Η κρίσιμη διετία 1947 – 1949
της Μαργαρίτας Κουτσανέλλου
Το άρθρο κυρίως στοχεύει να φωτίσει εκείνα τα ιστορικά γεγονότα, που τεκμηριώνουν ότι η Σοβιετική Ένωση του Στάλιν, δεν συνέργησε απλώς πολιτικά και διπλωματικά στην αναγνώριση του σιωνιστικού κράτους το Μάιο 1948, κάτι που είναι σε όλους, λίγο-πολύ γνωστό. Συνέργησε εξίσου και περισσότερο δραστικά, με υλικούς όρους, στη Νάκμπα αυτή, καθαυτή. Συνέργησε και ηθικά και υλικά, στο βίαιο και αιματηρό διωγμό των Παλαιστινίων από τη γη τους και στην εθνοκάθαρση που συντελέστηκε από το Σιωνισμό – λίγο πριν και μετά την αναγνώρισή του ως κρατικής οντότητας. Συγκεκριμένα, ήταν το σταλινικό καθεστώς που κατά τη διετία 1947-1949 εξασφάλισε εκτός από την πολιτική και διπλωματική κάλυψη, την παροχή άφθονου στρατιωτικού, πολεμικού υλικού με το οποίο κατέστη εφικτό, όπως αναγνωρίζει με τα δικά του λόγια ο αρχιτέκτονας της ίδρυσης του ισραηλινού κράτους, Μπεν Γκουριόν, το αιματοκύλισμα της Παλαιστίνης και του παλαιστινιακού λαού. Η σταλινική γραφειοκρατία με πλήρη συνείδηση, συμφώνησε και στήριξε το διωγμό των Παλαιστινίων Αράβων από τη γη τους, από τις σιωνιστικές παρακρατικές και κρατικές ορδές. Είναι κάτι πολύ διαφορετικό από το αφήγημα ότι η Σοβιετική Ένωση απλώς αναγνώρισε το κράτος του Ισραήλ. Δεν ήταν μόνο αυτό. Δεν θα μπορούσε να είναι μόνο αυτό. Χρειαζόταν ταυτόχρονα να εκτοπιστούν οι αυτόχθονες, γιατί προφανώς η Παλαιστίνη δεν ήταν «μία γη χωρίς λαό, για ένα λαό χωρίς γη». Και αυτό το ιστορικό γεγονός παραμένει σοκαριστικό, όσο και αν προσπαθήσει κάποιος να το επεξεργαστεί.
Έκτοτε, με την ίδια πολιτική γραμμή, της αναγνώρισης σιωνιστικού κράτους στην ιστορική Παλαιστίνη, εκτυλίσσεται ένα κορυφαίο ανθρωπιστικό δράμα εναντίον των Παλαιστινίων, που διαρκεί πάνω από τρία τέταρτα του αιώνα.
Ιστορικό πλαίσιο
Θα μπούμε στο θέμα με τη βοήθεια του εμβληματικού έργου «Η Εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης» (“The Ethnic Cleansing of Palestine”) του Ισραηλινού ιστορικού Ιλάν Παπέ, οι συστάσεις για τον οποίο περιττεύουν.
Το 1917 με τη διακήρυξη Μπάλφουρ (Υπουργός Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας, υπέρμαχος της “Λευκής Υπεροχής” και φανατικός αντισημίτης) ανακοινώθηκε η υποστήριξη της Μεγάλης Βρετανίας στην ίδρυση “εθνικής εστίας για τον Εβραϊκό λαό” – στα εδάφη της αραβικής Παλαιστίνης όπου ο Εβραϊκός πληθυσμός αποτελούσε μόνο το 10% του συνόλου. (βλ. ΝΕΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ Η Κομιντέρν και η πάλη για ελεύθερη Παλαιστίνη). Η ίδρυση-εμφύτευση ενός κράτους των δεξιών σιωνιστών στην καρδιά του Αραβικού κόσμου ήταν κεντρικό σημείο της βρετανικής ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας στη Μέση Ανατολή, και αργότερα των ΗΠΑ.
Το Φεβρουάριο του 1947, η βρετανική κυβέρνηση έλαβε την απόφαση να αποχωρήσει από την “Παλαιστίνη υπό Εντολή” (Mandatory of Palestine) και να παραπέμψει το ζήτημα του μέλλοντός της στον ΟΗΕ. Τα Ηνωμένα Έθνη υιοθέτησαν την ιδέα της διχοτόμησης της χώρας. Αυτό έγινε αποδεκτό από τη σιωνιστική ηγεσία, η οποία πρωτοστατούσε στα σχέδια της διχοτόμησης. Απορρίφθηκε από τις συντηρητικές αραβικές κυβερνήσεις και την παλαιστινιακή ηγεσία, οι οποίοι πρότειναν να παραμείνει η Παλαιστίνη ένα ενιαίο κράτος. Το ψήφισμα για τη διχοτόμηση υιοθετήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 1947 και η εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης άρχισε στις αρχές Δεκεμβρίου 1947 με μια σειρά εβραϊκών επιθέσεων σε παλαιστινιακά χωριά και γειτονιές σε αντίποινα για τα λεωφορεία και τα εμπορικά κέντρα που είχαν βανδαλιστεί κατά τη διάρκεια της παλαιστινιακής διαμαρτυρίας κατά του ψηφίσματος του ΟΗΕ κατά τις πρώτες ημέρες μετά την υιοθέτησή του. Οι Βρετανοί αποχώρησαν στις 15 Μαΐου 1948, και η Εβραϊκή Υπηρεσία για την Παλαιστίνη (Jewish Agency) ανακοίνωσε αμέσως την ίδρυση ενός εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη, το οποίο αναγνωρίστηκε επίσημα από τις δύο υπερδυνάμεις της εποχής, τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ. Την ίδια μέρα, τακτικές αραβικές δυνάμεις εισήλθαν στην Παλαιστίνη. Ήδη από τον Φεβρουάριο του 1948, η αμερικανική διοίκηση είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το Ψήφισμα του ΟΗΕ για τον διαχωρισμό, αντί να αποτελεί ένα σχέδιο ειρήνης, αποδεικνυόταν συνταγή για συνεχιζόμενη αιματοχυσία και εχθρότητα. Ως εκ τούτου, δύο φορές πρότεινε εναλλακτικά σχέδια για την αναχαίτιση της κλιμάκωσης της σύγκρουσης τα οποία η σιωνιστική ηγεσία απέρριψε χωρίς καμία συζήτηση, καθώς το σχέδιο των Σιωνιστών ήταν με έναυσμα την αναγνώριση κράτους του Ισραήλ, να αποκτήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της Παλαιστίνης, με όσο το δυνατόν λιγότερους Παλαιστίνιους σε αυτό,σε μία γεωγραφική έκταση ικανή να αποτελέσει το έδαφος ενός βιώσιμου κράτους. Καμία ειρηνευτική διαδικασία δεν θα μπορούσε να ταιριάζει προφανώς με το δικό τους σχεδιασμό, ο οποίος ήταν σταθερά ένας: Η εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης και ο εποικισμός της από τους Σιωνιστές.
Το πιο αποφασιστικό βήμα για να εξασφαλιστεί μια επιτυχημένη επιχείρηση εθνοκάθαρσης ήταν η δημιουργία επαρκούς στρατιωτικής δύναμης. Μέχρι τον Μάιο του 1948, και οι δύο πλευρές είχαν ανεπαρκή εξοπλισμό. Στη συνέχεια, ο νεοσύστατος ισραηλινός στρατός, με τη βοήθεια του Κομμουνιστικού Κόμματος της χώρας, έλαβε – σύμφωνα με τον ιστορικό – μια μεγάλη αποστολή βαρέων όπλων από την Τσεχοσλοβακία και τη Σοβιετική Ένωση, ενώ οι τακτικοί αραβικοί στρατοί απέκτησαν επίσης ορισμένα βαρέα όπλα. Τα όπλα των αραβικών στρατευμάτων ήταν σπάνια, καθώς οι κύριοι προμηθευτές των αραβικών στρατών ήταν η Βρετανία και η Γαλλία, οι οποίες είχαν κηρύξει εμπάργκο όπλων στην Παλαιστίνη. Αυτό παρέλυσε τους αραβικούς στρατούς, αλλά επηρέασε ελάχιστα τις εβραϊκές δυνάμεις, οι οποίες βρήκαν πρόθυμους προμηθευτές στη Σοβιετική Ένωση και στο νέο Ανατολικό Μπλοκ της.
Eπαφές της EΣΣΔ με το σιωνιστικό κίνημα, πριν το 1947
(Πηγή: “Η έκπληξη της Μόσχας: Η σοβιετο-ισραηλινή συμμαχία του 1947-1949” Laurent Rucker, Working Paper #46, Woodrow Wilson International Center for Scholars, 2005).
Ο Rucker ξεκινά το πόνημά του τονίζοντας ότι από το 1947 έως το 1949, η Σοβιετική Ένωση παρείχε πολιτική, στρατιωτική και δημογραφική υποστήριξη στο Σιωνιστικό κίνημα (Ή έμφαση δική μας).
Όπως όμως εξηγεί, οι επαφές της σιωνιστικής ηγεσίας με τη Σοβιετική διπλωματία ξεκίνησαν νωρίτερα -μετά το 1939- με κεντρικό πρόσωπο από την πλευρά των σοβιετικών, τον πρεσβευτή της Μόσχας στο Λονδίνο, Ivan Maisky και με αφορμή την αύξηση του εβραϊκού πληθυσμού της Σοβιετικής Ένωσης κατά 2.000.000, μετά την προσχώρηση (προσάρτηση σύμφωνα με τον ιστορικό) της Ανατολικής Πολωνίας, Βεσσαραβίας, Βόρειας Μπουκοβίνας και των Βαλτικών Κρατών. Ο εκπρόσωπος των Σιωνιστών Weizmann σε μία από αυτές τις συναντήσεις τους, έθεσε στο Maisky το θέμα ως εξής:
– “Εάν μπορούσαν να μεταφερθούν 500.000 Άραβες, τότε δύο εκατομμύρια Εβραίοι θα μπορούσαν να εγκατασταθούν στη θέση τους.”
– Σύμφωνα με τον L. Rucker, ο Weizmann σχολίασε ότι “ο Maisky δεν φάνηκε να σοκάρεται από αυτή την ιδέα”! Ο Maisky, συνεχίζει ο ιστορικός, στο πλαίσιο αυτών των επαφών μεταφέρει τη θέση ότι η σοβιετική κυβέρνηση κατανοούσε τους σιωνιστικούς στόχους και θα τους «υποστήριζε σίγουρα». Εκφράζει δε ανησυχία για την ικανότητα της περιοχής να απορροφήσει το Γισούβ (την εβραϊκή κοινότητα), λόγω του «μικρού μεγέθους της Παλαιστίνης». Τον Οκτώβριο 1943 ο Maisky βρίσκεται στην Παλαιστίνη, όπου μαζί με τον Μπεν Γκουριόν επισκέπτονται δύο kibbutzim. Εκεί ο Maisky θέτει το θέμα της διευθέτησης στην περιοχή μετά τον πόλεμο:
«Μετά τον πόλεμο θα υπάρξει ένα σοβαρό εβραϊκό ζήτημα και θα επιλυθεί· πρέπει να εκφράσουμε μια άποψη, οπότε πρέπει να γνωρίζουμε. Μας λένε ότι δεν υπάρχει χώρος εδώ στην Παλαιστίνη, θέλουμε να μάθουμε την αλήθεια, ποια είναι η χωρητικότητα της Παλαιστίνης;» (4 October 1943. DISR, Part I, p. 71)
Εν τούτοις, παρά την εχθρότητά της προς τον Αραβικό Σύνδεσμο τον οποίο αξιολογούσε ως οργανισμό ελεγχόμενο από τον βρετανικό ιμπεριαλισμό, η Σοβιετική Ένωση δεν προσχώρησε αμέσως στη σιωνιστική πλευρά, καθώς πίστευε ότι το κόστος μιας τέτοιας επιλογής θα υπερέβαινε τα οφέλη. Το 1943 η ΕΣΣΔ έκλινε στο ότι δεν θα έπρεπε να υποστηρίξει το σιωνιστικό σχέδιο, διότι μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως επίθεση κατά της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Το Υπουργείο Εξωτερικών δεν εξέφραζε καμία ιδεολογική αντίθεση προς τον Σιωνισμό, σύμφωνα με τον Rucker·η θέση του ήταν περισσότερο προϊόν τακτικής, παρά αρχών. Παρ’ όλα αυτά, οι επαφές μεταξύ Σοβιετικών διπλωματών και εκπροσώπων του σιωνισμού συνεχίστηκαν.
Στη Διάσκεψη της Γιάλτας το Φεβρουάριο του 1945, συνεχίζει ο Laurent Rucker, το Παλαιστινιακό ζήτημα δεν βρισκόταν επίσημα στην ατζέντα. Σύμφωνα με διάφορες πηγές, ο Στάλιν, ο Ρούζβελτ και ο Τσόρτσιλ συζήτησαν το ζήτημα, αλλά οι διαθέσιμες εκδοχές για όσα συνέβησαν είναι αντιφατικές. Παρά τις ενδείξεις για φιλοσιωνιστική στροφή, η σοβιετική διπλωματία επιφυλάσσεται να αποκαλυφθεί επισήμως και δηλώνει ότι θα ξεκαθαρίσει τη θέση της “όταν το Παλαιστινιακό ζήτημα τελικά συζητηθεί στα Ηνωμένα Έθνη.”
Απρίλιος 1946 – Απρίλιος 1947: Η έκπληξη από τη Σοβιετική Ένωση
Τον Απρίλιο 1946, η Σοβιετική Ένωση μη μπορώντας να παραμείνει σιωπηλή, πρότεινε μια θέση που έκφραζε την αντίθεση στη μετανάστευση Εβραίων στην Παλαιστίνη, καθώς «μόνο η πλήρης εξάλειψη όλων των ριζών του φασισμού και ο εκδημοκρατισμός των ευρωπαϊκών χωρών μπορούν να εξασφαλίσουν στις εβραϊκές μάζες κανονικές συνθήκες διαβίωσης». Απέκλειε τη δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1946 όμως, η ιδέα της διαίρεσης της περιοχής επέστρεψε στο προσκήνιο. Η Μόσχα επισήμως διατήρησε τη θέση της, απαιτώντας την αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων, τον τερματισμό της εντολής και τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης και δημοκρατικής Παλαιστίνης μέσω διεθνούς κηδεμονίας υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Ταυτόχρονα, οι επαφές μεταξύ Σοβιετικών διπλωματών και Σιωνιστών εκπροσώπων συνεχίστηκαν, με τους Σοβιετικούς να εκφράζουν το θαυμασμό τους για τους “σιωνιστικούς συλλογικούς οικισμούς” και να υποστηρίζουν ότι «η Ρωσία πρέπει να βρει κάποιο είδος κατανόησης με τους Άραβες, αλλά γνωρίζοντας την καθυστέρησή τους και την πρόοδό σας, όλη μας η συμπάθεια θα είναι με το πείραμά σας».
Στις 30 Μαρτίου 1947, ο αναπληρωτής υπουργός εξωτερικών της ΕΣΣΔ Γκρομίκο δήλωσε στο Συμβούλιο Ασφαλείας:
«Ο μόνος τρόπος να μειωθεί η αιματοχυσία είναι η άμεση και αποτελεσματική δημιουργία δύο κρατών στην Παλαιστίνη.” Κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου, η Σοβιετική Ένωση παρέμεινε σταθερή, απορρίπτοντας όλες τις άλλες προτάσεις. Σύμφωνα με τον L. Rucker “στην πραγματικότητα, στην περίοδο που ακολούθησε την ομιλία του Γκρομίκο, η Σοβιετική Ένωση έγινε ο καλύτερος και πιο σταθερός σύμμαχος του σιωνιστικού κινήματος”.
Ακολούθησε η ειδική σύνοδος της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, στις 28 Απριλίου του ίδιου χρόνου. Εκεί, ο Αντρέι Γκρομίκο, δέχθηκε οδηγίες από τη Μόσχα να εκφωνήσει ένα λόγο με μία εντελώς νέα γραμμή για το παλαιστινιακό ζήτημα. Ο Γκρομίκο αφού περιέγραψε τα πάθη του εβραϊκού λαού από το χιτλερικό καθεστώς εξήγησε στη συνέχεια γιατί ο εβραϊκός λαός είχε το δικαίωμα να ιδρύσει το δικό του κράτος:
«Η προηγούμενη εμπειρία, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δείχνει ότι καμία δυτικοευρωπαϊκή χώρα δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκή βοήθεια στον εβραϊκό λαό για να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του και την ίδια του την ύπαρξη από τη βία των Χιτλερικών και των συμμάχων τους. Αυτό είναι ένα δυσάρεστο γεγονός, αλλά δυστυχώς, όπως όλα τα άλλα γεγονότα, πρέπει να παραδεχτούμε. [Αυτό το γεγονός] … εξηγεί τις φιλοδοξίες των Εβραίων να ιδρύσουν το δικό τους κράτος. Θα ήταν άδικο να μην το λάβουμε υπόψη και να αρνηθούμε το δικαίωμα του εβραϊκού λαού να πραγματοποιήσει αυτή τη φιλοδοξία.»
Στις 29 Νοέμβρη 1947 η ΕΣΣΔ στήριξε το σχέδιο του ΟΗΕ για δημιουργία δύο χωριστών κρατών στην περιοχή, ενός ισραηλινού και ενός αραβικού. Η νομική αναγνώριση της ισραηλινής ανεξαρτησίας από τη σοβιετική πλευρά ήρθε στις 17 Μάη 1948, τρεις μέρες μετά τη δημιουργία του κράτους, καθιστώντας την ΕΣΣΔ το πρώτο κράτος στον κόσμο που παρείχε de jure αναγνώριση στο Ισραήλ.
Στρατιωτική Υποστήριξη
«Έσωσαν τη χώρα· δεν έχω καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Η συμφωνία για τα τσεχικά όπλα ήταν η μεγαλύτερη βοήθεια που είχαμε τότε, μας έσωσε και χωρίς αυτήν αμφιβάλλω πολύ αν θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε τον πρώτο μήνα.» Αυτή η αναδρομική δήλωση του Ντέιβιντ Μπεν Γκουριόν το 1968 δείχνει τη σημασία των τσεχικών όπλων για το νεαρό εβραϊκό κράτος. Μετά τη σύνοδο του ΟΗΕ για το ζήτημα της Παλαιστίνης την άνοιξη του 1947, ο Μπεν Γκουριόν θεώρησε την απόκτηση όπλων ως την ύψιστη προτεραιότητα και έστειλε εβραϊκές παραστρατιωτικές δυνάμεις -πράκτορες της Χαγκανά- σε όλο τον κόσμο για να αγοράσουν στρατιωτικό εξοπλισμό, προκειμένου να προετοιμάσουν τις εβραϊκές δυνάμεις για τον πόλεμο.
Σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιευμένα σοβιετικά και ισραηλινά έγγραφα, η Πράγα αρχικά αρνήθηκε να πουλήσει όπλα στο σιωνιστικό κίνημα. Η Σοβιετική Ένωση αντιτάχθηκε σε αυτές τις διαπραγματεύσεις της Τσεχοσλοβακίας. Η πίεση της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία δεν ήθελε να εμπλακεί απευθείας σε στρατιωτική συνεργασία με το Ισραήλ, τελικά οδήγησε την Τσεχοσλοβακία να αλλάξει στάση και να δεχθεί να πουλήσει όπλα στο σιωνιστικό κίνημα. Αυτή η συμφωνία ήταν κρίσιμη για το νεοσύστατο εβραϊκό κράτος, καθώς τα όπλα που παρείχε, συμπεριλαμβανομένων τυφεκίων, πυρομαχικών και αεροσκαφών, συνέβαλαν στην επιτυχία του Ισραήλ να αντέξει την αρχική επίθεση των αραβικών στρατών κατά τους πρώτους μήνες του πολέμου. Οι Ισραηλινοί μπόρεσαν να επιτύχουν την εκδίωξη των αυτοχθόνων Παλαιστινίων από τη γη τους και τον εποικισμό της, χάρη στη στρατιωτική βοήθεια της Τσεχοσλοβακίας και στη μαζική μετανάστευση από την Ανατολική Ευρώπη.
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στα πρώτα χρόνια του ψυχρού πολέμου, το Σιωνιστικό κίνημα βρήκε στη Μόσχα τον ιδανικό σύμμαχό του στη Μέση Ανατολή. Η Σοβιετικο-Ισραηλινή συμμαχία συνεχίστηκε μέχρι το 1949. Άρχισε να περιορίζεται στη συνέχεια μέχρι τη βαθιά κρίση του 1952, η οποία οδήγησε σε σοβαρή επιδείνωση των διπλωματικών σχέσεων, στις τελευταίες ημέρες του Στάλιν.
Οι θέσεις της Τρίτης Κομμουνιστικής Διεθνούς πριν το Στάλιν
Η Τρίτη Κομμουνιστική Διεθνής και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρωσίας ετίθεντο με σαφείς διακηρυγμένες θέσεις κατά του σιωνιστικού σοβινιστικού σχεδίου ίδρυσης ενός εθνικού κράτους στην Παλαιστίνη, με ηθική δικαιολόγηση την υποδοχή των διωκόμενων από τον ιμπεριαλισμό Εβραίων της διασποράς.
Το Κεντρικό Γραφείο του Εβραϊκού τμήματος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσίας, που αρχικά δημοσιεύτηκε στο [περιοδικό] Kommunist (Μπακού) στις 8 Σεπτέμβρη του 1920, σε μία ανακοίνωση-μνημείο γνήσιας κομμουνιστικής, διεθνιστικής συνείδησης με τον τίτλο «Το σύνθημα του Εβραϊκού προλεταριάτου πρέπει να είναι Κάτω τα χέρια από την Παλαιστίνη!» κατήγγειλε χαρακτηριστικά: “Στο όνομα του Εβραϊκού προλεταριάτου και των εργαζόμενων μαζών, επομένως, διαμαρτυρόμαστε με τον πιο σθεναρό τρόπο ότι με αφορμή την εθνική απελευθέρωση, μια προνομιούχα Εβραϊκή μειονότητα με τεχνητό τρόπο εμφυτεύεται στο πληθυσμό της Παλαιστίνης. Μια τέτοια πολιτική αποτελεί άμεση παραβίαση των δικαιωμάτων των Αραβικών εργαζόμενων μαζών στην πάλη τους για ανεξαρτησία και για ολοκληρωτική κατοχή της γης και όλων των προϊόντων της εργασίας τους. Εκείνη την εποχή η Παλαιστίνη ήταν υπό Βρετανική κυριαρχία.
(Αναλυτικότερα, https://www.neaprooptiki.gr/i-komintern-kai-i-pali-gia-eleftheri-palaistini-2/)
Επιστρέφοντας στον Ιλάν Παπέ
Μετά το ψήφισμα του ΟΗΕ τον Νοέμβριο 1947 και μέχρι τις αρχές του 1949 -όπως περιγράφει ο Ιλάν Παπέ στο βιβλίο του “Εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης” με υποδειγματικά τεκμηριωμένο τρόπο- πραγματοποιήθηκε από τις κρατικές και παρακρατικές ισραηλινές οργανώσεις και τους στρατιωτικούς και παραστρατιωτικούς βραχίονές της, μία αριστοτεχνικά σχεδιασμένη και άνευ προηγουμένου από άποψη ωμότητας και σφοδρότητας, επιχείρηση εθνοκάθαρσης των αυτόχθονων Αράβων-Παλαιστινίων και εποικισμού της γης τους. Το πράσινο φωςγι’ αυτή τη δολοφονική επέλαση των σιωνιστών αποικιοκρατών έδωσε με τρόπο ιστορικά αδιαμφισβήτητο μαζί με τον ιμπεριαλισμό, η σταλινική Σοβιετική Ένωση. Σκεπτόμενος κανείς ποιος πραγματικά όπλισε τα χέρια της δολοφονικής μηχανής, την κρίσιμη περίοδο, με την οποία η σιωνιστική αποικιοκρατία εφόρμησε για να κατασπαράξει ένα ολόκληρο λαό και τη γη του, δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί το ρόλο που έπαιξε σε αυτή τη σφαγή, η πολεμική, οικονομική, πολιτική και ηθική στήριξη της Σοβιετικής εξουσίας υπό τον Στάλιν, στο Σιωνιστικό Σχέδιο την περίοδο μεταξύ 1947-1949. Έκτοτε και αφού ο Σιωνισμός κατέστη κρατική οντότητα, η λεγόμενη “λύση των δύο κρατών” συνιστά τον πολιτικό, νομικό ευφημισμό, ο οποίος επιτρέπει να συζητιέται στο επίσημο πολιτικό και διπλωματικό προσκήνιο το εγκληματικό σιωνιστικό σχέδιο, μεταμφιεσμένο σε ένα “αιώνιο πρόβλημα” μεταξύ δύο επί ίσοις όροις κατά μία έννοια, αντιμαχόμενων λαών, που χρήζει διαιτησίας. Κάτι το οποίο δεν ισχύει. Και ενώ “κουβέντα να γίνεται” εδώ και τρία τέταρτα του αιώνα για τα δύο κράτη, στην πραγματικότητα το μόνο που διαπιστωμένα συμβαίνει είναι η εν λόγω “λύση” να χρησιμεύει ως το εφαλτήριο πάνω στο οποίο ο Ιμπεριαλισμός και ο Σιωνισμός οικοδομούν μέσα στις δεκαετίες τα αποικιοκρατικά εγκλήματά τους εναντίον του παλαιστινιακού λαού και της ανθρωπότητας, οικειοποιούμενοι ταυτόχρονα -ντε φάκτο και με τη βία- το αντικείμενο του πόθου τους, δηλαδή τη γη της Παλαιστίνης, χωρίς τους Παλαιστίνιους. Κανένας αγώνας στο όνομα του παλαιστινιακού λαού, όσο ειλικρινής και παθιασμένος κι αν είναι, δεν πρόκειται να αποδώσει δικαιοσύνη, όσο δεν αμφισβητείται η στρεβλή γραμμή της εγκληματικής ρεάλ πολιτίκ του σταλινισμού στη Μέση Ανατολή με θύμα τον παλαιστινιακό λαό και η οποία μεταφέρεται ως παράδοση από το καμίνι του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου εν συνεχεία μέχρι τις μέρες μας. Κανείς δεν μπορεί να υποκρίνεται ότι μπορεί να υπάρχει διαπραγμάτευση μεταξύ του καταπιεστή και του καταπιεσμένου. Κανείς δεν μπορεί να ξεχνά ότι αυτή η σικέ διπλωματία με δόλωμα τη “λύση των δύο κρατών” τερμάτισε άδοξα την πρώτη Ιντιφάντα, εδραιώνοντας την υποταγή και τη σκλαβιά της ισραηλινής κατοχής. Κανείς δεν μπορεί να μη βλέπει ότι μία τέτοια “λύση”, θα λύσει τα χέρια μόνο στους διάφορους “Κουίσλινγκ” και “Τσολάκογλου”, που πάντα βρίσκονται πρόθυμοι μεταξύ των καταπιεσμένων λαών για να διευκολύνουν τους κατακτητές, στα αποικιοκρατικά τους σχέδια.