εξεγέρσεις οι γυναίκες έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο.

Το ζήτημα της ισοτιμίας των φύλων τέθηκε και στη Γαλλική Επανάσταση. Οι γυναίκες συμμετείχαν δραστήρια στις επαναστατικές διαδικασίες, στην κατάληψη της Βαστίλλης, στις διαδηλώσεις στους δρόμους του Παρισιού, ζητώντας ψωμί για το λαό, σε δημόσιες ομιλίες. Έγιναν μέλη επαναστατικών συλλόγων. Σχημάτισαν μάλιστα και εταιρεία επαναστατριών γυναικών. Όμως στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ο όρος άνθρωπος αναφερόταν μόνο στους άνδρες και όχι στις γυναίκες. Οι Γιακομπίνοι απαγόρευσαν στις γυναίκες να συμμετέχουν στις συνελεύσεις, ενώ με ειδικό διάταγμα όλες οι ενώσεις των γυναικών θεωρήθηκαν παράνομες. Εκπρόσωποι του γυναικείου κινήματος υπέστησαν διώξεις. Η Olympie de Gouges, που εξέδιδε το περιοδικό ”Les droits des Femmes” αποκεφαλίστηκε το 1793 κατά τη διάρκεια της Τρομοκρατίας. Ήταν η γυναίκα που είχε συντάξει τη διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αναθεωρημένη με τρόπο που να εφαρμόζεται και στις γυναίκες.

Οι αγώνες για την ισοτιμία των φύλων συνεχίστηκαν και από το κίνημα του σαινσιμονικού ουτοπικού σοσιαλισμού και από ανεξάρτητα γυναικεία πνεύματα, όπως η ClaireDémar.

Σε όλη την Ευρώπη οι γυναίκες έμπαιναν στη μάχη και διεκδικούσαν ίσα δικαιώματα με τους άνδρες. Όμως έπρεπε να περάσει ενάμισι αιώνας για να μπει το 1948 στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του ανθρώπου η λέξη «πρόσωπο» στη θέση της λέξης «άνθρωπος», για να συμπεριλάβει και τη γυναίκα και να επεκτείνει τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων και στα δύο φύλα.

Το ζήτημα της ισότητας και όχι απλά της ισοτιμίας των φύλων τέθηκε καθαρά από το μαρξιστικό κίνημα. «Ένα σίγουρα μέτρο για την πρόοδο είναι η θέση της γυναίκας γενικά» έλεγε ο Μαρξ22.

Στην περίοδο της ηρωϊκής Κομμούνας του Παρισιού το 1871, που ο Μαρξ και ο Ένγκελς χαιρέτισαν, μολονότι διέβλεπαν τα ιστορικά της όρια, οι γυναίκες που συμμετείχαν ενεργά σε αυτήν έγιναν ο εφιάλτης της εξουσίας, με εμβληματική φιγούρα τη Λουϊζ Μισέλ. Δαιμονοποιήθηκαν τότε όλες οι γυναίκες που κυκλοφορούσαν στους δρόμους και κυνηγήθηκαν ανελέητα. Στοχοποιήθηκαν ως υπαίτιες εμπρησμών και παρουσιάστηκαν απ’ το καθεστώς ότι τριγύριζαν μέρα – νύχτα στην πόλη κουβαλώντας δοχεία γεμάτα με εύφλεκτα υλικά, με ετικέτες που έγραφαν “Bon pour Brûler” («καλό για πυρπόληση»). Συλλαμβάνονταν, λοιπόν, όλες χωρίς διάκριση, οι γυναίκες που κυκλοφορούσαν στους δρόμους και εκτελούνταν με συνοπτικές διαδικασίες.

Αλλά και στη Ρωσία οι γυναίκες αγωνίστηκαν σκληρά για την ανατροπή του τσαρικού καθεστώτος. Χαρακτηριστικό επεισόδιο με συμβολική σημασία υπήρξε ο τρόπος που γιορτάστηκε η μέρα της γυναίκας στην Αγία Πετρούπολη, τη χρονιά της Ρώσικης Επανάστασης. Στις 8 Μάρτη 1917, λοιπόν, μια ομάδα ρωσίδων γυναικών άρχισε να διαδηλώνει στους δρόμους της Αγίας Πετρούπολης και ξαφνικά ενώθηκαν μαζί τους χιλιάδες εργάτες από τα γύρω εργοστάσια ενώνοντας τη φωνή τους με τις γυναίκες για «Ειρήνη και Ψωμί»23. Λίγους μήνες μετά, με την Οκτωβριανή Επανάσταση, έγινε η έφοδος στον ουρανό.

Αλλά και σήμερα στην Ελλάδα της τροϊκανής κυβέρνησης και των μνημονίων, στην Ελλάδα της κρίσης και της ανθρωπιστικής καταστροφής οι γυναίκες παίρνουν πρωτοβουλίες και οργανώνουν την αντίσταση τους. Τιμούν την παράδοση των ηρωϊκών γυναικών που πήραν μέρος στην Αντίσταση και τον Εμφύλιο του 41-49, στις πόλεις και τα βουνά, που άντεξαν τα βασανιστήρια, τις φυλακές και τις εξορίες.

Σήμερα, οι απολυμένες καθαρίστριες του υπουργείου οικονομικών, οι σχολικοί φύλακες, οι εργαζόμενες στην εκπαίδευση και την υγεία, οι άνεργες, οι άστεγες, οι αιφνίδια εκπτωχευμένες παίρνουν θαρραλέα το δρόμο του αγώνα. Η έκρηξη των κοινωνικών αντιφάσεων μέσα στη δίνη της κρίσης ανατρέπει τα κοινωνικά στερεότυπα της «κατωτερότητας» της γυναίκας. Η νοικοκυρά που έχει χάσει πια όλα τα υλικά αγαθά που έδιναν κάποια λάμψη στη ζωή της στο σπίτι αναγκάζεται να επαναπροσδιοριστεί στη ζωή με βάση τις απώλειες, τις στερήσεις και τις ματαιώσεις της, μέσα σε όρους που κάνουν δυνατή την αλλαγή της στάσης ζωής της, την αναζήτηση της συλλογικότητας και της αγωνιστικής αλληλεγγύης, στη θέση της αδιέξοδης μοναξιάς και παθητικότητας.

Σε μια εποχή που οι οικονομική και κοινωνική κρίση προκαλεί, μεταξύ άλλων, αύξηση της διάδοσης των ψυχικών διαταραχών, των εξαρτήσεων και των αυτοκτονιών, οι συμμετοχικές διαδικασίες και η συλλογική δράση – ενδυναμώνοντας την ταυτότητα και αυξάνοντας την ψυχική ανθεκτικότητα – γίνεται πλέον όρος ψυχολογικής επιβίωσης.

Έτσι, σήμερα όλο και περισσότερες γυναίκες συναντιούνται στους δρόμους και στους τόπους του αγώνα. Καθώς σπρώχνονται από τους αδίστακτους κυβερνητικούς εκτελεστές της μνημονιακής πολιτικής στον Καιάδα της διαθεσιμότητας, της απόλυσης, της ανεργίας, της φτώχειας, του κοινωνικού αποκλεισμού αρχίζουν να αποκτούν κοινωνική συνείδηση και να παίρνουν πρωτοβουλίες. Οργανώνουν δίκτυα αλληλεγγύης, συντονίζουν διάφορες μορφές αυτοργάνωσης, μαζί με τους άντρες, επίσης θύματα της κρίσης, στον κοινό αγώνα.

Υπολογίζονται σήμερα σε περισσότερες από 350 οι δομές κοινωνικής αλληλεγγύης που λειτουργούν σε όλη τη χώρα24. Από τα κοινωνικά ιατρεία και τα φαρμακεία, τις συλλογικές κουζίνες, τις ομάδες νομικής υποστήριξης ευπαθών κοινωνικών ομάδων, τις συνεργατικές επιχειρήσεις, τα ανταλλακτικά παζάρια, τα σχολεία μεταναστών, μέχρι και τα κοινωνικά ωδεία, τις ομάδες χορού, τις θεατρικές ομάδες, τα συλλογικά εργαστήρια, τις εργατικές λέσχες και τα στέκια, οι γυναίκες δίνουν πνοή σε όλες αυτές τις εστίες αντίστασης στην ανθρωπιστική κρίση. Μικρά ρυάκια που πρέπει να φουσκώσουν και να ενωθούν σ’ ένα ποτάμι ανατροπής, που θα σαρώσει την κυβέρνηση και το καπιταλιστικό σύστημα που αυτή υπηρετεί.

Σύγκρουση με τις δυνάμεις της βιοεξουσίας

 

Εμβληματικές φιγούρες του επαναστατικού κινήματος η Κλάρα Τσέτσκιν25 και η Ρόζα Λούξεμπουργκ26, έδωσαν τη μάχη για την απελευθέρωση της γυναίκας μέσα από τη νίκη της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης και τη πανανθρώπινη χειραφέτηση. Η θέση του Λένιν για τη χειραφέτηση των γυναικών ήταν η θέση του Α. Μπέμπελ, ιδρυτή του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, ότι η πλήρης χειραφέτηση της γυναίκας συνδέεται με την κατάργηση της καπιταλιστικής κοινωνίας και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής.

Το «γυναικείο ζήτημα» δεν αποτελεί καθαρά «γυναικείο πρόβλημα», αλλά αναπόσπαστο κομμάτι της πάλης του εργατικού κινήματος για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από την ταξική σκλαβιά, μέσα από την κατάργηση του θεσμού της ατομικής ιδιοκτησίας, της οικογένειας και του κράτους.

Ο ανταγωνισμός των φύλων θεμελιώνεται πάνω στους ταξικούς ανταγωνισμούς. Δεν πηγάζει, με κανένα τρόπο, από την ανθρώπινη «φύση». Αντίθετα, αυτό που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο, όπως λέει η RadaIvekovic είναι το μοίρασμα και η κοινωνικότητα ως όρος επιβίωσης. «Η ζωή από κοινού προηγείται της διαφοράς των φύλων και της ανδρική ηγεμονίας, γιατί το μοίρασμα με πολλούς είναι για το ανθρώπινο είδος ο ελάχιστος όρος της αναπαραγωγής»27.

Η αμφισβήτηση των έμφυλων ιεραρχιών και ανταγωνισμών πρέπει να υπερβεί το πεδίο της απλής αμφισβήτησης και της καταγγελίας και να δώσει έμφαση στην ταξική φύση του ζητήματος.

Το φεμινιστικό κίνημα σε όλη την ιστορία του έχει προσφέρει πολλά στον αγώνα ενάντια στην καταπίεση της γυναίκας, για την κατάκτηση και της υπεράσπιση των δικαιωμάτων της. Όμως οι κατακτήσεις αυτές παραμένουν εύθραυστες, γιατί εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ιδεολογικές, πολιτικές και άλλες αντιδράσεις ακόμα και από χώρους, που αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικοί.

Ακόμα και σε χώρες, στις οποίες η ανδρική βία κατά των γυναικών και των παιδιών, όπως και οι περιπτώσεις αιμομειξίας έχουν ποινικοποιηθεί η συνήθης πρακτική είναι να αδρανοποιείται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο και οι θύτες να μένουν ατιμώρητοι.

Το ίδιο και σε ό, τι αφορά την αμοιβή και τους όρους εργασίας των γυναικών. Η ισότητα των φύλων δεν έχει κατακτηθεί στην πράξη σε καμιά χώρα του κόσμου.

Είναι φανερό ότι η απελευθέρωση των γυναικών δεν είναι υπόθεση μόνο του φεμινισμού (του κλασσικού, του τέχνο- ,του άυλου, του cyborg ή άλλου φεμινισμού). Είναι υπόθεση του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος όπου οι γυναίκες μπορούν να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους ενάντια στις δυνάμεις της βιοεξουσίας, με όραμα την παγκόσμια αταξική κοινωνία. Το επίδικο σήμερα, για γυναίκες και άντρες, είναι ο αγώνας για το δικαίωμα στη ζωή, «το δικαίωμα να ξαναβρείς αυτό που είσαι και αυτό που μπορείς να είσαι» όπως θα έλεγε ο Φουκώ28, «να ανακαλύψεις την ολότητα των πόθων», όπως θα έλεγε ο Μαρξ29.

Τότε μόνο μπορεί να συντελεστεί το μέγιστο άλμα πέρα από την ατομική ιδιοκτησία και τις τάξεις, πέρα από την καταπίεση και τους ανταγωνισμούς, πέρα από το ταμπού της αιμομειξίας και το θεσμό της οικογένειας, στον πολιτισμό του ελεύθερου χρόνου και της λιτής αφθονίας, του απελευθερωμένου από καταναγκασμούς έρωτα σε όλες τις εκφάνσεις του, στον καθολικό άνθρωπο της αταξικής κοινωνίας.

8/3/2014

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

  1. Ελένη Βαρίκα, «Για μια πολιτική γραμματική του φύλου», εκδ. Πλέθρον, 2009, σελ. 14.

  2. GérardMendel, «Κατασκευάζοντας το νόημα της ζωής μας. Μια ανθρωπολογία των αξιών», εκδ. Πλέθρον, 2012, σελ. 117

  3. Φ. Ένγκελς, «Η καταγωγή της οικογένεια, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους», πρόλογος στην 4η έκδοση του 1891, εκδ. Θεμέλιο, 1966.

  4. Βλ. 2, σελ.157

  5. Μαρία Γκασούκα, «Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις του φύλου», εκδ. Διάδραση, 2013, σελ. 36-37.

  6. «Εφημέριδα των Συντακτών», 7-3-2014.

  7. Σ. Μιχαήλ, «Εγώ η Φρίντα Κάλο είμαι», ομιλία στο Ελεύθερο αυτοδιαχειριζόμενο θέατρο «Εμπρός» με αφορμή τη μέρα της γυναίκας, 7-3-2014.

  8. Rada Ivekovic, “Le sexe de la nation”, ed. LéoSheer, 2003, σελ. 140.

  9. Ε. Αβδελά, «Ιστορία των γυναικών. Ιστορία του Φύλου, Φεμινιστική Ιστορία», Δίνη 6 (1993), σελ.19.

  10. JudithButler, «Σώματα που έχουν σημασία. Σχετικά με τα όρια του «φύλου» σε επίπεδο λόγου», Στο συλλογικό τόμο «Τα όρια του σώματος. Διεπιστημονικές προσεγγίσεις», επιμ. Δημ. Μακραντώνη, εκδ. «Νήσος», Αθήνα, 2004, σελ. 181-205.

  11. Ελιζαμπέτ Μπατεντέρ, «Σε λάθος δρόμο», εκδ. Καστανιώτη, 2003.

  12. Μ. Γκοντελιέ, «Οι γυναίκες και η πολιτική εξουσία», στο «Γυναίκες και Ιστορία», εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1995, σελ. 109-122.

  13. Μισέλ Φουκώ, «Ιστορία της σεξουαλικότητας, τόμος 1, η δίψα της γνώσης», μτφρ. Γκλόρυ Ροζάκη, εκδ. Ράππα, 1978, σελ. 135.

  14. «Η «Σιωπή των αμνών» στον ευρωπαϊκό Νότο», εφημερίδα «τα Νέα», 6-3-2014.

  15. S. Federici, «Ο Κάλιμπαν και η Μάγισσα», εκδ. των Ξένων, 2012, σελ.205.

  16. Βλ. 13, σελ.141

  17. Αθηνά Αθανασίου, «Ζωή στο όριο», εκδ. Εκκρεμές, 2007, σελ. 80.

  18. Αθηνά Αθανασίου, «Η κρίση ως «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», εκδ. Σαββάλας, 2012, σελ. 80.

  19. Βλ. 13, σελ. 119.

  20. LadyStardust, «Γυναίκες στην πυρά», εκδ. Κόκκινο νήμα, 2010.

  21. Βλ. 13, σελ. 146.

  22. Κ. Μαρξ, «Γράμμα στον Κούγκελμαν», 1868.

  23. Rebecca Winson, “We mustn’t forget the revolutionary toots of International Women’s Day”, New Statesman, 8-3-2014.

  24. Μαριάνθη Καλατζή, «Συλλογικές δράσεις κοινωνικής αλληλεγγύης. Ένας νέος κοινωνικός ιστός υφαίνεται στην Ελλάδα της κρίσης, Τετράδια Ψυχιατρικής, No 123, 2013.

  25. Clara Zetkin, «Selected Writing», ed. Philip S. Foner, New York: International Publishers, 1984

  26. Rosa Luxembourg, «Œuvres» I et II, ed. Petite collection Maspero, Paris, 1969.

  27. Βλ. 7, σελ. 267.

  28. Βλ. 13, σελ. 190.

29. K. Marx, F. Engels, “The German Ideology”, at K. Marx, F. Engels: “Collected Words”, Moscow, Progress, 1976, Vol.5, p. 254.