Ένα λογοτεχνικό κείμενο του νεαρού Φρίντριχ Ένγκελς

Φρίντριχ Ένγκελς

Το παρακάτω κείμενο που δημοσιεύουμε, είναι από μια, πλέον, συλλεκτική έκδοση, στην οποία περιλαμβάνονται δύο λογοτεχνικές δοκιμές του νεαρού Φρίντριχ Ένγκελς: Η “Μάχη του Ετεοκλή και του Πολυνείκη”, που έχει ως θέμα την σύγκρουση των δύο αδερφιών, γιων του τραγικού Οιδίποδα και αδερφών της Αντιγόνης, έξω από την Θήβα και “Οι Επαναστάτες” και αφορά στην επανάσταση του 1821, περιγράφοντας μια επιχείρηση ναυτικών ενάντια στις Οθωμανικές αρχές. Και τα δύο κείμενα γράφτηκαν από τον Φρίντριχ Ένγκελς, τον παγκόσμια διάσημο επαναστάτη και επιστήθιο φίλο του Καρλ Μαρξ, τα χρόνια 1836-37, όταν ήταν 16 χρονών. Παρουσιάστηκαν, όταν ο Ένγκελς μαθήτευε στο Γυμνάσιο, έχοντας όμως ήδη μια πλούσια καλλιέργεια και σημαντικά ενδιαφέροντα καλλιτεχνικά, έκφραση των οποίων είναι και αυτό το κείμενο που δημοσιεύουμε. Πληροφορίες λένε, ότι ο νεαρός Ένγκελς, μπορούσε να το απαγγέλει από μνήμης στα αρχαία ελληνικά, που διδάσκονταν στα σχολεία ενός κάποιου επιπέδου στην τότε Πρωσία.

Είναι γνωστό ακόμα, ότι ο Φρίντριχ Ένγκελς, στην περίοδο πριν την γνωριμία του με τον Μαρξ και την αφοσίωσή του στο προλεταριάτο, παρακολουθούσε πολύ στενά όλες τις σημαντικές εξελίξεις στον χώρο της μουσικής, γράφοντας για διάφορες εφημερίδες κείμενα μουσικοκριτικής, συμμετέχοντας σε επαγγελματική χορωδία και δοκιμάζοντας ακόμα τις δυνάμεις του στην μουσική σύνθεση, αποσπάσματα της οποίας έχουμε στα γράμματα προς την αδερφή του. Ο ίδιος έγραψε, ότι όποιος δεν διαθέτει ένα πηγαίο καλλιτεχνικό ταλέντο στο τραγούδι και την απαγγελία της ποίησης, ας μην επιχειρήσει να γίνει καλλιτέχνης. Δεινός συγγραφέας και στρατιωτικός αναλυτής, έχει μείνει για πάντα στο μυαλό των επαναστατών όπου γης για την συμβολή του, στην ανάπτυξη της επαναστατικής κοσμοθεωρίας του προλεταριάτου, του επιστημονικού σοσιαλισμού, μαζί με τον ιδρυτή του, Καρλ Μαρξ. 

Το κείμενο σε μετάφραση Αλέκου Μπραβή περιλαμβάνεται στο τομίδιο Φρ. Ένγκελς, Οι επαναστάτες, εκδόσεις Κοροτζής, 1977.
Ε.Α.

Δες εκεί πέρα! Ποιοί να ‘ναι τάχα αυτοί οι Έλληνες άνδρες που καλπάζουν προς τα δω καβάλα στ’ ατίθασα άλογά τους! Να, φτάσανε κιόλας. Τώρα περνούν κάτω από τη μεγαλόπρεπη πύλη της πόλης των παντοδύναμων γιών του Κάδμου. Από πίσω τους ακολουθούν με βήμα σταθερό οι πεζοί πολεμιστές με τις ακτινοβόλες τους ασπίδες και τ’ αστραφτερά τους ακόντια. Σταματούν και κυκλώνουν τα τείχη της πόλης. 

Μα, να κι άλλα στρατεύματα, αμέτρητοι πολεμιστές συρρέουν από παντού και κυκλώνουν την πόλη του γενναίου γιού του Αγήνορα. Οι αρχηγοί των Δαναών και οι πολεμιστές του Άργους φέρνουν τον πόλεμο στην πόλη των Θηβών.  

Ο Τυδαίος Καπαναίος, ο Παρθεναίος, ο βασιλιάς Αμφιάραος, ο παντοδύναμος Ιππομέδων, ο Άδραστος κι ο Πολυνείκης, όλοι των λαών οι ξακουστοί βασιλιάδες παρελαύνουν ο ένας μετά τον άλλο πάνω σε λαμπερά τροχήλατα άρματα που άτια περήφανα τα σέρνουν. 

Και κει στο ξέφωτο, κάτω απ’ τον ήλιο άστραφταν οι πανοπλίες και στραφτοκοπούσαν οι στρογγυλές ασπίδες, οι ατσαλένιες λόγχες και τ’ ασημένια τα σπαθιά. Κι όπως ο βοσκός κουλουριάζει ξαφνικά το πρόβατο πνίγοντάς το μέσα στην αγκαλιά του, έτσι κι οι Δαναοί την πόλη των Θηβών περικύκλωσαν. Τότε, όταν όλος ο στρατός έξω από την πύλη  παρατάχθηκε, άλλοι άντρες φτάσανε ξαφνικά ντυμένοι με αστραφτερές μπρούντζινες πανοπλίες και περικεφαλαίες με ασπίδες στο χέρι τους μπροστά κρατώντας. Ανάμεσά τους ο αήττητος γιος του Οιδίποδα, ο Ετεοκλής. Και μόλις οι αρχηγοί των Βοιωτών και οι πολεμιστές του Άργους συναντήθηκαν, βρόντηξαν οι ασπίδες τους, άστραψαν τα δόρια τους και βόγγηξαν τα σιδερένια στήθια τους. Καταστροφή και θάνατο μύριζε ο αγέρας καθώς οι άνθρωποι σκοτώνονταν μεταξύ τους και από τα αίματα κοκκίνισε το ξακουστό ποτάμι κι ο Ίσμηνος πορφύρωσε. Και καθώς του Αγήνορα ο γιος πολεμούσε, τον ατρόμητο τον Πολυνείκη καταριόταν και τη θεά Αθηνά παρακαλούσε: “Θεά μου, κόρη του παντοδύναμου του Δία, συ που στ’ Αχιλλέα τη γενιά ανήκεις, άκουσε αυτά που θα σου πω. Αν σε σένα εγώ θυσίασα μοσχάρια σιτευτά και γίδες καλοθρεμμένες, άκουσε την παράκλησή μου. Δος μου μόνο τη δύναμη τ’ ανίκητο σπαθί μου να καρφώσω στα στήθια αυτού του άνδρα. Γιατί, τι κι αν είναι της γενιάς του Οιδίποδα απόγονος, τι κι αν είναι ο αδελφός μου ο πολυαγαπημένος μου Πολυνείκης, πρέπει να τον σκοτώσω αφού με τους διψασμένους για θάνατο άρχοντες και αρχηγούς του Άργους, τον πόλεμο μας φέρνει, την πατρική του γη να καταστρέψει”. 

Αυτά είπε στην Αθηνά ο Ετεοκλής και απευθυνόμενος στον αδελφό του φώναξε: 

“Γιε του Οιδίποδα, περήφανε Πολυνείκη, είν’ η καρδιά μου που χτυπώντας μεσ’ στα στήθια μου με σένα με καλεί να πολεμήσω, που είσαι από όλους αυτούς ο γενναιότερος. Έλα πλησίασε και όρμησε εναντίον μου, να παλέψεις με τον γενναίο αδελφό σου Ετεοκλή”. 

Έτσι μίλησε ο Ετεοκλής στον αδελφό του κι αυτός με τη σειρά του προσευχήθηκε στη θεά Ήρα: 

Άκουσε τα παρακάλια μου Ήρα, αδελφή και συντρόφισσα του Δία, γιατί κι εγώ στη δική σου τη γενιά ανήκω, αφού την Αργήτισσα και κόρη του Άδραστου παντρεύτηκα, που ο πατέρας της όλο το ΄Αργος εξουσιάζει˙ δώσε μου τη δύναμη να σκοτώσω τον Ετεοκλή, γιατί δεν κράτησε τους όρκους φιλίας και συμμαχίας που έδωσε στη Θήβα”.

Αυτά είπε ο Πολυνείκης, κι έπειτα ο Ετεοκλής, ο πανίσχυρος βασιλιάς των ανθρώπων, προχώρησε με σίγουρο και σταθερό βήμα στο πεδίο της μάχης δίνοντας διαταγή στους άνδρες του να μείνουν πίσω. Κι όταν έφτασε στη μέση, ανάμεσα στα δύο εχθρικά στρατεύματα, μίλησε με βροντερή φωνή, απευθυνόμενος σ’ όλους: 

“Ακούστε με Δαναοί κι εσείς γενναίοι-Αχαιοί, γιατί όσα θα σας πω, δεν σας τα λέω εγώ αλλά η καρδιά μου. Ο λαός του Άργους και της Βοιωτίας αποδεκατίζεται σε μια σκληρή κι απάνθρωπη μάχη. Μα όσο κι αν πολεμάμε, κανείς δεν μπορεί να νικήσει τον άλλο. Η μοίρα μου τόθελε να χτυπηθώ με τον αδελφό μου. Αυτά είχα να σας πω και μάρτυς μου ο Δίας. Γιατί αν νικηθώ απ’ το βαρύ σπαθί του αδελφού του, τότε ας είναι αυτός που θα κυβερνήσει τους Κάδμιους, βασιλιάς ανάμεσα στους άλλους βασιλιάδες. Αν όμως η Αθηνά μού χαρίσει την ασπίδα της και τύχει και νικήσω εγώ, τότε δική μου θα είναι η δόξα και το βασίλειο του πατέρα μου κι εσείς Αργίτες μπορείτε στα σπίτια σας ελεύθεροι να πάτε”. 

Αυτά είπε ο Ετεοκλής και μόλις τελείωσε, τον επευφήμησαν και τα δύο στρατόπεδα. Έπειτα οι καβαλάρηδες των δύο εχθρικών στρατευμάτων ξεπέζεψαν και τραβήχτηκαν παρατεταγμένοι σε μια γραμμή. Στη συνέχεια οι πεζοί έβγαλαν τους θώρακες που φορούσαν, και μαζί με τα όπλα τους και τις ασπίδες τους τα απόθεσαν όλα στο έδαφος. Έτσι που ήταν όλα αφημένα το ένα πλάι στ’ άλλο τα’ άρματα, δεν υπήρχε ούτε μια σπιθαμή ελεύθερος χώρος. Τότε ο Ετεοκλής, χουφτιάζοντας το μακρύ ανίκητο δόρυ του, το εκσφενδόνισε ενάντια στον Πολυνείκη. Βλέποντας όμως ο άξιος γιος του Αγήνορα το δόρυ να ‘ρχεται κατά πάνω του, κινήθηκε με θεϊκή ταχύτητα και το μπρούντζινο δόρυ πέρασε ξυστά από δίπλα του.

Σαν αστραπή τότε ο ενάρετος Πολυνείκης τράβηξε το ξίφος με τη χρυσαφένια λαβή και όρμησε ενάντια στον αντίπαλό του. Κι αρπάχτηκαν σαν άγρια θηρία τ’ αδέλφια και παιδιά απ’ το ίδιο αίμα. Για μια στιγμή ο Ετεοκλής έπεσε κάτω κι η χρυσαφένια του ζώνη σύρθηκε στο χώμα. Κι έτσι όπως ήταν καταγής με πίστη στο δυνατό του χέρι τον Πολυνείκη χτύπησε με δύναμη. Και τότε μαύρο το αίμα ανάβλυσε κι έτρεξε απ’ την πληγή. Την ίδια όμως κείνη στιγμή το ανίκητο σπαθί του βασιλιά των λαών Πολυνείκη περνώντας την πανοπλία βυθίστηκε βαθειά στα στήθια του Ετεοκλή. Κι οι δυο τους, καταγής σωριάστηκαν και σκοτάδι κάλυψε τα μάτια τους. Εκεί ξαπλώσανε κι οι δύο, ο αδελφός που έσφαξε τον αδελφό με το μακρύλογχο σπαθί. Έτσι ξεκληρίστηκε το αριστοκρατικό γένος του Οιδίποδα. 

Σεπτέμβρης 1837