της Βίκυς Κανατά
[Το παρόν κείμενο αποτελεί μια εμπλουτισμένη εκδοχή της τοποθέτησής μου, η οποία πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 8/9/24, στο πλαίσιο του φεστιβάλ ΣΜΗΝΟΣ και συγκεκριμένα στη συζήτηση του συντόνιζε ο ψυχίατρος Λυκούργος Καρατζαφέρης με εισηγητές την Βάσια Λέκκα (επίκουρη καθηγήτρια ΤΕΑΠΗ-ΕΚΠΑ), τον Θεόδωρο Μεγαλοοικονόμου (ψυχίατρο) και τον Γιώργο Κεσίσογλου (ψυχολόγο).
Η συζήτηση είχε τίτλο: Ορατοί και Αόρατοι Ιμάντες: Επιτήρηση, Έλεγχος και Επιβολή Εντός και Εκτός των Ασυλικών Τειχών.]
Η σύγχρονη κοινωνία έχει εξελιχθεί σε μια πολύπλοκη μηχανή επιτήρησης και ελέγχου, με τους ορατούς και αόρατους ιμάντες της εξουσίας να διαπερνούν κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής. Το καπιταλιστικό σύστημα, σε συνδυασμό με τις φασιστικές τάσεις που ενισχύουν την καταπίεση, στηρίζεται σε διάφορες μορφές καταστολής και επιβολής, τόσο εντός όσο και εκτός των “ασυλικών τειχών” – εκείνων των δομών που υποτίθεται ότι προστατεύουν, αλλά τελικά λειτουργούν ως μηχανισμοί εξόντωσης.
Στον καπιταλιστικό κόσμο, η επιτήρηση έχει αναδειχθεί σε πρωταρχικό εργαλείο ελέγχου του πληθυσμού. Τα σύγχρονα κράτη, συνεργαζόμενα με ιδιωτικούς φορείς και πολυεθνικές, έχουν δημιουργήσει ένα πανίσχυρο δίκτυο συλλογής και ανάλυσης δεδομένων. Ωστόσο, οι “αόρατοι ιμάντες” είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, απειλητικοί και αποτελούν τις σκοτεινές πτυχές αυτού του συστήματος. Οι πολίτες γίνονται αντικείμενα μιας διαρκούς επιτήρησης, που αποσκοπεί στη χειραγώγηση και τον έλεγχο της καθημερινότητάς τους, με στόχο τη διατήρηση της εξουσίας.
Η έννοια της βιοπολιτικής, όπως αναπτύχθηκε από τον Μισέλ Φουκώ, περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο οι εξουσίες ρυθμίζουν και ελέγχουν τα σώματα και τις ζωές των ανθρώπων μέσω της επιβολής συγκεκριμένων κανόνων και προτύπων. Σε αυτή τη βάση η εξουσία δεν ασκείται μόνο κατασταλτικά αλλά και μέσω της πρόληψης και της διαχείρισης της ζωής. Η βιοπολιτική εξουσία συνδυάζει τεχνικές πειθάρχησης του ατόμου (μέσω θεσμών όπως η φυλακή ή το σχολείο) με τεχνικές που αφορούν στη ρύθμιση του πληθυσμού (όπως η δημόσια υγεία). Σε αυτή τη βάση η εξουσία δεν ασκείται μόνο κατασταλτικά αλλά και μέσω της πρόληψης και της διαχείρισης της ίδιας της ζωής.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της πρακτικής στην Ελλάδα ήταν η διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών το 2012. Η σύλληψη και δημόσια διαπόμπευση αυτών των γυναικών, με την κατηγορία της διάδοσης της ασθένειας, ήταν μια βάρβαρη άσκηση βιοπολιτικής που στόχευε στη στιγματοποίηση και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Οι γυναίκες αυτές παρουσιάστηκαν ως απειλή για τη δημόσια υγεία, όχι για να προστατευτεί η κοινωνία, αλλά για να ενισχυθεί ο φόβος και η υποταγή. Η καταπάτηση των δικαιωμάτων τους και η χρήση της υγείας ως μέσο ελέγχου καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο το κράτος μπορεί να χρησιμοποιήσει τη βιοπολιτική για την επιβολή και τον έλεγχο.
Η επιτήρηση και η καταστολή όμως δεν περιορίζονται μόνο σε περιπτώσεις όπως η διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών. Επεκτείνονται και στο πεδίο της υγείας και της ψυχικής υγείας. Η υποβάθμιση των δομών απεξάρτησης και η φαινομενική ψυχιατρική μεταρρύθμιση που εφαρμόστηκε τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα, αποτελούν άλλο ένα παράδειγμα της κατασταλτικής λειτουργίας του κράτους.
Η απεξάρτηση, από αναπόσπαστο μέρος της κοινωνικής πρόνοιας, έχει μετατραπεί σε αντικείμενο εμπορευματοποίησης και καταστολής. Αντί να ενισχυθούν οι δημόσιες δομές και να προσφέρονται πραγματικές λύσεις στους ανθρώπους που πάσχουν από εξαρτήσεις, το κράτος επιλέγει τη μείωση των πόρων, την ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών αλλά και την διάλυση και ομογενοποίηση όσων ήδη υπάρχουν και λειτουργούν αποτελεσματικά πολλές δεκαετίες. Αυτή η πολιτική δεν αποσκοπεί στην επίλυση του προβλήματος, αλλά στην περιθωριοποίηση και τον αποκλεισμό των ανθρώπων αυτών.
Παράλληλα, η υποτιθέμενη ψυχιατρική μεταρρύθμιση, που παρουσιάστηκε πρόσφατα ως μέσο βελτίωσης των συνθηκών ψυχικής υγείας, δεν είναι παρά ένα πρόσχημα για τη διάλυση των ψυχιατρικών ιδρυμάτων και την εκμετάλλευση των ασθενών. Οι υποσχέσεις για βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και θεραπείας των ψυχικά ασθενών καταλήγουν σε αύξηση της καταστολής και της φαρμακοεξάρτησης, ενώ οι κοινωνικές δομές στήριξης καταρρέουν.
Μπροστά σε αυτό το ζοφερό τοπίο επιτήρησης, ελέγχου και καταστολής, γίνεται επιτακτική η ανάγκη για αυτοοργάνωση και συλλογική δράση. Οι ορατοί και αόρατοι ιμάντες της εξουσίας δεν μπορούν να σπάσουν παρά μόνο μέσω της αντίστασης και της αλληλεγγύης μεταξύ των πολιτών.
Η αυτοοργάνωση από τα κάτω αποτελεί την πιο ισχυρή απάντηση στο σύστημα που επιδιώκει να ελέγξει κάθε πτυχή της ζωής μας. Μέσα από συλλογικότητες, τοπικές πρωτοβουλίες, κοινότητες αλληλεγγύης και αυτοδιαχειριζόμενα εγχειρήματα, μπορούμε να δημιουργήσουμε νησίδες ελευθερίας και αλληλοβοήθειας, μακριά από την καταστολή και την εκμετάλλευση.
Στα πλαίσια της αυτοοργάνωσης, είναι απαραίτητο να προωθηθεί η πραγματική αλληλεγγύη στους ανθρώπους που βρίσκονται στα περιθώρια της κοινωνίας. Η υποστήριξη των εξαρτημένων, η φροντίδα των ψυχικά ασθενών και η προστασία των δικαιωμάτων των πιο ευάλωτων ατόμων πρέπει να αποτελούν προτεραιότητα. Οι συλλογικότητες που παλεύουν για αυτά τα ζητήματα μπορούν να λειτουργήσουν ως προπύργια αντίστασης ενάντια στην κρατική καταστολή και την καπιταλιστική εκμετάλλευση.
Παράλληλα, η δημιουργία εναλλακτικών δομών υγείας -όπως το Δίκτυο Αλληλεγγύης Κοινωνικών Ιατρείων- και κοινωνικής πρόνοιας, που βασίζονται στις αρχές της αυτοδιαχείρισης και της συμμετοχής, είναι αναγκαία για να αμφισβητηθεί το κυρίαρχο σύστημα. Μέσα από τέτοιες δομές, μπορούμε να χτίσουμε σχέσεις βασισμένες στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και την αλληλεγγύη, αντί στην καταστολή και τον έλεγχο.
Η δράση και η μάχη ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής δεν είναι απλώς μια πολιτική θέση, αλλά μια πρακτική στάση ζωής που απορρίπτει την εξουσία σε όλες τις μορφές της. Η μάχη ενάντια στους ορατούς και αόρατους ιμάντες της εξουσίας, εντός και εκτός των ασυλικών τειχών, είναι μια συνεχής διαδικασία που απαιτεί τη συμμετοχή όλων μας. Μόνο μέσα από την αυτοοργάνωση και την αντίσταση μπορούμε να διεκδικήσουμε την ελευθερία μας και να οικοδομήσουμε μια κοινωνία βασισμένη στην αλληλεγγύη, την ισότητα και την ελευθερία.
Για να κατανοήσουμε την αναγκαιότητα της αυτοοργάνωσης και της αντίστασης, πρέπει να αποδομήσουμε τους κατασταλτικούς μηχανισμούς που συντηρούν και ενισχύουν τα δεσμά της εξουσίας. Αυτοί οι μηχανισμοί λειτουργούν τόσο στο επίπεδο της φυσικής καταστολής όσο και στο επίπεδο της ιδεολογικής επιβολής. Μέσω της φυσικής καταστολής, το κράτος χρησιμοποιεί την αστυνομία, το στρατό, και το δικαστικό σύστημα για να επιβάλλει την τάξη και να καταστείλει κάθε μορφή αντίστασης. Οι κατασταλτικές αυτές δυνάμεις δεν στοχεύουν μόνο σε εκείνους που θεωρούνται “εγκληματίες” αλλά και σε όσους τολμούν να αμφισβητήσουν την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων.
Η ιδεολογική επιβολή, από την άλλη πλευρά, λειτουργεί μέσω της προπαγάνδας, της εκπαίδευσης και των μέσων μαζικής ενημέρωσης, που προσπαθούν να διαμορφώσουν τις αντιλήψεις και τις συμπεριφορές των πολιτών. Ο έλεγχος της πληροφορίας και η διαμόρφωση της κοινής γνώμης επιτρέπουν στο καπιταλιστικό σύστημα να αναπαράγεται και να επιβάλλει τις αξίες του ως “φυσικές” και “αναπόφευκτες”.
Σημαντικό ρόλο στην καταστολή της αντίστασης παίζουν και οι δομές της υγειονομικής και ψυχιατρικής φροντίδας. Η υποβάθμιση αυτών των δομών δεν είναι απλώς αποτέλεσμα της λιτότητας ή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, αλλά συνειδητή επιλογή για την αποδυνάμωση της κοινωνικής πρόνοιας και την καταστολή των πιο ευάλωτων ομάδων της κοινωνίας. Οι εξαρτημένοι, οι ψυχικά ασθενείς και οι κοινωνικά αποκλεισμένοι θεωρούνται βάρος και απειλή για την κοινωνική τάξη, και ως τέτοιοι αντιμετωπίζονται με αδιαφορία, περιθωριοποίηση ή και ενεργή καταστολή.
Η ανατροπή αυτού του καταπιεστικού συστήματος δεν μπορεί να γίνει μέσα από τους θεσμούς που το στηρίζουν. Αντίθετα, πρέπει να βασιστεί στη συλλογική δράση και την αλληλεγγύη των πολιτών, των εργαζομένων και της εργατικής τάξης που αντιστέκονται στη φασιστική και καπιταλιστική βαρβαρότητα.
Η συλλογική δράση πρέπει να στοχεύει όχι μόνο στην αντιμετώπιση των άμεσων κατασταλτικών επιθέσεων, αλλά και στη δημιουργία εναλλακτικών δομών που να αντικαθιστούν το καπιταλιστικό σύστημα. Οι κοινότητες που βασίζονται στην αυτοοργάνωση μπορούν να αποτελέσουν ζωντανά παραδείγματα μιας άλλης, εφικτής κοινωνίας. Μέσα από την αλληλεγγύη, την ανταλλαγή γνώσεων και την κοινή δράση, μπορούμε να δημιουργήσουμε χώρους όπου η ελευθερία και η δικαιοσύνη είναι πραγματικά αξίες που βιώνονται στην πράξη. Αυτό απαιτεί μια συνολική αναθεώρηση των αξιών και των πρακτικών μας. Πρέπει να απορρίψουμε την ανταγωνιστική και ατομικιστική κουλτούρα που προωθεί ο καπιταλισμός και να επανασυνδεθούμε με τις συλλογικές μορφές ύπαρξης και δράσης. Η αυτοοργάνωση δεν είναι απλώς μια πολιτική στρατηγική, αλλά μια διαδικασία δημιουργίας νέων κοινωνικών σχέσεων, βασισμένων στην αμοιβαία εμπιστοσύνη.
Η πάλη ενάντια στους ορατούς και αόρατους ιμάντες της εξουσίας είναι συνεχής και πολυεπίπεδη. Δεν αφορά μόνο την άμεση καταστολή που βιώνουμε στους δρόμους ή την επιτήρηση που μας επιβάλλουν οι νέες τεχνολογίες, αλλά και την ίδια τη δομή της κοινωνίας στην οποία ζούμε. Ο καπιταλισμός και ο φασισμός είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, που βασίζονται στην ταξική εκμετάλλευση και την καταπίεση των πολλών από τους λίγους.
Η αυτοοργάνωση και η συλλογική δράση είναι τα εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας για να απελευθερωθούμε από αυτούς τους ιμάντες εξουσίας. Είναι οι τρόποι με τους οποίους μπορούμε να ξανακερδίσουμε τον έλεγχο της ζωής μας και να οικοδομήσουμε μια κοινωνία όπου η ελευθερία, η ισότητα και η αλληλεγγύη δεν είναι απλώς συνθήματα, αλλά πραγματικότητα.
Η εποχή που ζούμε μας επιβάλλει να πάρουμε θέση. Η αδιαφορία και η παθητικότητα εξυπηρετούν μόνο εκείνους που μας καταπιέζουν. Η συμμετοχή σε συλλογικές μορφές δράσης, η εμπλοκή μας σε αγώνες είναι οι πράξεις που μπορούν να κάνουν τη διαφορά. Ορατοί και αόρατοι ιμάντες εξουσίας πάντα θα υπάρχουν, αλλά είναι στο χέρι μας να τους σπάσουμε και να δημιουργήσουμε τον κόσμο που θέλουμε να ζήσουμε.
Η ελευθερία δεν παραχωρείται. Κερδίζεται μέσα από την αντίσταση, τη δημιουργικότητα και την αλληλεγγύη. Οι ασυλικές δομές και τα τείχη τους, είτε φυσικά είτε συμβολικά, μπορούν να γκρεμιστούν. Το μέλλον ανήκει σε εκείνους που δεν φοβούνται να αγωνιστούν για αυτό.