Η Νέα Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση Θέτει σε Κίνδυνο Ζωές

Raquel Forner 

της Βίκυς Κανατά

Η νέα ψυχιατρική μεταρρύθμιση, που βρίσκεται υπό εφαρμογή, έρχεται να αλλάξει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και υλοποιούμε τη θεραπεία τής ψυχικής υγείας και των εξαρτήσεων. Αντί για μία εξέλιξη που θα προάγει την ευημερία και την εξατομικευμένη φροντίδα, βρισκόμαστε μπροστά σε μια επικίνδυνη πραγματικότητα: την ομογενοποίηση των θεραπευτικών προγραμμάτων. Η κίνηση αυτή δεν είναι απλώς μια διαρθρωτική αλλαγή· είναι μια πολιτική πράξη που διακυβεύει την εμπιστοσύνη των θεραπευομένων και την τύχη των εργαζομένων σε αυτά τα ζωτικά προγράμματα.

Ως Βίκυ, έχω βιώσει στο πετσί μου τη σημασία της διαφοροποίησης και της εξατομικευμένης προσέγγισης. Το πρόγραμμα απεξάρτησης “18 Άνω” άλλαξε ριζικά τη ζωή μου. Με έμαθε να εμπιστεύομαι ξανά τον εαυτό μου και τους γύρω μου, και με βοήθησε να επανενταχθώ στην κοινωνία με αξιοπρέπεια και δύναμη. Ο τρόπος με τον οποίο αυτό το πρόγραμμα σχεδιάστηκε, βασισμένο στην ομαδική δουλειά και την αλληλεγγύη, ήταν καθοριστικός για την προσωπική μου αλλαγή. Η μοναδικότητά του, η ανθρωποκεντρική προσέγγιση και η ευαισθησία απέναντι σε κάθε άτομο που συμμετείχε, μετέτρεψαν το “18 Άνω” σε μια πραγματική κοινότητα υποστήριξης. Τώρα όμως, αυτή η μοναδικότητα κινδυνεύει να χαθεί.

Η ψυχική υγεία και η απεξάρτηση δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται με ένα ομοιόμορφο μοντέλο. Κάθε άνθρωπος έχει τη δική του μοναδική ιστορία, τα δικά του βιώματα, και τις δικές του ανάγκες. Το σύστημα μέχρι πρόσφατα λειτουργούσε με βάση την αναγνώριση αυτής της ποικιλομορφίας. Ο καθένας είχε την δυνατότητα να βρει το πρόγραμμα που ανταποκρινόταν καλύτερα στην προσωπική του κατάσταση, στις ανάγκες του και στις προσδοκίες του.

Η νέα μεταρρύθμιση όμως έρχεται να εξαλείψει αυτή την πολυμορφία, επιβάλλοντας ομοιόμορφα πρότυπα και τυποποιημένες μεθόδους θεραπείας. Οι υπεύθυνοι, υποστηρίζοντας ότι αυτό θα φέρει “αποτελεσματικότητα”, αγνοούν τον πυρήνα τού ζητήματος: η θεραπεία δεν είναι μία γραμμή παραγωγής, όπου τα ίδια βήματα μπορούν να φέρουν το ίδιο αποτέλεσμα για όλους. Ο κάθε θεραπευόμενος είναι ένας ξεχωριστός άνθρωπος, με τις δικές του ανάγκες, και η διαφοροποίηση στα προγράμματα είναι κρίσιμη για την επιτυχία της θεραπείας.

Η ψυχιατρική μεταρρύθμιση αυτή, όπως και κάθε κρατική πολιτική που επιχειρεί να τυποποιήσει την ανθρώπινη εμπειρία, έχει μια βαθιά πολιτική διάσταση. Στηρίζεται σε μια λογική αποδόμησης των δημοσίων υπηρεσιών και στη μετατροπή τους σε εμπορεύματα που υπακούν στις επιταγές της αγοράς. Αυτή η φιλοσοφία επιδιώκει την «αποτελεσματικότητα» και τη «μείωση του κόστους», θυσιάζοντας όμως την ποιότητα και την ευαισθησία που είναι αναγκαίες για τη φροντίδα των ψυχικά ευάλωτων ανθρώπων.

Πρέπει να αναρωτηθούμε: Ποιος ωφελείται από αυτή τη μεταρρύθμιση; Σίγουρα όχι οι θεραπευόμενοι. Αυτοί θα αντιμετωπίσουν την αποξένωση και την απογοήτευση, καθώς το σύστημα δεν θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις ανάγκες τους. Ποιος άλλος επηρεάζεται αρνητικά; Οι εργαζόμενοι στα υπάρχοντα προγράμματα, που επί χρόνια δίνουν το προσωπικό τους απόθεμα για να στηρίξουν τις ζωές των ανθρώπων που βρίσκονται σε ανάγκη. Οι θέσεις εργασίας τους κινδυνεύουν, καθώς οι αλλαγές φέρνουν μείωση του προσωπικού, ενοποίηση δομών και συχνά, ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών.

Αυτό το μοντέλο δεν είναι νέο. Βλέπουμε τη λογική της αγοράς να διεισδύει σε κάθε τομέα της κοινωνίας, από την εκπαίδευση (με την ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημίων) μέχρι την υγεία. Ο στόχος δεν είναι η ποιότητα, αλλά η αποδοτικότητα με οικονομικούς όρους. Η ανθρώπινη ζωή, όμως, δεν μπορεί να υπολογιστεί σε ποσοστά και πίνακες. Η επιτυχία ενός προγράμματος απεξάρτησης ή ψυχιατρικής φροντίδας δεν μπορεί να κριθεί μόνο από στατιστικά στοιχεία και γραφήματα. Είναι η ποιότητα της σχέσης που χτίζεται μεταξύ του θεραπευτή και του θεραπευόμενου που καθορίζει και την πορεία και το αποτέλεσμα. Εξ άλλου, θα μπορούσαμε και εμείς να παρουσιάσουμε στατιστικά στοιχεία και γραφήματα, με τις εκατοντάδες και χιλιάδες ανθρώπινες υπάρξεις που από “σκιές” μπόρεσαν με τη βοήθεια των θεραπευτικών προγραμμάτων να σταθούν όρθιοι. Αυτά τα στοιχεία που κατά καιρούς δίνονται από τις θεραπευτικές κοινότητες γιατί δεν τα λαμβάνουν υπόψη τους οι αρμόδιοι;

Η εμπιστοσύνη είναι θεμέλιο της θεραπευτικής διαδικασίας. Όταν ένα πρόγραμμα όπως το “18 Άνω” καλλιεργεί την εμπιστοσύνη ανάμεσα στον θεραπευόμενο και τους επαγγελματίες που τον υποστηρίζουν, δημιουργείται ένα ασφαλές πλαίσιο που επιτρέπει την ανοιχτή επικοινωνία και την ουσιαστική θεραπεία. Οι αλλαγές που προωθούνται απειλούν να διαρρήξουν αυτή την εμπιστοσύνη. Οι άνθρωποι που βρίσκονται σε κατάσταση ευαλωτότητας χρειάζονται τη σταθερότητα και την αίσθηση ότι τα προγράμματα στα οποία απευθύνονται θα είναι εκεί για να τους στηρίξουν σε όλη τη διάρκεια της πορείας τους.

Max Ernst

Είναι εύκολο να χάσει κανείς την πίστη του στη διαδικασία αν οι θεραπείες γίνονται απρόσωπες, τυποποιημένες και απομακρυσμένες από την καθημερινότητα τού κάθε ανθρώπου. Η αποξένωση που μπορεί να δημιουργηθεί θα αποθαρρύνει τους θεραπευόμενους από το να αναζητήσουν βοήθεια.

Ως Βίκυ, ως απεξαρτημένη, αλλά και ως μέρος μιας κοινότητας που έχει δει την αλλαγή στη ζωή της μέσα από τα υπάρχοντα προγράμματα, διεκδικώ, μαζί με όλους αυτούς που υποφέρουν ακόμα, τη διατήρηση της πολυμορφίας στα θεραπευτικά προγράμματα. Δεν μπορούμε να αποδεχτούμε μια μεταρρύθμιση που καταστρέφει την ανθρωπιά και την αλληλεγγύη που χαρακτηρίζουν αυτές τις δομές. Απαιτούμε:

  • Την άμεση αναστολή των αλλαγών που προωθούν την ομογενοποίηση των προγραμμάτων. Κάθε πρόγραμμα πρέπει να διατηρήσει την αυτονομία του και τη δυνατότητα να προσαρμόζεται στις ανάγκες των συμμετεχόντων.
  • Την προστασία των θέσεων εργασίας των εργαζομένων. Οι άνθρωποι που δουλεύουν στις θεραπευτικές δομές είναι πολύτιμοι και πρέπει να διασφαλιστεί η σταθερότητα και η αξιοπρέπειά τους.
  • Την ενίσχυση της δημόσιας χρηματοδότησης για τα προγράμματα απεξάρτησης και ψυχικής υγείας, ώστε να μπορούν να λειτουργούν με επάρκεια και ποιότητα χωρίς να εξαρτώνται από τις πιέσεις της αγοράς.
  • Τη διατήρηση της εμπιστοσύνης και της σταθερότητας στις σχέσεις θεραπευτή-θεραπευόμενου, που είναι αναγκαίες για τη θεραπεία.

Η μάχη μας δεν είναι απλώς μια διαφωνία για την οργάνωση των υπηρεσιών υγείας. Είναι μια μάχη για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ελευθερία της αυτοδιάθεσης σε ζητήματα που αφορούν την ψυχική και σωματική μας υγεία. Αν δεν υπερσπιστούμε τη διατήρηση αυτών των προγραμμάτων ως έχουν, διακινδυνεύουμε να δούμε την αποσύνθεση ενός ολόκληρου δικτύου αλληλεγγύης και υποστήριξης που έχει χτιστεί με κόπο εδώ και δεκαετίες.

Η μεταρρύθμιση αυτή δεν πρέπει να ιδωθεί μόνο ως μια διοικητική αλλαγή, αλλά ως ένα κομμάτι μιας ευρύτερης πολιτικής κατεύθυνσης που επιδιώκει να εντάξει ακόμα και τα πιο ζωτικά κομμάτια της κοινωνίας –όπως η ψυχική υγεία και τα προγράμματα απεξάρτησης– σε μια λογική ελέγχου και εμπορευματοποίησης. Η ατομικότητα, η ευαλωτότητα και η πολυπλοκότητα των ανθρώπινων εμπειριών γίνονται απλές στατιστικές κατηγορίες, με σκοπό να εξυπηρετήσουν το στόχο της μείωσης κόστους και της «αποτελεσματικής» διαχείρισης.

Για εμάς, η αντίσταση σε αυτές τις αλλαγές είναι πράξη πολιτική. Δεν είναι απλώς μια μάχη για να σωθεί ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα ή να προστατευτούν θέσεις εργασίας. Είναι μια μάχη για τη διατήρηση του δικαιώματος των ανθρώπων να έχουν πρόσβαση σε ανθρώπινη, ποιοτική φροντίδα, σε υπηρεσίες που τους αντιμετωπίζουν με σεβασμό και κατανόηση.

Η δική μου εμπειρία, όπως και η εμπειρία χιλιάδων άλλων ανθρώπων, δείχνει ότι τα προγράμματα όπως το “18 Άνω” έχουν δύναμη γιατί στηρίζονται στην αλληλεγγύη, στην ανθρωπιά και στην εμπιστοσύνη. Όταν αυτά τα στοιχεία απομακρύνονται και αντικαθίστανται από τυποποιημένες μεθόδους, το αποτέλεσμα είναι μια κοινωνία πιο αποξενωμένη, πιο κλειστή και πιο εχθρική απέναντι στους πιο ευάλωτους.

Επιθυμία όλων μας είναι να οραματιστούμε και να χτίσουμε μια κοινωνία όπου η φροντίδα της ψυχικής υγείας δεν θα υπόκειται σε γραφειοκρατικές και αγοραίες πιέσεις, αλλά θα βασίζεται στην πραγματική ανάγκη και την αλληλεγγύη. Μια κοινωνία όπου τα προγράμματα θα προσαρμόζονται στις ανάγκες των θεραπευομένων, χωρίς να επιβάλλονται αυθαίρετες αλλαγές που διαλύουν τις ζωές τους.

Ως Βίκυ, γνωρίζω από πρώτο χέρι πόσο σημαντικό είναι να μπορείς να εμπιστευτείς ένα πρόγραμμα που δεν σε βλέπει απλώς ως “περίπτωση”, αλλά ως άνθρωπο με τραύματα, όνειρα, φόβους και ανάγκες. Και είμαι σίγουρη ότι αυτή η εμπειρία είναι κοινή για πολλούς άλλους που πέρασαν μέσα από αυτά τα προγράμματα.

Το κείμενο αυτό δεν είναι μόνο ένα κάλεσμα για προβληματισμό, αλλά και ένα κάλεσμα για δράση. Αν δεν αγωνιστούμε τώρα, θα βρεθούμε σύντομα μπροστά σε μια πραγματικότητα όπου η φροντίδα για την ψυχική υγεία θα είναι μια απρόσωπη διαδικασία, αποκομμένη από την πραγματική ζωή και τις ανάγκες των ανθρώπων.

Καλούμε όλες τις συλλογικότητες, τις ομάδες και τους πολίτες που νοιάζονται για την κοινωνική δικαιοσύνη, να ενώσουν τις φωνές τους μαζί μας. Να διεκδικήσουμε μια ψυχιατρική μεταρρύθμιση που θα βάζει στο επίκεντρο τον άνθρωπο και όχι το κέρδος. Να σταθούμε δίπλα στους θεραπευόμενους και τους εργαζόμενους, και να απαιτήσουμε μια κοινωνία που να νοιάζεται πραγματικά για την ψυχική υγεία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Η μάχη αυτή είναι δική μας και είναι μια μάχη για το μέλλον μας. Δεν θα επιτρέψουμε να υπονομευθεί το έργο και η προσφορά αυτών των προγραμμάτων. Θα συνεχίσουμε μέχρι τέλους να υπερασπιζόμαστε την πολυμορφία, την αλληλεγγύη και την ελευθερία επιλογής, γιατί αυτές είναι οι αξίες που χτίζουν μια κοινωνία ανθρώπινη και δίκαιη.