Μετά την επιτυχημένη απεργία στις 21 και 22 Απριλίου
των Γιάννη Πευκιώτη & Σωτήρη Παπαδημητρίου
Με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ 32/Α/14-2-20) η ΛΑΡΚΟ έχει τεθεί σε διαδικασία εκκαθάρισης εν λειτουργία με σκοπό την πώλησή της εντός καθορισμένων χρονικών ορίων ή την πτώχευσή της αν το σχέδιο πώλησης αποτύχει.
Με απόφασή του το Μονομελές Εφετείο Αθηνών που εκδίκασε την αίτηση υπαγωγής της ΛΑΡΚΟ σε εκκαθάριση στις 25/2, όρισε ως εκκαθαριστές την πολυεθνική Deloitte και τον Νικόλαο Μαράντο, πρώην ειδικό εκκαθαριστή της ATEBank.
Η επιτυχημένη 48ωρη απεργιακή κινητοποίηση (21 και 22 Απριλίου 2020) είχε μαζική συμμετοχή και αναμφίβολα πρέπει να συνεχιστεί με νέες δράσεις, αρχής γενομένης από την Πρωτομαγιά με συγκέντρωση στο εργοστάσιο της Λάρυμνας και στις πόλεις όπου η ΛΑΡΚΟ έχει εγκαταστάσεις.
Όμως, το αν θα συνεχίσει η ΛΑΡΚΟ να είναι εν λειτουργία, είναι αμφίβολο καθώς οι οφειλές προς τρίτους, που εργάζονται στα ορυχεία και τις μεταφορές, έχουν μπλοκάρει την εξόρυξη και μεταφορά του αναγκαίου μεταλλεύματος στο εργοστάσιο της Λάρυμνας. Ο ειδικός εκκαθαριστής αντί να χρηματοδοτήσει άμεσα την παραγωγική διαδικασία, κατέβαλε ένα μεγάλο ποσό, περίπου 7 εκατ. ευρώ, για την αποκάλυψη νέου κοιτάσματος στην Εύβοια το οποίο όμως δεν θα παράγει μετάλλευμα πριν από το τέλος του χρόνου. Η ενέργεια αυτή είναι για να αυξηθεί η προίκα της ΛΑΡΚΟ και όχι για να συνεχίσει τη λειτουργία του το εργοστάσιο.
Οι εκκαθαριστές εκείνο που πάντα θέλουν να διασφαλίσουν είναι την αξία του ενεργητικού της επιχείρησης που ως γνωστόν δεν περιλαμβάνει το εργατικό δυναμικό το οποίο βρίσκεται στη μεριά του…. παθητικού, αν και οι εργαζόμενοι και μόνο αυτοί είναι που δημιουργούν νέα αξία στο παραγόμενο προϊόν.
Καθήκον κάθε εκκαθαριστή είναι να αυξήσει την αξία τού υπό πώληση ενεργητικού, χωρίς πρόσθετα βάρη. Το μεγαλύτερο “βάρos” για τη δεξιά κυβέρνηση της ΝΔ και τους καπιταλιστές είναι… οι εργάτες. Αυτό φαίνεται και από την ΠΝΠ του υπουργείου όπου το πρώτο μέλημα είναι η μείωση του μισθολογικού κόστους κατά 25% και όπως αναφέρεται:
«3. α. Η θέση της ΛΑΡΚΟ σε ειδική διαχείριση δεν αποτελεί λόγο λύσεως της εταιρείας, δεν συνεπάγεται διακοπή της λειτουργίας της και δεν επιφέρει τη λύση των πάσης φύσεως συμβάσεων της ούτε αποτελεί λόγο λύσεως αυτών. Η θέση της επιχείρησης σε ειδική διαχείριση συνιστά πάντως σε κάθε περίπτωση, για τον διαχειριστή και μόνο, σπουδαίο λόγο για την καταγγελία οποιασδήποτε συμβάσεως της επιχείρησης. Ειδικά ως προς τις συμβάσεις του προσωπικού της επιχείρησης εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 14Α του ν. 3429/2005 (Α’ 314). Με την ανάληψη των καθηκόντων του ο ειδικός διαχειριστής υποχρεούται να μειώσει το μισθολογικό κόστος κατά 25% μεσοσταθμικά στις διαφορετικές κατηγορίες του προσωπικού, συμπεριλαμβανομένης της κατάργησης επιδομάτων εορτών, αδείας, και παραγωγής (πριμ) που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη, ρήτρα ή όρο, συλλογικής ή ατομικής σύμβασης εργασίας, συμφωνίας ή διαιτητικής απόφασης», γιατί, όπως ανέφερε ο υπουργός Χατζηδάκης, «Ως εκ τούτου, σε μια εταιρεία βαθύτατα προβληματική –όπως προκύπτει από τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν-, το μέσο ετήσιο μισθολογικό κόστος προσεγγίζει τα 44.000 ευρώ ανά εργαζόμενο, ενώ για τους πιο υψηλόμισθους (με πολλά χρόνια προϋπηρεσίας) υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ.”
Τα νούμερα του μισθολογικού κόστους δεν λένε τίποτα από μόνα τους για τη βιωσιμότητα μιας καπιταλιστικής επιχείρησης. Επιπρόσθετα, τα νούμερα του υπουργού αναφέρονται στον άμεσο (μικτό μισθό εργαζόμενου) και έμμεσο μισθό (δηλ. τις ασφαλιστικές υποχρεώσεις του εργοδότη), τις υπερωρίες, τη νυκτερινή εργασία, την εργασία τα σαββατοκύριακα, αργίες και όλα τα υπόλοιπα που αναφέρονται στη συλλογική σύμβαση εργασίας. Δηλαδή, ό,τι προβλέπει η εργατική νομοθεσία και η συλλογική σύμβαση εργασίας που το σημερινό σχέδιο καταργεί μονομερώς. Επιπλέον, το μισθολογικό κόστος πρέπει να συγκριθεί με βιομηχανίες του κλάδου σε εθνική και διεθνή κλίμακα. Μια τέτοια σύγκριση θα έδειχνε ότι το μισθολογικό κόστος δεν αποκλίνει από άλλες βιομηχανίες που χαρακτηρίζονται από βαριά και ανθυγιεινή εργασία.
Έτσι, η κυβέρνηση αντί να αναζητά γιατί συσσωρεύτηκαν δυσθεώρητα χρέη (350 εκατ. ευρώ οφείλονται στη ΔΕΗ), ας ερευνήσει αν οι κατά καιρούς διορισμένες από τις κυβερνήσεις διοικήσεις έπραξαν τα δέοντα για να διασφαλίσουν τον δημόσιο χαρακτήρα της επιχείρησης και το κοινωνικό συμφέρον. Aς ερευνήσει αν επένδυσαν στον εκσυγχρονισμό της επιχείρησης, αν διασφάλισαν επαρκή κεφάλαια κίνησης για να πετύχουν μεσοσταθμικά τη διεθνή τιμή πώλησης του μετάλλου που να διασφαλίζει τη λειτουργία του εργοστασίου, αντί να κατηγορούν τους εργάτες για τους… υψηλούς μισθούς που είναι άγνωστο τι αντιπροσωπεύουν στα λειτουργικά κέρδη. Αυτά, όμως, δεν μπορούν να υπολογίζονται σε ετήσια βάση αλλά σε βάθος χρόνου λαμβάνοντας υπόψη και τις διεθνείς διακυμάνσεις τις τιμής του μεταλλεύματος.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες μόνο ένας ελεγκτικός μηχανισμός των βιβλίων της επιχείρησης από τους εργάτες θα αποκάλυπτε ολόκληρη την αλήθεια και όχι φυσικά οι κυβερνήσεις που καλύπτουν τη χρόνια κακοδιαχείριση και πολλές φορές ρεμούλα των δημοσίων επιχειρήσεων, για διοικήσεις οποίες οι ίδιες διόρισαν ή πολύ περισσότερο διεθνείς ελεγκτικές εταιρείες που είναι ένα ερώτημα αν η αμοιβή τους προέρχεται μόνο από των πωλητή (δηλ. το ελληνικό δημόσιο) ή και τον αγοραστή.
Ο εκκαθαριστής, με το ξεκίνημά του, εκβιάζει τους εργάτες, θέτοντας εξ αρχής το δίλημμα ή μειώσεις των μισθών ή παύση λειτουργίας του εργοστασίου. Η αβεβαιότητα που προκαλεί στους εργάτες ο περιορισμός ή και παύση της λειτουργίας της επιχείρησης οδηγεί σε πολύ πιο γρήγορη αποδοχή των κυβερνητικών αποφάσεων, διάσπαση μεταξύ τους και αργότερα σε άτακτη υποχώρηση αν δεν υπάρχει ένα ισχυρό κίνητρο για να δοθεί ο αγώνας μέχρις εσχάτων.
Ο αγώνας δεν μπορεί να περιοριστεί σε απεργιακά μέτρα σε συνθήκες υπολειτουργίας του εργοστασίου και απειλής παύσης λειτουργίας. Απαιτούνται πιο προωθημένα μέτρα που απαιτούν τη συσπείρωση των εργατών σε μια αποφασισμένη ηγεσία που δεν θα υποβαθμίσει τον αγώνα μόνο σε διάσπαρτα αγωνιστικά μέτρα ή διαδρομές στα υπουργεία για χαρτοπόλεμο και παρακάλια.
Η κυβέρνηση έχει απειλήσει να πουλήσει ή να πτωχεύσει τη ΛΑΡΚΟ, να την “βγάλει από τη πρίζα”. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες μπορούν οι εργάτες να αντιστρέψουν την απειλή και να βγάλουν την κυβέρνηση από τη πρίζα των ιδιωτικοποιήσεων και του ξεπουλήματος όλου του δημόσιου πλούτου;
Αυτό το ερώτημα βασανίζει την εργατική τάξη όλης της χώρας που με τις παρούσες ηγεσίες είδε μέσα στα χρόνια των μνημονίων να εξαερώνεται όχι μόνο το εισόδημά της αλλά και η ίδια της η ζωή.
Ο αγώνας μέχρι εσχάτων απαιτεί την υποστήριξη όλης της εργατικής τάξης μέσα από ανοικτές επιτροπές αγώνα, τοπικά στις εγκαταστάσεις της ΛΑΡΚΟ αλλά και σε όλη την Ελλάδα.
Αυτός είναι ο μόνος δρόμος για τη διάσωση της ΛΑΡΚΟ που σημαίνει διάσωση των εργατών και όχι των αστικών κυβερνήσεων του κεφαλαίου ή των υποψήφιων αγοραστών και των συμβούλων τους. Πάνω από όλα απαιτείται ένας σχεδιασμός από τους εργάτες που θα έχουν οι ίδιοι την πολιτική πρωτοβουλία. Αυτό είναι βασικός όρος για να νικήσουν αυτοί και μαζί τους όλη η εργατική τάξη.
23/4/2020
Γιάννης Πευκιώτης
Σωτήρης Παπαδημητρίου